Του Γιώργου Ρακκά
Οι αξιόλογες επιδόσεις της Χρυσής Αυγής στους μεγάλους Δήμους της χώρας καταδεικνύουν την τρανταχτή αποτυχία του πολιτικού συστήματος να αντιμετωπίσει το φαινόμενο με τον τρόπο που προσπάθησε να το κάνει μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.
Κατ’ αρχάς η κυβέρνηση φαίνεται πως αποτυγχάνει να ελέγξει το φαινόμενο με τον κύκλο των διώξεων που ακολούθησαν την δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Κι αυτό για δύο λόγους. Αφενός, γιατί βάσει της θεωρίας των δύο άκρων πατούσε σε δύο βάρκες και συνδιαλεγόταν με την Χ.Α. προσπαθώντας να την «εξευγενίσει» όπως αποκαλύφθηκε με την υπόθεση Μπαλτάκου. Αφετέρου, γιατί η ίδια είναι φύσει και θέσει ανίκανη να αντιμετωπίσει το φαινόμενο στις πολιτικές του διαστάσεις. Η Χ.Α. εξυμνεί καθεστώτα και πολιτικούς χώρους που διέπραξαν εγκλήματα εναντίον της πατρίδας και της δημοκρατίας (τους συνεργάτες των Γερμανών, τους δικτάτορες και προδότες της Κύπρου) ενώ την ίδια στιγμή χρησιμοποιεί την κοινοβουλευτική της βιτρίνα ως προκάλυμμα για την διεύρυνση εγκληματικών δραστηριοτήτων (εγκαθίδρυση παρακρατικών δικτύων, πολιτικές δολοφονίες, μαφιόζικες δραστηριότητες). Η δράση της θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί ποινικά μόνο από μια κυβέρνηση που έχει ξεκάθαρη αντίληψη για το τι συνιστά πολιτικό έγκλημα και πως μπορεί να το αντιμετωπίσει. Πράγμα αδύνατο, γιατί αυτή η κυβέρνηση είναι απονομιμοποιημένη στις συνειδήσεις του ελληνικού λαού και δεν μπορεί να πείσει ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας για τις διώξεις εναντίον της Χ.Α.
Δεύτερον, η αριστερά αποδεικνύεται εξίσου ανίκανη να ανακόψει τη Χρυσή Αυγή. Κι αυτό διότι επιμένει να διατηρεί αποστάσεις από τα μόνα ιστορικά υπαρκτά και δυνάμει πλειοψηφικά αντιφασιστικά αντανακλαστικά που υφίστανται εντός της ελληνικής κοινωνίας. Αυτά που πηγάζουν από την Εθνική Αντίσταση και αναδεικνύουν έναν πατριωτικό-δημοκρατικό αντιφασισμό. Αντί γι’ αυτό, φαίνεται να μην εγκαταλείπει τον εθνομηδενισμό που αποτελεί τον πραγματικό σπόνσορα και τροφοδότη του φαινομένου – με συνέπεια να αποξενώνεται περαιτέρω από τα λαϊκά στρώματα και να τα εγκαταλείπει βορά στα χέρια της νεοναζιστικής προπαγάνδας. Και δεν αρκεί ο Τσίπρας ή ο Κουτσούμπας να θυμούνται την «πατρίδα» και να διανθίζουν τις συγκεντρώσεις τους με ελληνικές σημαίες, μόνο προεκλογικά, ή ο Σακελλαρίδης να μην προβάλει τις πραγματικές θέσεις του για το μεταναστευτικό ή το παρεμπόριο, προσδοκώντας κάποιες «μαύρες» αντιμνημονιακές ψήφους. Για να αντιμετωπίσουν τη Χρυσή Αυγή θα έπρεπε να έχουν μια διαρκή και αυθεντική πατριωτική «ατζέντα».Κατ’ αρχάς η κυβέρνηση φαίνεται πως αποτυγχάνει να ελέγξει το φαινόμενο με τον κύκλο των διώξεων που ακολούθησαν την δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Κι αυτό για δύο λόγους. Αφενός, γιατί βάσει της θεωρίας των δύο άκρων πατούσε σε δύο βάρκες και συνδιαλεγόταν με την Χ.Α. προσπαθώντας να την «εξευγενίσει» όπως αποκαλύφθηκε με την υπόθεση Μπαλτάκου. Αφετέρου, γιατί η ίδια είναι φύσει και θέσει ανίκανη να αντιμετωπίσει το φαινόμενο στις πολιτικές του διαστάσεις. Η Χ.Α. εξυμνεί καθεστώτα και πολιτικούς χώρους που διέπραξαν εγκλήματα εναντίον της πατρίδας και της δημοκρατίας (τους συνεργάτες των Γερμανών, τους δικτάτορες και προδότες της Κύπρου) ενώ την ίδια στιγμή χρησιμοποιεί την κοινοβουλευτική της βιτρίνα ως προκάλυμμα για την διεύρυνση εγκληματικών δραστηριοτήτων (εγκαθίδρυση παρακρατικών δικτύων, πολιτικές δολοφονίες, μαφιόζικες δραστηριότητες). Η δράση της θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί ποινικά μόνο από μια κυβέρνηση που έχει ξεκάθαρη αντίληψη για το τι συνιστά πολιτικό έγκλημα και πως μπορεί να το αντιμετωπίσει. Πράγμα αδύνατο, γιατί αυτή η κυβέρνηση είναι απονομιμοποιημένη στις συνειδήσεις του ελληνικού λαού και δεν μπορεί να πείσει ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας για τις διώξεις εναντίον της Χ.Α.
Αν λάβουμε υπόψη τις αδήριτες ιστορικές πραγματικότητες της κοινωνίας μας, το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή η Χ.Α. ενισχύεται πλειοδοτώντας στον πατριωτισμό και την υποτιθέμενη «λαϊκή δικαιοσύνη» αποτελεί ένα απίστευτο σκάνδαλο. Το ελληνικό ναζιστικό φαινόμενο, και ο ευρύτερος χώρο της άκρας δεξιάς, έχει συγκεκριμένη πορεία και δραστηριότητα μέσα στην ελληνική κοινωνία. Πορεία που αναδεικνύει σε πιο αδύναμο σημείο του, ακριβώς εκείνα τα οποία προσπαθεί να εκμεταλλευτεί.
Στην Ελλάδα, από τους Επίστρατους του 1915, μέχρι τον Ιω. Μεταξά (και την άρνησή του να συμβάλει στην μικρασιατική εκστρατεία ή την σκανδαλώδη γερμανοφιλία του) και από εκεί στα Τάγματα Ασφαλείας, τα παρακρατικά μετεμφυλιακά δίκτυα, την δικτατορία και την Κύπρο, αυτός ο χώρος, με την ακραία εμφυλιακή του λογική, έχει λειτουργήσει καταστροφικά ακριβώς σε ό,τι αφορά στα εθνικά μας θέματα. Και ήταν ανέκαθεν εξαρτώμενος και ξενοκίνητος. Αυτός είναι ο πραγματικός λόγος για τον οποίον η άκρα δεξιά εξοβελίστηκε από τον δημόσιο πολιτικό λόγο της μεταπολίτευσης.
Κοντολογίς, η άκρα δεξιά ιστορικά υπονόμευσε την εθνική μας ακεραιότητα –παρέδωσε τη μισή Κύπρο στους Τούρκους, ή παρέδωσε με τις δραστηριότητές του το μεγαλύτερο κομμάτι της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης στα χέρια του τουρκικού προξενείου. Για να μην μιλήσουμε για τις απροκάλυπτες δηλώσεις του δικτάτορα Παπαδόπουλου, που μιλούσε υπέρ μιας… ελληνοτουρκικής ομοσπονδίας το 1972.
Στον αντίποδα, όλα τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα που έχουν αναπτυχθεί στη χώρα μας, είχαν δημοκρατικό και λαϊκό πρόσημο. Ακριβώς διότι σε αυτόν τον τόπο το πολιτικό ζήτημα, το εθνικό και το κοινωνικό ζήτημα διαπλέκονταν στενά. Πέρα από τις πολιτικές ευθύνες, το γεγονός ότι αυτή η πραγματικότητα μπορεί και διαστρέφεται, ιδιαίτερα στα μυαλά των νεώτερων γενεών καταδεικνύει την ευρύτερη κοινωνική παθογένεια στην οποία έχει βυθιστεί σήμερα η χώρα. Και εδώ λειτούργησε η πανουργία της ιστορίας. Ο εθνομηδενισμός των Πανεπιστημίων και των ΜΜΕ, εργάστηκε συστηματικά την τελευταία 25ετία για να κατασκευάσει έναν νέο τύπο ανθρώπου, δίχως ιστορική μνήμη και συνείδηση, δίχως ταυτότητα –έναν ιδιώτη καταναλωτή. Ωστόσο, στις συνθήκες της ραγδαίας κρίσης, η υπονόμευση των ιστορικών-αντιστασιακών αντανακλαστικών της ελληνικής κοινωνίας, δημιούργησε έναν «Φρανκενστάιν» αμάθειας και ασυνειδησίας που αναδεικνύεται ως ιδανικότερο θύμα των μηχανισμών προπαγάνδας και παραπλάνησης του νεοναζιστικού μορφώματος. Γι’ αυτό μπορεί μια οργάνωση μαφιόζων και παρακρατικών, που υπόσχεται να «ακονίζει τις ξιφολόγχες στα πεζοδρόμια» να παρουσιάζεται ως «τιμωρός» και εκφραστής των λαϊκών συμφερόντων. Η επίθεση του εθνομηδενισμού στην α-λήθεια (δηλαδή στην άρνηση της λήθης), σε συνδυασμό με μια δεκαπενταετία αποκτήνωσης δια της τηλοψίας και της κατανάλωσης έχει δημιουργήσει ένα εκρηκτικό συνειδησιακό μείγμα που επιτρέπει σε τμήματα της κοινωνίας να θεωρούν ως «σωτήρια» μια οργάνωση που υπόσχεται να βυθίσει τη χώρα στο εμφυλιακό χάος.
Οι ναζί της Χρυσής Αυγής δεν είναι «αντιμνημονιακοί». Η ψήφος σε αυτούς αποτελεί σήμερα κίνηση που ενισχύει την μεταβολή της χώρας μας σε Αποικία χρέους: Γιατί στηρίζει μια λογική διχαστική, που θα διαιρέσει τον ελληνικό λαό σε τεχνητή βάση, και θα δημιουργήσει κλίμα «πολέμου μεταξύ των φτωχών» –ιδανικές για την τακτική του διαίρει και βασίλευε που επιστρατεύεται για τον έλεγχο της χώρας μας.
Επιπρόσθετα, φέρνει πιο κοντά τον κίνδυνο να έχουμε ένα νέο 1974, στη Θράκη αυτή τη φορά, ενώ αποτελεί το ιδανικότερο άλλοθι ώστε να συγκαλύπτεται η νέο-οθωμανική επεκτατική πολιτική που ασκούν συστηματικά η πρεσβεία και τα τουρκικά προξενεία της χώρας πίσω από την επίκληση των ατομικών δικαιωμάτων. Για να μη μιλήσουμε για την ευρύτερη παραπλάνηση που επιτυγχάνει με την εφεύρεση αποπροσανατολιστικών «εσωτερικών εχθρών» –ενώ τα δρεπανηφόρα άρματα της Τρόικας και του νέου μπερλουσκονισμού επελαύνουν εντός της κοινωνίας.
Ο λεγόμενος αντιμνημονιακός χώρος έχει τεράστιες ευθύνες για αυτές τις εξελίξεις. Όχι μόνο διότι δεν κατόρθωσε μέχρι στιγμής να μετασχηματίσει την λαϊκή αγανάκτηση σ’ ένα πλειοψηφικό πολιτικό ρεύμα αντίστασης εντός της ελληνικής κοινωνίας, ενεργοποιώντας τα δημοκρατικά-πατριωτικά της αντανακλαστικά. Αλλά γιατί πολλά κομμάτια του ενεπλάκησαν μετά την δολοφονία του Παύλου Φύσσα σε μια ατέρμονη συνωμοσιολογία που παρείχε άλλοθι στους ναζί εγκληματίες, ώστε να συγκαλύψουν τον μηχανισμό τέλεσης πολιτικών εγκλημάτων που έστησαν πίσω από την επίκληση του δικαιώματος στην έκφραση και γενικόλογες καταγγελίες για ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής.
Η ενίσχυση της Χρυσής Αυγής αποτελεί μείζον ανασταλτικό παράγοντα αποτροπής συγκρότησης ενός κοινωνικού μετώπου εθνικής απελευθέρωσης με δημοκρατικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά. Της μόνης πλειοψηφικής προοπτικής που υφίσταται στην χώρα μας, για όποιον επιθυμεί να την βγάλει από την κρίση δίχως να την ενταφιάσει σε συνθήκες μόνιμης υποτέλειας και μαζικής εξαθλίωσης.
Με λίγα λόγια, η αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής δεν είναι ζήτημα ενός αφηρημένου «αντιφασισμού», όπως ισχυρίζονται χώροι και πολιτικές δυνάμεις που δεν γνωρίζουν σε ποια χώρα ακριβώς ζουν. Είναι ζήτημα επιβίωσης της κοινωνίας μας. Και μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο αν αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα που το ενισχύουν στην ρίζα τους.
Η απελπισία, η αμάθεια, και η παρακμή είναι εκείνα τα στοιχεία που οπλίζουν τα χέρια του ελληνικού ναζισμού. Η αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής αποτελεί παράμετρο του ευρύτερου εθνικού-κοινωνικού ζητήματος που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα μας. Ούτε ο Σαμάρας, ούτε ο Βενιζέλος ή ο… Μπουτάρης μπορούν να το αντιμετωπίσουν –παρά τις υποτιθέμενες «πρωτοβουλίες» που φαίνονται να αναλαμβάνουν– γιατί αποτελούν μέρος του προβλήματος.
Την ίδια στιγμή στον ΣΥΡΙΖΑ προβάρουν κοστούμια εξουσίας αδιαφορώντας για το γεγονός πως η αδυναμία τους να διαμορφώσουν ένα πλειοψηφικό ρεύμα εθνικής απελευθέρωσης με δημοκρατικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά θα αποβεί μοιραίο για το πείραμα της διακυβέρνησης που επιχειρούν, ενισχύοντας ακόμα περισσότερο την Χρυσή Αυγή.
Τα αντιστασιακά αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας έχουν συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο, πατριωτικό, δημοκρατικό, κοινωνικά ριζοσπαστικό. Ή θα τα ενεργοποιήσουμε για να αντιμετωπίσουμε την «αποικία χρέους» και τα συμπτώματά της ή όλη αυτή η συσσωρευμένη οργή θα εκτονωθεί αυτοκαταστροφικά μέσω ενός αλληλοσπαραγμού.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr