Του Γιώργου Μερτίκα
Με όρους κέρδους και χασούρας φτιάχτηκαν οι κοινωνικές νοοτροπίες της τελευταίας τουλάχιστον εικοσαετίας. Σ’ αυτήν την αγοραία αξιολογική κλίμακα ο πάτος της ήταν οι λούζερ, οι χαμένοι ενός παιγνιδιού παγκόσμιας κλίμακας. Στην κορυφή της η «Ιδέα» του ελληνικού έθνους που παραδομένο στην κραιπάλη εξαργυρώνει αδιάντροπα τις αιμάσσουσες πληγές του, συμβάλλοντας έτσι στην πραγμάτωση της φιλελεύθερης ουτοπίας. Η τελευταία έγινε πραγματικότητα χάρη σε μια ψευδεπίγραφη υλική ισότητα, σύμφωνα με την οποία όλοι έχουν πρόσβαση σε μια αφθονία από τα ίδια υλικά αγαθά. Διείσδυσε στα σοσιαλιστικά ιδεώδη κι έγινε ο πολιορκητικός κριός με τον οποίο αλώθηκε διεθνώς η σοσιαλδημοκρατία, ενώ σχεδόν ταυτόχρονα της παραδόθηκε άνευ όρων ο έσχατος γόνος του φιλελευθερισμού, η κομμουνιστική ουτοπία.
«Η απόλαυση είναι βέβαιη ο κίνδυνος ενδεχόμενος». Μ’ αυτήν τη φόρμουλα, πορευτήκαμε σαν έθνος-κράτος. Μ’ αυτήν τη φόρμουλα έχει τεθεί σε τροχιά ο πλανήτης. Και μπροστά στα αδιέξοδα των κοινωνιών του ρίσκου, όταν τίθεται το ερώτημα «κάναμε λάθος;», κανείς δεν προλαβαίνει να σταματήσει για ν’ απαντήσει στα σοβαρά. Η παραμικρή στάση μάς φέρνει πιο κοντά στην άβυσσο του μηδενιστή, αφού εγκυμονεί την κατάρρευση του όλου. Συνεχίζουμε λοιπόν την πορεία μ’ ό,τι συμπράγκαλα διαθέτουμε από παλιά, κι όπου μας βγάλει…
Ακόμη και σήμερα διανοούμενοι όπως ο Κ. Τσουκαλάς, κάνοντας αναδρομή σε ό,τι συνέβη τις τελευταίες δεκαετίες, αδυνατούν να διαχωρίσουν την ορθολογική ατομική συμπεριφορά των Ελλήνων σε σχέση με την καταναλωτική αγορά, από την πρωτογενή ανορθολογικότητα μιας τέτοιας συλλογικής συμπεριφοράς στην προοπτική των ανταγωνισμών της παγκοσμιοποίησης. Και το νόστιμο είναι ότι αν και πολέμιοι του λαϊκισμού τον εισάγουν από την πίσω πόρτα. Παρουσιάζεται έτσι σαν ορθολογική η μεταποίηση της Ελλάδας σε απέραντο σκυλάδικο, όπου το κάθε τσόκαρο δείχνει με τη συμπεριφορά του στους Ευρωπαίους πώς να αποφορτίζονται.
Μα και όσοι δεν βρέθηκαν στο επίκεντρο της εκσυγχρονιστικής πολιτικής, αλλά στο αριστερό περιθώριό της δεν μπορούν να αποστασιοποιηθούν από το μετεμφυλιακό μοντέλο ανάπτυξης, που κορυφώθηκε στον εκσυγχρονισμό και συνεχίζεται με το μνημόνιο. Για να καλύψουν το κενό, ξεθάβουν πτώματα σαν τον ευρωκομμουνισμό πιστεύοντας ότι έτσι ξεμπερδεύουν το κουβάρι. Οι χωρικές αντιθέσεις και συγκρούσεις, ό,τι αποκαλείται γεωπολιτική, ξεπερνιούνται με την προβολή στον μελλοντικό χρονικό ορίζοντα ενός κομμουνιστικού οράματος, το οποίο όμως περιορίζεται στη πολιτισμένη Ευρώπη.«Η απόλαυση είναι βέβαιη ο κίνδυνος ενδεχόμενος». Μ’ αυτήν τη φόρμουλα, πορευτήκαμε σαν έθνος-κράτος. Μ’ αυτήν τη φόρμουλα έχει τεθεί σε τροχιά ο πλανήτης. Και μπροστά στα αδιέξοδα των κοινωνιών του ρίσκου, όταν τίθεται το ερώτημα «κάναμε λάθος;», κανείς δεν προλαβαίνει να σταματήσει για ν’ απαντήσει στα σοβαρά. Η παραμικρή στάση μάς φέρνει πιο κοντά στην άβυσσο του μηδενιστή, αφού εγκυμονεί την κατάρρευση του όλου. Συνεχίζουμε λοιπόν την πορεία μ’ ό,τι συμπράγκαλα διαθέτουμε από παλιά, κι όπου μας βγάλει…
Ακόμη και σήμερα διανοούμενοι όπως ο Κ. Τσουκαλάς, κάνοντας αναδρομή σε ό,τι συνέβη τις τελευταίες δεκαετίες, αδυνατούν να διαχωρίσουν την ορθολογική ατομική συμπεριφορά των Ελλήνων σε σχέση με την καταναλωτική αγορά, από την πρωτογενή ανορθολογικότητα μιας τέτοιας συλλογικής συμπεριφοράς στην προοπτική των ανταγωνισμών της παγκοσμιοποίησης. Και το νόστιμο είναι ότι αν και πολέμιοι του λαϊκισμού τον εισάγουν από την πίσω πόρτα. Παρουσιάζεται έτσι σαν ορθολογική η μεταποίηση της Ελλάδας σε απέραντο σκυλάδικο, όπου το κάθε τσόκαρο δείχνει με τη συμπεριφορά του στους Ευρωπαίους πώς να αποφορτίζονται.
Γύρω από αυτήν τη συλλογιστική συμπλέκονται ετερόκλητα ρεύματα σκέψης, σ’ ένα μεταμοντέρνο πανζουρλισμό: O πιο σαθρός επαρχιωτισμός βαφτίζεται κοσμοπολιτισμός, ο κοσμοπολιτισμός μπερδεύεται με τον νομαδισμό, οι νομάδες γίνονται το υποκείμενο της Iστορίας, ενώ ο πατριωτισμός μετατρέπεται σε εθνικισμό και κατόπιν μπερδεύεται με τον φυλετισμό, για να προταχθεί ένας κολοβός διεθνισμός που καλοβλέπει μόνον τα πολιτισμένα έθνη της Ευρώπης. Και πάνω σ’ αυτήν την ιδεολογική πρόσληψη της πραγματικότητας χτίζεται ένα οικοδόμημα που θέλει να πιστεύει ότι μια κυβέρνηση της αριστεράς στην Ελλάδα μπορεί να ’ναι η «σπίθα που θ’ ανάψει τη φωτιά στον (ευρωπαϊκό) κάμπο».
Παραέξω, λοιπόν, από την Ευρώπη το χάος. Ωστόσο, το χάος που ήθελε να διευθετήσει η νέα τάξη, το έφερε ο ευρωπαϊκός πολιτισμός και όσοι θεσμοί διέδωσε στο σύνολο του πλανήτη. Ο περίφημος νομικός πολιτισμός της Ευρώπης κατέρρευσε στη διάρκεια δύο ολοκληρωτικών πολέμων. Το υποκατάστατό του, η ιδεολογία των ανθρώπινων δικαιωμάτων δεν μπορεί να συγκαλύψει όσους βομβαρδισμούς και εμφύλιους πόλεμους διεξάγονται στο όνομά τους, στο όνομα ενός ανθρώπου απογυμνωμένου από τα πολιτικά (και αστικά) δικαιώματα. Κι αν αυτή η πλευρά της μη συμμόρφωσης στα κελεύσματα της νέας τάξης φαντάζει μακρινή για την Ελλάδα, η οικονομική καθυπόταξη είναι πολύ κοντινότερη και κατά πως φαίνεται αρκετά επώδυνη.
Κριτήριο των κυρίαρχων ευρωπαϊκών ελίτ δεν είναι η αλληλεγγύη των λαών. Κριτήριο είναι η αύξηση της ισχύος ενός εκάστου των λαών, κι ενδεχομένως κάποιων κρατικών υποσυνόλων, στον αγώνα της κατανομής και της ανακατανομής του παγκόσμιου πλεονάσματος. Η μόνη αναλογία με ό,τι συμβαίνει σήμερα στην Ευρώπη είναι το καθεστώς της Βεστφαλίας, αλλά κι αυτή είναι λειψή. Γι’ αυτό και το ευρωπαϊκό έλλειμμα δημοκρατίας που αναφέρεται από σοσιαλδημοκράτες διανοούμενους όπως ο Χάμπερμας δεν κάνει τίποτα άλλο από το να αποκόπτει βίαια τη δημοκρατία από τις βάσεις της, γίνεται άλλο ένα ευχολόγιο που δεν μπορεί ν’ απαντήσει ούτε ποιος είναι ο δήμος ούτε ποιο είναι το κράτος, παρά μόνον με όρους μιας γερμανικής ηγεμονικής υπόθεσης.
Σ’ αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον οι αριστεροί καλούνται ν’ απαντήσουν: Είναι η Ελλάδα μια χαμένη υπόθεση; Οι αριστεροί δεν μπορεί παρά να ξέρουν από χαμένες υποθέσεις και γι’ αυτό δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν. Αν τώρα έχουν τον λόγο είναι γιατί δεν δίστασαν να υπερασπιστούν τη χαμένη υπόθεση του σοσιαλισμού, μα και να ασκήσουν κριτική σε όσα οδήγησαν το σοσιαλιστικό πρόταγμα στην ήττα. Σ’ αυτήν ακριβώς την προοπτική, η χαμένη υπόθεση της Ελλάδας γίνεται εφαλτήριο για μια νέα αρχή της Αριστεράς. Κι αυτό σημαίνει μία κάθετη αποκοπή του «σημαίνοντος» σοσιαλισμός από τα περιεχόμενα της ευδαιμονίας, τον επαναπροσδιορισμό του με βάση την αξία-εργασία. Σημαίνει μια σοβαρή καταγραφή του υπαρκτού παραγωγικού δυναμικού κι ένα ουσιαστικό υπολογισμό των δυνατοτήτων κινητοποίησής του. Σ’ αυτό θα πρέπει να συνυπολογιστούν όσα κυριαρχικά δικαιώματα απομένουν στο ελληνικό κράτος για να δράσει.
Τέλος, προϋπόθεση όλων αυτών είναι η σύνδεση του σοσιαλισμού με μιαν εγκόσμια ασκητική που θα λαμβάνει υπ’ όψιν τόσο την απόδοση όσο και τις ανάγκες. Και μέχρις ότου το άσφαιρο ιδεολογικό οπλοστάσιο του σοσιαλισμού ξαναγίνει μεστό νοήματος, οι αντιθέσεις και οι αντιφάσεις των αριστερών δεν μπορεί να ξεπεραστούν.
Τέλος, προϋπόθεση όλων αυτών είναι η σύνδεση του σοσιαλισμού με μιαν εγκόσμια ασκητική που θα λαμβάνει υπ’ όψιν τόσο την απόδοση όσο και τις ανάγκες. Και μέχρις ότου το άσφαιρο ιδεολογικό οπλοστάσιο του σοσιαλισμού ξαναγίνει μεστό νοήματος, οι αντιθέσεις και οι αντιφάσεις των αριστερών δεν μπορεί να ξεπεραστούν.
* Ο Γιώργος Μερτίκας είναι μεταφραστής-δοκιμιογράφος
Ανάρτηση από: http://istrilatis.blogspot.gr