Του Χρήστου Ιακώβου
Κάθε φορά που μία διεθνής επιτυχία της εθνικής Ελλάδος γίνεται γεγονός, προκαλώντας έξαλλους πανηγυρισμούς στην Κύπρο, μία μερίδα αντιδρά καταφεύγοντας στις μόνιμες και αφοριστικές επωδούς περί εθνικισμού για να ερμηνεύσει μία αυθόρμητη συνειδησιακή εκδήλωση.
Μετά την εμπειρία του 1974, κάποιοι «προοδευτικοί» και σήμερα, πολλοί εξ αυτών, συμπυκνωμένοι στο αχαρτογράφητο πολιτικώς σχήμα του λεγομένου «εκσυγχρονισμού»(sic), οι οποίοι φαντάζονται ότι είναι πιο ρεαλιστές από τους ούτως ή άλλως λοιδορημένους «εθνικιστές», αφού πίστευσαν ότι ξεπέρασαν τους «εθνικιστικούς αταβισμούς» και υιοθετώντας ιδεολογικά αναμασήματα ενός ξενόφερτου ειρηνισμού και οικουμενισμού, θεώρησαν ότι θα μπορούσαν να οικοδομήσουν ένα νέο πολιτικό πολιτισμό στην Κύπρο, στηριζόμενοι στην ιδεολογία του κυπριωτισμού, ο οποίος σταδιακά θα κυριαρχούσε σε βάρος της επικρατούσας ελληνικής εθνικής συνείδησης.
Οι κυπριωτιστές συστηματικώς εξέφρασαν και συνεχίζουν να εκφράζουν την εχθρότητά τους απέναντι σε γεγονότα και επετείους που μετατρέπονται σε σύμβολα επιβεβαίωσης της ελληνικής εθνικής ταυτότητας στην Κύπρο. Νομίζουν ότι λύνουν προβλήματα μόνο και μόνο επειδή εκστρατεύουν εναντίον του «εθνικιστικού φανατισμού». Η συχνότατα, όμως, μισαλλόδοξη συμπεριφορά τους αποδεικνύει για άλλη μία φορά ότι ο φανατισμός εναντίον του φανατισμού μπορεί να είναι πιο μονολιθικός και επιθετικός από τον απλό φανατισμό.
Ο κυπριωτισμός, όντας ιδεολογία, εκπληρώνει και τις ψυχολογικές λειτουργίες της ιδεολογίας, δηλαδή επέτρεψε σε «προοδευτικούς» και «εκσυγχρονιστές» διανοουμένους ελαφρών βαρών και σε ανεπαρκείς δημοσιογράφους να αναβαθμίζουν το μικρό τους εγώ εμφανιζόμενοι ως εκπρόσωποι υψηλών ιδεωδών. Συνάμα υποθάλπουν σε μικρομεσαίους πολιτικούς την ανακουφιστική ψευδαίσθηση ότι τάχα μπορούν να συρρικνώσουν την πολιτική σε διαχείριση και διάλογο, αποτινάζοντας από τους ισχνούς ώμους τους το βάρος της ιστορίας και των ευθυνών που απορρέουν από αυτήν.
Πέφτουν στη μεγάλη παγίδα, όταν θέλουν να αντιπαλέψουν δήθεν εθνικιστικές διαστροφές με άλλες «ορθότερες ιδέες». Αυτές οι ιδέες αποδεικνύονται σχηματικές υποτυπώσεις ιδεολογημάτων και εγκεφαλικών κατασκευασμάτων που αφήνουν τον κυπριακό ελληνισμό τραγικά στερημένο και ανικανοποίητο, κάνοντάς τον να αναρωτιέται αν η ερωτική σχέση που καλλιέργησε με τον πολιτισμό του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, του Μίκη Θεοδωράκη, του Οδυσσέα Ελύτη, της Κατίνας Παξινού, του Νίκου Γκάλη και της εθνικής Ελλάδος είναι πηγαία έκφραση μιας αμεσότητας που καθορίζει η συμμετοχή του σε έναν κόσμο με κοινές αξίες, κοινή παράδοση και κοινές ανησυχίες.
Αυτή η στέρηση των κυπριωτιστών πριονίζει το κλαδί που στηρίζει αυτόν τον έρωτα με την «όντως Ελλάδα», την Ελλάδα δηλαδή που δεν είναι πάνω από όλα ένας τόπος αλλά ένας τρόπος ζωής, μία προσωπική ένταξη στην οργανική συνέχεια εκείνης της ιστορικής εμπειρίας που διαμορφώνει τη συλλογική μας συνείδηση. Εκείνης της εμπειρίας που μέσα σε κάποια δέκατα του δευτερολέπτου, ένα γκολ του Γιώργου Σαμαρά στο τελευταίο λεπτό του παιχνιδιού εναντίον της Ακτής του Ελεφαντοστού, ένωσε μερικά εκατομμύρια Ελλήνων από το Σίδνεϋ μέχρι την Αθήνα και από τη Λευκωσία μέχρι τη Νέα Υόρκη, κάνοντας θρύψαλα το έργο ζωής ιδεόληπτων πανεπιστημιακών, στεγνώνοντας το μελάνι κονδυλοφόρων δημοσιογραφικής ιδεοπληξίας και προκαλώντας αλαλία σε «εκσυγχρονιστές» πολιτικούς.
Είναι οι μοναδικές στιγμές, που ακόμη και εκείνοι που μπορεί να βρέθηκαν κάτω από την αποχαυνωτική επιρροή του κυπριωτισμού αποφασίζουν να μην πηδήξουν σε κάποιο άλλο κλαδί διακινδυνεύοντας το σίγουρο στήριγμα κάτω από τα πόδια τους και τη σχέση της ερωτικής αμεσότητας με τον πολιτισμό τους, εν ονόματι τεχνητών υποκατάστατων της ταυτότητας και της ίδιας της ζωής τους. Οι συνεχείς επιτυχίες της εθνικής Ελλάδος στον αθλητισμό αποτελούν μοναδικές στιγμές που η αυθόρμητη εκδήλωση της ελληνικής συνείδησης στην Κύπρο κάνει κάποιους να καταλάβουν ότι αυτήν την ερωτική στέρηση με τον ελληνικό πολιτισμό, οι κυπριωτιστές την επένδυσαν σε ιδέες εγκεφαλικών κατασκευασμάτων και την ανικανότητα της σχέσης προσπάθησαν να την μεταλλάξουν σε έπαρση ιδεολογικής και πολιτικής αρετής. Είναι μοναδικές στιγμές μέσα στο χρόνο που αποδεικνύουν ότι κάποιοι, για χρόνια, τέρπονταν παράγοντας λήρους και χόρταιναν καταναλίσκοντας ανεμώλια έπη.
Όσο ένοχη και αν αισθάνεται η ελληνική πλευρά για την ιστορική καχεξία του 1974, δεν μπορεί να την αντισταθμίσει με τους αυτάρεσκους μύθους του κυπριωτισμού. «Η αιτιολογία δεν αποτελεί δικαιολογία αλλά ούτε ενδείκνυται ως πραξεολογία», για να θυμηθώ τη συγκλονιστική διατύπωση του αειμνήστου Παναγιώτη Κονδύλη. Επιβιώνει όποιος αντιστέκεται στους μύθους που του καλλιεργούν και καταποντίζεται όποιος τους μετατρέπει σε δείκτη ζωής. Αρκεί μία στιγμή μέσα στο χρόνο να απογυμνώσει την ιδεοληψία τους και να αποκαλύψει την ανικανότητά τους να ξεχωρίσουν τα νοητά είδωλα από την πραγματικότητα της βιωματικής συμμετοχής σε ένα ζωντανό πολιτισμό . αρκεί μία στιγμή μέσα στο χρόνο και «τότε η Έλενα η χορεύτρια σκύβει στη μεριά του Τάσου και με τα μάτια κλειστά τραγουδούν αγκαλιά Εθνική Ελλάδος γεια σου».
Ανάρτηση από: http://mignatiou.com