Του Μ.Τ.
Απελπιστικά είναι τα στοιχεία που δημοσίευσε η –διόλου αθώα– εταιρείας ευρέσεως εργασίας Adecco για την πρόθεση των Ελλήνων εργαζόμενων να μεταναστεύσουν.
Σύμφωνα με αυτήν, πάνω από το 50% των ερωτηθέντων (49% που δήλωσαν ότι αναζητούν εργασία στο εξωτερικό + 3% που έχουν ήδη δεχτεί προσφορά εργασίας) επιθυμεί να εγκαταλείψει τη χώρα προς αναζήτηση εργασίας. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε τηλεφωνικά, σε δείγμα 400 ατόμων (περισσότερα βλέπε εδώ).
Βρισκόμαστε μπροστά στη μεγαλύτερη πληγή που έχει ανοίξει η κρίση στην ελληνική κοινωνία: Τα πιο δυναμικά της κομμάτια, την εγκαταλείπουν, ενεργοποιούν ξανά το ‘πνεύμα του Οδυσσέα’ προς αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής –καθώς η χώρα στερεύει από δουλειά και εισοδήματα.
Το φαινόμενο διασταυρώνει μια σειρά σημαντικών τάσεων που διαπερνούν σήμερα την κοινωνία μας. Σαφέστατα υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της τεράστιας ανεργίας νέων πτυχιούχων, της μετανάστευσης, της αποχής των ίδιων ηλικιών από τις όποιες πολιτικές διεργασίες συντελούνται αυτή τη στιγμή στη χώρα. Στην πραγματικότητα, οι γενιές των ανθρώπων κάτω των 45, κινδυνεύουν να καταστούν «χαμένες γενιές» για τη χώρα, καθώς όχι μόνο επιθυμούν να φύγουν, αλλά –όπως δείχνουν τα γκάλοπ– σιωπούν, απέχουν και στην καλύτερη προτιμούν να εγκαταλείψουν τις μεγάλες ελληνικές πόλεις προκειμένου ν’ αναζητήσουν καλύτερες συνθήκες στις ιδιαίτερές τους πατρίδες.
Προφανώς, το πρόβλημα δεν έχει μόνον ποσοτικές διαστάσεις. Ο κόσμος που φεύγει, οι άνθρωποι που χάνονται, είναι πτυχιούχοι. Η κοινωνία έχει επενδύσει σε αυτούς μορφωτικό κεφάλαιο. Κι επίσης, προέρχονται από εκείνα τα στρώματα που «κάνουν το μεγαλύτερο σαματά». Είναι τα πιο ενεργά δηλαδή, και μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στους εξελίξει πολιτικούς μετασχηματισμούς.
Eξ άλλου, ότι σε όλα τα κινήματα των τελευταίων δύο χρόνων, από το Καταλάβετε την Γουόλ Στρήτ, μέχρι τους Αγανακτισμένους της Ισπανίας –ακόμα και αυτό της πλατείας Ταχρίρ, οι ‘διανοητικοί προλετάριοι’, δηλαδή οι άνεργοι, νέοι πτυχιούχοι αποτελούν τον κύριο φορέα της ιδεολογικής ανανέωσης. Εκείνοι που φέρουν πιο ξεκάθαρα τα νέα ιδεολογικά στοιχεία — η παράμετρος δηλαδή που έλειψε περισσότερο από το αντίστοιχο ελληνικό κίνημα.
Ας το δούμε από αυτήν την πλευρά. Πολλοί του ‘αντιμνημονιακού’ πόλου, διαγκωνίζονται ν’ αναδειχθούν σε φορείς μιας αντιστασιακής αναγέννησης. Ποιοι όμως θα πραγματώσουν αυτήν την αναγέννηση; Οι νέες γενιές, παίζουν το παιχνίδι του «μην τις είδατε», ενώ οι παλιές φέρουν μέσα της όλες τις αμαρτίες της μεταπολίτευσης. Και κουβαλούν τα σύνδρομα του παρελθόντος, αριστερά, πασοκικά ή και δεξιά. Στον ΣΥΡΙΖΑ, έχουμε φτάσει στο αποκορύφωμα της αντίφασης, άνθρωποι που σφράγισαν με τη παρουσία τους την διαδρομή του παλιού ΠΑΣΟΚ και της Αριστεράς, να διεκδικούν την υπέρβασή τους –λες και η πολιτική ανανέωση μπορεί να γίνει μέσω μετεμψυχώσεων. Όσο για τους Ανεξάρτητους Έλληνες, το ηλικιακό κενό είναι ακόμα μεγαλύτερο.
Ασφαλώς, στην όλη διαδικασία υπάρχει δόλος. Τα κέντρα εξουσίας, εκμεταλλεύονται μιαν αντίφαση που διαπερνάει την νέα αποικία χρέους, ότι ακόμα οι πολίτες της απολαμβάνουν ελεύθερη μετακίνηση και έχουν τη δυνατότητα να δραπετεύσουν από αυτήν. Και συστηματικά, μέσα από τα ΜΜΕ, διαφημίσεις και επαναλαμβανόμενες εκκλήσεις, τονίζουν τις ευκολίες και τα κομφόρ μιας «φυγής προς τη Δύση». Εξ άλλου, η οικονομική κιμαδομηχανή της γερασμένης, γερμανικής Ευρώπης έχει ανάγκη από τους εγκεφάλους του Ευρωπαϊκού Νότου.
Κι ύστερα, είναι απαραίτητη συνθήκη αναπαραγωγής της «αποικίας χρέους». Ότι η Ελλάδα θα αντιμετωπίζεται πλέον ως χώρος και όχι ως χώρα, με τον πληθυσμό της να είναι ρευστός. Έτσι τα τελευταία χρόνια έχει επιβληθεί διά του οικονομικού στραγγαλισμού ένα νέο μεταναστευτικό ισοζύγιο. Η Ελλάδα έχει γίνει τράνζιτ: Στέλνει προς την Ευρώπη μορφωμένο, εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, και εισάγει ανειδίκευτο από την Κεντρική Ασία, τη Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική. Μεταβάλλεται δηλαδή σε μεθόριο της Δύσης, ενώ οι ειδικές οικονομικές ζώνες σχεδιάζονται για να παίξουν το ρόλο οιωνεί δουλεμποράδικων, όπως είναι οι μακιλιαδόρας που συνωστίζονται στις πόλεις της μεθορίου ΗΠΑ-Μεξικού.
Πολλοί ρωτούν βάση αυτής της κατάστασης το τι πρέπει να γίνει. Κατ αρχάς, θα πρέπει να ανοίξει η συζήτηση εντός της ελληνικής κοινωνίας, κι επίσης να αποκαλυφθεί η μεθόδευση και η προπαγάνδα των νεο-αποικιοκρατών.Δεν είναι δυνατό να μας βομβαρδίζουν καθημερινά τα κανάλια της εθελοδουλίας με την προπαγάνδα του ‘εγκαταλείψτε τη χώρα για μια καλύτερη ζωή’ και αυτό να περνάει έτσι, δίχως να διαμαρτύρεται κανένας. Έχουμε επιστρέψει ήδη, στα ήθη των ‘στρατολόγων εργασίας’ μόλο που σήμερα αυτό γίνεται τάχα πολιτισμένα. Ωστόσο, είναι απαράδεκτο αυτή η διαδικασία να επιβάλεται αλόβητη, δίχως να θίγεται από κανέναν. Θα πρέπει, λοιπόν, άμεσα να τεθεί στο στόχαστρο των δυνάμεων που θέλουν να παρεμβαίνουν από τη σκοπιά του αντιστασιακού κινήματος -καθώς πρόκειται για ένα ζήτημα-ρυθμιστή των πολιτικών εξελίξεων που θα ακολουθήσουν.
Δεύτερο, θα πρέπει να γίνει σαφές ότι η επιλογή της μετανάστευσης είναι μεν «προσωπική λύση» στο πλαίσιο μιας ατομικής στρατηγικής αντιμετώπισης της κρίσης, ωστόσο ενέχει τεράστιο κοινωνικό κόστος, καθώς στερεί από την ελληνική κοινωνία δημιουργικές αντιστασιακές δυνάμεις. Όλα αυτά, λέγονται όχι για να προσθέσουμε ένα ακόμη εμφύλιο στους πλείστους όσους εξελίσσονται μέσα στην ελληνική κοινωνία, μεταξύ «αυτών που φεύγουν» και «αυτών που φεύγουν». Αλλά για να δωθεί μια πολιτική απάντηση στο πρόβλημα –διότι μέχρι στιγμής αντιμετωπίζεται με τους όρους ενός χυδαίου θατσερισμού του τύπου «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». «Μα εδώ δε ζούμε», θ’ αποκριθούν κάποιοι. Ωστόσο υπάρχει σε κάθε κοινωνία ένα όριο, πέρα από το οποίο η ανάγκη για επιβίωση και η αναγκαιότητα του αγώνα ταυτίζονται.
Ας θυμηθούμε τον Νικηταρά: «Ἔρχεται ἀπάντηση ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα νὰ πᾶμε εἰς τὴν Ρουσία νὰ μᾶς δώσει γῆν, ὅλα τὰ καλά, ζῶα καὶ εἰς δέκα χρόνους νὰ ἐπιστρέψομε ὅ,τι μᾶς ἔδωσε. Στέλνομε τὸν Ἀναγνωσταρᾶ, Χρυσοσπάθη, εὑρίσκουν τὴν Ἑταιρεία. Ὁ Καποδίστριας τοὺς λέγει, σύρτε ὀπίσω, ἐδῶ ζοῦν ἀρκοῦδες, κρούσταλλα πολλά. Ἦτον στοχασμὸς νὰ πᾶμε ἀποικίες. Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς μοῦ λέγει: δὲν ζοῦμε ἐκεῖ. Σχέδια περὶ ἐπαναστάσεως. Νὰ ζήσουμε εἰς βουνὰ μὲ γένεια».
Υ.Γ. Ασφαλώς, για να γίνει κάτι τέτοιο, θα πρέπει η πολιτική ν’ αξίζει τον κόπο. Κι εδώ ανοίγουμε ένα τεράστιο κεφάλαιο, που δεν εξαντλείται εύκολα. Ότι η αντίθεση με την αποικία χρέους θα πρέπει θεμελιωθεί πάνω στη σύγκρουση με τον κόσμο της εθελοδουλίας σε κάθε επίπεδο. Από την καθημερινότητα, μέχρι την εθνική στρατηγική. Και με όρους οράματος, ειλικρίνειας και αυθεντικότητας –όχι με τον τρόπο της μεταπολίτευσης, διότι, όπως βλέπουμε, όταν κάποιος φοράει τα παλιά ρούχα, ακόμα κι αν αξιώνει να εκφράσει το «νέο», καταλήγει σε στρεβλές καρικατούρες που διώχνουν ακόμα περισσότερο τον κόσμο από το πεδίο της πολιτικής.
Ανάρτηση από : http://ardin-rixi.gr