Το μοντέλο της παγκοσμιοποίσης με τον υπεραναπτυγμένο χρηματοπιστωτικό τομέα κλονίζεται συθέμελα και για τους Γερμανούς είναι η κατάλληλη στιγμή για να αντεπιτεθούν μετά από έξι δεκαετίες που έμειναν παραγκωνισμένοι λόγω των ηττών τους στους δύο μεγάλους πολέμους του 20ού αιώνα. Στο παρακάτω άρθρο καταλαβαίνουμε από που αντλούν οι Γερμανοί το θράσος του για να κάνουν ότι κάνουν στην ΕΕ.
Του Αντώνη Καρακούση
Το τι παίζεται πλέον στον κόσμο είναι ολοφάνερο. Οι Γερμανοί νιώθουν αρκετά ισχυροί και για πρώτη φορά μετά τον μεγάλο πόλεμο θέλουν να επιβάλουν τους όρους τους.
Διαχρονικά λοιπόν η γερμανική ηγεσία αντιμετώπιζε με απέχθεια τη χρηματιστική εκδοχή του καπιταλισμού.
Διαπαιδαγωμένη με τις αρχές του ηθικού παραγωγικού καπιταλισμού επέμεινε σ’ αυτές, ουδέποτε τις αρνήθηκε.
Αυτές άλλωστε συγκροτούν και τον πυρήνα της γερμανικής κουλτούρας, που εκφράζεται με την πειθαρχία, τον ορθολογισμό και τον άκαμπτο οργανωτισμό.
Δεν είναι τυχαίος βεβαίως ούτε ο προσανατολισμός της γερμανικής οικονομίας στη μεταλλουργία, στη μηχανουργία και εν γενεί στη βαριά βιομηχανία. Αποτέλεσμα της αυτής κουλτούρας είναι.
Οι Γερμανοί λοιπόν ουδέποτε συμφιλιώθηκαν με την ιδέα μιας οικονομίας εμπορίου και υπηρεσιών. Η διαμεσολάβηση του χρήματος είναι γι΄αυτούς τεχνική, δεν είναι κύρια, ούτε μπορεί να γίνει κυρίαρχη σε ένα μοντέλο εργασίας, παραγωγής και δημιουργίας.
Επί χρόνια λοιπόν μετά τον πόλεμο έβλεπαν την επικυριαρχία του χρηματοπιστωτικού συστήματος να πνίγει και να κερδοσκοπεί σε βάρος της παραγωγής.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες με την υπερανάπτυξη της χάρτινης οικονομίας είχαν πολλές φορές εκφράσει τη δυσφορία τους. Αλλά δεν τους έπαιρνε να αντιδράσουν.
Οι αναφορές στην «οικονομία – καζίνο» είναι παλιές, χρονολογούνται πριν το 2000. Χρησιμοποιήθηκε και εδώ ο όρος από τον έχοντα γερμανική παιδεία και κουλτούρα Κώστα Σημίτη.
Μετά την εκδήλωση της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2007 οι αναφορές συστηματοποιήθηκαν και πύκνωσαν.
Έξη χρόνια μετά οι Γερμανοί πολιτικοί, ισχυροί όπως είναι, νοιώθουν ότι ήλθε το πλήρωμα του χρόνου να πλήξουν καίρια αυτό που οι ίδιοι ονομάζουν οικονομία – καζίνο, που εκπροσωπούν κυρίως οι Αμερικανοί και οι Εγγλέζοι, δηλαδή οι νικητές του μεγάλου πολέμου.
Ουσιαστικά είναι η πρώτη φορά μετά το μεγάλο πόλεμο που οι Γερμανοί αμφισβητούν ευθέως την οικονομική επικυριαρχία των Αμερικανών, θίγοντας τον πυρήνα του αγγλοσαξονικού μοντέλου της χρηματιστικής οικονομίας των υπερανεπτυγμένων αγορών.
Εισάγοντας ευθέως την αρχή της ευθύνης των καταθετών στις περιπτώσεις τραπεζικών ναυαγίων θέλουν ακριβώς να πλήξουν τον πυρήνα του αγγλοσαξονικού μοντέλου και να θέσουν τους δικούς τους όρους στο παγκόσμιο οικονομικό παιγχνίδι. Η χρηματοπιστωτική κρίση προσέφερε την ευκαιρία.
Το επιχείρημά τους είναι αλήθεια ισχυρό. Οι ανισότητες είναι προκλητικές, ο πλούτος κατανέμεται σκανδαλωδώς υπέρ των ολίγων και το αίτημα για φόρο στους πλούσιους κεφαλαιούχους βρίσκει ευήκοα ώτα παντού στον κόσμο. Πολύ περισσότερο όταν είναι κοινή πεποίθηση ότι η χρηματιστική οικονομία εκπροσωπείται από διεφθαρμένες πολιτικές ηγεσίες παντού στον κόσμο.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι μεγάλοι της Ευρώπης σιώπησαν μπροστά στην σχεδόν κυνική, χωρίς ενδοιασμούς και επιφυλάξεις, διάλυση του τραπεζικού τομέα της Κύπρου.
Και εδώ ίσως έγκειται το γερμανικό πρόβλημα. Μπροστά στον σκοπό δεν νοιάστηκαν για τις συνέπειες, για τη δυστυχία που μπορεί να προκαλεί στον κυπριακό λαό, η βίαιη αποκοπή του τραπεζικού τομέα.Στη βάση της σκέψης του μπορεί και να έχουν δίκαιο οι Γερμανοί. Ωστόσο η βιαιότητα των ενεργειών τους φέρνει τους λαούς απέναντι.Φτιάχνουν εχθρούς για ακόμη μια φορά.Θα τους βρουν απέναντι και πάλι. Και όπως πάνε θα χάσουν κι αυτό τον πόλεμο. Γιατί απλούστατα την κόλαση κανείς δεν την αντέχει ακόμη κι αν ο δρόμος της είναι στρωμένος με αγαθές προθέσεις…
Ανάρτηση από: http://www.tovima.gr