Τα χαρακτηριστικά της κατάστασης στη χώρα μας προσιδιάζουν περισσότερο στην Ελλάδα του ’22 παρά στη Γερμανία της δεκαετίας του ’20.
Του Γιώργου Τσίπρα
Του Γιώργου Τσίπρα
Παραλληλίζεται η σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, όπου τελικά η κρίση του 1929 σήμανε και το τέλος της. Ομοιότητες, βέβαια, υπάρχουν, ωστόσο επικρατεί μια επιλεκτικότητα στα στοιχεία που συνδέουν την τότε Γερμανία με τη σύγχρονη Ελλάδα. Δεν παραλείπεται μόνον η επισήμανση ορισμένων διαφορών, αλλά και κάποιων σημαντικών ομοιοτήτων.
Ας πάρουμε, απ’ την άλλη μεριά, την περίοδο πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Είναι βέβαια διαφορετική από τη σημερινή, ωστόσο υπάρχουν κοινά στοιχεία. Πρώτο, ακολούθησε μια καταστροφή. Δεύτερο, υπάρχει και σήμερα μια ορισμένη γεωπολιτική διάσταση σε αυτή την πορεία. Τρίτο, η καταστροφή ήταν αποτέλεσμα της τότε Μεγάλης Ιδέας, όπως είναι και σήμερα αποτέλεσμα της «ισχυρής Ελλάδας» του ευρωπαϊσμού και του ευρώ, των Ολυμπιακών Αγώνων, του τουρισμού, των μεγάλων έργων, των υπηρεσιών, της εφόρμησης στα Βαλκάνια. Τέλος, πρόκειται για την ίδια χώρα, την Ελλάδα και αυτό ωθεί να προσγειωθούμε σε ορισμένα πιο πραγματικά δεδομένα. Συγκριτικά με την αναφορά στην επαρχιώτικη Ελλάδα του 1920, ο παραλληλισμός με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, την τότε πιο μοντέρνα αστική δημοκρατία στον κόσμο, έχει βέβαια μια γοητεία αλλά ενέχει κινδύνους απογείωσης σε πραγματικότητες που δεν είναι η περίπτωσή μας.
Ας πάρουμε, απ’ την άλλη μεριά, την περίοδο πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Είναι βέβαια διαφορετική από τη σημερινή, ωστόσο υπάρχουν κοινά στοιχεία. Πρώτο, ακολούθησε μια καταστροφή. Δεύτερο, υπάρχει και σήμερα μια ορισμένη γεωπολιτική διάσταση σε αυτή την πορεία. Τρίτο, η καταστροφή ήταν αποτέλεσμα της τότε Μεγάλης Ιδέας, όπως είναι και σήμερα αποτέλεσμα της «ισχυρής Ελλάδας» του ευρωπαϊσμού και του ευρώ, των Ολυμπιακών Αγώνων, του τουρισμού, των μεγάλων έργων, των υπηρεσιών, της εφόρμησης στα Βαλκάνια. Τέλος, πρόκειται για την ίδια χώρα, την Ελλάδα και αυτό ωθεί να προσγειωθούμε σε ορισμένα πιο πραγματικά δεδομένα. Συγκριτικά με την αναφορά στην επαρχιώτικη Ελλάδα του 1920, ο παραλληλισμός με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, την τότε πιο μοντέρνα αστική δημοκρατία στον κόσμο, έχει βέβαια μια γοητεία αλλά ενέχει κινδύνους απογείωσης σε πραγματικότητες που δεν είναι η περίπτωσή μας.
Το εθνικό ζήτημα: ένα στοιχείο ομοιότητας
Ένα στοιχείο ομοιότητας με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης που δεν επισημαίνεται ιδιαίτερα, αλλά βάρυνε καταλυτικά στις εξελίξεις στη Γερμανία και μπλέχτηκε με το κοινωνικό ζήτημα και την οικονομική κρίση του 1929, ήταν ένα ιδιαίτερο εθνικό ζήτημα. Η Γερμανία στη δεκαετία του ’20 τελούσε υπό καθεστώς επιτήρησης, στρατιωτικής και οικονομικής. Οικονομικής λόγω της αποπληρωμής των επανορθώσεων που επέβαλε η ταπεινωτική Συνθήκη των Βερσαλλιών. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης συνέδεσε τη γέννησή της με την υπογραφή αυτής της Συνθήκης. Ο φασισμός στη Γερμανία γεννήθηκε -όπως και αλλού- ως αντι-εξεγερτισμός και αντι-κομμουνισμός, αλλά ανδρώθηκε ειδικά στη Γερμανία τροφοδοτούμενος από την εθνική ταπείνωση και επιτήρηση της Γερμανίας από τις νικήτριες δυνάμεις της Αντάντ.
Αυτό το εθνικό ζήτημα δεν άφηνε αδιάφορη την Κομμουνιστική Διεθνή και το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (ΚΚΓ). Κυρίαρχη σκέψη στην πολιτική του ΚΚΓ, εκ γενετής, ήταν η επέκταση της κοινωνικής επανάστασης των σοβιέτ στη Γερμανία, δηλαδή με τα δεδομένα της κατάστασης, η εξέγερση και κατάληψη της εξουσίας. Το κόμμα αυτό είχε γεννηθεί πριν από λίγα μόλις χρόνια ως αιματηρή εξέγερση, είχε ανδρωθεί με τη λογική ότι η επανάσταση ήταν ζήτημα χρόνου να επικρατήσει και στη Γερμανία, έδινε για μεγάλα διαστήματα καθημερινές μάχες με τους φασίστες και την αστυνομία, με νεκρούς και χιλιάδες ανοιγμένα κεφάλια. Ως πραγματικά ζητήματα για τη χώρα που απασχολούσαν το γερμανικό λαό, η εθνική ταπείνωση και η επιτήρηση της χώρας αποτελούσαν πεδίο παρέμβασης για το ΚΚΓ, ζητήματα στα οποία έπαιρνε θέση.
Όταν η Γαλλία κατέλαβε το Ρουρ αρχές του 1923 επειδή η Γερμανία καθυστερούσε τις πολεμικές επανορθώσεις, η σοβιετική κυβέρνηση εξέδιδε ανακοίνωση στην οποία τόνιζε ότι: «Η κυριαρχία του γερμανικού λαού παραβιάζεται. Το δικαίωμα του γερμανικού λαού στην αυτοδιάθεση καταπατείται. Η αποδιοργανωμένη γερμανική οικονομία υφίσταται ένα νέο και ισχυρό χτύπημα. Ακραία φτώχεια και πρωτόγνωρη καταπίεση απειλεί τις εργαζόμενες μάζες της Γερμανίας». Την 1η Ιουνίου το πρωτοσέλιδο στη Rote Fahne του ΚΚΓ που έκανε διμέτωπο ενάντια στη Γαλλία και τη γερμανική κυβέρνηση, έγραφε: «Κάτω η κυβέρνηση της εθνικής ντροπής και της εθνικής προδοσίας». Τον ίδιο μήνα ο Ζινόβιεφ, πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κ.Δ.), ασκούσε κριτική στο ΚΚΓ ότι «δεν τονίζει με την απαιτούμενη ένταση το λεγόμενο εθνικό παράγοντα στην κομμουνιστική του αντίληψη», ενώ ο Ράντεκ, στέλεχος της Κ.Δ. υποστήριζε για τη Γερμανία ότι: «Όλοι νιώθουν πως η σωτηρία βρίσκεται στους κομμουνιστές. Αποτελούμε σήμερα τη μόνη διέξοδο. Η ιδιαίτερη έμφαση στο έθνος στη Γερμανία αποτελεί επαναστατική ενέργεια, όπως και η έμφαση στο έθνος στις αποικίες».
Ένα στοιχείο ομοιότητας με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης που δεν επισημαίνεται ιδιαίτερα, αλλά βάρυνε καταλυτικά στις εξελίξεις στη Γερμανία και μπλέχτηκε με το κοινωνικό ζήτημα και την οικονομική κρίση του 1929, ήταν ένα ιδιαίτερο εθνικό ζήτημα. Η Γερμανία στη δεκαετία του ’20 τελούσε υπό καθεστώς επιτήρησης, στρατιωτικής και οικονομικής. Οικονομικής λόγω της αποπληρωμής των επανορθώσεων που επέβαλε η ταπεινωτική Συνθήκη των Βερσαλλιών. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης συνέδεσε τη γέννησή της με την υπογραφή αυτής της Συνθήκης. Ο φασισμός στη Γερμανία γεννήθηκε -όπως και αλλού- ως αντι-εξεγερτισμός και αντι-κομμουνισμός, αλλά ανδρώθηκε ειδικά στη Γερμανία τροφοδοτούμενος από την εθνική ταπείνωση και επιτήρηση της Γερμανίας από τις νικήτριες δυνάμεις της Αντάντ.
Αυτό το εθνικό ζήτημα δεν άφηνε αδιάφορη την Κομμουνιστική Διεθνή και το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (ΚΚΓ). Κυρίαρχη σκέψη στην πολιτική του ΚΚΓ, εκ γενετής, ήταν η επέκταση της κοινωνικής επανάστασης των σοβιέτ στη Γερμανία, δηλαδή με τα δεδομένα της κατάστασης, η εξέγερση και κατάληψη της εξουσίας. Το κόμμα αυτό είχε γεννηθεί πριν από λίγα μόλις χρόνια ως αιματηρή εξέγερση, είχε ανδρωθεί με τη λογική ότι η επανάσταση ήταν ζήτημα χρόνου να επικρατήσει και στη Γερμανία, έδινε για μεγάλα διαστήματα καθημερινές μάχες με τους φασίστες και την αστυνομία, με νεκρούς και χιλιάδες ανοιγμένα κεφάλια. Ως πραγματικά ζητήματα για τη χώρα που απασχολούσαν το γερμανικό λαό, η εθνική ταπείνωση και η επιτήρηση της χώρας αποτελούσαν πεδίο παρέμβασης για το ΚΚΓ, ζητήματα στα οποία έπαιρνε θέση.
Όταν η Γαλλία κατέλαβε το Ρουρ αρχές του 1923 επειδή η Γερμανία καθυστερούσε τις πολεμικές επανορθώσεις, η σοβιετική κυβέρνηση εξέδιδε ανακοίνωση στην οποία τόνιζε ότι: «Η κυριαρχία του γερμανικού λαού παραβιάζεται. Το δικαίωμα του γερμανικού λαού στην αυτοδιάθεση καταπατείται. Η αποδιοργανωμένη γερμανική οικονομία υφίσταται ένα νέο και ισχυρό χτύπημα. Ακραία φτώχεια και πρωτόγνωρη καταπίεση απειλεί τις εργαζόμενες μάζες της Γερμανίας». Την 1η Ιουνίου το πρωτοσέλιδο στη Rote Fahne του ΚΚΓ που έκανε διμέτωπο ενάντια στη Γαλλία και τη γερμανική κυβέρνηση, έγραφε: «Κάτω η κυβέρνηση της εθνικής ντροπής και της εθνικής προδοσίας». Τον ίδιο μήνα ο Ζινόβιεφ, πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κ.Δ.), ασκούσε κριτική στο ΚΚΓ ότι «δεν τονίζει με την απαιτούμενη ένταση το λεγόμενο εθνικό παράγοντα στην κομμουνιστική του αντίληψη», ενώ ο Ράντεκ, στέλεχος της Κ.Δ. υποστήριζε για τη Γερμανία ότι: «Όλοι νιώθουν πως η σωτηρία βρίσκεται στους κομμουνιστές. Αποτελούμε σήμερα τη μόνη διέξοδο. Η ιδιαίτερη έμφαση στο έθνος στη Γερμανία αποτελεί επαναστατική ενέργεια, όπως και η έμφαση στο έθνος στις αποικίες».
Η σοβαρή διαφορά
Συμπερασματικά, έχουμε από τη μια πλευρά μια ομοιότητα που αφορά τη σύμπλεξη ταξικού και εθνικού ζητήματος, ή του κοινωνικού ζητήματος με το ζήτημα της ανεξαρτησίας. Η σύμπλεξη αυτή εκδηλώνεται ισχυρότερη στην περίπτωση της σύγχρονης Ελλάδας λόγω του ότι η τελευταία δεν είναι η ίδια μια ιμπεριαλιστική χώρα αλλά είναι, αντίθετα, μια χώρα οργανικά και υποτακτικά προσδεμένη σε ξένα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Η άρνηση αυτής της ιδιότητας από τμήμα της Αριστεράς οδηγεί μοιραία σε λάθος προβλέψεις. Από την άλλη πλευρά έχουμε μια έντονα υποκειμενική διαφορά. Αν και καμιά μερίδα της Αριστεράς στη σύγχρονη Ελλάδα δεν θα μπορούσε να υπαινιχθεί καν πως αποζητά την πολιτική ανατροπή περισσότερο από όσο την αποζητούσε το τότε ΚΚΓ στη Γερμανία, το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής Αριστεράς επιδεικνύει μια «ταξική» ή κοσμοπολίτικη περιφρόνηση του εθνικού παράγοντα στο σύγχρονο ελληνικό πρόβλημα. Το αποτέλεσμα είναι πως αφήνεται, με αυτό τον τρόπο, αδικαιολόγητα ανοιχτό πεδίο στην ακροδεξιά και στους φασίστες να το καπηλεύονται δίχως αντίπαλο.
Αντικειμενικά, οι φασίστες και η ακροδεξιά διαχείριση του πολιτικού προβλήματος στην Ελλάδα σήμερα έχουν ένα μεγάλο περιορισμό, συγκριτικά με τους ναζί της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Οι τελευταίοι εκπροσωπούσαν στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης μια ορισμένη «λύση», με την έννοια της «διεξόδου» προς την αποκατάσταση μιας ισχυρής ιμπεριαλιστικής Γερμανίας. Σε μια τέτοια «λύση» συνηγορούσε ένα μέρος του εξωτερικού παράγοντα (κυρίως η Βρετανία), η ιμπεριαλιστική οικονομική επιρροή της Γερμανίας στη Μεσευρώπη τουλάχιστον, το γενικό οικονομικό και στρατιωτικό δυναμικό της.
Αντίθετα, στη σημερινή Ελλάδα οι φασίστες, και μια πιο «εθνική» διαχείριση δεν έχουν, και δεν μπορούν αντικειμενικά να προσφέρουν κανενός είδους λύση, με ή χωρίς εισαγωγικά, τέτοια που να περιλαμβάνει «εθνικιστικές» ρήξεις με ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και δεσμά οικονομικής εξάρτησης και πολιτικής-γεωπολιτικής υποταγής.
Κανένα στοιχείο από τους ξένους πάτρωνες ή την ντόπια άρχουσα τάξη ή τον οικονομικό δυναμισμό του ελληνικού καπιταλισμού δεν συνηγορεί σε κάτι τέτοιο. Ο εθνικισμός και η ακροδεξιά στην Ελλάδα είναι ιστορικά ταυτισμένοι με τον πιο γραικύλο ραγιαδισμό, από το δωσιλογισμό της Κατοχής, στην Ελλάδα της αμερικανοκρατίας, στην αμερικανοκίνητη χούντα, στη διατεταγμένη τραγωδία της Κύπρου. Η ταύτιση αυτή σχετίζεται με υλικούς και ιστορικούς όρους που είναι καθοριστικοί και σήμερα.
Η Χρυσή Αυγή κραυγάζει αντιμνημονιακά και πετά κορώνες για την εθνική υποταγή. Αλλά στην καλύτερη, για την ίδια, περίπτωση θα αποτελέσει το μακρύ χέρι σιδηράς επιβολής της τάξης των ίδιων που σήμερα, εντός κι εκτός Ελλάδας, κινούν τα νήματα του Μνημονίου και της εθνικής υποταγής. Άλλες ενδιάμεσες δυνάμεις μπορούν μεθαύριο εξίσου να τραβηχτούν σε αντιτροϊκανή, αντιμνημονιακή κατεύθυνση με ηγεμονία της Αριστεράς ή να υπηρετήσουν μια «εθνικά υπερήφανη» εξυπηρέτηση της τροϊκανικής συνέχειας στη χώρα.
Ο εθνικός παράγοντας ενεργεί σήμερα ως διάσταση του οικονομικού προβλήματος και κατά ένα μέρος «φουσκώνει» και αυτός από κοινού πατριωτικές και εθνικιστικές αντιλήψεις και μορφώματα, που μπορεί να απολήγουν στη Χρυσή Αυγή, σε νέα δεξιά μορφώματα όπως του Καμμένου ή σε πατριωτικές κινήσεις όπως του ΕΠΑΜ και της Σπίθας παλαιότερα. Ένα σημαντικό μέρος αυτής της τάσης μπορούσε να έχει κερδηθεί από μια πατριωτική Αριστερά ή μια Αριστερά που, εκτός από τον εθνικισμό, ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς της με τον κοσμοπολιτισμό από τη μια και τον εθνικό μηδενισμό από την άλλη.
Συμπερασματικά, μπορούμε να παρατηρήσουμε τρία πράγματα. Το να «χαρίζεται» ο εθνικός παράγοντας στην ακροδεξιά είναι διπλά αδικαιολόγητο, στο βαθμό που ο τροφοδοτούμενος εθνικισμός θα απολήξει μονάχα σε μια πιο αποτελεσματική σκλήρυνση στο εσωτερικό και σε κανενός είδους ρήξη προς τους ισχυρούς, ρήξη που συνεχίζει να αποτελεί προνομιακό πεδίο της Αριστεράς. Η υποτίμηση αυτή οφείλεται στην υπολειπόμενη υποκειμενική βούληση ανατροπής και συγκρότησης γι’ αυτό, του ιστορικά αναγκαίου κοινωνικού και πολιτικού μπλοκ από την Αριστερά. Παρά το φασιστικό καρκίνωμα, τα χαρακτηριστικά της επικείμενης καταστροφής στη σύγχρονη Ελλάδα προσιδιάζουν περισσότερο στη Μικρασιατική Καταστροφή παρά στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Συμπερασματικά, έχουμε από τη μια πλευρά μια ομοιότητα που αφορά τη σύμπλεξη ταξικού και εθνικού ζητήματος, ή του κοινωνικού ζητήματος με το ζήτημα της ανεξαρτησίας. Η σύμπλεξη αυτή εκδηλώνεται ισχυρότερη στην περίπτωση της σύγχρονης Ελλάδας λόγω του ότι η τελευταία δεν είναι η ίδια μια ιμπεριαλιστική χώρα αλλά είναι, αντίθετα, μια χώρα οργανικά και υποτακτικά προσδεμένη σε ξένα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Η άρνηση αυτής της ιδιότητας από τμήμα της Αριστεράς οδηγεί μοιραία σε λάθος προβλέψεις. Από την άλλη πλευρά έχουμε μια έντονα υποκειμενική διαφορά. Αν και καμιά μερίδα της Αριστεράς στη σύγχρονη Ελλάδα δεν θα μπορούσε να υπαινιχθεί καν πως αποζητά την πολιτική ανατροπή περισσότερο από όσο την αποζητούσε το τότε ΚΚΓ στη Γερμανία, το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής Αριστεράς επιδεικνύει μια «ταξική» ή κοσμοπολίτικη περιφρόνηση του εθνικού παράγοντα στο σύγχρονο ελληνικό πρόβλημα. Το αποτέλεσμα είναι πως αφήνεται, με αυτό τον τρόπο, αδικαιολόγητα ανοιχτό πεδίο στην ακροδεξιά και στους φασίστες να το καπηλεύονται δίχως αντίπαλο.
Αντικειμενικά, οι φασίστες και η ακροδεξιά διαχείριση του πολιτικού προβλήματος στην Ελλάδα σήμερα έχουν ένα μεγάλο περιορισμό, συγκριτικά με τους ναζί της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Οι τελευταίοι εκπροσωπούσαν στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης μια ορισμένη «λύση», με την έννοια της «διεξόδου» προς την αποκατάσταση μιας ισχυρής ιμπεριαλιστικής Γερμανίας. Σε μια τέτοια «λύση» συνηγορούσε ένα μέρος του εξωτερικού παράγοντα (κυρίως η Βρετανία), η ιμπεριαλιστική οικονομική επιρροή της Γερμανίας στη Μεσευρώπη τουλάχιστον, το γενικό οικονομικό και στρατιωτικό δυναμικό της.
Αντίθετα, στη σημερινή Ελλάδα οι φασίστες, και μια πιο «εθνική» διαχείριση δεν έχουν, και δεν μπορούν αντικειμενικά να προσφέρουν κανενός είδους λύση, με ή χωρίς εισαγωγικά, τέτοια που να περιλαμβάνει «εθνικιστικές» ρήξεις με ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και δεσμά οικονομικής εξάρτησης και πολιτικής-γεωπολιτικής υποταγής.
Κανένα στοιχείο από τους ξένους πάτρωνες ή την ντόπια άρχουσα τάξη ή τον οικονομικό δυναμισμό του ελληνικού καπιταλισμού δεν συνηγορεί σε κάτι τέτοιο. Ο εθνικισμός και η ακροδεξιά στην Ελλάδα είναι ιστορικά ταυτισμένοι με τον πιο γραικύλο ραγιαδισμό, από το δωσιλογισμό της Κατοχής, στην Ελλάδα της αμερικανοκρατίας, στην αμερικανοκίνητη χούντα, στη διατεταγμένη τραγωδία της Κύπρου. Η ταύτιση αυτή σχετίζεται με υλικούς και ιστορικούς όρους που είναι καθοριστικοί και σήμερα.
Η Χρυσή Αυγή κραυγάζει αντιμνημονιακά και πετά κορώνες για την εθνική υποταγή. Αλλά στην καλύτερη, για την ίδια, περίπτωση θα αποτελέσει το μακρύ χέρι σιδηράς επιβολής της τάξης των ίδιων που σήμερα, εντός κι εκτός Ελλάδας, κινούν τα νήματα του Μνημονίου και της εθνικής υποταγής. Άλλες ενδιάμεσες δυνάμεις μπορούν μεθαύριο εξίσου να τραβηχτούν σε αντιτροϊκανή, αντιμνημονιακή κατεύθυνση με ηγεμονία της Αριστεράς ή να υπηρετήσουν μια «εθνικά υπερήφανη» εξυπηρέτηση της τροϊκανικής συνέχειας στη χώρα.
Ο εθνικός παράγοντας ενεργεί σήμερα ως διάσταση του οικονομικού προβλήματος και κατά ένα μέρος «φουσκώνει» και αυτός από κοινού πατριωτικές και εθνικιστικές αντιλήψεις και μορφώματα, που μπορεί να απολήγουν στη Χρυσή Αυγή, σε νέα δεξιά μορφώματα όπως του Καμμένου ή σε πατριωτικές κινήσεις όπως του ΕΠΑΜ και της Σπίθας παλαιότερα. Ένα σημαντικό μέρος αυτής της τάσης μπορούσε να έχει κερδηθεί από μια πατριωτική Αριστερά ή μια Αριστερά που, εκτός από τον εθνικισμό, ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς της με τον κοσμοπολιτισμό από τη μια και τον εθνικό μηδενισμό από την άλλη.
Συμπερασματικά, μπορούμε να παρατηρήσουμε τρία πράγματα. Το να «χαρίζεται» ο εθνικός παράγοντας στην ακροδεξιά είναι διπλά αδικαιολόγητο, στο βαθμό που ο τροφοδοτούμενος εθνικισμός θα απολήξει μονάχα σε μια πιο αποτελεσματική σκλήρυνση στο εσωτερικό και σε κανενός είδους ρήξη προς τους ισχυρούς, ρήξη που συνεχίζει να αποτελεί προνομιακό πεδίο της Αριστεράς. Η υποτίμηση αυτή οφείλεται στην υπολειπόμενη υποκειμενική βούληση ανατροπής και συγκρότησης γι’ αυτό, του ιστορικά αναγκαίου κοινωνικού και πολιτικού μπλοκ από την Αριστερά. Παρά το φασιστικό καρκίνωμα, τα χαρακτηριστικά της επικείμενης καταστροφής στη σύγχρονη Ελλάδα προσιδιάζουν περισσότερο στη Μικρασιατική Καταστροφή παρά στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Ανάρτηση από : http://e-dromos.gr
Ευχαριστώ τον φίλο Παύλο Τ.