Του Σωτήρη Αμάραντου
Το φαινόμενο «Χρυσή Αυγή» έχει απασχολήσει κάθε υγιή νου και κάθε δημοκρατική συνείδηση. Δεν είναι απαραίτητο να προβεί κάνεις σε μια σχολαστική επιχειρηματολογία για να αποδείξει τα ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης κομματικής οργάνωσης. Αυτό που θα πρέπει να μας απασχολήσει είναι το πώς μια γραφική οργάνωση που ενσωμάτωνε μερικές δεκάδες μόνο ανθρώπων, απέκτησε ισχυρή, σε εθνικό επίπεδο, εκλογική δύναμη, αρκετή να εισηγείται νομοθετήματα μίσους και να χρησιμοποιεί το όνειδος της βουλευτικής ασυλίας, προκειμένου να κατοχυρώνει νομικά την εγκληματική της συμπεριφορά.
Το φαινόμενο «Χρυσή Αυγή» έχει απασχολήσει κάθε υγιή νου και κάθε δημοκρατική συνείδηση. Δεν είναι απαραίτητο να προβεί κάνεις σε μια σχολαστική επιχειρηματολογία για να αποδείξει τα ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης κομματικής οργάνωσης. Αυτό που θα πρέπει να μας απασχολήσει είναι το πώς μια γραφική οργάνωση που ενσωμάτωνε μερικές δεκάδες μόνο ανθρώπων, απέκτησε ισχυρή, σε εθνικό επίπεδο, εκλογική δύναμη, αρκετή να εισηγείται νομοθετήματα μίσους και να χρησιμοποιεί το όνειδος της βουλευτικής ασυλίας, προκειμένου να κατοχυρώνει νομικά την εγκληματική της συμπεριφορά.
Οι γνώσεις που κομίζουμε από τον χώρο της
ψυχολογίας και της ψυχανάλυσης ειδικά σε ότι αφορά την κοινωνιο-γένεση της ψυχής
μας παρέχουν βάσιμα δεδομένα για το ψυχολογικό υπόστρωμα της ολοκληρωτικής
προσωπικότητας και άρα για το ψυχολογικό προαπαιτούμενο κάθε ολοκληρωτικού
συλλογικού φαινομένου. Στην αρχική της κατάσταση η ψυχή αγνοεί την διάκριση του
εαυτού της από τον κόσμο, αγνοεί την ύπαρξη υποκειμένου και αντικειμένου,
ενσωματώνει δηλαδή τα πάντα και το τίποτα. Στην φάση αυτή το ψυχικό «είναι»
διέπεται από την αρχή της ενότητας, της απόλυτης κάλυψης των επιθυμιών και άρα
την αρχή της ηδονής. Η ρήξη αυτού του αυτιστικού πυρήνα της ψυχή συμβαίνει όταν
τίθεται για τη ψυχή η πρώτη στέρηση από την πλευρά του κοινωνικού περιβάλλοντος
κάποιας επιθυμίας (συνήθως πρόκειται για την επιθυμία της τροφής. Η αίσθηση της
πείνας στο νεογέννητο παιδί, έστω και για κάποιες στιγμές αρκεί). Το αίσθημα της
απαρέσκειας που παρουσιάζεται στην ψυχή θα συγκρουστεί με την αρχή της ηδονής
και έτσι θα μετατοπιστεί προς τα έξω. Ο αντικειμενικός κόσμος με άλλα λόγια δεν
αναγνωρίζεται από την ψυχή, παρά για να εξορίσει από τον πυρήνα της τα δυσάρεστα
αισθήματα. Ο έξω-ψυχικός κόσμος από αυτή τη στιγμή και ύστερα ταυτοποιήται ως
φορέας του αρνητικού. Ο κόσμος ως φορέας του αρνητικού θα διαστέλλεται και θα
συστέλλεται ανάλογα με τις ανάγκες της ψυχής στο διηνεκές, ανάλογα δηλαδή με το
τι ανά περίπτωση θα θεωρηθεί από το υποκείμενο ως οικείο, πάντοτε σε
αντιπαράθεση με το άγνωστο. Αρκεί να σκεφτεί κάποιος από εμάς μια άγνωστη
κατάσταση συνδεδεμένη με την ύπαρξή του για να νιώσει άγχος! Από όλες αυτές τις
παρατηρήσεις κρατάμε το γεγονός πως ο ξένος ανεξάρτητα από την ηθική του
συγκρότηση και την καθημερινή του δράση αποτελεί φορέα αρνητικών προβολών,
συνιστά εχθρό.
Περνώντας τώρα από το ψυχολογικό και γενικό
επίπεδο στο ιστορικό και κοινωνικό, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως η οργάνωση
των ελληνικών πληθυσμών σε έθνος κράτος μέσα από τις επαναστατικές διεργασίες
του 1821, καθώς και τις συγκρούσεις που έλαβαν χώρα στο εσωτερικό, έδωσαν ένα
σύνολο πολιτικών, διοικητικών και εκπαιδευτικών θεσμών που δεν ανταποκρίνονταν
στην κοινωνική ιδιαιτερότητα του ελληνισμού, ήταν όμως σε πλήρη συμφωνία με τις
θεσμικές εξελίξεις των Δυτικών κοινωνιών, όψιμα απελευθερωμένων από την χιλιετή
πολιτισμική στασιμότητα του Μεσαίωνα και της τυραννίας των φεουδαρχικών και
θρησκευτικών αρχών.
Θυμίζουμε εντελώς σχηματικά ότι ο Ελληνισμός
(διακρινόμενος από την οποιαδήποτε βιολογική-φυλετική και άρα φανταστική
ορίζουσα) σήμαινε πάντοτε αφενός μια εσωτερική πολιτισμική πολυσημία (σε επίπεδο
πολιτικό, ιδεολογικό, πολιτιστικό κλπ) η οποία συναρθρώνονταν δημιουργικά σε μια
ενότητα και αφετέρου το άνοιγμα προς τους άλλους (τους μη Έλληνες), δανειζόμενος
στοιχεία από διάφορες πτυχές της ζωής ξένων κοινωνιών, τα οποία και ενσωμάτωνε
στα δικά του ζητούμενα. Ο Ελληνισμός ακόμη και όταν βρέθηκε κάτω από πολύ
σκληρές ξένες, εθνικά, εξουσίες δεν φοβήθηκε να διαλεχτεί και να συνυπάρξει με
τους άλλους, διατηρώντας την εθνική του ιδιαιτερότητα. Τι είναι τώρα αυτό που
μας κάνει εντός του δικού μας έθνους-κράτους να φοβόμαστε τους άλλους; Η
απάντηση δεν μπορεί να είναι παρά ο ίδιος μας ο αφελληνισμός. Το αίσθημα του
υπερβολικού φόβου απέναντι στο ξένο-μετανάστη δεν μπορεί παρά να επιβεβαιώνει
την συλλογική μας αλλοτρίωση, ως προς αυτό που συνιστούσε τον πυρήνα του
Ελληνικού σημαινόμενου.
Εξηγούμαστε: οι θεσμοί που οργάνωσαν το ελληνικό έθνος-κράτος όντας αλλότριοι
ως προς την τότε ελληνική κοινωνία, αλλοίωσαν τουλάχιστον στο συνειδητό επίπεδο
την αντίληψη των Ελλήνων για τον εαυτό τους, την ταυτότητα και την ιστορία τους,
καθώς και τη σημασία που είχε πλέον ο «ξένος» ως προς αυτούς. Το οξύμωρο της
όλης κοινωνικής εξέλιξης ήταν ότι ο νεοελληνικός εθνικισμός, διαμορφωμένος στο
κλίμα και το πνεύμα των εισαγόμενων από τη Δύση θεσμών και διακηρύσσοντας την
ανάγκη για αυτιστικό κλείσιμο του έθνους εντός του κράτους, συμβάλει και
επιβεβαιώνει την αλλοτρίωση του Ελληνισμού. Μοιραία λοιπόν οι νεοέλληνες
εθνικιστές είναι εγκλωβισμένοι στο να δίνουν μάχες υπέρ αυτού που θέλουν να
πολεμήσουν.
Παρόλα αυτά η εθνικιστική αντίληψη
ανταποκρινόμενη στις κατώτερες διεργασίες των συναισθηματικών αναγκών κάθε
ανθρώπου, μπόρεσε να αποτελέσει για πολλές δεκαετίες το ψυχολογικό αντιστάθμισμα
της ασυμμετρίας μεταξύ των βαθύτερων κοινωνικών θεσμίσεων της ελληνικής
κοινωνίας και των θεσμών που της επιβλήθηκαν. Η κρατική εθνικιστική προπαγάνδα
έκοψε στα μέτρα της την ιστορία, προβάλλοντας μια σχεδόν υπερβατική θεμελίωση
του νέου Ελληνισμού, στο εξιδανικευμένο και γι΄ αυτό κουτσουρεμένο αρχαίο του
παρελθόν.
Η όλη αυτή κατάσταση λειτούργησε αποτελεσματικά
ως προς την χειραγώγηση των Ελλήνων πολιτών, για όσο το κράτος κουτσά-στραβά
μπορούσε να ικανοποιήσει τουλάχιστον κάποιες βασικές βοιωτικές και καταναλωτικές
τους ανάγκες , έστω και αν υποθήκευε το μέλλον τους με έναν συνεχώς αυξανόμενο
δανεισμό. Το κράτος παρά τις τρομακτικές του ελλείψεις, τις αδικίες και την
διαπλοκή, έδινε μια αίσθηση ότι είναι κυρίαρχο και ότι λειτουργεί.
Πραγματοποιούσε ακόμη το ψευδεπίγραφο ιδεώδες του ενσαρκωτή και συντονιστή του
ελληνικού έθνους. Έτσι όλοι ήταν ικανοποιημένοι. Από την μια ο λαός ικανοποιούσε
τις βιοτικές του ανάγκες αλλά και το επιθυμητικό του, μέσα από ένα σύνολο
τελετουργικών πράξεων και θεαμάτων εθνικής ανάτασης, όπως αθλητικά γεγονότα,
παρελάσεις, επικοινωνιακά οργανωμένες εντάσεις με γειτονικούς λαούς, μέσω
συναισθηματικά φορτισμένων πολιτικών δηλώσεων για εσωτερική κατανάλωση και από
την άλλη οι ηγεμονεύουσες ομάδες του έθνους μπόρεσαν ανενόχλητες να συνεχίσουν
την εκμετάλλευση εις βάρος της ελληνικής κοινωνίας.
Όταν όμως η κρίση του χρηματοπιστωτικού
συστήματος ενέταξε και την Ελλάδα στον κύκλο της, το κράτος όπως και οι
ηγεμονεύουσες κοινωνικές ομάδες έχασαν την νομιμοποίηση τους ως ενσαρκωτές και
καθοδηγητές του έθνους. Το κενό λοιπόν αυτό μπόρεσε να καλύψει στην ελληνική
κοινωνία το κατάλοιπο του ναζισμού που ακούει στο όνομα «Χρυσή Αυγή». Το
πολιτικό λοιπόν σύστημα με τις όποιες ιεραρχήσεις του, που είναι σε τελική
ανάλυση υπεύθυνο για οτιδήποτε συμβαίνει σε μια κοινωνία, δημιούργησε τις
προϋποθέσεις τόσο για την κοινωνική αποδόμηση και εθνική αλλοτρίωση, όσο και για
την ανάπτυξη και δυναμική ολοκληρωτικών φαινομένων στον χώρο και της δεξιάς και
της αριστεράς.
Σε όλα αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε και
το βίωμα της καθημερινής συντριβής της πλειοψηφίας των Ελλήνων πολιτών, σχεδόν
σε κάθε έκφανση της ζωής τους,(από την αδυναμία των απολυμένων ή εξευτελιστικά
αμειβόμενων γονιών να συντηρήσουν τα παιδιά και τους εαυτούς τους, έως τις
ματαιωμένες πιθανότητες των νεότερων γενεών να ασκήσουν τις ζωτικές δυνάμεις και
ικανότητες που εγκυμονούν) από τις πολιτικές της μνημονιακής συμμαχίας, οι
οποίοι εκτός της παθητικότητας και εξαιτίας της έλλειψης ενός συλλογικού
ανατρεπτικού προτάγματος, δεν είναι δύσκολο να αναζητήσουν διέξοδο στην τυφλή
βία ενάντια σε εξιλαστήρια θύματα, αρκεί τα τελευταία να μπορούν να τυποποιηθούν
με την ιδιότητα του διαφορετικού και του ξένου. Το γεγονός μάλιστα πως εδώ και
δύο δεκαετίες τα κύματα των μεταναστών που ήρθαν στην χώρα δεν τέθηκαν υπό τον
αυστηρό έλεγχο την πολιτείας, ενδυναμώνει ακόμη περισσότερο το υπόβαθρο της
ξενοφοβίας και του ρατσισμού.
Στο σημείο αυτό θα διακινδυνεύσουμε μια
πρόγνωση: καθώς η κρίση θα βαθαίνει και το πολιτικό σύστημα θα απέχει από τις
ευθύνες ανάληψης πρωτοβουλιών για ανατροπή των ίδιων του των παθογενειών, τα
ολοκληρωτικά φαινόμενα θα απειλούν όλο και πιο έντονα την ελληνική κοινωνία. Το
χειρότερο είναι πως όπως δείξαμε στην αρχή η αντίληψη του ξένου και άρα του
εχθρού διαστέλλεται και συστέλλεται κατά βούληση, πράγμα που σημαίνει πως σε
περίπτωση που ένα ολοκληρωτικό κόμμα όπως η «Χρυσή Αυγή» αποκτούσε αρκετή δύναμη
θα μπορούσε να στρέψει απροκάλυπτα τον μισανθρωπισμό της, όχι πλέον μόνο
εναντίον των μετανάστων, αλλά σε διάφορες άλλες ειδικές κοινωνικές κατηγορίες,
ανάλογα με το αν συμφωνούν η όχι με τον νοσηρό τους μονολιθισμό. Κάτι τέτοιο
μπορεί λόγου χάρη να ξεκινά με τις φεμινίστριες και τους ζωόφιλους και να
τελειώνει με τους οπαδούς μιας ομάδας και τους ακροατές ενός συγκεκριμένου
ραδιοφωνικού σταθμού!!!
Θα πρέπει να καταλάβουμε πως όλοι όσο
διατηρούμε για τον εαυτό μας μια ελάχιστη αξίωση για προσωπική αυτονομία και
κριτική σκέψη, είμαστε εν δυνάμει θύματα οργανώσεων όπως η «Χρυσή Αυγή».
* Ο Σωτήρης Αμάραντος είναι κοινωνιολόγος, υπ. Δρ. πολιτικής Φιλοσοφίας
Ανάρτηση από: http://www.antifono.gr