Παρασκευή 22 Αυγούστου 2014

Θεσσαλονίκη-Αθήνα: Φυσικές και καιροσκοπικές πόλεις-πρωτεύουσες

Του Δημήτρη Μάρτου 

Στην πλέον συγκεντρωτική χώρα του κόσμου, δεν μπορεί να πηγαίνεις σε δημοτικές και περιφερειακές εκλογές και να μη συζητάς το θεμελιακό της πρόβλημα, αυτό της χωροταξικής της ανωμαλίας. Δεν μπορεί να συζητάς για το «δημόσιο χρέος», χωρίς να το συναρθρώνεις με τις ιστορικές διαδικασίες του γιγαντισμού της Αθήνας.
Πόσο δημοκρατία, ανάπτυξη και μέλλον μπορεί να έχει μια χώρα, που το μισό του πληθυσμού της βρίσκεται στο 3% της έκτασής της; Και, μάλιστα, όταν αυτό  συμβαίνει σε μία χώρα που η φύση και η ιστορία την προίκισαν με το πλεονέκτημα της ισόρροπης κατανομής των ανθρώπινων, φυσικών και ιστορικών πόρων;  όταν  το κεφάλαιο, η εξουσία και ο κόσμος δεν συγκεντρώθηκαν στην Αττική εξαιτίας κάποιων φυσικών ή γεωγραφικών πλεονεκτημάτων της, αλλά λόγω απαγόρευσής τους να πάνε αλλού, λόγω μιας ανορθολογικής οργάνωσης των οικονομικών σχέσεων και εξαιτίας των πολιτικών πιέσεων που μεταφράζονταν σε διαχειριστικές μεροληψίες.
Η εισαγωγή στο εθνικό και κοινωνικό μας ζήτημα πρέπει να ξεκινάει από το ερώτημα: Γιατί ο πλούτος, η εξουσία και ο κόσμος  μαζεύτηκαν στην Αθήνα; Εδώ θα συγκρίνω δύο εθνοποιητικά συστήματα, τα οποία προσδιόρισαν δύο διαφορετικές αστικοποιητικές διαδικασίες και αντιπροσωπεύουν διαφορετικές εθνικές γεωγραφίες και κεντρικότητες. Το ένα αναφέρεται στη Θεσσαλονίκη και το άλλο στην Αθήνα.
Θα πάμε στα 1800: Tότε διαμορφώνονταν οι δυνάμεις του σχηματισμού του έθνους-κράτους ή των κράτους–έθνους των Ελλήνων. Θα αναφερθώ σε ιστορικά ζητήματα γιατί αυτά, όταν δεν λύνονται σωστά, επιστρέφουν με την πρώτη ευκαιρία. Η ιστορία είναι εφέσιμη. Όσοι κατακτητές και αποικιοκράτες και αν περάσουν, δεν καταφέρνουν τελικά να ξεριζώσουν την ψυχή ενός λαού, να μπούνε στο μεδούλι του, πάντοτε μένει ένα υπόλειμμα, το οποίο συντηρεί τημνήμη, που αυτή πάλι ενεργοποιείται σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους και επαναφέρει άλυτα ιστορικά ζητήματα, απαιτώντας την αποκατάσταση των αδικιών.
Τότε, στην εποχή της «άνοιξης των εθνών» συγκροτούνταν δύο εθνοποιητικά  συστήματα –οραματισμοί για τους Έλληνες.


Το «πάλι δικά σας θα’ ναι»
Είναι η κωδικοποίηση του δικαίου και των προσδοκιών ενός  ιστορικού λαού στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Αντιπροσωπεύει μια εμπειρία αντίστασης, ανυπακοής, κλεφταρματολισμού, αυτόχθονου βαλκανικού διαφωτισμού, αλλά και ένα πρόγραμμα πολιτειακής οργάνωσης των κόσμων του ελληνισμού. Θα χαρακτήριζα την ταυτότητα, που παρήγαγε αυτό το εθνολογικό υλικό, γηγενή και  αυτοπροσδιοριστική. Αποδόθηκε με τους όρους ελληνισμός και ρωμιοσύνη. Η στρατηγική και η συμβολική πρωτεύουσα ήταν η Κωνσταντινούπολη. Οι παγκόσμιες όμως τάσεις της «προόδου» αναδείκνυαν νέες εθνικές γεωγραφίες και κεντρικότητες.
Στα 1800 δημιουργούνται στην Ευρώπη οι ζώνες υφαντουργίας και βιοτεχνίας, οι οποίες αποτέλεσαν το οικονομικό υπόστρωμα όχι μόνον της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά και  του σχηματισμού των ευρωπαϊκών εθνών-κρατών και των πρωτευουσών τους. Μια  τέτοια ζώνη αναδείχθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία γύρω από τη Θεσσαλονίκη. Επρόκειτο για μια ευρεία ζώνη που περικλειόταν από το Μοναστήρι, Φιλιππούπολη, Σέρρες, Αμπελάκια, Τσαρίτσανη, Μέτσοβο, Καστοριά. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για συμπληρωματικά δίκτυα πόλεων, με διεθνικές εμπορικές σχέσεις και με αλληλοτροφοδότηση κυρίως με τις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Αυτές οι πόλεις-δίκτυα συνέκλιναν σταδιακά στη Θεσσαλονίκη, στην οποία συγκεντρώνονταν οι προϋποθέσεις ενός συντονισμού και εξορθολογισμού του εμπορίου τους. Επρόκειτο για τη ζώνη του Ορθόδοξου Βαλκάνιου Εμπόρου που περιγράφεται από Έλληνες και άλλους Βαλκάνιους μελετητές (Σβορώνο, Στογιάνοβιτς, Τοντόροφ κ.λπ.) ως το «εσωτερικό εμπόριο της Θεσσαλονίκης». Τέτοιες ζώνες, με μικρότερη δυναμική, αναπτύσσονται γύρω από την Κωνσταντινούπολη, την Ιωνία και τον Πόντο.
Η γεωγραφική  και η πολιτική έκφραση αυτού του εμπορίου ήταν η Χάρτα και η Ελληνική Δημοκρατία του Ρήγα, αντίστοιχα. Αν συγκρίνουμε τον χάρτη του εσωτερικού εμπορίου της Θεσσαλονίκης με τη Χάρτα του Ρήγα,  θα διαπιστώσουμε ότι ταυτίζονται. Δηλαδή, ο Ρήγας φαντάζεται τον εθνικό χώρο με βάση τη δράση των κοινωνικοοικονομικών δυνάμεων, χωρίς βέβαια να υποβαθμίζει τις ιστορικονοηματικές. Μια χωροταξική εκλογίκευση της «ελληνικής δημοκρατίας» θα αναδείκνυε ως πιθανή πόλη της συνεδρίασης των νομοδοτικών σωμάτων και της άσκησης ορισμένων κεντρικών διοικητικών λειτουργιών, τη Θεσσαλονίκη. Δηλαδή, θα κατέληγε με κάποια λογική κλιμάκωση στο κέντρο του προαναφερόμενου δικτύου. Αν φέρουμε τις διαγώνιους, θα διαπιστώσουμε ότι το κέντρο της Χάρτας ταυτίζεται με την Πέλλα της Μακεδονίας. Η Πέλλα σημειώνεται ως  η «πατρίς του Αλεξάνδρου». Ο Αλέξανδρος είναι το πρότυπο του Ρήγα, από τον οποίο αντλεί τις πολιτικές του ιδέες. Αυτή η νοηματική επίκληση καλύπτει τις ανάγκες μιας ιστορικής τεκμηρίωσης και νομιμοποίησης της νέας κεντρικότητας, την οποία προκαλούν οι κοινωνικοοικονομικές διεργασίες. Θα πρέπει να διευκρινίσουμε όμως  ότι στον Ρήγα δεν αναπτύσσεται κάποια κατηγορία πόλης-πρωτεύουσας, με συγκεντρωτικό και αυταρχικό περιεχόμενο.
Πολιτιστικά, η δυναμική αυτού του εμπορίου καθοριζόταν από τη γλωσσική ελληνοποίησή του (Βαλκανικός Διαφωτισμός). Η ελληνική γλώσσα, πριν τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, δεν χρησιμοποιούνταν ως στοιχείο εθνικής διάκρισης, αλλά ενότητας και εκσυγχρονισμού. Εξάλλου και ο εθνικός οραματισμός των υπόδουλων λαών της Βαλκανικής δεν εμπνεόταν από τις εθνολογικές δυτικοευρωπαϊκές (χερντεριανές) θεωρίες, αλλά από εγχώριες εθνοποιητικές εμπειρίες, που συντηρούσαν τη βυζαντινή-πατριαρχική γεωγραφία, με δημοκρατική πολιτικά και ομοσπονδιακή πολιτειακά συγκρότηση των αυτοδιοικούμενων εθνοτικών ομάδων (βλ. την πολιτειακή πρόταση του Ρήγα). Η ελληνική γλώσσα γινόταν η γλώσσα της εγγράμματης βαλκανικής τάξης και της πολιτικής ενοποίησης των λαών της Βαλκανικής.

Οι «αρχαίοι Έλληνες»
Εκείνη την περίοδο, που οι οικονομικές και πνευματικές διαδικασίες στα Βαλκάνια αναδείκνυαν τη Θεσσαλονίκη ως τη νέα κεντρικότητά της, στη Βορειοδυτική Ευρώπη αναδεικνυόταν ένα νέο  εθνολογικό υπόστρωμα γύρω από την κατηγορία «αρχαίοι Έλληνες». Ως εθνολογικό υλικό προέκυψε από τις επεξεργασίες της ελληνικής αρχαιότητας στις Ακαδημίες της Δύσης (νεοκλασικισμός/φιλελληνισμός) και για τις ανάγκες των δυτικών κοινωνιών. Εισήχθη στην Ελλάδα και μετάλλαξε ή απώθησε το αυτόχθονο εθνολογικό υλικό. Καθόρισε, δε, μια εθνική ταυτότητα, την οποία θα χαρακτηρίσω εξωγενή και ετεροπροσδιοριστική, αποδίδοντάς τη με τον όρο «αθηναϊσμός».
Ο φιλελληνισμός/νεοκλασικισμός  ενέταξε την ελληνική αρχαιότητα στον πυρήνα της παράδοσης των δυτικών κοινωνιών ως «ιδεώδες», καθιστώντάς την πλαίσιο ορθού προσανατολισμού της εθνικοποιητικής τους διαδικασίας. Η δήλωση του Σέλεϊ ότι «είμαστε όλοι Έλληνες» εισήγαγε την άποψη  ότι οι «αρχαίοι Έλληνες» ήταν ένα αρχέτυπο, μια εξειδικευμένη συνθήκη ελέγχου της εθνικής ταυτότητας, της γεωγραφικής και ψυχολογικής διεύρυνσης των ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Η ιδεατοποίηση της ελληνικής αρχαιότητας δεν συμπεριλάμβανε αρχικά τους  σύγχρονους Έλληνες. Οι οπτικές εμπειρίες και οι αφηγήσεις των περιηγητών παρήγαγαν κυρίως μια περιθωριοποίηση ή και παρασιτισμό τους. Η Επανάσταση του 1821 επανακαθόρισε το περιεχόμενο του φιλελληνισμού. τον ανάγκασε να εξετάσει και το ανθρώπινο «υπόλειμμα» αυτού του ιδεώδους κόσμου, τους σύγχρονους Έλληνες, τους οποίους όμως ανάγκαζε να προσεγγίσουν τον προγονικό τους πολιτισμό εξ αντανακλάσεως, μέσω των αναγκών και των τρόπων των Δυτικών, μέσω αυτού που ονομάζω αθηναϊσμό.
Ο αθηναϊσμός είναι πλέγμα θεσμών, αισθητικής, γεωγραφίας, κεντρικότητας, που κάνει ευκρινή την ηγεμονία της Δύσης επί του ιστορικού χώρου του ελληνισμού. Η βιωματική σχέση σύγχρονων Ελλήνων με τους αρχαίους, αν και υπήρχε έντονα λόγω  των αστικών, λαογραφικών και γλωσσικών συνδέσμων, απωθείται στο όνομα μιας εξιδανίκευσης της αρχαιότητας κατά το πρότυπο της Δύσης. Ο αθηναϊσμός γινόταν ένας  εξαναγκασμός να προσεγγίσουν τη δική τους παράδοση έμμεσα, μέσω των δυτικών επεξεργασιών/εμπειριών,  όχι σαν Έλληνες, αλλά σαν φιλέλληνες. Η διαδικασία εσωτερίκευσης της δυτικής ελληνικότητας στην εθνική ταυτότητα των Ελλήνων θα γίνει μια διαδικασία  συνεχούς ιδεολογικής και  υλικής διόγκωσης της Αθήνας στο σώμα του ελληνισμού.
Ο φιλελληνισμός δεν κουβάλησε μόνο ιδέες για το πώς πρέπει να σκέπτονται οι Έλληνες την ιστορία και την παράδοσή τους, αλλά και το προσωπικό, τα μέσα και τους θεσμούς, για το πώς θα υπάρχουν πολιτικά και εθνικά. Όπως σημείωνε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, οι Βαυαροί ήρθαν «με μια έτοιμη Ελλάδα, κατασκεύασμα της λογικής των».
Μια από τις θεμελιώδεις  πράξεις του δυτικού/γερμανικού φιλελληνισμού  ήταν ο καθορισμός της πρωτεύουσας του κράτους. Η Αθήνα δεν υποδείχτηκε ως πρωτεύουσα από τις εγχώριες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις (αυτές υπέδειξαν προσωρινά τον Ισθμό, με ορθολογικά κριτήρια), αλλά από εξωχώριες: Φιλέλληνες και Βαυαρούς. Η επιλογή της αντανακλούσε την κυριαρχία των δυτικοευρωπαϊκών διευθυντηρίων στους κόσμους του ελληνισμού. Δεν απηχούσε τη θεσμική ολοκλήρωση των οραμάτων των Ελλήνων, ούτε ερμήνευε τις στοχεύσεις της επαναστατικής τους συνείδησης. Σηματοδοτούσε τη θέσμιση του ελληνικού κράτους-έθνους ως παρεπόμενου και βοηθήματος της ανάδυσης/θέσμισης των ευρωπαϊκών εθνών-κρατών.
Όχι μόνον η επιλογή, αλλά και η εσπευσμένη μεταφορά της από το Ναύπλιο, τον Δεκέμβριο του 1834, επιβεβαιώνουν τη σημαντική θέση που κατείχε η Αθήνα στο πλέγμα των βαυαρικών/δυτικών παρεμβάσεων. Γιατί, η μεταφορά του χωρικού πεδίου της διαμάχης με τις εγχώριες εξουσίες, σε μια θέση που η παρουσία των γηγενών ήταν αδύναμη, κατέγραφε ένα ψυχολογικό πλεονέκτημα για τους Βαυαρούς/Δυτικούς. Η επιλογή της Αθήνας συμβόλιζε και σηματοδοτούσε τόσο την αντιπαλότητα των στοχεύσεων των Δυτικών με τις στοχεύσεις του ελληνισμού, όπως αυτές οι τελευταίες ορίζονταν από την επαναστατική εκδοχή της Μεγάλης Ιδέας, όσο και έναν περιφερειακό ρόλο στο ελληνικό κράτος-έθνος ως προγεφυρώματος της Δύσης στην Ανατολή.
Η ανοικοδόμηση της Αθήνας καθίσταται μια «υψηλή ιδέα», που υπερκάλυπτε τόσο την ανασυγκροτησιακή διαδικασία στο βασίλειο, όσο και τις απελευθερωτικές προτεραιότητες στους κόσμους του ελληνισμού. Ορίστηκε ως το απόλυτο και νόμιμο σημείο από το οποίο εκπορευόταν και επαληθευόταν η νέα εθνική ιδεολογία. Εντός αυτού του πλαισίου, η οικονομική και κοινωνική συγκρότηση καθοριζόταν από κριτήρια ισχυροποίησης του συγκριτικού πλεονεκτήματος των διευθυντηρίων της Δύσης στους κόσμους του ελληνισμού. Αυτή ήταν και η βασική αιτία που κινητοποίησε την ιδεολογική και υλική διόγκωση της Αθήνας τους επόμενους αιώνες και καθόρισε σημαντικά τα γεωγραφικά όρια του ελληνικού κράτους.
Το σχήμα του γιγαντισμού έχει ως εξής: Οι γεωπολιτικές στοχεύσεις των ισχυρών δυτικών κρατών κινητοποιούν και οργανώνουν, μέσω μιας εγχώριας πολιτικής τάξης και διανόησης, μια εθνοποιητική/αναπτυξιακή διαδικασία με το βλέμμα στραμμένο στην Αθήνα. Το βασικό κεφάλαιο εκκίνησης γίνεται το έδαφος-νόημα της Αττικής, που πηγάζει από τον συμβολισμό της στη δυτική κουλτούρα. Στην πραγματικότητα το έδαφος της Αττικής λειτουργεί ως υπερτιμημένη διαφορική γαιοπρόσοδος, σε σχέση με τον υπόλοιπο εθνικό χώρο, γιατί σ’ αυτήν συναρθρώνονται οι μηχανισμοί εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, δηλαδή το πλέγμα των οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών παραμέτρων της δυτικοευρωπαϊκής ηγεμονίας.

Η αποδόμηση της κεντρικότητας της Θεσσαλονίκης
Στις διαδικασίές διαμόρφωσης του ελληνικού κράτους, αυτά τα δύο εθνολογικά συστήματα συνυπήρχαν, με ηγεμονία όμως του δεύτερου. Αυτό που προσδιόρισε τη σχέση τους  ήταν η γεωπολιτική σύγκρουση Ανατολής-Δύσης, που έλαβε χώρα κυρίως στα Βαλκάνια. Η αναζήτηση γεωπολιτικού συνόρου οδήγησε στη διάσπαση του ενιαίου χώρου που αναδείκνυε τη Θεσσαλονίκη ως κέντρο της βαλκανικής ενοποίησης και αγοράς. Από την  καταστροφή του ελληνισμού, το 1922, γίνεται μια πόλη συνόρου, αποκομμένη από τη φυσική της ενδοχώρα.
Η Θεσσαλονίκη είναι το κατεξοχήν θύμα του διπολισμού  και της Βαλκανικής εχθρότητας. Η εχθρότητα δεν ήταν ενδογενής στους Βαλκανικούς λαούς αλλά εξωγενής. Αναπτύχθηκε από τους Μεγάλους γεωπολιτικούς συνασπισμούς (Δυτική Ευρώπη, Ρωσία) μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1854) και εσωτερικεύτηκε συστηματικά στην εθνική τους ταυτότητα.
Όταν το 1985, με την περεστρόικα, άρχισε η πτώση του διπολισμού και απειλούνταν η πολιτική γεωγραφία των Βαλκανίων ενώ η Θεσσαλονίκη ανακτούσε τα γεωοικονομικά της πλεονεκτήματα, τότε το πολιτικό και το οικονομικό συγκρότημα εξουσίας εξαπέλυσε ένα πρόγραμμα συγκεντρωτισμού στην Αθήνα (μεγάλα έργα, Αττική SOS κ.λπ.) και εξασφάλισης της απειλούμενης κεντρικότητάς της. Αυτός ο καιροσκοπισμός τιτλοφορούνταν «Ολυμπιάδα της Αθήνας» και λειτουργούσε αναχαιτιστικά στην ιδέα της επανασύνδεσης με τους απαγορευμένους, μέχρι τότε, γεωπολιτικούς χώρους: τα Βαλκάνια και τον Εύξεινο Πόντο.
Η παραχώρηση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα έγινε  ακριβώς σε μια φάση που οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί της είχαν ανάγκη να μεταφέρουν το μέτωπο σύγκρουσης με την Ανατολή σ’ ένα αμφισβητούμενο όριο, στο όριο όπου επανέρχονταν οι προβληματισμοί για μια άλλη αντιμετώπιση της Ανατολής, πέραν από τους κώδικες του οριενταλισμού και του ιμπεριαλισμού, δηλαδή επανέρχονταν οι κώδικες της «καθ’ ημάς Ανατολής» και  η Ανατολή ως  εμπειρία του ελληνισμού. Για τους Δυτικούς έπρεπε και μπορούσε η Ελλάδα να ξαναπαίξει τον ρόλο του «πρότυπου κράτους-έθνους στην Ανατολή». Επομένως, η ανάληψη των αγώνων ήταν το επιστέγασμα μιας πορείας για την επαναβεβαίωση της ηγεμονίας του αθηναϊσμού στην εθνική ταυτότητα. Ως μηχανισμός αναχαίτισης της αναβίωσης ιστορικών ζητημάτων (Ανατολικό Ζήτημα, Κουρδικό, Βορειοηπειρωτικό, Βυζάντιο, 1922, κ.λπ.),  διευθετούσε τις αμφισβητήσεις ως προς τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά του ελληνικού κράτους και επανατοποθετούσε την Ελλάδα επί των προοπτικών του νέου οριενταλισμού της Δύσης, δηλαδή του προγεφυρώματος στις κλυδωνιζόμενες (τρομοκρατικές) κοινωνίες  τις Ανατολής.
Η μεταδιπολική εποχή στιγματίστηκε, στην περιοχή των Βαλκανίων, από τη μέριμνα των παραδοσιακών βαλκανικών εξουσιών να ελέγξουν  τους γεωπολιτικούς ανέμους, που ανέτρεπαν τις εσωτερικές περιφερειακές ισορροπίες, απειλούσαν το «τείχος» των Βαλκανίων και αναβάθμιζαν την κεντρικότητα της Θεσσαλονίκης. Τα «προγράμματα σωτηρίας» της Αθήνας έκλεβαν, υπό μία έννοια, τις ευκαιρίες «παγκοσμιοποίησης» της Θεσσαλονίκης.  Υπονόμευαν τις γεωπολιτικές ευκαιρίες  των  πόλεων και περιφερειών, που βρέθηκαν, μετά το 1974, σε μια ευνοϊκή συγκυρία περιφερειακής και πολυκεντρικής αναδιάταξης του εθνικού χώρου, λόγω της περιφερειακής μνήμης και συνείδησης, που εκφράστηκε ως πολιτικό κίνημα ενάντια στην ερήμωση της υπαίθρου, της πτώσης του διπολισμού (1989), τις νέες τεχνολογίες και τα ευρωπαϊκά προγράμματα στήριξης.
Η Αθήνα επιδιώκει, αλλά και προορίζεται, όπως φάνηκε με την Ολυμπιάδα 2004, αλλά και με τις εξαγγελίες του μνημονιακού συγκροτήματος εξουσίας για  «προτεραιότητα διάσωσης του κέντρου της Αθήνας», ν’ αποτελέσει μια πόλη των δικτύων της διεθνούς ολιγαρχίας. Μια σειρά έργα, τα οποία δέσμευσαν τους εθνικούς και ευρωπαϊκούς πόρους, για να μπορέσει να οργανώσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες και σήμερα να αναβαθμίσει τη διεθνή αξία του εδάφους της Αττικής, έχουν ως απώτερο στόχο να την καταστήσουν μια πόλη εξυπηρέτησης διεθνών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.
Η Θεσσαλονίκη όμως είναι αληθινή «παγκοσμιούπολη» γιατί μπορεί να συνδεθεί με διαδικασίες ενοποίησης εθνικών αγορών, με βάση τη δική της κεντρικότητα και να ενισχύσει την αυτοδυναμία των εγχώριων επιχειρηματικών ομάδων. Αντίθετα, η επιλογή της Αθήνας ως ανατολικομεσογειακής global city συνδέεται με λογικές μεταπρατικές και υποταγμένες στις παγκοσμιοποιημένες ελίτ. Η θεωρία της ανάπτυξης μέσω της «διάχυσης των ωφελειών από τη διεθνοποίηση του εδάφους της Αττικής» είναι μια ασύνετη θεωρία, γιατί οδηγεί στην αποεθνοποίηση και την υποβάθμιση του ελληνικού χώρου, ενώ η διάχυση των ωφελειών από τη διεθνοποίηση της Θεσσαλονίκης-Μακεδονίας εμπεριέχει περισσότερα επιχειρήματα ισχυροποίησης της ευρωπαϊκής και διεθνούς θέσης της Ελλάδας.
Στον αγώνα για την τοπική και περιφερειακή χειραφέτησή μας, η Θεσσαλονίκη, η διανόησή της, η νεολαία της, ο δημοτικός συνδυασμός «Μένουμε Θεσσαλονίκη: ούτε φυγή ούτε υποταγή» συγκεντρώνουν όλες τις προϋποθέσεις να αναδείξουν και να οργανώσουν αυτό τον αγώνα.

Ανάρτηση από:  http://ardin-rixi.gr