Του Αριστομένη Συγγελάκη
Περάσαμε μια περίοδο που είχαμε πιστέψει το όνειρο μιας ισχυρής Ελλάδας, μιας κάλπικης ευημερίας, είχαμε εναποθέσει τις ελπίδες μας στους ξένους και ιδιαίτερα στους Γερμανούς σε όλες μας τις αποφάσεις, σε όλη μας την πορεία μέσα στο ευρώ. Το ευρώ ήταν η γη της επαγγελίας, ήταν ο παράδεισος που υποσχόταν όλα τα αγαθά, και όσοι μας διευκόλυναν σ’ αυτή την πορεία ήταν φίλοι μας. Να, λοιπόν, πώς οι Γερμανοί είναι φίλοι μας, και πώς αυτό είχε επικρατήσει στην κοινή γνώμη. Τώρα η διεθνής κρίση έδειξε τα δόντια της, το χρηματοπιστωτικό σύστημα επικράτησε της παραγωγικής οικονομίας, η δημοκρατία υποχώρησε μπροστά στη δικατορία των αγορών και, σε συνδυασμό με τις απερίγραπτες κινήσεις και αποφάσεις της ελληνικής κυβέρνησης, του τότε πρωθυπουργού, αλλά και όσων τον διαδέχτηκαν, οδηγηθήκαμε στην μέγκενη του ΔΝΤ, στην ομηρία από τις αγορές και από τους προστάτες της. Η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε νεοαποικιακό μόρφωμα, όπως πολύ εύστοχα έχει πει ο Νίκος ο Ψυρούκης. Και όμως, έχουμε νόμιμες αξιώσεις δισεκατομμυρίων ευρώ από τη Γερμανία, την ώρα που αυτή μας έχει βάλει τη θηλιά στο λαιμό, και δεν μπορούμε να αδιαφορούμε για την υπεράσπιση των νομίμων δικαιωμάτων μας.
Θά ’θελα να πω ότι σήμερα –3 Οκτωβρίου– είναι η επέτειος του ολοκαυτώματος των Λυγκιάδων. Οι Λυγκιάδες είναι ένα χωριό έξω από τα Γιάννενα, ένας οικισμός ψηλά, που στις 3 Οκτωβρίου 1943 οι Γερμανοί εκτέλεσαν ογδόντα δύο κατοίκους του χωριού αυτού. Θα μου πείτε, είναι το πρώτο ή το τελευταίο ολοκαύτωμα! Ενενήντα ολοκαυτώματα δήμων, χωριών, υπάρχουν σ’ όλη τη χώρα αναγνωρισμένα, χίλια εφτακόσια εβδομήντα χωριά έχουν καταστραφεί, πάνω από τετρακόσιες χιλιάδες σπίτια έχουν καεί, 56.225 είναι οι εκτελεσθέντες Έλληνες, μία τεράστια καταστροφή οικονομική, μα και οικολογική καταστροφή προκάλεσαν τα γερμανικά στρατεύματα κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Ποιο όμως είναι το θέμα για τους Λυγκιάδες; Ότι αυτό το ολοκαύτωμα, όπως πολύ εύστοχα αναδεικνύεται μέσα από την έρευνα του καθηγητή Κριστόφ Σμινκ – Γκουστάβους της Ιστορίας του Δικαίου στο πανεπιστήμιο της Bρέμης, που ήταν πριν από λίγες μέρες σ’ ένα καλό συνέδριο που κάναμε στη Βιάννο, αυτό το ολοκαύτωμα ήταν παντελώς ξεχασμένο, δεν είχε γραφτεί ποτέ, κανείς δεν ήξερε ότι είχε γίνει, δεν υπήρχε στη βιβλιογραφία, μέχρι το 1990 περίπου, που αποφάσισε αυτός να ασχοληθεί σοβαρά με το θέμα και να αναδειχθεί. Και επίσης είναι ανατριχιαστικό ν’ ακούς από έναν τέτοιο άνθρωπο, σοβαρότατο επιστήμονα, να λέει ότι έγινε πενήντα ετών και μέχρι τα πενήντα του δεν είχε ακούσει τίποτα για κανένα ολοκαύτωμα στην Ελλάδα από τα γερμανικά στρατεύματα. Ούτε στο δημοτικό, ούτε στο γυμνάσιο, ούτε στο πανεπιστήμιο, ούτε πουθενά δεν διδασκόταν κάτι τέτοιο.
Άρα ποια είναι η στάση της δημοκρατικής Γερμανίας, της μεταπολεμικής Γερμανίας, για τα εγκλήματα που διέπραξε το Γ΄ Ράιχ στην Ελλάδα; Είναι η στάση που θα έπρεπε να περιμένει από αυτήν, δηλαδή να συμβάλει στην τιμωρία των υπευθύνων, να αποζημιώσει τα χρήματα, να αναγνωρίσει τα εγκλήματα και να πράξει ό,τι είναι δυνατόν μέσα από το εκπαιδευτικό της σύστημα, από τη δικαιοσύνη, για την εκκαθάριση των σταγονιδίων του ναζισμού και για να μην επαναληφθούν αυτά τα εγκλήματα; Η απάντηση είναι απολύτως αρνητική. Η Γερμανία είναι η χώρα η οποία μας άσκησε αφόρητες πιέσεις τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, προκειμένου να απελευθερώσει η Ελλάδα τους εγκληματίες πολέμου, τους ελάχιστους που έτυχε να πέσουν στα χέρια μας.
Κορυφαίο παράδειγμα αυτό του Μέρτεν, ο σφαγέας των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη, είχε το θράσος, το 1958, να έρθει στην Ελλάδα για να καταθέσει στη δίκη του υπαρχηγού του, συνελήφθη, οδηγήθηκε στις φυλακές Αβέρωφ, όπου ήταν συγκρατούμενος με τον Μανώλη Γλέζο, ο οποίος είχε συλληφθεί ως εκδότης της Αυγής, καθώς η Δεξιά αποφάσισε να κάνει πογκρόμ της Αριστεράς επειδή είχε πάρει 24% στις εκλογές του ’58. Και ναι μεν ο Μέρτεν, ο σφαγέας της Θεσσαλονίκης, ήταν σε κελί πολυτελείας με δική του δακτυλογράφο, γραμματέα κ.λπ. και ο Γλέζος αντιλαμβάνεσθε πού ήταν. Αυτό έγινε με τον Μέρτεν. Και μετά πήγαμε σε μια επαίσχυντη συμφωνία, που αποτελεί στίγμα για εκείνη την κυβέρνηση, όπου, αντί εκατόν δέκα πέντε εκατομμυρίων μάρκων εκδόθηκε ο Μέρτεν και φυσικά δεν φυλακίστηκε στη Γερμανία, όπως και στην περίπτωση του Χριστοφοράκου, για το οποίον η Γερμανία έκανε τα πάντα για να τον φυγαδεύσει, όχι για να τον δικάσει, όπως έπρεπε να πράξει ως κυρίαρχο κράτος, αλλά αντιθέτως για να τον απαλλάξει των κατηγοριών. Αυτή είναι η Γερμανία σε σχέση με τους εγκληματίες πολέμου.
Αλλά τι έκανε με την αναγνώριση των ολοκαυτωμάτων; Τα αναγνώρισε, τα έγραψε στα βιβλία της, τα δίδαξε στα παιδιά της; Ήρθαν εδώ πολιτικοί να ζητήσουν συγνώμη; Αποζημίωσαν με τα οφειλόμενα χρήματα; Αυτό που έκανε η Γερμανία τόσα χρόνια ήταν να εμπαίζει τα θύματά της, τις οικογένειες των θυμάτων, και όχι μία κίνηση καλής θέλησης, να στείλει οικονομική βοήθεια, η οποία θα πάει κατά προτεραιότητα στις οικογένειες των θυμάτων, ώστε να τους στηρίξουν να βγουν από τη φτώχεια τους. Δεν έκανε τίποτα απ’ όλα αυτά. Το μόνο που έκανε ήταν να πάρει κάποια παιδιά από τα Καλάβρυτα για να τα σπουδάσει –για λόγους δημοσίων σχέσεων– τα σπούδασε στις χαμηλότερες σχολές, γιατί ξέρετε ότι το γερμανικό σύστημα σπουδών είναι το πιο ταξικό και να αφήσουμε τις παπαγαλίες ότι τα γερμανικά πανεπιστήμια είναι τα καλύτερα γιατί έχουν από πίσω τους εταιρείες και η πορεία του παιδιού καθορίζεται από το δημοτικό. Πήρε τα δικά μας παιδιά και τα σπούδασε σε σχολές κατώτερες των δικών μας ΤΕΙ, για να γίνουν τεχνίτες. Όμως πώς πήρε αυτά τα παιδιά; Έκανε μία ανατριχιαστική επιλογή, αφού είδε όλο τους το γενεολογικό δέντρο, ώστε να μην υπήρχε κανένας αντάρτης ή διαφορετικών φρονημάτων από αυτά που ήθελε αυτή.
Έχει επικρατήσει η αντίληψη ότι έχουμε παραιτηθεί, έχει υπογράψει ο Καραμανλής, τα πουλήσαν όλα, οι Εβραίοι κ.λπ. Δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο. Η Ελλάδα δεν έπραξε ό,τι έπρεπε να πράξει, δεν διεκδίκησε όσο μεθοδικά και αποτελεσματικά θα έπρεπε, υπάρχουν πάρα πολύ μεγάλες ευθύνες. οι κυβερνήσεις χαρακτηρίζονται από ασυγχώρητη ολιγωρία, ανευθυνότητα με ελάχιστες εξαιρέσεις, αλλά ουδέποτε κανένας Έλληνας πρωθυπουργός δεν παραιτήθηκε των νόμιμων αξιώσεών μας. Αντιθέτως, από το 1945 τέθηκε επίσημα το θέμα από τον καθηγητή Σμπαρούνη, υφυπουργό Οικονομικών στη Διασυμμαχική Διάσκεψη των Παρισίων, κατατέθηκαν τα επίσημα στοιχεία, διεκδικήθηκαν οι αξιώσεις. Ποια ήταν η απάντηση της Γερμανίας; «Ρε παιδιά, τι ψάχνετε τώρα; Ποιος είναι ο διάδοχος του Γ΄ Ράιχ; Είναι η Δυτική ή η Ανατολική Γερμανία;» Στη συνέχεια έγινε το Συνέδριο του Λονδίνου, το 1953, όπου, με πρωτοστάτη τις ΗΠΑ, πείστηκαν οι χώρες της Δύσης να δώσουν μία πίστωση χρόνου στη Γερμανία να στηλώσει την οικονομία της, το κράτος της, και να πληρώσει μετά τις αποζημιώσεις. Και τότε τέθηκε ως σημείο καμπής, ως ημερομηνία ορόσημο, η σύναψη συνθήκης ειρήνης, η επανένωση της Γερμανίας. Φάνταζε τότε ουτοπικό.
Το 1990 όμως επανενώθηκε η Γερμανία και αύριο, ανήμερα της επετείου των Λυγκιάδων, γιορτάζει την εθνική της εορτή. Την εορτή της επανένωσης. Όμως όταν έφτασε η ώρα, η Γερμανία επικαλείται διάφορα δικολαβίστικα και λέει ότι η συνθήκη της Μόσχας το 2+4 δεν είναι συνθήκη ειρήνης, αλλά είναι κάτι ενδιάμεσο. Αναγνωρίζεται από την Αμερική, Ρωσία, Γαλλία και Αγγλία ως συνθήκη ειρήνης ντε φάκτο, εν τούτοις η Γερμανία οχυρώνεται πίσω από νομικά τερτίπια ώστε να μην την αναγνωρίσει. Υπάρχει όμως εδώ η αντίφαση ότι μας λέγανε, «παιδιά, πέρασαν εβδομήντα χρόνια, τώρα το θυμηθήκατε; Είναι πολύ αργά». Σύμφωνα όμως με το επίσημο επιχείρημά τους, αφού δεν έχει συναφθεί ακόμα συνθήκη ειρήνης, πώς είναι νωρίς να τα διεκδικούμε;
Πολλές φορές παρασυρόμαστε και λέμε πόσο σπουδαίο και μεθοδικό είναι το γερμανικό κράτος. Είναι σοβαρό το γερμανικό κράτος, αλλά έχει και αντιφάσεις. Όταν ήρθε ο Σόιμπλε και τα είπε, δεν μπορώ να καταλάβω πώς τα είπε, και μόνο γι’ αυτό έπρεπε να μην επανεκλεγεί. Και πάει η Μέρκελ πριν από δύο μήνες στη Ρωσία για να συναντήσει τον Πούτιν και λίγο πριν την συνέντευξη Τύπου θέτει θέμα επιστροφής των έργων τέχνης που άρπαξε ο Κόκκινος Στρατός από το Βερολίνο το 1945; Έλεος! Που κάποια απ’ αυτά τα έχουν αρπάξει από την Ελλάδα, που μας λεηλάτησαν πλήρως όχι μόνο τα μουσεία, όχι μόνο τους αρχαιολογικούς χώρους, κάνανε παράνομες ανασκαφές χωρίς να ενημερώσουν την αρχαιολογική υπηρεσία, ένα τρομερό έγκλημα. Πήραν οκτώμισι χιλιάδες αντικείμενα –επίσημες καταγραφές, οι ανεπίσημες το ανεβάζουν στο διπλάσιο– και με αυτά βγάζουν χρήματα, γιατί έχουν το Μουσείο της Περγάμου στο Βερολίνο, όπου η ομάδα Δίστομο, από το Αμβούργο, πήγε και έκαναν μία τρομερή κινητοποίηση το 2002 και διάλεξαν επίτηδες το Μουσείο της Περγάμου, εκεί που «φιλοξενούνται», για να ζητήσουν την καταβολή των αποζημιώσεων.
Υπάρχει και το θέμα το κατοχικού δανείου και δεν μπορώ να καταλάβω πώς το προσπερνάνε. Το θέμα του κατοχικού δανείου, το οποίο είναι αναγκαστικό, επιβλήθηκε από τη Γερμανία και την Ιταλία. Η Ιταλία όμως το αποπλήρωσε. Το δάνειο της Γερμανίας έχει γίνει συμβατικό, τρέχουν οι τόκοι υπερημερίας, γιατί σταμάτησαν να δίνουν τις δόσεις, επιεικείς, μετριοπαθείς υπολογισμοί, το ανεβάζουν στα εβδομήντα πέντε δισεκατομμύρια ευρώ, ο Δημοσθένης Κούκουνας το πάει στα πεντακόσια δέκα δισεκατομμύρια ευρώ. Εμείς δεν λέμε να δώσουν τώρα μετρητά, εμείς λέμε να κάτσουν οι δύο κυβερνήσεις σ’ ένα τραπέζι να θέσουν τα θέματα, να καλέσουν μία επιτροπή ανεξάρτητη διεθνών εμπειρογνωμόνων και είμαστε σίγουροι ότι θα βρεθεί λύση.
Σε σχέση με το θέμα των αποζημιώσεων των θυμάτων είναι μείζον ζήτημα, ηθικά, συμβολικά, διότι έτσι νομιμοποιούνται και οι άλλες μας αξιώσεις, δηλαδή της επιστροφής των αρχαιολογικών θησαυρών, των αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου. Πρέπει να πάψουν να εμπαίζουν τα θύματα. Ένα μείζον, θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμά τους που πηγάζει απ’ όλες τις διεθνείς συμβάσεις, είναι η πρόσβαση των οικογενειών σε δίκη και δικαστή. Αυτοί κρύβονται πίσω από την ετεροδικία, δεν αναγνωρίζουν τις αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων, μας λένε ότι θα εκδικάσουν την υπόθεση στη Γερμανία γιατί αυτό λέει η αρχή της ετεροδικίας, μια αρχή του Διεθνούς Δικαίου η οποία, σύμφωνα με τη Γερμανία, ισχύει πάντα, δεν κάμπτεται, ούτε όταν έχουμε σοβαρότατες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όταν πάμε να θέσουμε το θέμα στη Γερμανία, όπως έκανε ο Αργύρης Σφουντούρης από το Δίστομο, το απορρίπτουν και λένε ότι είναι αναρμόδια τα γερμανικά δικαστήρια. Σε ποια δικαστήρια, ποιας χώρας θα πάμε να δικαστούμε να βρούμε το δίκιο μας; Τουλάχιστον να γίνει μια δίκη για να ξέρουμε αν είναι νόμιμες οι διεκδικήσεις μας.
Σήμερα η Ευρώπη βρίσκεται σε μία σοβαρή πολιτική και οικονομική κρίση. Απειλείται σαφέστατα με γερμανοποίηση. Πρέπει λοιπόν να γίνει σαφές ότι ο ναζισμός δεν ήταν ένα λάθος της ευρωπαϊκής ιστορίας, αλλά ένα μέρος της ιστορίας της Ευρώπης, μέρος της ιστορίας του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού. Ή, σύμφωνα με τον Λένιν, είναι το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού. Ακριβώς σήμερα που απειλούμαστε να πάθουμε τα ίδια, και μιλάω για όλη την Ευρώπη, αυτή ακριβώς είναι η ώρα που πρέπει να δοθεί μεγάλη προσοχή στο εφιαλτικό παρελθόν του ναζισμού, στα εγκλήματά του και το ζήτημα της διεκδίκησης των γερμανικών αποζημιώσεων και οφειλών, ακριβώς αυτό υπηρετεί την αποδοκιμασία του ναζισμού, την έμπρακτη καταδίκη του, την έμπρακτη μεταμέλεια του γερμανικού κράτους, και να ανοίξουμε ένα δρόμο ειρήνης, αλληλεγγύης μεταξύ των λαών. Ένα δρόμο όμως που να στηρίζεται στην ισοτιμία, τον αμοιβαίο σεβασμό, και όχι ένα δρόμο που να σουλατσάρει ο Φούχτελ εκβιάζοντας τους δημάρχους, υποσχόμενος ότι θα τους δώσει χρήματα που προέρχονται από το δικό μας ΕΣΠΑ!
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr
Περάσαμε μια περίοδο που είχαμε πιστέψει το όνειρο μιας ισχυρής Ελλάδας, μιας κάλπικης ευημερίας, είχαμε εναποθέσει τις ελπίδες μας στους ξένους και ιδιαίτερα στους Γερμανούς σε όλες μας τις αποφάσεις, σε όλη μας την πορεία μέσα στο ευρώ. Το ευρώ ήταν η γη της επαγγελίας, ήταν ο παράδεισος που υποσχόταν όλα τα αγαθά, και όσοι μας διευκόλυναν σ’ αυτή την πορεία ήταν φίλοι μας. Να, λοιπόν, πώς οι Γερμανοί είναι φίλοι μας, και πώς αυτό είχε επικρατήσει στην κοινή γνώμη. Τώρα η διεθνής κρίση έδειξε τα δόντια της, το χρηματοπιστωτικό σύστημα επικράτησε της παραγωγικής οικονομίας, η δημοκρατία υποχώρησε μπροστά στη δικατορία των αγορών και, σε συνδυασμό με τις απερίγραπτες κινήσεις και αποφάσεις της ελληνικής κυβέρνησης, του τότε πρωθυπουργού, αλλά και όσων τον διαδέχτηκαν, οδηγηθήκαμε στην μέγκενη του ΔΝΤ, στην ομηρία από τις αγορές και από τους προστάτες της. Η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε νεοαποικιακό μόρφωμα, όπως πολύ εύστοχα έχει πει ο Νίκος ο Ψυρούκης. Και όμως, έχουμε νόμιμες αξιώσεις δισεκατομμυρίων ευρώ από τη Γερμανία, την ώρα που αυτή μας έχει βάλει τη θηλιά στο λαιμό, και δεν μπορούμε να αδιαφορούμε για την υπεράσπιση των νομίμων δικαιωμάτων μας.
Θά ’θελα να πω ότι σήμερα –3 Οκτωβρίου– είναι η επέτειος του ολοκαυτώματος των Λυγκιάδων. Οι Λυγκιάδες είναι ένα χωριό έξω από τα Γιάννενα, ένας οικισμός ψηλά, που στις 3 Οκτωβρίου 1943 οι Γερμανοί εκτέλεσαν ογδόντα δύο κατοίκους του χωριού αυτού. Θα μου πείτε, είναι το πρώτο ή το τελευταίο ολοκαύτωμα! Ενενήντα ολοκαυτώματα δήμων, χωριών, υπάρχουν σ’ όλη τη χώρα αναγνωρισμένα, χίλια εφτακόσια εβδομήντα χωριά έχουν καταστραφεί, πάνω από τετρακόσιες χιλιάδες σπίτια έχουν καεί, 56.225 είναι οι εκτελεσθέντες Έλληνες, μία τεράστια καταστροφή οικονομική, μα και οικολογική καταστροφή προκάλεσαν τα γερμανικά στρατεύματα κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Ποιο όμως είναι το θέμα για τους Λυγκιάδες; Ότι αυτό το ολοκαύτωμα, όπως πολύ εύστοχα αναδεικνύεται μέσα από την έρευνα του καθηγητή Κριστόφ Σμινκ – Γκουστάβους της Ιστορίας του Δικαίου στο πανεπιστήμιο της Bρέμης, που ήταν πριν από λίγες μέρες σ’ ένα καλό συνέδριο που κάναμε στη Βιάννο, αυτό το ολοκαύτωμα ήταν παντελώς ξεχασμένο, δεν είχε γραφτεί ποτέ, κανείς δεν ήξερε ότι είχε γίνει, δεν υπήρχε στη βιβλιογραφία, μέχρι το 1990 περίπου, που αποφάσισε αυτός να ασχοληθεί σοβαρά με το θέμα και να αναδειχθεί. Και επίσης είναι ανατριχιαστικό ν’ ακούς από έναν τέτοιο άνθρωπο, σοβαρότατο επιστήμονα, να λέει ότι έγινε πενήντα ετών και μέχρι τα πενήντα του δεν είχε ακούσει τίποτα για κανένα ολοκαύτωμα στην Ελλάδα από τα γερμανικά στρατεύματα. Ούτε στο δημοτικό, ούτε στο γυμνάσιο, ούτε στο πανεπιστήμιο, ούτε πουθενά δεν διδασκόταν κάτι τέτοιο.
Άρα ποια είναι η στάση της δημοκρατικής Γερμανίας, της μεταπολεμικής Γερμανίας, για τα εγκλήματα που διέπραξε το Γ΄ Ράιχ στην Ελλάδα; Είναι η στάση που θα έπρεπε να περιμένει από αυτήν, δηλαδή να συμβάλει στην τιμωρία των υπευθύνων, να αποζημιώσει τα χρήματα, να αναγνωρίσει τα εγκλήματα και να πράξει ό,τι είναι δυνατόν μέσα από το εκπαιδευτικό της σύστημα, από τη δικαιοσύνη, για την εκκαθάριση των σταγονιδίων του ναζισμού και για να μην επαναληφθούν αυτά τα εγκλήματα; Η απάντηση είναι απολύτως αρνητική. Η Γερμανία είναι η χώρα η οποία μας άσκησε αφόρητες πιέσεις τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, προκειμένου να απελευθερώσει η Ελλάδα τους εγκληματίες πολέμου, τους ελάχιστους που έτυχε να πέσουν στα χέρια μας.
Κορυφαίο παράδειγμα αυτό του Μέρτεν, ο σφαγέας των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη, είχε το θράσος, το 1958, να έρθει στην Ελλάδα για να καταθέσει στη δίκη του υπαρχηγού του, συνελήφθη, οδηγήθηκε στις φυλακές Αβέρωφ, όπου ήταν συγκρατούμενος με τον Μανώλη Γλέζο, ο οποίος είχε συλληφθεί ως εκδότης της Αυγής, καθώς η Δεξιά αποφάσισε να κάνει πογκρόμ της Αριστεράς επειδή είχε πάρει 24% στις εκλογές του ’58. Και ναι μεν ο Μέρτεν, ο σφαγέας της Θεσσαλονίκης, ήταν σε κελί πολυτελείας με δική του δακτυλογράφο, γραμματέα κ.λπ. και ο Γλέζος αντιλαμβάνεσθε πού ήταν. Αυτό έγινε με τον Μέρτεν. Και μετά πήγαμε σε μια επαίσχυντη συμφωνία, που αποτελεί στίγμα για εκείνη την κυβέρνηση, όπου, αντί εκατόν δέκα πέντε εκατομμυρίων μάρκων εκδόθηκε ο Μέρτεν και φυσικά δεν φυλακίστηκε στη Γερμανία, όπως και στην περίπτωση του Χριστοφοράκου, για το οποίον η Γερμανία έκανε τα πάντα για να τον φυγαδεύσει, όχι για να τον δικάσει, όπως έπρεπε να πράξει ως κυρίαρχο κράτος, αλλά αντιθέτως για να τον απαλλάξει των κατηγοριών. Αυτή είναι η Γερμανία σε σχέση με τους εγκληματίες πολέμου.
Αλλά τι έκανε με την αναγνώριση των ολοκαυτωμάτων; Τα αναγνώρισε, τα έγραψε στα βιβλία της, τα δίδαξε στα παιδιά της; Ήρθαν εδώ πολιτικοί να ζητήσουν συγνώμη; Αποζημίωσαν με τα οφειλόμενα χρήματα; Αυτό που έκανε η Γερμανία τόσα χρόνια ήταν να εμπαίζει τα θύματά της, τις οικογένειες των θυμάτων, και όχι μία κίνηση καλής θέλησης, να στείλει οικονομική βοήθεια, η οποία θα πάει κατά προτεραιότητα στις οικογένειες των θυμάτων, ώστε να τους στηρίξουν να βγουν από τη φτώχεια τους. Δεν έκανε τίποτα απ’ όλα αυτά. Το μόνο που έκανε ήταν να πάρει κάποια παιδιά από τα Καλάβρυτα για να τα σπουδάσει –για λόγους δημοσίων σχέσεων– τα σπούδασε στις χαμηλότερες σχολές, γιατί ξέρετε ότι το γερμανικό σύστημα σπουδών είναι το πιο ταξικό και να αφήσουμε τις παπαγαλίες ότι τα γερμανικά πανεπιστήμια είναι τα καλύτερα γιατί έχουν από πίσω τους εταιρείες και η πορεία του παιδιού καθορίζεται από το δημοτικό. Πήρε τα δικά μας παιδιά και τα σπούδασε σε σχολές κατώτερες των δικών μας ΤΕΙ, για να γίνουν τεχνίτες. Όμως πώς πήρε αυτά τα παιδιά; Έκανε μία ανατριχιαστική επιλογή, αφού είδε όλο τους το γενεολογικό δέντρο, ώστε να μην υπήρχε κανένας αντάρτης ή διαφορετικών φρονημάτων από αυτά που ήθελε αυτή.
Έχει επικρατήσει η αντίληψη ότι έχουμε παραιτηθεί, έχει υπογράψει ο Καραμανλής, τα πουλήσαν όλα, οι Εβραίοι κ.λπ. Δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο. Η Ελλάδα δεν έπραξε ό,τι έπρεπε να πράξει, δεν διεκδίκησε όσο μεθοδικά και αποτελεσματικά θα έπρεπε, υπάρχουν πάρα πολύ μεγάλες ευθύνες. οι κυβερνήσεις χαρακτηρίζονται από ασυγχώρητη ολιγωρία, ανευθυνότητα με ελάχιστες εξαιρέσεις, αλλά ουδέποτε κανένας Έλληνας πρωθυπουργός δεν παραιτήθηκε των νόμιμων αξιώσεών μας. Αντιθέτως, από το 1945 τέθηκε επίσημα το θέμα από τον καθηγητή Σμπαρούνη, υφυπουργό Οικονομικών στη Διασυμμαχική Διάσκεψη των Παρισίων, κατατέθηκαν τα επίσημα στοιχεία, διεκδικήθηκαν οι αξιώσεις. Ποια ήταν η απάντηση της Γερμανίας; «Ρε παιδιά, τι ψάχνετε τώρα; Ποιος είναι ο διάδοχος του Γ΄ Ράιχ; Είναι η Δυτική ή η Ανατολική Γερμανία;» Στη συνέχεια έγινε το Συνέδριο του Λονδίνου, το 1953, όπου, με πρωτοστάτη τις ΗΠΑ, πείστηκαν οι χώρες της Δύσης να δώσουν μία πίστωση χρόνου στη Γερμανία να στηλώσει την οικονομία της, το κράτος της, και να πληρώσει μετά τις αποζημιώσεις. Και τότε τέθηκε ως σημείο καμπής, ως ημερομηνία ορόσημο, η σύναψη συνθήκης ειρήνης, η επανένωση της Γερμανίας. Φάνταζε τότε ουτοπικό.
Το 1990 όμως επανενώθηκε η Γερμανία και αύριο, ανήμερα της επετείου των Λυγκιάδων, γιορτάζει την εθνική της εορτή. Την εορτή της επανένωσης. Όμως όταν έφτασε η ώρα, η Γερμανία επικαλείται διάφορα δικολαβίστικα και λέει ότι η συνθήκη της Μόσχας το 2+4 δεν είναι συνθήκη ειρήνης, αλλά είναι κάτι ενδιάμεσο. Αναγνωρίζεται από την Αμερική, Ρωσία, Γαλλία και Αγγλία ως συνθήκη ειρήνης ντε φάκτο, εν τούτοις η Γερμανία οχυρώνεται πίσω από νομικά τερτίπια ώστε να μην την αναγνωρίσει. Υπάρχει όμως εδώ η αντίφαση ότι μας λέγανε, «παιδιά, πέρασαν εβδομήντα χρόνια, τώρα το θυμηθήκατε; Είναι πολύ αργά». Σύμφωνα όμως με το επίσημο επιχείρημά τους, αφού δεν έχει συναφθεί ακόμα συνθήκη ειρήνης, πώς είναι νωρίς να τα διεκδικούμε;
Πολλές φορές παρασυρόμαστε και λέμε πόσο σπουδαίο και μεθοδικό είναι το γερμανικό κράτος. Είναι σοβαρό το γερμανικό κράτος, αλλά έχει και αντιφάσεις. Όταν ήρθε ο Σόιμπλε και τα είπε, δεν μπορώ να καταλάβω πώς τα είπε, και μόνο γι’ αυτό έπρεπε να μην επανεκλεγεί. Και πάει η Μέρκελ πριν από δύο μήνες στη Ρωσία για να συναντήσει τον Πούτιν και λίγο πριν την συνέντευξη Τύπου θέτει θέμα επιστροφής των έργων τέχνης που άρπαξε ο Κόκκινος Στρατός από το Βερολίνο το 1945; Έλεος! Που κάποια απ’ αυτά τα έχουν αρπάξει από την Ελλάδα, που μας λεηλάτησαν πλήρως όχι μόνο τα μουσεία, όχι μόνο τους αρχαιολογικούς χώρους, κάνανε παράνομες ανασκαφές χωρίς να ενημερώσουν την αρχαιολογική υπηρεσία, ένα τρομερό έγκλημα. Πήραν οκτώμισι χιλιάδες αντικείμενα –επίσημες καταγραφές, οι ανεπίσημες το ανεβάζουν στο διπλάσιο– και με αυτά βγάζουν χρήματα, γιατί έχουν το Μουσείο της Περγάμου στο Βερολίνο, όπου η ομάδα Δίστομο, από το Αμβούργο, πήγε και έκαναν μία τρομερή κινητοποίηση το 2002 και διάλεξαν επίτηδες το Μουσείο της Περγάμου, εκεί που «φιλοξενούνται», για να ζητήσουν την καταβολή των αποζημιώσεων.
Υπάρχει και το θέμα το κατοχικού δανείου και δεν μπορώ να καταλάβω πώς το προσπερνάνε. Το θέμα του κατοχικού δανείου, το οποίο είναι αναγκαστικό, επιβλήθηκε από τη Γερμανία και την Ιταλία. Η Ιταλία όμως το αποπλήρωσε. Το δάνειο της Γερμανίας έχει γίνει συμβατικό, τρέχουν οι τόκοι υπερημερίας, γιατί σταμάτησαν να δίνουν τις δόσεις, επιεικείς, μετριοπαθείς υπολογισμοί, το ανεβάζουν στα εβδομήντα πέντε δισεκατομμύρια ευρώ, ο Δημοσθένης Κούκουνας το πάει στα πεντακόσια δέκα δισεκατομμύρια ευρώ. Εμείς δεν λέμε να δώσουν τώρα μετρητά, εμείς λέμε να κάτσουν οι δύο κυβερνήσεις σ’ ένα τραπέζι να θέσουν τα θέματα, να καλέσουν μία επιτροπή ανεξάρτητη διεθνών εμπειρογνωμόνων και είμαστε σίγουροι ότι θα βρεθεί λύση.
Σε σχέση με το θέμα των αποζημιώσεων των θυμάτων είναι μείζον ζήτημα, ηθικά, συμβολικά, διότι έτσι νομιμοποιούνται και οι άλλες μας αξιώσεις, δηλαδή της επιστροφής των αρχαιολογικών θησαυρών, των αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου. Πρέπει να πάψουν να εμπαίζουν τα θύματα. Ένα μείζον, θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμά τους που πηγάζει απ’ όλες τις διεθνείς συμβάσεις, είναι η πρόσβαση των οικογενειών σε δίκη και δικαστή. Αυτοί κρύβονται πίσω από την ετεροδικία, δεν αναγνωρίζουν τις αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων, μας λένε ότι θα εκδικάσουν την υπόθεση στη Γερμανία γιατί αυτό λέει η αρχή της ετεροδικίας, μια αρχή του Διεθνούς Δικαίου η οποία, σύμφωνα με τη Γερμανία, ισχύει πάντα, δεν κάμπτεται, ούτε όταν έχουμε σοβαρότατες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όταν πάμε να θέσουμε το θέμα στη Γερμανία, όπως έκανε ο Αργύρης Σφουντούρης από το Δίστομο, το απορρίπτουν και λένε ότι είναι αναρμόδια τα γερμανικά δικαστήρια. Σε ποια δικαστήρια, ποιας χώρας θα πάμε να δικαστούμε να βρούμε το δίκιο μας; Τουλάχιστον να γίνει μια δίκη για να ξέρουμε αν είναι νόμιμες οι διεκδικήσεις μας.
Σήμερα η Ευρώπη βρίσκεται σε μία σοβαρή πολιτική και οικονομική κρίση. Απειλείται σαφέστατα με γερμανοποίηση. Πρέπει λοιπόν να γίνει σαφές ότι ο ναζισμός δεν ήταν ένα λάθος της ευρωπαϊκής ιστορίας, αλλά ένα μέρος της ιστορίας της Ευρώπης, μέρος της ιστορίας του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού. Ή, σύμφωνα με τον Λένιν, είναι το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού. Ακριβώς σήμερα που απειλούμαστε να πάθουμε τα ίδια, και μιλάω για όλη την Ευρώπη, αυτή ακριβώς είναι η ώρα που πρέπει να δοθεί μεγάλη προσοχή στο εφιαλτικό παρελθόν του ναζισμού, στα εγκλήματά του και το ζήτημα της διεκδίκησης των γερμανικών αποζημιώσεων και οφειλών, ακριβώς αυτό υπηρετεί την αποδοκιμασία του ναζισμού, την έμπρακτη καταδίκη του, την έμπρακτη μεταμέλεια του γερμανικού κράτους, και να ανοίξουμε ένα δρόμο ειρήνης, αλληλεγγύης μεταξύ των λαών. Ένα δρόμο όμως που να στηρίζεται στην ισοτιμία, τον αμοιβαίο σεβασμό, και όχι ένα δρόμο που να σουλατσάρει ο Φούχτελ εκβιάζοντας τους δημάρχους, υποσχόμενος ότι θα τους δώσει χρήματα που προέρχονται από το δικό μας ΕΣΠΑ!
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr