Του Γιάννη Παπαμιχαήλ
Θα μου επιτρέψετε να αρχίσω από μία προσωπική εμπειρία. Όταν, γύρω στα 1992, ήμουν ακόμα καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πατρών, ανακάλυψα τυχαία την ύπαρξη ενός προγράμματος της ΟΥΝΕΣΚΟ ονόματι UNITWIN, που είχε ως στόχο τη σύζευξη μεταξύ ακαδημαϊκών και ερευνητικών φορέων του Νότου, με στόχο τη μεταφορά ερευνητικών προβληματισμών και τεχνογνωσίας από τον Βορρά προς τον Νότο. Έκανα λοιπόν μία πρόταση (τη μόνη τότε από την Ελλάδα) που εγκρίθηκε, με ελάχιστη όμως χρηματοδότηση από την ίδια την ΟΥΝΕΣΚΟ και με παρότρυνση να βρεθούν δημόσιοι ή ιδιωτικοί σπόνσορες της έδρας ΟΥΝΕΣΚΟ του Πανεπιστημίου Πατρών, στο αντικείμενο της μάθησης και της διδασκαλίας φυσικών εννοιών στην πρώτη σχολική εκπαίδευση. Παράλληλα με κάλεσαν στο Παρίσι και, σε χοντρές γραμμές, μου είπαν τα εξής: α) Το βαλκανικό-αραβικό δίκτυο που είχα προτείνει και είχε εγκριθεί, έπρεπε να επεκταθεί σε άλλες αραβικές χώρες, αλλά και στην Τουρκία –και ιδίως να συμπεριλάβει τη Σενεγάλη και τη Μαυριτανία, β) Το κύριο αντικείμενο της έδρας έπρεπε να στραφεί σε θέματα όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, η οικολογική συνείδηση, η διαπολιτισμικότητα ή η εκπαίδευση για την ειρήνη, γ) Έπρεπε να βρει πόρους χρηματοδότησης για υποτροφίες και ανταλλαγές φοιτητών (με την υποστήριξη μιας ΜΚΟ για όλα αυτά τα θέματα) η οποία θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί από το ελληνικό ΥΠΕΞ ή το υπουργείο Πολιτισμού. Ως προς το πρώτο, συμμορφώθηκα (Χωρίς την Τουρκία). Όχι ως προς τα δύο άλλα. Αποτέλεσμα: Μετά από δύο χρόνια προσπάθειας, το εγχείρημα και το δίκτυο έπεσε στο κενό της χρηματοδότησης και της πολιτικής βούλησης να συνεχίσει. Άκουσα και έμαθα όμως, από πολλούς Βαλκάνιους και Άραβες συναδέλφους μου, ότι οι ΜΚΟ αποτελούν το εργαλείο(!) που λύνει τα χέρια για όλες τις σοβαρές δουλειές και τις καλές χρηματοδοτήσεις, χωρίς ιδιαίτερα πιεστικούς ελέγχους…
Προσωπικά, πιστεύω λοιπόν ότι υπάρχουν και στην Ελλάδα ΜΚΟ που δεν κάνουν πάρτι, αλλά την δουλειά τους. Ποια είναι όμως με πολιτικούς όρους αυτή η δουλειά;
Με άλλα λόγια, το πρώτο ερώτημα που θα πρέπει, νομίζω, να μας απασχολήσει είναι το εξής: Τι είναι από πολιτικής άποψης αυτές οι ΜΚΟ, τα «παρατηρητήρια» και οι «ανεξάρτητες αρχές» –όλο αυτό το ούτε επίσημο, ούτε άτυπο, ούτε όμως τυπικό θεσμικό σύστημα, με το οποίο γέμισε το φαντασιακό της συμμετοχής του «πολίτη του κόσμου» σε μία ευφυώς κατασκευασμένη μεταεθνική πολιτική πραγματικότητα;
Σε σχέση με τη νεοφιλελευθερίζουσα αποδόμηση του εθνικού κράτους και τα ιδεολογήματα περί της κοινωνίας των πολιτών θα επισημάνω τα εξής:
Προφανώς, για τις μεγάλες δυνάμεις, τους γεωπολιτικούς παίχτες του δήθεν ανοικτού νεοφιλελεύθερου κόσμου, που με κοσμοπολίτικο πάθος δηλώνει ότι μισεί τα σύνορα, τους πατριωτισμούς και τις ιστορικά διαμορφωμένες συλλογικές ταυτότητες των λαών, ιδίως δε τις ΗΠΑ, οι ΜΚΟ αποτελούν ένα πραγματικό εργαλείο άσκησης εξωτερικής πολιτικής.
Συχνά, άλλωστε, η φιλανθρωπική οικολογική και κοινωνική δράση αυτών ακριβώς των οργανώσεων, στις χώρες ακριβώς που είδαν τις παραγωγικές και κοινωνικές τους δομές να καταστρέφονται βάναυσα από τις νεοαποικιοκρατικές και νεοφιλελεύθερες πολιτικές, είναι πραγματική. Πρόκειται για πρακτικές επαγγελματικού, αλλά και εθελοντικού ακτιβισμού, που τρόπον τινά εμφανίζονται για να μαζέψουν τα μπόσικα των διαφόρων οικονομικών και κοινωνικών «εκσυγχρονισμών» των κοινωνιών του Νότου –και γι’ αυτό και χρηματοδοτούνται χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα από διάφορα ιδρύματα ή την ίδια την Παγκόσμια Τράπεζα.
Παράλληλα, οι ΜΚΟ μεταθέτουν τους ιδεολογικοπολιτικούς προβληματισμούς των διαφόρων κοινωνικών κινημάτων του δυτικού κόσμου που, στο όνομα του «διεθνισμού», προκρίνουν τις ιδέες των «ανοικτών συνόρων», ή της «παγκοσμιοποίησης από τα κάτω», εντάσσοντάς τους στις νεοαποικιοκρατούμενες κοινωνίες του Νότου ή του πρώην Ανατολικού Συνασπισμού. Παντού, δηλαδή, όπου το θέμα της νεοφιλελεύθερης αποδόμησης των εθνικών κοινωνιών, και ιδίως του κράτους τους, τίθεται, με τους όρους ενός αναγκαίου εκσυγχρονισμού ή μιας απαραίτητης μετάβασης από τις γνωστές ιστορικοπολιτικές πραγματικότητες σε «κάτι άλλο». Σε τι άλλο ακριβώς; Σε κάτι πιο παγκοσμιοποιημένο πολιτικά και πολιτισμικά. Λόγου χάρη, σε μια «παγκόσμια κοινωνία πολιτών», που συγκροτείται ιδεολογικά όχι πια από λαούς με εθνοτική ταυτότητα και από πληθυσμούς ιστορικά εγκατεστημένους κάπου, από κοινωνικές ομάδες που αγωνίζονται για τη δημοκρατία ή για τον συλλογικό έλεγχο των μέσων παραγωγής, αλλά από ένα ασταθές «πλήθος ατόμων», εν δυνάμει καταναλωτών πολιτισμού. Με πολιτικούς όρους, σε έναν μεταεθνισμό, σε ένα «αυτοκρατορικού τύπου» κράτος, που επιφορτίζεται με τη διακυβέρνηση αυτού του «πλήθους».
Οι ΜΚΟ, ως πολιτικό εργαλείο άσκησης αποικιοκρατικής πολιτικής, αγωνίζονται ταυτόχρονα όχι μόνο για την εξομάλυνση των συνεπειών της καταστρεπτικής επέκτασης της νεοφιλελεύθερης αγοράς στις κοινωνίες του Νότου, αλλά και για τη σταδιακή ένταξη των κοινωνιών αυτών στις πολιτισμικές, ιδεολογικές και πολιτικές συνθήκες της μετάβασης, που θεωρούνται ήδη δεδομένες για την εσωτερική οργάνωση της πολιτικής ζωής των ανθρώπων στις κοινωνίες του Βορρά.
Οι ΜΚΟ καλλιεργούν λοιπόν ένα πρακτικό και εμπειρικά κατανοητό ιδεώδες στράτευσης για την αποκατάσταση των διαταραγμένων ισορροπιών (κοινωνικών, πολιτικών ή οικολογικών) των κοινωνιών που βρίσκονται σε μια διαδικασία μετάβασης και ένταξής τους στο νεοφιλελεύθερο σύμπαν της «παγκόσμιας κοινωνίας». Στο μέτρο άλλωστε που τα εθνικά κράτη και τα θεσμικά τους συστήματα είναι ανίσχυρα να επηρεάσουν τις εξελίξεις, φθαρμένα και ενδεχομένως διεφθαρμένα, οι ΜΚΟ εμφανίζονται, σε όλα τα πεδία όπου το παλαιό εθνικό κράτος φαίνεται να απουσιάζει, ως τα «καλά μοντέλα» οργάνωσης της κοινωνικής διαμαρτυρίας, της πολιτικής ανησυχίας ή της οικολογικής ευαισθησίας.
Σε ένα τέτοιο τοπίο, ήταν και παραμένει εύκολο για κράτη της καπιταλιστικής περιφέρειας, όπως η υπό πολιτικό εκσυγχρονισμό Ελλάδα, να δημιουργήσει, χωρίς ουσιαστικό νομικό και οικονομικό έλεγχο, τις ΜΚΟ – μαϊμού που χρειαζόντουσαν κάποιοι ημέτεροι για να πλουτίσουν. Σε αυτές τις διαδικασίες εστιάστηκε η συζήτηση. Μόνο το ΥΠΕΞ μοίρασε 115 εκατ. ευρώ μεταξύ 2000-2010. Ωστόσο, η θεματολογία των ΜΚΟ είναι εξίσου ενδιαφέρουσα: δημοκρατία και ατομικά δικαιώματα. Οικολογικές ευαισθησίες με μπόλικο κοσμοπολιτισμό και ενδιαφέρον για τα αβγά της κατσαρίδας της Νήσου του Πάσχα, όπως έγραφε ειρωνικά κάποιος δημοσιογράφος. Και κυρίως, βέβαια, «ανοικτά σύνορα», πασπαλισμένα με μπόλικη παγκοσμιοποίηση και ειρηνισμό. Εξάλλου, αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο ταίριαζε στις μορφές πολιτικοποίησης εκείνης της γνωστής, ροζ και μετασημιτικής αριστεράς.
Γι’ αυτό, όπου σηκώσεις πέτρα ΜΚΟ, κάτι τέτοιοι αριστερούληδες με κοσμοπολίτικο στυλάκι βρίσκεις από κάτω. Τυχαίο; Δεν νομίζω! Πάνω κάτω, είναι εκείνοι οι καλοί άνθρωποι και συμπαθούντες του ΓΑΠ, που σκοτώνονται χρόνια τώρα να επαναλαμβάνουν ότι «η ιστορία δεν είναι ένας έγκυρος τίτλος συλλογικής ιδιοκτησίας επί ενός γεωγραφικού χώρου». Ό,τι πρέπει, ως «Ευρωπαίοι πολίτες, να ανοίξουμε τα μάτια μας, να επεκτείνουμε τα ενδιαφέροντά μας, να πάψουμε να λειτουργούμε ως Ελληναράδες και να γίνουμε πολυπολιτισμικοί». Τα ωραία πράγματα του γνωστού ευρωλιγουρισμού δηλαδή. Ωστόσο, αν στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κοινωνία των πολιτών, κατά μείζονα λόγο δεν υπάρχει παγκόσμια κοινωνία πολιτών, παρά μόνο στο νεοφιλελεύθερο φαντασιακό, εντός του οποίου οι ΜΚΟ κινούνται είτε φανερά, ως αυτόνομοι πόλοι άσκησης πολιτικής, είτε κρυφά, ως πόντικες που ροκανίζουν κρατικά κονδύλια, στο όνομα του πολιτικού εκσυγχρονισμού του κράτους που τους χρηματοδοτεί.
Το ότι στην Ελλάδα το σύστημα αυτό εκφυλίστηκε πολύ γρήγορα, για να μεταβληθεί σε μηχανισμό που εξασφαλίζει σε κάποιους ημέτερους χοντρές αρπαχτές, οι οποίες επιλεκτικά αποκαλύπτονται σήμερα –και το ότι δημιουργήθηκαν ταχύτατα κάπου τριάντα χιλιάδες ΜΚΟ (άλλες ενεργές και άλλες όχι), για να παιχτεί με τους πιο επιτήδειους το γνωστό έργο, «δώσε κι εμένα, μπάρμπα», αποτελεί μάλλον το ιδιαίτερο καραγκιοζέ χαρακτηριστικό του ελληνικού «εκσυγχρονισμού». Το πολιτικό πρόβλημα των ΜΚΟ δεν είναι καν ο ΓΑΠ ή ο ιεραρχικά ανώτερός του, ίσως, κ. Ρόντος, που πήραν και μοίρασαν τεράστια ποσά στους εαυτούς τους ή στα «δικά τους παιδιά». Δεν είναι ότι κάποιο Διεθνές Κέντρο Αποναρκοθέτησης τσέπωσε εκατομμύρια ευρώ για προσομοιώσεις αποναρκοθετήσεων. Είναι ότι πίσω από το όνομα και την ιδέα αυτού του Κέντρου Αποναρκοθέτησης παίζονται τα ιδεολογήματα του μεταμοντέρνου και μεταεθνικού συρμού. Τα «ανοικτά σύνορα». Ο «ανθρωπισμός». Ο «ειρηνισμός» μιας παγκόσμιας κοινωνίας της αγοράς.
Να κάνω λοιπόν ένα προκλητικό ερώτημα, για να γίνω πιο σαφής: Αν εμείς, ας πούμε, οι «κακοί» και πολιτικώς «μη ορθοί», ζητούσαμε όχι εννέα εκατομμύρια, αλλά απλώς εννέα ευρώ, για να οργανώσουμε και να σχεδιάσουμε ένα Διεθνές Κέντρο Ναρκοθέτησης Απροστάτευτων Εθνικών Συνόρων, λέτε ότι θα μας τα έδιναν; Μάλλον όχι! Διότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε συγκάλυψη, μέσω των κονδυλίων του ΥΠΕΞ που διαχειρίζεται τα χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων, των βαθύτερων «εθνικιστικών», ας πούμε, λαϊκών αντανακλαστικών. Εδώ λοιπόν βρίσκεται και το κύριο πολιτικό ερώτημα με τις ΜΚΟ και τον ιδεολογικοπολιτικό τους ρόλο και όχι στην επιλεκτική αποκάλυψη κάποιων Ελλήνων αετονύχηδων, που ειδικά στη χώρα μας, όπου δεν υπάρχουν σοβαροί έλεγχοι, πλουτίζουν μέσα από το διάτρητο θεσμικό πλαίσιο αυτών των οργανώσεων.
Διάβασα πάντως –δεν ξέρω αν ισχύει, δεν θέλω να το πιστέψω, ότι μέσα σε αυτές τις ΜΚΟ ήταν μία που αποκαλείται «Διοτίμα», και την οποία συντονίζει μια κάποια κ. Ρεπούση, της οποίας το όνομα κάτι μου λέει, αλλά αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να θυμηθώ τι ακριβώς. Οι πληροφορίες αναφέρουν κάποια χρηματοδότηση 1.300.000 ευρώ, προφανώς για κοινωφελές και επιστημονικό έργο.
Συμπερασματικά, θα έλεγα κλείνοντας ότι τα κεντρικά πολιτικά ερωτήματα σχετικά με τον ρόλο των ΜΚΟ είναι τα εξής: Είναι οι ΜΚΟ θεσμικό τμήμα ενός διευρυμένου μεταεθνικού κράτους ή όχι; Αποπολιτικοποιεί την έννοια της πολιτικής συμμετοχής σε μια οργάνωση που έχει κοινωνικούς στόχους ή όχι; Είναι αυτή η αποπολιτικοποίηση μια μορφή πολιτικοποίησης των παθητικοποιημένων κατά φαντασία «πολιτών του κόσμου», ή όχι; Επί αυτών των ερωτημάτων η συζήτηση παραμένει ανοικτή.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr