Του Κώστα Ράπτη
Οι όλο και πιο απρόβλεπτες εξελίξεις στην Ουκρανία κρίνονται σε τρία διαφορετικά επίπεδα. Το πρώτο είναι αυτό της κοινωνικής δυναμικής: η δυσφορία που ξεσπά στις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις τρέφεται όχι τόσο από το όραμα της πρόσδεσης στην Ε.Ε. όσο από την επιθυμία ενός μέλλοντος με λιγότερη κρατική διαφθορά, του οποίου οι “ευρωπαϊκές προδιαγραφές” αποτελούν την μετωνυμία. Πάνω από δύο δεκαετίες μετά την ανεξαρτητοποίηση της χώρας, οι Ουκρανοί ιθύνοντες, ανεξάρτητα από πολιτικές διαιρέσεις και παρά την “Πορτοκαλί Επανάσταση” του 2004, που προκάλεσε ενθουσιασμό στη Δύση, δεν κατάφεραν να προσφέρουν στοιχειώδεις εγγυήσεις κράτους δικαίου, διαφάνειας και άρα ανάπτυξης.
Ακόμη όμως και οι στρεβλές ισορροπίες της προηγούμενης εικοσαετίας διαταράχθηκαν επί της προεδρίας του Βίκτορ Γιανουκόβιτς, ο οποίος έδωσε στο κράτος περισσότερο συγκεντρωτική μορφή, ευθυγραμμίζοντας όλες τις δομές εξουσίας, προς όφελος των ιδιοτελών συμφερόντων του. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Αλεξάντερ Γιανουκόβιτς, υιός του προέδρου, βρέθηκε να τριπλασιάζει τα τελευταία χρόνια την προσωπική του περιουσία, η οποία ακατανόητα έφθασε τα 510 εκατ. δολάρια. Ο πλήρης έλεγχος των μέσων ενημέρωσης από συμφέροντα προσκείμενα στην “Οικογένεια” έχει σπείρει την γενικευμένη καχυποψία στον πληθυσμό, ενώ η μεσαία τάξη βρίσκεται σε διαρκή αναβρασμό, λόγω της αυθαιρεσίας του διοικητικού, και δη του φορολογικού, μηχανισμού. Όπως σε τόσες ανάλογες περιπτώσεις ανά τον κόσμο (π.χ. Βραζιλία, Τουρκία), καταλύτης για την ριζοσπαστικοποίηση των κινητοποιήσεων, που διαρκούσαν ήδη δύο μήνες, αποτέλεσε το ζήτημα της καταστολής, με επίκεντρο τη δράση της κλειστής και ανεξέλεγκτης μονάδας “αποκατάστασης της τάξης” Berkut.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η κατάσταση περιπλέκεται από τους συσχετισμούς του πολιτικού σκηνικού. Η θεσμική αντιπολίτευση, συγκριτικά ανίσχυρη και εν πολλοίς αφερέγγυα, αποτελείται από ένα μέτωπο τριών δυνάμεων: του κόμματος της έγκλειστης πρώην πρωθυπουργού Γιούλια Τιμόσενκο, με ηγέτη πλέον τον Αρσένι Γιατσένουκ, του κόμματος του ουκρανο-γερμανού πρώην παγκόσμιου πρωταθλητή της πυγμαχίας Βιτάλι Κλιτσκό, ο οποίος αποτελεί τον αγαπημένο των δυτικών μέσων ενημέρωσης και του εθνικιστικού (βλ. ακροδεξιού) κόμματος Svoboda υπό τον Ολέχ Τιαχνιμπόκ. Χαρακτηριστικό του παιχνιδιού των ίσων αποστάσεων μεταξύ Δύσης και Ρωσίας το οποίο συνήθιζε να παίζει η ουκρανική πολιτική ελίτ είναι το γεγονός ότι η Τιμόσενκο οδηγήθηκε στη φυλακή κατηγορούμενη για τη σύναψη επιβλαβούς για τα εθνικά συμφέροντα συμφωνίας φυσικού αερίου με τη Μόσχα, εξ ού και (εκτός της Γερμανίας) έχει προθυμοποιηθεί να της παράσχει οιονεί άσυλο υπό το πρόσχημα της νοσηλείας και ο Βλαντίμιρ Πούτιν.
Ούτως ή άλλως, το μέτωπο των τριών αντιπολιτευόμενων μοιάζει εδώ και μία εβδομάδα να έχει ξεπερασθεί από το καινοφανές “Δεξιό Μπλοκ” και τους κουκουλοφόρους με τις χαρακτηριστικές κίτρινες ταινίες στο μπράτσο οι οποίοι κλιμάκωσαν τις συγκρούσεις. Σε μία συγκυρία όπου οι διαδηλωτές έχουν επιλέξει την τακτική της κατάληψης δημοσίων κτηρίων (με μικρή αντίσταση από την αστυνομία και ηχηρή σιωπή του στρατού) σε τουλάχιστον 10 πόλεις, όχι μόνο της δυτικής αλλά σταδιακά και της (φιλο)ρωσικής Ουκρανίας, η κατάσταση περιπλέκεται συνεχώς. Οι αναφερόμενοι αριθμοί των καταληψιών δεν παραπέμπουν σε κάποιο πλειοψηφικό ρεύμα, όμως η αποφασιστικότητά τους υποχρεώνει και τη θεσμική αντιπολίτευση σε σκλήρυνση της στάσης της, με κύριο αίτημα την επίσπευση των προγραμματισμένων για την άνοιξη του 2015 προεδρικών εκλογών.
Απέναντι σε αυτό ο ελιγμός του Γιανουκόβιτς ήταν να προτείνει συμβιβαστικές αλλαγές, όπως την αντικατάσταση του σκληροπυρηνικού πρωθυπουργού Αζάροφ από τον Γιατσένουκ, με αντιπρόεδρο της κυβέρνησης τον Κλιτσκό. Η πρόταση αυτή, που απορρίφθηκε από τους ενδιαφερόμενους, προφανώς απέβλεπε στο να διασπάσει τη θεσμική αντιπολίτευση (εφόσον παραμέριζε τον Τιαχνιμπόκ) και την να φέρει σε αντιπαράθεση με το σώμα των διαδηλωτών, που δεν ικανοποιείται με ένα απλό ξαναμοίρασμα των χαρτών στο πολιτικό σκηνικό.
Ωστόσο, το κρισιμότερο επίπεδο στο οποίο εκτυλίσσεται η κρίση της Ουκρανίας είναι το γεωπολιτικό, εφόσον το Κίεβο βρίσκεται πάνω στο “τεκτονικό ρήγμα” δύο διαφορετικών σχεδίων ολοκλήρωσης: του ευρωενωσιακού και του ευρασιατικού που προωθεί ο Πούτιν. Η Ουάσιγκτον ήδη ανεβάζει τους τόνους ως προς την ουκρανική κρίση (πρβ. και την σημασία του λόμπινγκ της ουκρανικής διασποράς σε μια χρονιά εκλογών για το αμερικανικό Κογκρέσο), γεγονός που γεννά ερωτήματα για το μέλλον της ρωσοαμερικανικής συνεννόησης σε άλλα καυτά μέτωπα του πλανήτη, όπως η Συρία και το Ιράν. Η Ε.Ε., πάλι, εμφανίζεται επιφυλακτική, όχι μόνο γιατί τυχόν κλιμάκωση της αντιπαράθεσης θα λειτουργούσε ως “αυτοεκπληρούμενη προφητεία” πλήρους ενσωμάτωσης της Ουκρανίας στη ρωσική σφαίρα επιρροής, αλλά και γιατί δεν διαθέτει τα υλικά μέσα να δελεάσει το Κίεβο. Τη στιγμή που ο Πούτιν προσφέρει σωσίβιο στην ουκρανική οικονομία με δάνεια 15 δισ. δολαρίων και εκπτώσεις στην τιμή του φυσικού αερίου, η Δύση, που δεν έχει να προτείνει στους Ουκρανούς παρά άλλη μία συμφωνία λιτότητας με το ΔΝΤ, φαντασιώνεται ότι μέσω Κιέβου θα κερδίσει τη μάχη για το μετασχηματισμό της ίδιας της Ρωσίας σε φιλελεύθερη “μεταπουτινική” κατεύθυνση.
Ανάρτηση από: http://www.capital.gr