Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

Αντιρατσιστικό: «Το έξυπνο πουλί πιάστηκε από τη μύτη»

Το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο και οι εθνομηδενιστές του ΣΥΡΙΖΑ, της ΔΗΜΑΡ, και του σημιτικού ΠΑΣΟΚ


Των Γιώργου ΚαραμπελιάΓιώργου Ρακκά 

Είναι εξωφρενικό, και ταυτόχρονα τόσο ενδεικτικό για την κατάσταση εξαχρείωσης που κυριαρχεί στη χώρα μας, το γεγονός ότι η προοπτική συμπερίληψης των γενοκτονιών του Πόντου και της Μικράς Ασίας στο σχετικό άρθρο του λεγόμενου αντιρατσιστικού νομοσχεδίου συγκεντρώνει τόσες αντιδράσεις, όσες θα συναντούσε και η αναγνώρισή τους από το τούρκικο κατεστημένο!
Κι όμως, αυτό συμβαίνει με τις γενοκτονίες του Πόντου και της Μικράς Ασίας εδώ και τριάντα χρόνια –καθώς η λεγόμενη «ακαδημαϊκή αριστερά» πρωτοστατεί στην άρνησή τους και τροφοδοτεί με ρεπούσεια επιχειρήματα την ενδοτική έναντι της Τουρκίας πολιτική στρατηγική της ΔΗΜΑΡ, του ΣΥΡΙΖΑ και του σημιτικού ΠΑΣΟΚ.
Αρχικά, να ξεκαθαρίσουμε τα αυτονόητα: Το «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο είναι από τη φύση του προβληματικό. Επιβάλλεται στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης αντίληψης πολιτικής ορθότητας, που είναι συστατικό στοιχείο της πλανητικής φιλελεύθερης αποικιοκρατίας της Δύσης και ταυτόχρονα αποτελεί πολιτικό εργαλείο μιας «βιομηχανίας του ολοκαυτώματος», που χρησιμοποιεί συστηματικά το oλοκαύτωμα των Εβραίων από τους ναζί ως όργανο νομιμοποίησης της γενοκτονίας των Παλαιστινίων.
Στο πλαίσιο αυτό, τόσο ο αντιρατσισμός όσο και η άρνηση του ολοκαυτώματος ξεχειλώ­νονται ως έννοιες, για να καταστούν όπλα του σιωνισμού και της παγκοσμιοποίησης σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Το αποτέλεσμα  αυτής της προπαγανδιστικής στρέβλωσης και της νομικής κατάχρησης των εννοιών είναι ακριβώς αντίθετο από το δήθεν προσδοκώμενο –δηλαδή υπονομεύεται η υπαρκτή ανάγκη να καταπολεμήσουμε τον ρατσισμό ή μορφές σύγχρονου νεοναζισμού που εξαπλώνουν τον αντισημιτισμό τους μέσα από την άρνηση του ολοκαυτώματος.
Ωστόσο, δεν είναι αυτό το ζήτημα που καίει στη χώρα μας. Το ζήτημα είναι μήπως και ξεφύγει η χώρα θεσμικά-νομικά από το πλαίσιο της συστηματικής αποσιώπησης των ιστορικών γενοκτονιών πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε το σύγχρονο τουρκικό κράτος! Και αυτό γιατί, ξεκάθαρα, και χωρίς τις δικαιολογίες περί «ελευθερίας της επιστημονικής έρευνας» και άλλα φύλλα συκής, που συνήθως χρησιμοποιούν οι ταγοί της «ακαδημαϊκής αριστεράς», ξεφεύγει από τους όρους υποταγής που ανοιχτά και απροκάλυπτα θέτει το τουρκικό κράτος απέναντι στο ελληνικό και το αρμενικό έθνος, που έχουν υποστεί τη γενοκτόνο πολιτική του .
Το υπαινίσσεται ξεκάθαρα ο Αντώνης Λιάκος σ’ ένα από τα πρόσφατα άρθρα του σχετικά με το ζήτημα του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου και τις γενοκτονίες της Μικράς Ασίας: «Είναι δυνατό να προβάλλουν οι Έλληνες ως όρο την αναγνώριση των γενοκτονιών κάθε φορά που συνάπτουν σχέσεις με τους Τούρκους; Ο νομικός ορισμός κατοχυρώνεται από τις κυρώσεις που μπορούν να επιβληθούν. Στην αντίθετη περίπτωση, ο χαρακτηρισμός αδειάζει από το νόημά του και υπονομεύει τη μνήμη του ίδιου του γεγονότος. Να το πω διαφορετικά: Ο πληθωρισμός στη χρήση του όρου δημιουργεί δύο τάξεις γενοκτονιών. Τις ισχυρές, που επιβάλλουν νομικές δεσμεύσεις, και τις ανίσχυρες, που δεν μπορούν να επιβάλουν. Βέβαια μερικοί εθνικιστές χρησιμοποιούν ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο την επίκληση των γενοκτονιών, για να δημιουργούν εστίες έντασης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία».
Αυτό ακριβώς φοβάται ο Λιάκος, η Σία Αναγνωστοπούλου, εν τέλει ο ΣΥΡΙΖΑ, που τους ακολούθησε στη Βουλή: Ότι η Ελλάδα θα θέσει πιθανώς, κάποια στιγμή, θέμα γενοκτονίας στους Τούρκους και κυρίως, ότι θα δυσκολέψει την ενδοτική πολιτική των εθνομηδενιστών στο εσωτερικό της Ελλάδας. Για φανταστείτε, παράλληλα με την ποινικοποίηση της άρνησης της γενοκτονίας των Εβραίων, να ποινικοποιηθεί και η άρνηση εκείνης των Ποντίων! Όσο επρόκειτο για την πρώτη, δεν έβγαζαν τσιμουδιά, ενοχλήθηκαν με τη δεύτερη!
Και όμως, ενδεχόμενη διεθνής αναγνώριση των ιδρυτικών εγκλημάτων της σύγχρονης Τουρκίας, θα εξέθετε ανεπανόρθωτα τον ληστρικό χαρακτήρα του τουρκικού κράτους και κεφαλαίου και την ιστορικά κατακτητική υφή της τουρκικής κοινωνίας. Άρα, θα μπορούσε να συμπεράνει ο κοινός νους πως η αναγνώριση των γενοκτονιών από την πλευρά του τουρκικού κατεστημένου αποτελεί στοιχείο εκ των ων ουκ άνευ για τον ζητούμενο εκδημοκρατισμό του γειτονικού κράτους και της κοινωνίας.
Τι συμβαίνει επομένως με το «αντιρατσιστικό»; Έχει γίνει σήριαλ γιατί, λόγω της ιδιαιτερότητας των ζητημάτων με τα οποία καταπιάνεται, έχει γίνει πεδίο μέσα στο οποίο αναδεικνύεται το αντιφατικό αμάλγαμα της κυρίαρχης, «ενιαίας σκέψης», που κυβερνάει την Ελλάδα τα τελευταία είκοσι χρόνια.
Εκεί ο καθείς μπορεί να αναγνωρίσει «κατ’ αναλογίαν» τις πτυχές του – το παγκόσμιο σιωνιστικό λόμπι, τον οργουελιανό νεοολοκληρωτισμό της «εχθροπάθειας», τα νέα ήθη του γιούνισεξ καταναλωτικού καπιταλισμού και, βέβαια, την «εθνομηδενιστική αριστερά», που αισθάνεται ότι μια ευρεία συζήτηση περί γενοκτονιών της Μικράς Ασίας θα απειλήσει τη στρατηγική των υποχωρήσεων έναντι του τουρκικού επεκτατισμού.
Επί της ουσίας, όμως: Είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση χρησιμοποιεί την ανάγκη να υπάρξει νομική θωράκιση της πολιτείας εναντίον της Χρυσής Αυγής, για να δημιουργήσει ένα νομικό εργαλείο παντός καιρού, που θα δοκιμάσει να το χρησιμοποιήσει κατά το δοκούν ενάντια σε αυτό που εκείνη αντιλαμβάνεται ως «άκρα». Η ατυχία αυτού του στρατηγήματος είναι πως, το ζήτημα των γενοκτονιών της Μικράς Ασίας διασπά και διαιρεί τις δυνάμεις που διαχειρίζονται όλες τις μορφές εξουσίας στη χώρα μας, εξουσίας με την ευρύτερη έννοια, όχι μόνον κυβερνητικής, αλλά και ιδεολογικής. Και αυτό είναι το κύριο στοιχείο της σημερινής αντιπαράθεσης.
Οι εθνομηδενιστές πιάστηκαν κυριολεκτικά στην παγίδα που έστηναν τόσον καιρό με την ανακίνηση του αντιρατσιστικού. Ενώ φαντάζονταν ότι θα αφορούσε μόνο το ολοκαύτωμα και την καταδίκη των ομοφυλοφοβικών συμπεριφορών και έτσι θα στρίμωχναν τους «εθνικιστές», τους ξεφύτρωσαν αιφνιδίως οι Πόντιοι! Και μάλιστα σε συνθήκες που το Ισραήλ, μια και συγκρούεται με τον Ερντογάν, δεν βάζει το βέτο που έβαζε στο παρελθόν!
Μια πραγματικά αντιστασιακή δύναμη, αν ήθελε να αντιπαρατεθεί σε αυτή την πραγματικότητα, θα είχε θέση ολότελα διαφορετική από αυτήν του ΣΥΡΙΖΑ. Πρώτον, θα πρότεινε τη θεσμική θωράκιση του δημόσιου βίου, απαγορεύοντας τα νεοναζιστικά κόμματα και ομάδες ως φορείς μιας ιδεολογίας και πολιτικής κληρονομιάς που όχι μόνον ευθύνεται για τεράστια εγκλήματα εναντίον της πατρίδας μας, αλλά και είναι θεμελιωδώς ασύμβατη προς τη δημοκρατική, ανοιχτή και ανθρωπιστική παράδοση του ελληνικού πολιτισμού (μια θέση που μας προφυλάσσει και από τον ρατσισμό).
Δεύτερον, θα καταψήφιζε επί της αρχής το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, τονίζοντας ότι η εργαλειοποίηση του αντιρατσισμού διογκώνει, αντί να καταπολεμά το φαινόμενο.
Και, τρίτον, θα ψήφιζε υπέρ στο περίφημο άρθρο 2, που περιλαμβάνει και τις γενοκτονίες της Μικράς Ασίας, με το επιχείρημα πως βασικός όρος για την αποαποικιοποίηση (ή αποραγιαδοποίηση) μιας κοινωνίας είναι τουλάχιστον να αναγνωρίσει και να αποδεχθεί τις… γενοκτονίες που έχουν διαπράξει εναντίον της. Καταφανώς, ο ΣΥΡΙΖΑ –τοποθετείται στον αντίποδα, διότι ψήφισε «παρών» στο άρθρο επί της αρχής και κατά στο άρθρο 2.
Για μας, η συγκάλυψη των ίδιων των γενοκτονιών της Μικράς Ασίας –και ευρύτερα, του διπόλου τουρκικού επεκτατισμού-δυτικής αποικιοκρατίας, που αξιώνει εδώ και αιώνες τον έλεγχο του ελληνικού ιστορικού χώρου– αποτελεί όρο για την αναπαραγωγή της πνευματικής και υλικής αποικιοποίησής μας. Για τους εθνομηδενιστές συμβαίνει μάλλον το αντίστροφο.

Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr