Του Κώστα Βεργόπουλου
Με τις εκλογές στην Ευρώπη των 28, λίγοι θριαμβολογούν, περισσότεροι τα βλέπουν μαύρα, λιγότεροι είναι απλώς ικανοποιημένοι. Ο προαναγγελλόμενος «πολιτικός σεισμός» δεν επήλθε, ο φόβος ότι τίποτα δεν αλλάζει στη σημερινή Ευρώπη παραμένει αλώβητος. Οι ευρωεκλογές ήταν ευκαιρία προειδοποιητικής «χαλαρής ψήφου» για τη «σφικτή» στις εθνικές εκλογές.
Ωστόσο, ενώ η «χαλαρή ψήφος» αποδοκίμασε τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, είτε συντηρητικές είτε σοσιαλδημοκρατικές, εν τούτοις η αποδοκιμασία δεν έλαβε τόσο τη μορφή πίεσης για διαφορετική Ευρώπη, για την απασχόληση και την αλληλεγγύη μεταξύ χωρών-μελών, όσο κυρίως την αντιευρωπαϊκή μορφή επιστροφής στις εθνικές κυριαρχίες.
Στον ευρωπαϊκό Βορρά, με άνοδο της αντιευρωπαϊκής ψήφου -Βρετανία, Αυστρία, Γερμανία, Ουγγαρία, Γαλλία-, το αίτημα εθνικής αναδίπλωσης και αποκατάστασης της εθνικής κυριαρχίας δεν συνδυάσθηκε με αμφισβήτηση της λιτότητος ούτε της περικοπής δημοσίων δαπανών, που συνιστούν βασικές αιτίες για την αποδιάρθρωση του κοινωνικού κράτους, την εκρηκτική επέκταση ανεργίας και φτώχειας. Αντίθετα, εάν η ακροδεξιά ευαγγελίζεται απασχόληση στους εθνικούς ανέργους, δεν την εννοεί μέσω ανάπτυξης και δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, αλλά απλά και μόνον μέσω της βίαιης αποβολής «αλλοδαπών» από τις αγορές εργασίας: «να εκδιωχθούν οι ξένοι για να καταλάβουν τις θέσεις οι εθνικοί εργαζόμενοι».
Εξασφάλιση των ανέργων όχι μέσω αλλαγής οικονομικής πολιτικής και υποδείγματος, με αύξηση του εθνικού εισοδήματος, αλλά μέσω αναδιανομής του συρρικνούμενου εθνικού πλούτου. Τουλάχιστον στο Μεσοπόλεμο, η άκρα Δεξιά εκτός από τον εθνικιστικό στόχο είχε και κοινωνικό περιεχόμενο, ενώ το τελευταίο αγνοείται πλήρως από τη σημερινή εκδοχή της, η οποία παραμένει μέχρι σήμερα περισσότερο αντικοινωνική ακόμη και από τον πιο ακραίο φιλελευθερισμό, θυμίζοντας μοιραία σε αυτό την αμερικανική εκδοχή των Τσάι-Πάρτι: κατάργηση, ει δυνατόν, του κράτους, της δημοσιοϋπαλληλίας, της κοινωνικής περίθαλψης και όλων των κοινωνικών μεταβιβάσεων προς τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα. Αποκλειστική φιλολαϊκή πολιτική της όχι θεσμική, αλλά επιδεικτικά συσσίτια με «ελεημοσύνες» και ταυτότητα αιτούντων.
Στην αναβάθμιση των εθνικών αξιών από τη σημερινή ακροδεξιά χάνεται κάθε κοινωνικό περιεχόμενο, κάθε κοινωνική αναφορά: η απόλυτη δυσπιστία στο σημερινό πολιτικό σύστημα συμπαρασύρει και αυτήν απέναντι σε κάθε τι κοινωνικό, με μοναδικό πόλο αναφοράς το μύθο του «μοναχικού ατόμου» εναντίον όλων, εις βάρος κάθε έννοιας πολιτικής, κράτους, ακόμη και κοινωνίας. Ισως η στιγμή της κοινωνικής έκρηξης επισπεύδεται, αλλά τι μέλλον μπορεί να έχει μέσα σε αυτήν ο κυνισμός του ακραίου ατομικισμού, όταν απαιτείται αναζήτηση λύσεων συνολικότερου χαρακτήρα είτε σε εθνικά πλαίσια είτε σε ευρωπαϊκά;
Οπωσδήποτε, οι καταχραστές του δημόσιου και κοινωνικού πλούτου πρέπει να λογοδοτούν, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να καταργηθούν οι δημόσιες και κοινωνικές υπηρεσίες, τα σχολεία και νοσοκομεία, προκειμένου να πλήττονται οι υπόλογοι. Εάν το κράτος δικαίου έχει καταντήσει απλή βιτρίνα για να εξυπηρετεί και να καλύπτει λαμόγια, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να καταργηθεί το κράτος δικαίου, αλλά ότι πρέπει να πάψει να είναι εικονικό και να λειτουργήσει πραγματικά προς όφελος ολόκληρης της κοινωνίας και συνεπώς κατ’ εξοχήν υπέρ των κοινωνικά αδυνάμων.
Η τρέχουσα κρίση της ευρωπαϊκής κοινωνίας δεν συνίσταται στην υποθετική «γενναιοδωρία» της έναντι των κοινωνικά αδυνάμων, αλλά αντίθετα στην αύξουσα ακηδία της έναντι αυτών, των οποίων οι στρατιές διογκώνονται και απορρίπτονται στο περιθώριο. Η κοινωνία δεν ενισχύεται ποτέ με την αύξουσα περιθωριοποίηση των κοινωνικά αδυνάμων, αλλά αντίθετα με την ενσωμάτωση όλων στο κοινωνικό σύνολο, αφού ακόμη και ο πιο αδύναμος κάτι προσθέτει.
Κατ’ εξαίρεσιν από την υπόλοιπη Ευρώπη, στην Ελλάδα το εκλογικό αποτέλεσμα ικανοποιεί την Αριστερά, όμως όχι χωρίς αστερίσκους. Το αποτέλεσμα της «χαλαρής» εκλογής του 2014 δεν υπερέβη αυτό της «σφικτής» του 2012, και τούτο παρ’ όλο που στην τελευταία διετία η πολιτική της κοινωνικής κατεδάφισης υπερέβη κάθε προηγούμενη επίδοση. Επίσης, η συγκυβέρνηση, παρ’ όλο που τα ποσοστά της μειώθηκαν αισθητά, διατήρησε στο άθροισμα των δυνάμεών της τη σχετική πλειοψηφία και απέκτησε νέες εφεδρείες που δεν είχε το 2012.
Το πολυσυζητημένο «άνοιγμα της Αριστεράς στην κοινωνία» όχι μόνον δεν υλοποιήθηκε, αλλά και σε πλείστες περιπτώσεις το κέντρο ενεπλάκη σε ανοικτή αντιπαράθεση με τοπικές κοινωνίες, επιβάλλοντας λύσεις που ούτε έπεισαν ούτε ακολουθήθηκαν. Η Αριστερά, ως δημοκρατική παράταξη, οφείλει να εμπιστεύεται την κοινωνία ως εαυτόν και όχι να δυσπιστεί έναντι όσων δεν περιφέρουν επιδεικτικά την κομματική κονκάρδα ως σημείο αλληλοαναγνώρισης και διάκρισης από τους υπολοίπους. Αφού η σημερινή κοινωνία διασπάται, λόγω τεχνολογικών και παραγωγικών μεταλλαγών, σε πολυποίκιλα τμήματα, οφείλει η Αριστερά να προσαρμόζεται στη νέα πραγματικότητα: να αποδέχεται τον πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα, αντί του μονοταξικού και διαταξικού.
Πάνω από όλα, να αποδέχεται τον καθοριστικό ρόλο των συμμαχιών με τα μεσαία στρώματα και τις ανησυχίες ολόκληρης της κοινωνίας, ακόμη και των πιο άκληρων, για το μέλλον του τόπου, είτε αυτό ονομάζεται «πατρίδα» είτε «έθνος» είτε «συλλογική ταυτότητα». Εάν η ελληνική Αριστερά επέτυχε καλύτερη επίδοση από τους Ευρωπαίους συνεταίρους, αυτό οφείλεται όχι μόνον στο πρωτοφανές μέγεθος της κρίσης στη χώρα μας, αλλά επίσης στο ότι συνδύασε με επιτυχία την αγωνία του λαού με τον πατριωτισμό και την προσδοκία για εναλλακτική Ευρώπη. Η έννοια «πατρίδα», όπως θα έλεγε ο Μαρξ, αποτελεί την αυτονόητη σκηνή της ιστορίας τόσο για το κοινωνικό μέτωπο όσο και για το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Το ελληνικό τρίπτυχο αποτελεί υπόδειγμα επιτυχίας για το σύνολο της ευρωπαϊκής Αριστεράς.
Ανάρτηση από: http://www.enet.gr