Του Λευτέη Ριζά
Έγραφα προχτές (ΟΙΣΤΡΟΣ 21/3/14) για το «Ποια είναι τελικά η θέση του
ΣΥΡΙΖΑ για τη λύση του Κυπριακού», (http://blogvirona.blogspot.gr/2014/03/blog-post_1945.html) με αφορμή την εκδήλωση για το «Κυπριακό»
στην Καλλιθέα. Εκεί αναφέρθηκα στην αποχώρηση από το πάνελ του πρέσβη Γιώργου
Αϋφαντή, διπλωματικού συμβούλου του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ κ. Αλέξη Τσίπρα. Ο
πρέσβης υπεραμύνθηκε των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ και θεώρησε απαράδεκτο να θεωρούνται
μέλη του, λόγω των θέσεων τους για το Κυπριακό, ως Πέμπτη φάλαγγα μέσα στον
ΣΥΡΙΖΑ.
Αναφέρθηκα
σε αυτό το άρθρο, στην πολεμική που ασκήθηκε ενάντια στις απόψεις του πρέσβη
για το Κυπριακό, όπως αυτές εκτέθηκαν στην απάντηση του σε άρθρο του Αριστείδη
Μπαλτά [1][1]. Επρόκειτο δηλαδή για μια έντονη
αποδοκιμασία του από κεντρικές «φιγούρες» του ΣΥΡΙΖΑ. Μια αποδοκιμασία που
βρέθηκε πολύ κοντά να αποκαλέσει τον ίδιο «Πέμπτη φάλαγγα» του εθνικισμού και
του Φαήλου,μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι
λίγο πράγμα να έχουν συντονιστεί το «Ινστιτούτο Ν. Πουλαντζάς», «Η ΑΥΓΗ» και «Η
ΕΠΟΧΗ» σε κοινό μέτωπο κατά του διπλωματικού συμβούλου. Εκείνο που οι τρείς
αυτοί φορείς δεν υποψιάζονται είναι ότι κατά βάθος όλοι μαζί – δηλαδή και ο
πρέσβης και ο ΣΥΡΙΖΑ ολάκερος – συμφωνούν με την εγκατάλειψη του Κυπριακού στην
τύχη του: στη διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία. Νομίζω πώς το απέδειξα
αναφέροντας το κρίσιμο περιεχόμενο της απόφασης 1251/1999 του ΣΑ του ΟΗΕ.
Στην
προχθεσινή συζήτηση ο κ. πρέσβης επανέλαβε κάτι που είχε πει σε μια πρόσφατη
συνέντευξη του:
«Οι ραγδαίες εξελίξεις στο Κυπριακό δρομολογούνται
γιατί οι επισπεύδοντες (δηλαδή, οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο κατά πρώτον, η
Τουρκία κατά δεύτερον) θέλουν να προλάβουν την ανάδειξη μιας αριστερής
κυβέρνησης στην Ελλάδα. Αντιλαμβάνονται πολύ καλά ότι μια αριστερή κυβέρνηση
στην Αθήνα θα σημάνει ανατροπή των συσχετισμών που, με τόση προσοχή, έχουν
διαμορφώσει. Θεωρούν, λοιπόν, ότι τώρα είναι η στιγμή, όταν σε Λευκωσία και
Αθήνα παραπαίουν κυβερνήσεις με βαρύτατες ευθύνες και ενοχές απέναντι στους
πολίτες τους, από τον χειρισμό του εθνικού χρέους. Θέλουν στο τραπέζι της
διαπραγμάτευσης κυβερνήσεις εξαρτημένες, που έχουν ήδη παραδοθεί στους
δανειστές και όχι ρωμαλέες κυβερνήσεις που εκφράζουν την λαϊκή αντίσταση στη
μετατροπή της Κύπρου και της Ελλάδας σε προτεκτοράτα χρέους.»[2][2]
Αποχώρησε
– μάλλον «δραπέτευσε» από τη συζήτηση μας ο κ. πρέσβης – και δεν προλάβαμε να
τον ρωτήσουμε – κάτι που δεν έκανε και ο συντάκτης του «ΔΡΟΜΟΥ» - γιατί να επισπεύδουν τη λύση του Κυπριακού
αφού ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαφωνεί με την προτεινόμενη, με τις ευλογίες μάλιστα
αποφάσεων του ΣΑ του ΟΗΕ, λύση του; Δηλαδή τη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία;
Κι όταν μάλιστα, όπως συμβούλευε τον ΣΥΡΙΖΑ ο Αριστείδης Μπαλτάς :
«Η ευθύνη
των αποφάσεων στη δύσκολη διαπραγμάτευση δεν είναι δική μας. Η Κύπρος διαθέτει
δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση και ισχυρή Αριστερά. Δική μας ευθύνη είναι να
χαμηλώσουμε τους τόνους, να απαρνηθούμε τις εθνικιστικές ή αντιιμπεριαλιστικές
κορόνες που ρίχνουμε ανέξοδα στις πλάτες άλλων και να κρατήσουμε ως γνώμονα τις
θέσεις της κυπριακής Αριστεράς. Ας την εμπιστευθούμε, ας συμπαρασταθούμε
ανεπιφύλακτα και ενεργά στους Κύπριους αριστερούς και ας αφήσουμε τους Κυπρίους
να αποφασίσουν απερίσπαστοι για το μέλλον τους».
Δηλαδή
γιατί να ανησυχούν οι ενδιαφερόμενοι για τη λύση του κυπριακού, σύμφωνα με τα
ιμπεριαλιστικά συμφέροντα τους, από την πιθανή ανάληψη της διακυβέρνησης της
χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ; Αφού και τους
αντι-ιμπεριαλιστικούς τόνους έχει ήδη – προ πολλού μάλιστα – χαμηλώσει[3][3] και την κυπριακή αριστερά, δηλαδή το ΑΚΕΛ
εμπιστεύεται;
Ο ΣΥΡΙΖΑ
και ο εντός των γραμμών του κινούμενος κ. πρέσβης, έχει «ανακαλύψει» μια εύκολη
μέθοδο να λύνει τα προβλήματα: τα φορτώνει όλα στο μνημόνιο, στους δανειστές,
το χρέος και στις παραπαίουσες κυβερνήσεις σε Αθήνα και Λευκωσία. Το χρέος, τα
Μνημόνια κλπ κλπ αποτελούν αυτή τη στιγμή την αιχμή του δόρατος – την
«αποκάλυψη» σχεδόν σε όλο τον πληθυσμό – του καθεστώτος της εθνικής υποτέλειας,
της εξάρτησης και της κοινωνικής παρακμής που είχε επιβληθεί στη χώρα μας
αμέσως μετά την απελευθέρωση της χώρας από τις δυνάμεις του Άξονα και
τελεσιδικίσει με το τέλος του εμφυλίου πολέμου.
Για το
κυπριακό, γράφαμε ήδη πριν από 34 χρόνια ότι «… ο
εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας στην Κύπρο είναι αναπόσπαστο τμήμα της
αντι-ιμπεριαλιστικής πάλης του λαού της Ελλάδας. Η απελευθέρωση της Κύπρου από
τη νεο-αποικιακή σκλαβιά σημαίνει κατάργηση του συστήματος της ιμπεριαλιστικής
εξάρτησης και κηδεμονίας στον ελληνικό χώρο και γι' αυτό στρέφεται άμεσα κι
ενάντια στον ελληνικό μονοπωλιακό καπιταλισμό που η τύχη του είναι συνδεδεμένη
με την τύχη του ιμπεριαλιστικού στρατηγικού συστήματος στην Ανατολική Μεσόγειο
και στα Βαλκάνια.
Κι αυτό το ξέρουν όλοι οι βαλέδες του ιμπεριαλισμού στον τόπο μας.» [4][4].
Δεν περιμέναμε
δηλαδή τα Μνημόνια, το χρέος και τους δανειστές για να διαπιστώσουμε – για άλλη
μια φορά – αυτό που ο ελληνικός λαός ήξερε από την ίδια του την πείρα και τους
αγώνες του: ότι δηλαδή η συμπύκνωση της εθνικής του υποτέλειας, της
ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και της κυριαρχίας του μονοπωλιακού καπιταλισμού στην
χώρα μας συναντιότανε με την καταπίεση της Κύπρου κι ότι η απελευθέρωσης της
σήμαινε και την συνολική μας απελευθέρωση. Την αμφισβήτηση της κυριαρχίας του
ιμπεριαλισμού στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο. Όταν, λοιπόν, γυρίζανε
την πλάτη στον αγώνα του Κυπριακού λαού για Αυτοδιάθεση – που επειδή η
συντριπτική πλειοψηφία του ήτανε Έλληνες – θα σήμαινε και Ένωση του με την
Ελλάδα, όπως συνέβη άλλωστε με τους Επτανήσιους, τους Κρήτες, τους Δωδεκανήσιους
κλπ, ταυτόχρονα γυρίζανε την πλάτη και στην απαλλαγή του από τα ιμπεριαλιστικά
δεσμά και την κυριαρχία του μονοπωλιακού – ντόπιου και ξένου – κεφαλαίου στην
Ελλάδα.
Οι
κυβερνήσεις σε Αθήνα και Λευκωσία δεν έγιναν εξαρτημένες τώρα με τα μνημόνια.
Ήταν εξαρτημένες από πάρα πολύ καιρό.
Επειδή ήταν εξαρτημένες αυτές και οι κυρίαρχες τάξεις και ομάδες που τις
στήριζαν, φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Αν αυτό δεν το είχε καταλάβει ο κύριος
πρέσβης είναι ζήτημα δικό του. Αλλά δεν μπορεί να μας «συμβουλεύει» για το πώς
θα ανακτήσουμε την εθνική μας ανεξαρτησία και την «κοινωνική μας απελευθέρωση»[5][5].
Δύο λόγια
για το ίδιο το ΑΚΕΛ. Όλοι θυμόμαστε ή πρέπει να μην ξεχνάμε ποτέ, ότι το ΑΚΕΛ
δεν πήρε μέρος στον εθνικοαπελευθερωτικό
αγώνα του 1955-60. Αντίθετα μάλιστα, πολλές φορές του εναντιώθηκε και τον
κατήγγειλε.[6][6] Ήταν, άλλωστε η εποχή της «ειρηνικής
συνύπαρξης», της «ειρηνικής άμιλλας» και του «ειρηνικού περάσματος στον
σοσιαλισμό», [τελικά περάσαμε ειρηνικά στον καπιταλισμό], που αποτελούσε τη
γενική βουλγκάτα του κομμουνιστικού κινήματος που ακολουθούσε τα κρατικά
συμφέροντα της ΕΣΣΔ. Ήταν η εποχή Χρουστιώφ, που την ακολούθησαν και οι
διάδοχοι του. Όποιοι τότε υποστήριζαν τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της
Κύπρου, κατά την ηγεσία της ΕΔΑ, ήταν ύποπτοι «κινέζοι»[7][7].
Η
συμπεριφορά του δεν άλλαξε έκτοτε καθόλου. Το 2004, την τελευταία στην
κυριολεξία στιγμή, υπό την πίεση της βάσης του, αποφάσισε να πει όχι στο σχέδιο
Ανάν, προκειμένου, όπως είχε δηλώσει ο γενικός γραμματέας του Δημήτρης
Χριστόφιας, να τσιμεντώσει το «ναι» [8][8]. Ο Δημήτρης Χριστόφιας και το ΑΚΕΛ διεκδίκησαν
την προεδρία της Κύπρου υποσχόμενοι ότι θα προωθήσουν την λύση του Κυπριακού.
Ότι θα δώσουν ώθηση στην κινητικότητα του κλπ κλπ. Πραγματικά πέτυχαν μια
σχετική κινητικότητα: στις διαπραγματεύσεις με την τουρκική πλευρά αυτοί
υποχωρούσαν και η τουρκική πλευρά προχωρούσε. Τις υποχωρήσεις τις ονόμαζαν
«σύγκλιση» των θέσεων. Πραγματικά συνέκλινε το ΑΚΕΛ και η κυβέρνηση του στις
θέσεις και αξιώσεις των Τούρκων. Σήμερα μάλιστα, που ο ανανικός Αναστασιάδης
συνομιλεί με τον Ερόγλου το ΑΚΕΛ ανησυχεί γιατί «ο κίνδυνος που υπάρχει είναι να παρεκκλίνουν σταδιακά οι συνομιλίες σε
μηδενική βάση αν δεν συζητηθούν περαιτέρω οι εκατέρωθεν θέσεις από κει που
είχαν καταλήξει επί Χριστόφια –Ταλάτ»[9][9]. Σκεφτείτε
τον φόβο τους. Αγωνία μη τυχόν και οι συνομιλίες ξεκινήσουν από μηδενική βάση.
Δηλαδή μη τυχόν και δεν συνεχίσουν από εκεί που είχε υποχωρήσει ο Χριστόφιας.
Αν
εγκαταλείψουμε τα περί χρέους κλπ του κύριου πρέσβη – διπλωματικού συμβούλου
του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ κ. Αλέξη Τσίπρα – που με ευκολία ξεφεύγουν από την
απάντηση, ποια θα πρέπει να είναι τώρα η στάση της αριστεράς, η πρόταση και
τακτική της εάν και εφόσον αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας, με δεδομένο ότι
δεν είναι δυνατή μια άμεση ανατροπή των αποτελεσμάτων της εισβολής και η
διεθνής κατάσταση καθόλου ευνοϊκή;
Πρώτον: Επάνοδος στις
αρχικές αποφάσεις του ΣΑ του ΟΗΕ. Συγκεκριμένα το 353/1974 έως και το 367/1975
με τα οποία ζητούσε την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και καταδίκαζε την
ανακήρυξη του «Ομόσπονδου τουρκικού κράτους», από τη μια και από την άλλη
επιβεβαίωνε «ότι η απόφαση που αναφέρεται
στην παράγραφο 2 ανωτέρω δεν προδικάζει την τελική πολιτική διευθέτηση του
προβλήματος της Κύπρου και σημειώνει ότι δεν ήταν αυτός ο σκοπός της
διακήρυξης».
Εμμονή επίσης στις
αποφάσεις 541/83 και 550/84 – στην οποία αναφέρεται και η πρόσφατη απόφαση του
ΣΥΡΙΖΑ – που καταδικάζουν το τουρκοκυπριακό κράτος και κάθε προσπάθεια
απόσχισης του. Αλλά απαγκίστρωση από το ψήφισμα 1251/1999, για τους λόγους που
αναλύσαμε στο προηγούμενο άρθρο μας. Το ψήφισμα αυτό, σε αντίθεση με τα
προηγούμενα και ιδίως το 367/75 που δεν προδίκαζε «την τελική πολιτική
διευθέτηση του προβλήματος της Κύπρου», την προδικάζει: Διζωνική Δικοινοτική
Ομοσπονδία. Δηλαδή ουσιαστικά αναγνώριση των «τετελεσμένων»
Δεύτερον, πρέπει να
καταγγελθεί η συμφωνία Μακαρίου-Ντενκτάς του 1977, με την οποία ως λύση
προτείνονταν η ΔΔΟ[10][10]. Η συμφωνία αυτή που υπέγραψε ο Μακάριος
ουσιαστικά παρέδωσε την Κύπρο στην Τουρκία. Ήταν μια όχι απλώς ατυχής συμφωνία,
αλλά μια κυριολεκτικά προδοτική των αγώνων του κυπριακού ελληνισμού συμφωνία.
Πρέπει λοιπόν από αυτή να απαλλαγεί η Κύπρος και κατά συνέπεια η Ελλάδα.
Για το πώς έχουν λόγο οι επιστήμονες του
Διεθνούς Δικαίου και οι διπλωματικοί σύμβουλοι.
Τρίτον πρέπει να
καταγγελθεί – και να προωθήσει η Ελλάδα πρακτικά μέτρα – ο παράνομος εποικισμός της Κύπρου από
Τούρκους της ηπειρωτικής Τουρκίας.
Τέταρτον πρέπει να
αποκλειστεί κάθε ιδέα διχοτόμησης. Το λέω αυτό γιατί κατά καιρούς κυκλοφορεί,
με επιχειρήματα που εμφανίζονται «πατριωτικά». Πριν από χρόνια λανσάρισε αυτή
τη λύση ο μακαρίτης πια αρθρογράφος της εφημερίδας «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» Γ. Δρόσος. Με
λύπη μου την επανέφερε ο Σταύρος Λυγερός ο οποίος πάντοτε έχει υποστηρίξει και
υποστηρίζει τα δίκαια του κυπριακού ελληνισμού.
– που δεν έχει απολύτως καμία σχέση με το χώρο του εθνομηδενισμού, των
Μηλιού, Ν. Θεοδωρίδη, Σίσσυς Βωβού, Σιας Αναγνωστοπούλου, Δημοσθένη Παπαδάτου,
Αδ. Ζαχαριάδη κλπ. – με άρθρο του στο περιοδικό «ΕΠΙΚΑΙΡΑ»[11][11] Και ο οποίος σε πρόσφατη εκδήλωση για το
Κυπριακό που οργάνωσε η εφημερίδα «Ο ΔΡΟΜΟΣ της ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ» υποστήριξε αυτό που
φοβάται το ΑΚΕΛ: δηλαδή συνομιλίες από μηδενική βάση[12][12]. Σε αυτό είμαστε απόλυτα σύμφωνοι.
Πέμπτον σταδιακή επαναφορά
και υποστήριξη με όλα τα μέσα εντός και προπαντός εκτός Ελλάδας της πραγματικής φύσης του κυπριακού
προβλήματος. Η δόλια Αγγλία επανέφερε στο τραπέζι του κυπριακού την Τουρκία, η
οποία είχε παραιτηθεί κάθε διεκδίκησης της επί της Κύπρου. Κι αυτό έγινε
προκειμένου να διατηρήσει τις θέσεις στην Κύπρο, φοβούμενη ότι το νησί θα
περνούσε σε περίπτωση Ένωσης του με την Ελλάδα στην αμερικανική σφαίρα επιρροής[13][13].
Έκτον, ενίσχυση της
αμυντικής ικανότητας της Κύπρου. Δεν είναι δυνατόν η μειοψηφία να υποστηρίζεται
στρατιωτικά από την Τουρκία και η ελληνική πλειοψηφία να μένει ακάλυπτη.
Νομίζουμε ότι αυτά τα μέτρα, αυτή η πολιτική και τακτική
αποτελούν μια αριστερή και πατριωτική πολιτική για το κυπριακό πρόβλημα, που και την υπόθεση μας
υποστηρίζει και δεν μας εκθέτει άμεσα σε κινδύνους πολεμικών συρράξεων. Δεν
βρίσκεται δηλαδή έξω από τις Διεθνείς συνθήκες. Διαφορετικά κάθε υποχώρηση ή
ακόμα και κάθε διεθνής εναντίωση σε αυτά, απλά θα σημαίνει ότι ο σύνολος
ελληνικός λαός μετατρέπεται σε λαό γομάρι. Κι αυτό είναι μια προοπτική που μόνο
πολιτικοί και πολιτικές αντάξιες των κουίσλιγκ που γνωρίσαμε στην κατοχή
μπορούν να σκεφτούν και υλοποιήσουν.
Σε τέτοια περίπτωση στην θέση του «Καλύτερα μιας ώρας Ελεύθερη
ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή» του Ρήγα Βελεστινλή θα πρέπει να
μπει ο μικρο-υπολογισμός του Θεόδωρου Πάγκαλου την εποχή των Ιμίων.
[14][1] Άρθρο Αρ.
Μπαλτά ΑΥΓΗ-ΕΝΘΕΜΑΤΑ 2/3/14. Απάντηση του Γ.Αϋφαντή και ανταπάντηση Αρ.
Μπαλτά πάλι στα ΕΝΘΕΜΑΤΑ 16/3/14.
«Επίθεση» στον πρέσβη από την κ. Σία Αναγνωστοπούλου στη διάρκεια ημερίδας που οργανώθηκε από το
«Ινστιτούτο Ν. Πουλαντζάς» και τις εφημερίδες ΑΥΓΗ και ΕΠΟΧΗ. Να προσθέσουμε εδώ ότι στην εφημερίδα «Η
ΕΠΟΧΗ» δημοσιεύτηκε άρθρο του Αδ. Ζαχαριάδη «Ο πρέσβης, το Κυπριακό και η αριστερή
κουλτούρα», στο οποίο ο συγγραφέας του έγραφε ανάμεσα στα άλλα «Ο πρέσβης Αϋφαντής είναι ικανός για κάθε
έκπληξη. Αρκεί να είναι αρνητική….», συνέχιζε με κριτική των θέσεων που
είχε υποστηρίξει στο κατά Αρ. Μπαλτά άρθρο του και κατέληγε ως εξής «Δεν ξέρω αν ο κ. Αϋφαντής είναι μέλος του
ΣΥΡΙΖΑ. Εγώ πάντως, ως μέλος του κόμματος, δεν αισθάνομαι καθόλου ευχάριστα
όταν κάτω από τέτοια κείμενα βλέπω την υπογραφή «διπλωματικός σύμβουλος του
προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ»».
[3][3] Ο ΣΥΡΙΖΑ
δεν ενοχλήθηκε όταν η βουλευτής του και υπεύθυνη για τη χάραξη ευρωπαϊκής
πολιτικής κ. Ρένα Δούρου τάχθηκε υπέρ της συνεκμετάλλευσης του Αιγαίου με την
Τουρκία-βλ συνέντευξη της στην τουρκική TODAY’S ZAMAN 9-5-2012. http://www.renadourou.gr/index.php/2012/05/interviews-158/
[4][4]
Βλ. Ρ. Ολύμπιος (Λευτέρης Ριζάς) «Επιδράσεις του
Κυπριακού πάνω στη σκέψη των αγωνιστών της αριστεράς», ΤΕΤΡΑΔΙΑ τ.1ο
1980.
[4][5] Βάζω
εισαγωγικά γιατί το «κοινωνική απελευθέρωση» διότι δεν είναι απόλυτα σωστό.
Πρέπει να ορίσουμε από τι , ποιον και πως
απελευθερώνεται η κοινωνία.
[6][6] Βλ Λ. Ριζάς
«Κυπριακή τραγωδία: Η διάσταση ανάμεσα στον κοινωνικό αγώνα και στον εθνικό
αγώνα», ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ (Monthly
Review) τ. 47 Ιούνιος 1985.
[7][7] Για
περισσότερα βλ. Ρ. Ολύμπιος , όπου παραπάνω.
[8][8] Γι αυτό βλ. διεξοδικά Δ.
Κωνσταντακόπουλος «Η Κύπρος σε παγίδα» εκδ. Α.Α. Λιβάνη, ΑΘΗΝΑ 2008.
[9][9] Νίκη Κουλέρμου «Επικίνδυνη η
εγκατάλειψη των συγκλίσεων», ΧΑΡΑΥΓΗ 14-3-2014
[9][10]
«Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου της 12ης Φεβρουαρίου 1977»
[11][11] Στ.
Λυγερός «Ένας άλλος δρόμος», ΕΠΙΚΑΙΡΑ, Τ.226, 13-2-14, σελ. 31-32
[12][12] «Ο Στ. Λυγερός επιχειρηματολόγησε για την ανάγκη μιας στρατηγικής αναθεώρησης από μηδενική βάση, χωρίς τετελεσμένα και προκαθορισμένες κατευθύνσεις. Αυτό, σύμφωνα με τον ομιλητή, θα σήμαινε απαλλαγή από τα στερεότυπα της διαχείρισης του θέματος, μια διανοητική επανάσταση, όπως τη χαρακτήρισε, από τη μεριά όσων θέλουν μια δίκαιη λύση του προβλήματος». Βλ. ΔΡΟΜΟΣ «Το Κυπριακό σε κρίσιμο σταυροδρόμι», τχ. 205, 16-3-2014
[12][13]
Τον
φόβο τους αυτό είχε ενισχύσει και ο «μεγάλος διπλωμάτης» υπουργός εξωτερικών
της Ελλάδας Ευάγγελος Αβέρωφ, ο οποίος
την παραμονή συζήτησης στο ΟΗΕ
της τρίτης προσφυγής για Κυπριακό [18.5.57]δήλωνε στην αμερικανική τηλεόραση: «Αι αγγλικαί βάσεις θεωρούνται ως
επιθετικαί. Αντιθέτως οι αμερικανοί πάντοτε
φιλελεύθεροι και ουδέν ζητούντες, δεν προκαλούν. Αι βάσεις των δεν
θεωρούνται επιθετικαί και τούτο διότι είναι πράγματι αμυντικαί.
Τούτο ενέχει μεγάλην σημασίαν καθ’ ήν στιγμήν αι ΗΠΑ επιδιώκουν να εφαρμόσουν
νέαν πολιτικήν ειρηνεύσεως εις την Μέσην Ανατολήν. Εξ’ άλλου από της πλευράς κυπριακού, είναι ασφαλώς προτιμότερη
η παρουσία των αμερικανών αντί των άγγλων εις την νήσον. Περί της τοιαύτης
τυχόν μεταβιβάσεως των βάσεων της Κύπρου η ελληνική κυβέρνησις ουδεμίαν
πληροφορίαν έχει. Αν, όμως, οι κυβερνήσεις των Η. Πολιτειών και της Αγγλίας συνεφώνουν επί της
μεταβιβάσεως των βάσεων, ουδεμίαν
θα προέβαλεν αντίρρησιν η Ελλάς».
Ανάρτηση από: http://istrilatis.blogspot.gr