Να την θυμηθώ; Να την θυμηθώ, γιατί όχι.
21 Απριλίου 1967. Αθήνα, οδός Λυκαβηττού. Στην μιαν άκρη, γωνία με Σόλωνος, Διαφημιστική εταιρεία “Ολυμπικ”. Στην πάνω άκρη, γωνία Στρ. Συνδέσμου, υπόγεια “γκαρσονιέρα” όπου κατοικεί ο Βαγγέλης Παυλίδης, γραφίστας, εργαζόμενος στην “Ολύμπικ”.
Αγουροξυπνημένος, 07.30, ξεκινάω τον κατήφορο να πιώ τον καφέ μου στο γραφείο πριν έλθουν οι άλλοι. Στον δρόμο κάτι δεν μου πάει καλά. Ησυχία παντού, φύλλο δεν κουνιέται. Ούτε ένα αυτοκίνητο να περάσει. Σταματάω στη Σκουφά και κοιτάζω πάνω κάτω -ψυχή! Ρε, σκέφτομαι, μπας κι είναι καμμιά γιορτή, μπας κι είναι Κυριακή κι εγω πηγαίνω άδικα να δουλέψω; Μα κι ο Αγιος Αντώνης κλειστός κι αυτός…
Φτάνω γωνία Σολωνος. Απέναντι απο το γραφείο είναι ημιυπόγειο ψιλικατζίδικο και χρειάζομαι μπαταρίες για το τρανζιστοράκι. Το φως είναι αναμένο μέσα μα η πόρτα κλειδωμένη. Κοιτάζω απο τό τζάμι, οπότε απο την γωνία ξεμυτίζει ο ψιλικατζης. Μου κάνει νόημα να κάνω ησυχία, ανοίγει χωρίς να πει τίποτα , μου δίνει της μπαταρίες και μου κάνει νόημα να φύγω γρήγορα.
Εγώ τώρα πάω να σκάσω απο την απορία. Απέναντι στην πολυκατοικία ο θυρωρός κάθεται στο γραφείο του υποβαστάζοντας με το χέρι το πηγούνι του. “Δεν έχει δουλειά σήμερα”, μου λέει. “Μπά, γιατι;”. “Έγινε επανάσταση!”. “Ρε άντε απο ‘δώ…”. “Βάλε ραδιόφωνο να δείς”. Ανεβαίνω στον τρίτο και βάζω ραδιόφωνο:21 Απριλίου 1967. Αθήνα, οδός Λυκαβηττού. Στην μιαν άκρη, γωνία με Σόλωνος, Διαφημιστική εταιρεία “Ολυμπικ”. Στην πάνω άκρη, γωνία Στρ. Συνδέσμου, υπόγεια “γκαρσονιέρα” όπου κατοικεί ο Βαγγέλης Παυλίδης, γραφίστας, εργαζόμενος στην “Ολύμπικ”.
Αγουροξυπνημένος, 07.30, ξεκινάω τον κατήφορο να πιώ τον καφέ μου στο γραφείο πριν έλθουν οι άλλοι. Στον δρόμο κάτι δεν μου πάει καλά. Ησυχία παντού, φύλλο δεν κουνιέται. Ούτε ένα αυτοκίνητο να περάσει. Σταματάω στη Σκουφά και κοιτάζω πάνω κάτω -ψυχή! Ρε, σκέφτομαι, μπας κι είναι καμμιά γιορτή, μπας κι είναι Κυριακή κι εγω πηγαίνω άδικα να δουλέψω; Μα κι ο Αγιος Αντώνης κλειστός κι αυτός…
Φτάνω γωνία Σολωνος. Απέναντι απο το γραφείο είναι ημιυπόγειο ψιλικατζίδικο και χρειάζομαι μπαταρίες για το τρανζιστοράκι. Το φως είναι αναμένο μέσα μα η πόρτα κλειδωμένη. Κοιτάζω απο τό τζάμι, οπότε απο την γωνία ξεμυτίζει ο ψιλικατζης. Μου κάνει νόημα να κάνω ησυχία, ανοίγει χωρίς να πει τίποτα , μου δίνει της μπαταρίες και μου κάνει νόημα να φύγω γρήγορα.
“Αντηχεί ο Γράμμος τα τραγούδια
ξημερώνει λευτεριά
ξανανθίζουν πάλι τα λουλούδια
και φυτρώνουν δάφνινα κλαδια…..”
ξημερώνει λευτεριά
ξανανθίζουν πάλι τα λουλούδια
και φυτρώνουν δάφνινα κλαδια…..”
Ταρατατζούμ, ταρατατζούμ, τρομπέτες και κλαπατσίμπαλα και περνάει ο στρατός της Ελλάδος φρουρός. Βγαίνω στον δρόμο μην ξέροντας που ακριβώς θέλω να πάω. Παίρνω την νεκρή απο κίνηση Σόλωνος και καταλήγω στο Σύνταγμα. Κι εκεί είδα. Την Βουλή περικυκλωμένη απο τάνκς. Από πίσω κορδόνι στρατιώτες παρατεταγμένους με εφ’ όπλου λόγχη. Σε παράθυρα, μπαλκόνια και στέγες των γύρω χτηρίων να ξεπροβάλλουν κάνες πολυβόλων.
Πήρα δρόμο κι έφυγα. Δεν χρειαζόταν να ρωτήσω τίποτα. Μέρες τώρα οι φήμες για πραξικόπημα κυκλοφορούσαν στην πρωτεύουσα και δεν ήταν θέμα το “αν” αλλά το “ποιός και πότε”.
Το μεσημεράκι, έρχεται το πρώτο διάγγελμα του Συνταγματάρχη Γ. Παπαδόπουλου:
“… άτομα τα οποία θα χαραχτηρισθούν ως επικίνδυνα θα παραμείνουν υπο περιορισμόν. Εις αυτούς θα είπωμεν, είσθε πτώματα ωδωδότα και τυμπανιαία…”
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Το σκίτσο είναι εποχής. Αδημοσίευτο, φυσικά.
Πήρα δρόμο κι έφυγα. Δεν χρειαζόταν να ρωτήσω τίποτα. Μέρες τώρα οι φήμες για πραξικόπημα κυκλοφορούσαν στην πρωτεύουσα και δεν ήταν θέμα το “αν” αλλά το “ποιός και πότε”.
Το μεσημεράκι, έρχεται το πρώτο διάγγελμα του Συνταγματάρχη Γ. Παπαδόπουλου:
“… άτομα τα οποία θα χαραχτηρισθούν ως επικίνδυνα θα παραμείνουν υπο περιορισμόν. Εις αυτούς θα είπωμεν, είσθε πτώματα ωδωδότα και τυμπανιαία…”
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Το σκίτσο είναι εποχής. Αδημοσίευτο, φυσικά.
Ανάρτηση από: http://pavlidiscartoons.com