Του Λευτέρη Ριζά
Τα τελευταία χρόνια – από τότε που η Ελλάδα βυθίστηκε στην περιβόητη κρίση – η ποικιλώνυμη αριστερά μας προσπαθεί πρώτον να ερμηνεύσει την κρίση (αιτίες κλπ), δεύτερον να υποδείξει, χαράξει, ένα δρόμο εξόδου από αυτή την κρίση και τρίτον να προσδιορίσει τις κοινωνικές δυνάμεις που με την κινητοποίηση και συμμαχία τους θα γίνει δυνατή η έξοδος από αυτή κρίση.
Μέχρι τώρα δεν έχει υπάρξει συμφωνία σε καμία από τις τρεις αυτές προσπάθειες. Διαπιστώνουμε συγκλίσεις εδώ και εκεί και άλλες τόσες αποκλίσεις. Θα βγούμε από την κρίση, π.χ. παραμένοντας μέσα στην ευρωζώνη και την ΕΕ ή «βγαίνοντας» έξω; Επιστρέφοντας στη δραχμή μας ή παραμένοντας στο ευρώ; Κηρύσσοντας στάση πληρωμών ή διαπραγματευόμενοι με τους δανειστές; Καταγγέλλοντας το Μνημόνιο ή θα το επαναδιαπραγματευθούμε ; Μπορούμε να επιτύχουμε την απαλλαγή μας από μνημόνια κλπ παραμένοντας μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού/ ιμπεριαλισμού ή αυτό δεν γίνεται και η μοναδική λύση είναι μια σοσιαλιστική επανάσταση – που πάντως μόνοι μας δεν μπορούμε να την φέρουμε σε νικηφόρο τέλος; Είναι αναγκαίο ένα πλατύ λαϊκό μέτωπο – όπως το ΕΑΜ – ή αρκεί ένα καθαρά «ταξικό»; Μπορούμε να καταφέρουμε κάτι μόνοι μας ή είναι απαραίτητο ένα μέτωπο των λαών – ιδιαίτερα του Ευρωπαϊκού Νότου και γενικότερα των λαών της Βαλκανικής και ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου; Θα αποτελέσει το ελληνικό κίνημα παράδειγμα προς μίμηση για τους άλλους λαούς, θα προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις και στις άλλες χώρες και λαούς, ιδιαίτερα αυτούς που πλήττονται από την ίδια κρίση και τα μνημόνια και σχέδια της ΕΕ και του ΔΝΤ ή όλα αυτά αποτελούν απλά ευσεβείς πόθους και ευχολόγια; Τέλος μήπως πρέπει να αναπτύξουμε άλλες συμμαχίες, να απευθυνθούμε σε άλλα κράτη που θα μας βοηθήσουν, όπως καλή ώρα τη Ρωσία του Πούτιν ή την Κίνα;
Αυτά είναι σε γενικές γραμμές τα διλήμματα που γύρω τους περιστρέφονται οι συζητήσεις και η αρθρογραφία τα τελευταία 3-4 χρόνια, στους χώρους της αριστεράς. Βέβαια μην ξεχνάμε ότι από την πλευρά των συστημικών δυνάμεων, των μνημονιακών υπάρχει σταθερή απάντηση σε όλα αυτά: πρέπει πάση θυσία να παραμείνουμε εντός Ε.Ε., ευρωζώνης, πιστοί στις συμμαχίες μας. Δεν μπαίνουμε στον κόπο να μας πούνε πιο συγκεκριμένα ποια θα είναι η πολιτική τους σε μια σειρά άλλα καίρια για τον τόπο και το μέλλον του προβλήματα, όπως τα λεγόμενα εθνικά: Κυπριακό, ελληνοτουρκικές σχέσεις, Αιγαίο, Σκοπιανό κλπ. Η αλήθεια είναι σε αυτά υπάρχει η ίδια σύγχυση και αμηχανία και στην άλλη πλευρά: της αριστεράς. Να προσθέσουμε και μια σειρά άλλα κρίσιμα προβλήματα που απασχολούν τον τόπο και τον λαό, όπως το μεταναστευτικό και έχουμε ένα ευρύ κατάλογο θεμάτων που απαιτούν απάντηση από το αριστερό – λαϊκό κίνημα, ώστε να διαμορφωθεί ένα στερεό μέτωπο αγώνα.
Ας αναρωτηθεί ο καθένας ποια ή ποιες είναι οι απαντήσεις από πλευράς αριστεράς – που συμφωνούν ή έστω συγκλίνουν οι διασπασμένες δυνάμεις της ώστε να κάνουν δυνατό ένα κοινό μέτωπο τους. Απαντήσεις που να τις διακρίνει μια «εσωτερική» συνοχή ώστε να αποκτούν την απαιτούμενη στερεότητα, αντοχή και αποτελεσματικότητα στην εκδίπλωση του αγώνα. Δεν αρκεί δηλαδή να συμφωνήσουμε στην ανάγκη να απαλλαγούμε από την τρόϊκα, να αγωνιστούμε για ένα «μετατροϊκανό ξέφωτο» όπως διακηρύσσουν κύκλοι της αριστεράς. Πρέπει να συνοδεύεται αυτή η συμφωνία και από άλλες αναγκαίες για την επιτυχία αυτού του στόχου: κοινωνικές συμμαχίες, προσανατολισμούς κλπ. Διαφορετικά το μόνο «ξέφωτο» που θα συναντήσουμε θα είναι το γνωστό χαϊντεγκεριανό.
Αυτή την αδυναμία της αριστεράς – άρα και του λαϊκού κινήματος – που όπως φαίνεται το «αντίπαλο στρατόπεδο» την γνωρίζει και αξιοποιεί προς όφελος του, προσπαθούν κύκλοι της αριστεράς να την προσπεράσουν κάθε τόσο με συνθήματα και αναφορές σε κινήματα – εσωτερικά και εξωτερικά – που τάχατες προαναγγέλλουν μια ορμητική ανάπτυξη ενός νικηφόρου κινήματος. Προχτές π.χ. ήταν το «κίνημα δεν πληρώνω» ή η Κερατέα. Χτες το κίνημα συμπαράστασης στο κλείσιμο της ΕΡΤ. Προχτές πάλι ήτανε η «αραβική άνοιξη», χτες ο ενθουσιασμός από το «Όχι της Κύπρου» στη δανειακή σύμβαση – που βέβαια έγινε ηχηρό ναι μέσα σε λίγες ημέρες. Τέτοιο ενθουσιασμό δεν είχε δείξει η αριστερά μας από το ΟΧΙ στο σχέδιο ΑΝΑΝ, ούτε το εκμεταλλεύτηκε ούτε και που καλά-καλά θέλει να το θυμάται. Επιπόλαιες συμπεριφορές, συνθηματολογία και σπορά «φρούδων» ελπίδων για έξοδο από το «λούκι» που μας έχουνε μπει.
Διάβαζα προχτές σε άρθρο σχετικό με τους κινδύνους που απειλούν την Ελλάδα και το λαό μας πως υπάρχει ανάγκη διεθνούς κινητοποίησης. Για άλλη μια φορά ο συγγραφέας – που πραγματικά και πολύ σωστά ανησυχεί και επισημαίνει τους κινδύνους που αντιμετωπίζουμε σαν έθνος και λαός – επαναλάμβανε αυτό που συχνά διαβάζουμε: ότι δηλαδή ότι είναι αναγκαία μια διεθνής κινητοποίηση – όπως αυτή που είδαμε με το κλείσιμο της ΕΡΤ, προτείνοντας ότι «Πρέπει να τεθεί το ελληνικό στην Ευρώπη και τον κόσμο και να συνδεθεί με μια γνήσια και σοβαρή εναλλακτική για την Ευρώπη – η (ορθή) κριτική στη λιτότητα εξαντλεί πλέον τη χρησιμότητά της, δεν επαρκεί, γιατί εδώ μιλάμε όχι για επιλογή πολιτικής εντός πλαισίου, αλλά για την τύχη του πλαισίου, της αστικής δημοκρατίας και των σχέσεων μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών. Η παγκοσμιποίηση απειλεί την ύπαρξη του κράτους-έθνους και της ευρωπαϊκής δημοκρατίας και την επιβίωση του ελληνικού λαού, δεν υποβαθμίζει απλά τις υποκείμενες τάξεις.»
Αλλά ποια μπορεί να είναι, πως ορίζεται και ελέγχεται μια πρόταση ως γνήσια και σοβαρή εναλλακτική για την Ευρώπη; Κι ακόμα μπορεί να υπάρξει μια τέτοια πρόταση όσο το πλαίσιο θα ορίζεται στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας; Ένα ερώτημα που π.χ. πριν από πολλά χρόνια είχε τεθεί πολύ σοβαρά από μια αριστερά που ασκούσε κριτική στην θετικιστική εκδοχή της αριστεράς και του μαρξισμού. Εννοώ τη συνεισφορά της «Σχολής της Φρανκφούρτης» σε ένα τέτοιο προβληματισμό.
Καλόν θα είναι να αρχίσουμε να κοπιάζουμε περισσότερο προκειμένου να καταλάβουμε όχι μόνο τι μας συμβαίνει αλλά και γιατί. Να καταλάβουμε π.χ. γιατί μέχρι τώρα ο κόσμος δεν έχει αλλάξει. Γιατί η αριστερά με τόσους αγώνες και θυσίες φαίνεται σήμερα εξουθενωμένη. Ότι δεν αρκεί να κραυγάζουμε, να περιμένουμε ή να υποσχόμαστε γρήγορες νίκες ούτε φυσικά να κάνουμε την τρίχα, τριχιά. Δηλαδή το ενδιαφέρον ή την κινητοποίηση ενός σταθερού τμήματος του λαού για θέματα δημοκρατίας κλπ , όπως π.χ. για την ΕΡΤ, να μη θεωρούμε ότι συγκλονίζουνε τις πολύ πλατειές λαϊκές μάζες. Κακώς ναι. Αλλά να σκεφτούμε γιατί συμβαίνει αυτό κι όχι το άλλο: δηλαδή η εκδήλωση μιας τεράστιας λαϊκής αντίδρασης, κύματος, συμπαράστασης, διεκδίκησης και αγώνα σταθερού για την δημοκρατία.
Αν δεν δείξουμε προθυμία για τέτοιες σοβαρές προσπάθειες κάθε φορά που το κίνημα θα φτάνει σε ένα σημείο κρίσιμο για την παραπέρα πορεία του και θα υποχωρεί, εμείς αντί για το γνωστό βήχα του ψάλτη θα επαναλαμβάνουμε ευχές ή κατάρες. Θα περιμένουμε το επόμενο κύμα ή τη διεθνή συμπαράσταση, χωρίς να έχουμε προετοιμαστεί, να έχουμε απαντήσει τις «απορίες» μας: δηλαδή στρατηγικές και τακτικές και προπάντων εκείνη την αναγκαία όχι απλά επαφή άλλα σύνδεση με τις λαϊκές μάζες/ δυνάμεις, ώστε αυτές να δράσουν ως υποκείμενα της ιστορίας τους.
Ανάρτηση από: http://istrilatis.blogspot.gr