Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014

Εξωραΐζοντας την κρίση του ευρώ, μια κριτική στην “μετριοπαθή πρόταση”

Του Λεωνίδα Βατικιώτη

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
Σωσίβιο ΣΥΡΙΖΑ στο ευρώ

Πολιτική παρέμβαση κι όχι απλώς μια θεωρητική πραγμάτευση αποτελεί το βιβλίο των Γιάνη Βαρουφάκη, Τζέιμς Γκαλμπρέιθ και Στιούαρτ Χόλαντ, με τίτλο Μια μετριοπαθής πρόταση για την επίλυση της κρίσης του ευρώ (εκδόσεις Ποταμός, 2014). Η πρόταση των συγγραφέων εξ’ αρχής δηλώνεται πως «έτυχε της ενεργούς υποστήριξης από όλες σχεδόν τις πολιτικές πτέρυγες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου», αποδεικνύοντας, κατά τους συγγραφείς, πως «έχει την δυνατότητα συγκερασμού πολλών διαφορετικών απόψεων σε τέσσερις απλές προτάσεις εξόδου από την κρίση». Στο τέλος δε του βιβλίου αναφέρεται πως η «Μετριοπαθής πρόταση», ανεξαρτήτως αν θα εφαρμοστεί ή όχι «δείχνει στους λαούς της Ευρώπης ότι υπάρχει λελογισμένη, αποτελεσματική, άμεσα εφαρμόσιμη, μετριοπαθής εναλλακτική πρόταση για την επίλυση της κρίσης του ευρώ».
Ο πολιτικός χαρακτήρας της πρότασης επιβεβαιώνεται όχι μόνο από την παρουσία του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου, στις 17 Ιουνίου, και τα όσα εγκωμιαστικά εκεί ανέφερε με πιο σημαντικό τον χαρακτηρισμό της πρότασης ως ριζοσπαστική, κι όχι ως μετριοπαθή όπως την αποκαλούν οι συγγραφείς της. Το πολιτικό της βάρος κι ειδικότερα η στενή της σχέση με την πολιτική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαιώνεται από μια βασική κοινή αντίληψη που απορρίπτει την αμφισβήτηση του οικοδομήματος της ΕΕ ή την παραπέμπει στο αόριστο μέλλον, επικρίνοντας την διαχείρισή του. Έτσι οι προτάσεις που διατυπώνονται αφήνουν στο απυρόβλητο την δομή της ΕΕ και της ευρωζώνης, θεωρώντας τις ακόμη και άμοιρες ευθυνών για την σημερινή κρίση, εστιάζοντας όλη την πολεμική στα μέσα διαχείρισής της.

Περιττό να ειπωθεί ότι μια τέτοια συλλογιστική, έστω κι έμμεσα, αδυνατεί να εξηγήσει με έναν επιστημονικό και ιστορικό τρόπο την ένταση με την οποία εμφανίζεται η κρίση. Επίσης νομιμοποιεί στη συνείδηση της κοινωνίας τους μηχανισμούς της ΕΕ.
Κατά την άποψή μου, οι λύσεις που περιλαμβάνονται στην Μετριοπαθή πρόταση θα έχουν την τύχη κι άλλων «ήπιων πολιτικά» προτάσεων που έχουν διατυπωθεί τα τελευταία χρόνια επιχειρώντας να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα για να καταλήξουν τελικά στα αζήτητα, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την πρόταση έκδοσης ευρω-ομολόγου. Η Μετριοπαθής πρόταση πάσχει από μια ιδεολογική, δηλαδή μη επιστημονική, μεροληπτική ανάγνωση της πραγματικότητας όπως ειδικότερα έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια. Η ερμηνεία που δίνει στην κρίση είναι επιφανειακή κι ως εκ τούτου, αναπόδραστα, οι συνταγές που προκρίνονται (όταν δεν είναι επικίνδυνες για τα λαϊκά στρώματα) είναι καταδικασμένες να πέσουν στο κενό, προς διάψευση της παραδοχής ότι αρκεί ο σεβασμός στις συνθήκες για να συζητηθεί και να υιοθετηθεί μια εναλλακτική και εκ πρώτης όψεως βιώσιμη διαχειριστική λύση.
Τα μέτρα που περιλαμβάνονται στην Μετριοπαθή πρόταση για την επίλυση της κρίσης του ευρώ (εκδ. Ποταμός, 2014) των Γ. Βαρουφάκη, Τζ. Γκαλπρέιθ και Στ. Χόλαντ παραβλέπουν τον δομικό χαρακτήρα της τρέχουσας καπιταλιστικής κρίσης. Επίσης παραγνωρίζουν τον ρόλο της ΕΕ, ως ενορχηστρωτή της επίθεσης του κεφαλαίου η οποία διευκολύνεται από την όξυνση της κρίσης.
Εν συντομία, οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι «η ευρωζώνη πλήττεται από (και καλείται) να αντιμετωπίσει τέσσερις κρίσεις: την τραπεζική, την κρίση του δημόσιου χρέους, την πτώση των επενδύσεων και μια πρωτόγνωρη ανθρωπιστική κρίση».
Στο έδαφος της παραπάνω «διάγνωσης» προτείνουν τέσσερα μέτρα, που «σέβονται το γράμμα των Συνθηκών, έτσι ώστε να μη χρειάζεται καμία αναθεώρησή τους». Πρώτο, όταν ο εποπτικός μηχανισμός της ΕΚΤ διαπιστώσει ότι μια τράπεζα της ευρωζώνης αντιμετωπίζει θέμα κεφαλαιοποίησης, το κράτος – μέλος στο οποίο έχει την έδρα της η τράπεζα μπορεί, κατά το δοκούν, να ζητήσει την άμεση ανακεφαλαιοποίηση της από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ), παραπέμποντας την τράπεζα στον ΕΜΣ και στην ΕΚΤ (και αποποιούμενο τη δική του εποπτική ευθύνη όσον αφορά την εν λόγω τράπεζα). Το δεύτερο μέτρο αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της κρίσης δημόσιου χρέους και προβλέπει πως με τη λήξη του ομολόγου μιας χώρας που πλήττεται από κρίση δημόσιου χρέους, τότε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα παρεμβαίνει αποπληρώνοντας ποσοστό του ομολόγου που αντιστοιχεί στο κατά Μάαστριχτ νόμιμο χρέος, που ισούται με το 60% του ΑΕΠ. Η αποπληρωμή θα γίνεται με την έκδοση νέων ομολόγων που θα βαραίνουν το κράτος μέλος, τα οποία όμως θα εγγυάται η ΕΚΤ προικίζοντάς τα έτσι με ένα χαμηλό επιτόκιο κάτω του 2%, αντί για το επιτόκιο με το οποίο δανείζονται οι πληττόμενες χώρες τώρα που υπερβαίνει το 4%. Το τρίτο μέτρο σκοπεύει σε ένα «πανευρωπαϊκό επενδυτικό πρόγραμμα για την ανάκαμψη και τη συνοχή», με λίγα λόγια σε ένα ευρωπαϊκό «νιου ντιλ». Ως μέσο προτείνονται φιλόδοξα επενδυτικά προγράμματα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και του Ευρωπαϊκού Επενδυτικού Ταμείου (ΕΕΤ) με την εθνική συμμετοχή (που αφορά στο 50%) η οποία αδυνατώντας να καλυφθεί με τις παραδοσιακές μεθόδους (από τον κρατικό προϋπολογισμό), λόγω κρίσης, να καλύπτεται, μεταξύ άλλων τρόπων, από ομολογιακές εκδόσεις της ΕΚΤ που θα χρεώνονται στα κράτη μέλη. Στο τέταρτο μέτρο, που τιτλοφορείται «κατεπείγον πρόγραμμα κοινωνικής αλληλεγγύης», περιλαμβάνεται ένα «θερμιδικό» πρόγραμμα το οποίο θα εξασφαλίζει τη διατροφική επάρκεια, στα βήματα των αμερικάνικων «κουπονιών σίτισης» κι επίσης η κάλυψη ελάχιστων ενεργειακών και μεταφορικών αναγκών. Το κόστος του προτείνεται να καλυφθεί από τα κέρδη που δίνει στις πλεονασματικές χώρες το λογιστικό σύστημα Target 2, που επιτρέπει και διευκολύνει τις συναλλαγές στη ζώνη του ευρώ.
Η πρώτη πρόταση των τριών συγγραφέων για την αντιμετώπιση της τραπεζικής κρίσης ισοδυναμεί, μιλώντας για την Ελλάδα, με τον ταχύτατο αφελληνισμό των τραπεζών. Μπροστά στην βιασύνη να επιλυθεί το ακανθώδες πρόβλημα της έλλειψης πιστώσεων θα χαρισθούν οι προβληματικές τράπεζες της ευρωπαϊκής περιφέρειας στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και μέσω αυτού, όπως εύκολα μπορούμε να υποθέσουμε, στις μεγάλες γερμανικές τράπεζες που ούτως ή άλλως τις εποφθαλμιούν. Θα πρόκειται για μια εξέλιξη καταστροφική καθώς θα επιταχύνει την τάση περιθωριοποίησης και παρακμής του ελληνικού καπιταλισμού προς όφελος εκείνων των τραπεζών με έδρα στον πυρήνα της ευρωζώνης όπως η Γερμανία. Κατ’ αντιστοιχία με ό,τι συνέβη σε άλλους κλάδους της οικονομίας (ναυπηγεία, κλωστοϋφαντουργία), η υπέρβαση των εθνικά κατακερματισμένων αγορών θα σηματοδοτήσει τη διχοτόμηση της ενιαίας κατά τ’ άλλα αγοράς από ένα παντοδύναμο κέντρο και μια χωλαίνουσα περιφέρεια.
Λίγες τράπεζες κι αυτές γερμανικές προτείνουν Γ. Βαρουφάκης, Τζ. Γκαλμπρέιθ, Στ. Χόλαντ και ΣΥΡΙΖΑ!
Υπάρχει όμως και κάτι σημαντικότερο: Η άφεση αμαρτιών που δίνει η Μετριοπαθής πρόταση σε όσους αποφάσισαν υπό αδιαφανείς και σκανδαλώδεις διαδικασίες να χρυσώσουν τις τράπεζες με πακτωλούς χρημάτων και τώρα μες στη βιασύνη τους διερευνούν ακόμη και το κλείσιμο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ώστε να θαφτούν για πάντα όσα έγιναν, μπροστά στα οποία το σκάνδαλο Κοσκωτά μοιάζει με παρωνυχίδα. Στην Ελλάδα οι τράπεζες οικειοποιήθηκαν 211,5 δισ. ευρώ από το 2008 μέχρι τώρα και μένει να μάθουμε τις επόμενες εβδομάδες, με την διενέργεια των «τεστ αντοχής» που έχει παραγγείλει η ΕΚΤ, αν θα αρπάξουν και τα υπόλοιπα 11 δισ. που παραμένουν στην διάθεσή τους. Στις 27 χώρες μέλη της ΕΕ από το 2008 μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2012 εγκρίθηκαν 5,086 τρισ. ευρώ ή το 40,3% του ΑΕΠ του 2011. Μάλιστα αυτή η πρωτοφανής σε έκταση μετάγγιση αναιρεί και μια θεμελιώδη παραδοχή των συγγραφέων που αποδίδει την κρίση ή έστω τον τρέχον παροξυσμό της στον «θανάσιμο εναγκαλισμό» μεταξύ πτωχευμένων κρατών και πτωχευμένων τραπεζών. Αυτή όμως η ερμηνεία συγκαλύπτει ένα έγκλημα. Στην Ιρλανδία και την Κύπρο, με τον πιο κραυγαλέο τρόπο, η κρίση ξεκίνησε ως τραπεζική και μετατράπηκε σε δημοσιονομική όταν τα δημόσια ταμεία, κατ’ εντολή της ΕΕ που μεθόδευσε την επιβολή των Μνημονίων και τον σχεδιασμό των προγραμμάτων λιτότητας, κλήθηκαν να σώσουν τις τράπεζες. Μέχρι τότε τα δημόσια οικονομικά τους έχαιραν ασυνήθιστης άκρας υγείας. Το δημόσιο χρέος της Ιρλανδίας το 2009 ένα χρόνο πριν αναλάβει τα τραπεζικά χρέη ήταν 64,8% του ΑΕΠ, ενώ της Κύπρου ακόμη και το 2011 ήταν 71,1% του ΑΕΠ. Η αντίστοιχη επιχείρηση μεταφοράς πόρων που συντελέστηκε στην Ελλάδα στο σκέλος των ωφελημένων δεν είχε γενικά τις τράπεζες. Ειδικότερα είχε τις γερμανο-γαλλικές τράπεζες που διασώθηκαν με τα χρήματα του πρώτου δανείου όταν ξεφορτώνονταν τα ελληνικά ομόλογα που κρατούσαν με αποτέλεσμα οι τοποθετήσεις τους στο ελληνικό χρέος από 122,6 δισ. ευρώ στις 31.12.2009 να μειωθούν στο μισό (65 δισ. ευρώ) δύο χρόνια αργότερα, στις 31.12.2011, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για το κούρεμα των ομολόγων μέσω του PSI. Επομένως, το κόστος που έχουν αναλάβει οι ευρωπαίοι φορολογούμενοι για να σώσουν τις τράπεζες επιβάλλει μία, και μόνο μία, λύση ως αυτονόητη και την πλέον ορθολογική μιας και αντιστοιχίζει το όφελος στο κόστος: την εθνικοποίηση των τραπεζών χωρίς καμία αποζημίωση και την ποινική δίωξη των διοικήσεων που τις οδήγησαν «στα βράχια» όπως και των κεντρικών τραπεζών που απέτυχαν παταγωδώς στον εποπτικό τους ρόλο. Πέραν της αναγκαιότητας, η αποτελεσματικότητα αυτής της επιλογής φάνηκε πεντακάθαρα στην Ισλανδία, όπου η υιοθέτησή της έλυσε οριστικά το πρόβλημα του χρηματοπιστωτικού τομέα. Στην Ελλάδα αντίθετα οι τράπεζες, παρά τους τεράστιους πόρους που έχουν απορροφήσει, κρατούν τις στρόφιγγες του δανεισμού ερμητικά κλειστές. Με βάση τα στοιχεία που έδωσε η Τράπεζα Ελλάδας τα υπόλοιπα των δανείων τον Ιούλιο του 2014 ήταν μειωμένα κατά 9 δισ. ευρώ σε σχέση με τον Ιούλιο του 2013 (από 222,4 πέρυσι, 213,8 φέτος). Μια εικόνα επομένως που δείχνει «τις πτωχευμένες τράπεζες και τα πτωχευμένα κράτη μέλη της ευρωζώνης σαν αδύναμους κολυμβητές που γραπώνονται ο ένας από τον άλλο καθώς βυθίζονται μαζί στον πάτο της φουρτουνιασμένης θάλασσας» όχι μόνο δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, αλλά συσκοτίζει και το σκάνδαλο της διάσωσης των τραπεζών.
Η δεύτερη πρόταση επαναφέρει, με έμμεσο τρόπο, την αμοιβαιοποίηση μέρους του δημόσιου χρέους των υπερχρεωμένων χωρών. Ωστόσο κι οι ίδιοι οι συγγραφείς ομολογούν πως το αποτέλεσμα θα είναι σε βάθος 20ετίας το σύνολο των τοκοχρεολυσίων να έχει μειωθεί κατά 50%. Η επίλυση έτσι της κρίσης μετατίθεται για την επόμενη 20ετία, ενώ δεν απαντιέται πόσο θα επηρεαστεί το αξιόχρεο της ΕΚΤ όσο θα εγγυάται την έκδοση νέων ομολόγων. Το λογικό είναι πως σιγά – σιγά τα χαμηλά επιτόκια της ΕΚΤ θα αυξάνονται και θα τείνουν στο υψηλό επίπεδο με το οποίο δανείζονται τα αναξιόχρεα κράτη – μέλη. Το όφελος δηλαδή πολύ σύντομα θα εκλείψει, προκαλώντας την αντίδραση των πλεονασματικών κρατών που θα βλέπουν τα ελλειμματικά κράτη να μεταδίδουν την κρίση τους στην ΕΚΤ.
Η πρόταση της αμοιβαιοποίησης του δημόσιου χρέους τίθεται με σαφήνεια, μεταξύ άλλων κι από τον γάλλο οικονομολόγο Τομά Πικετύ, στο πολυσυζητημένο βιβλίο του, Το κεφάλαιο στον 21ο αιώνα (Harvard University Press, 2014). «Ο μόνος τρόπος για να ξεπεραστούν αυτές οι αντιθέσεις είναι οι χώρες της ευρωζώνης (ή όσες το επιθυμούν) να ενοποιήσουν το χρέος τους», αναφέρει στη σελίδα 558. Τρία είναι τα ζητήματα που εγείρονται απ’ αυτή την πρόταση. Πρώτο, ότι η Γερμανία δεν έχει κανέναν λόγο για να σηκώσει ένα τέτοιο βάρος. Δεύτερο, ότι οι διαδικασίες δημοσιονομικής σύγκλισης που προβλέπονται ως αυστηρός όρος σε αυτή την πορεία θα είναι τόσο επώδυνες για τις υπερχρεωμένες ελλειμματικές χώρες, με τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και τα άλλα μέτρα που προβλέπονται στο Δημοσιονομικό Σύμφωνο, ώστε τελικά η αμοιβαιοποίηση δεν θα σημάνει ελάφρυνση. Τέλος, κανέναν δεν νοιάζει η μείωση του δημόσιου χρέους, όπως δείχνει η αύξησή του αυτά τα χρόνια σε όλες τις χώρες που τέθηκαν σε καθεστώς Μνημονίου. Η διαιώνισή του αντίθετα αποδείχθηκε πρώτης τάξης μέσο εκβιασμού. Γιατί να χάσουν ένα τέτοιο εργαλείο;
Ανέφικτος στόχος οι μαζικές επενδύσεις
ΒΑΘΥΤΕΡΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ ΩΘΟΥΝ ΣΤΗΝ ΥΠΕΤΡΟΦΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ
Το τρίτο μέτρο της «Μετριοπαθούς πρότασης για την επίλυση της κρίσης του ευρώ» των Βαρουφάκη, Γκαλμπρέιθ και Ολάντ αφορά στην χρηματοδότηση μαζικών επενδύσεων, με τις οποίες θα ξεπερασθεί η κρίση. Πέραν των τεχνικών προβλημάτων που εγείρει η πρόταση (έμμεση εμπλοκή της ΕΚΤ όταν κάτι τέτοιο απαγορεύεται από το καταστατικό της, ακόμη κι έμμεσα, επίσης νέα υπερχρέωση των κρατών μελών) υποτιμώνται οι βαθύτερες αιτίες που έχουν οδηγήσει σε σχετική μείωση τις παραγωγικές επενδύσεις προς όφελος του χρηματοπιστωτικού τζόγου, σε όλο τον καπιταλισμό κι όχι μόνο στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, όσο κι αν σε αυτές εμφανίζεται πιο έντονα. Αιτίες που σχετίζονται, σε τελική έστω ανάλυση, με την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και την ιστορική κρίση που διερχόμαστε.
Αυτό το αδιέξοδο πολύ περιεκτικά περιγράφεται από τον Μαουρίτσιο Λατσαράτο στο εξαιρετικό βιβλίο του Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2014): «Αν η πίστωση και το χρήμα φανερώνουν την κοινή τους φύση ως “χρεών”, είναι επειδή η συσσώρευση έχει παγώσει, όντας ανίκανη να εξασφαλίσει νέες αποδόσεις».
Πιο αναλυτικά περιγράφεται από τον Αντρέ Γκορζ σε ένα θαυμάσιο κείμενό του που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο στην ιστοσελίδα socialpolicy.gr με τίτλο «Η έξοδος από τον καπιταλισμό έχει ήδη ξεκινήσει». Αναφέρει εκεί ο γαλλο-αυστριακός φιλόσοφος: «Η κρίση του συστήματος εκδηλώνεται τόσο σε μακρο-οικονομικό όσο και σε μικρο-οικονομικό επίπεδο. Βασίζεται κυρίως σε μια τεχνοεπιστημονική αναστάτωση που επιφέρει μια ρήξη στην ανάπτυξη του καπιταλισμού και καταστρέφει με τον αντίκτυπό της τα θεμέλια της δύναμης και της ικανότητάς του να αναπαράγεται…
Η εισαγωγή της πληροφορικής και η αυτοματοποίηση της παραγωγής επέτρεψαν την παραγωγή αυξανόμενων ποσοτήτων εμπορευμάτων με μειωνόμενες ποσότητες εργασίας. Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος περιορίζεται διαρκώς και η τιμή των προϊόντων τείνει προς τα κάτω. Κι όμως, όσο η ποσότητα εργασίας για μια δεδομένη παραγωγή μειώνεται τόσο η αξία που παράγεται ανά εργαζόμενο –η παραγωγικότητά του- πρέπει να αυξάνεται ούτως ώστε ο όγκος του εισπράξιμου κέρδους να μη μειώνεται.
Έχουμε συνεπώς αυτό το φαινομενικό παράδοξο: όσο περισσότερο αυξάνεται η παραγωγικότητα, τόσο περισσότερο πρέπει να αυξάνεται επιπλέον για να αποφευχθεί η μείωση του όγκου του κέρδους.
Η κούρσα της παραγωγικότητας τείνει έτσι να επιταχύνει τους ρυθμούς της, οι πραγματικοί εργαζόμενοι να μειώνονται, η πίεση στο προσωπικό να γίνεται πιο έντονη, το επίπεδο και ο όγκος των μισθών να περιορίζονται. Το σύστημα εξελίσσεται προς ένα εσωτερικό όριο όπου η παραγωγή και η επένδυση στην παραγωγή παύουν να είναι αρκετά αποδοτικές.
Οι αριθμοί πιστοποιούν πως έχουμε φτάσει σ’ αυτό το όριο. Η παραγωγική συσσώρευση του παραγωγικού κεφαλαίου δε σταματά να υποχωρεί. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι 500 επιχειρήσεις του δείκτη Standard & Poor’s διαθέτουν 631 δισεκατομμύρια ρευστών αποθεμάτων· το ήμισυ των κερδών των αμερικανικών επιχειρήσεων προέρχεται από ενέργειες στις κεφαλαιαγορές.
Στη Γαλλία, η παραγωγική επένδυση των επιχειρήσεων του δείκτη CAC 40 δεν αυξάνεται ακόμα κι όταν τα κέρδη τους εκτινάσσονται. Ένα αυξανόμενο μέρος των συσσωρευμένων κεφαλαίων – που η παραγωγή δε μπορεί να αξιοποιήσει στο σύνολό τους – διατηρεί τη μορφή του χρηματιστικού κεφαλαίου. Εγκαθιδρύεται έτσι μια χρηματοοικονομική βιομηχανία που τελειοποιεί συνεχώς την τέχνη της δημιουργίας χρήματος μέσα από την αποκλειστική αγοραπωλησία διαφόρων μορφών χρήματος».
Το ερώτημα επομένως δεν αφορά στη χρηματοδότηση των αναγκαίων μαζικών επενδύσεων, αλλά στην αδυναμία του σύγχρονου καπιταλισμού να τις πραγματοποιήσει.

“ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ”: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΞΑΘΛΙΩΣΗΣ
Μέτρα ισοδύναμα  της αστικής φιλανθρωπίας
Ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας της «Μετριοπαθούς πρότασης για την επίλυση της κρίσης του ευρώ» ακόμη και με τα βραχυπρόθεσμα εργατικά συμφέροντα (όπως συμπυκνώνονται στο αίτημα βελτίωσης της θέσης των εργαζομένων ως αποτέλεσμα της μείωσης των κερδών του κεφαλαίου) αποκαλύπτεται στην τέταρτη και τελευταία πρόταση που αφορά την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης με μέτρα φιλανθρωπικού χαρακτήρα (μια προβληματική που προέρχεται από την νεοφιλελεύθερη εργαλειοθήκη). Οι συγγραφείς του εγχειριδίου κάνουν σαν να μην ξέρουν πως η ανθρωπιστική κρίση είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Εκτός του ορατού πεδίου βρίσκεται μια ιστορικών διαστάσεων επιδείνωση της θέσης της ζωντανής εργασίας όπως αντανακλάται, ενδεικτικά, στο μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ που συρρικνώνεται σταθερά. Στις χώρες της ευρωζώνης των 12 από 72,4% την δεκαετία 1971-1980, μειώθηκε σε 69,4% την περίοδο 1981-1990, στο 66,7% την δεκαετία 1991-2000 και στο 64,4% από το 2001 μέχρι το 2010 (Statistical Annex of European Economy, Spring 2014, European Commission). Η πτώση της συμμετοχής των εργατικών μισθών στο συνολικό προϊόν δεν αποτελεί γενικώς μια αυθόρμητη τάση του κεφαλαίου, αποτέλεσμα μικρών κι ανεπαίσθητων μετατοπίσεων. Η αυλαία άνοιξε επί του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ και η εφαρμογή τους γενικεύτηκε με την βοήθεια της ΕΕ. Ουδέποτε θα είχε επιβληθεί μια κι έξω μείωση μισθών στην Ελλάδα της τάξης του 22% ή κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, του κατώτατου μισθού και των επιδομάτων χωρίς την αρωγή της Τρόικας, όπου η ΕΕ συμμετέχει με δύο από τα 3 μέλη. Τα συσσίτια μπορεί να βοηθούν στην αντιμετώπιση των πιο ακραίων μορφών της κρίσης (κάτι άλλωστε που έχει ήδη γίνει τον τελευταίο χρόνο) επ’ ουδενί ωστόσο δεν αντιμετωπίζουν τις αιτίες της φτωχοποίησης της κοινωνίας, όπως εμφανίζεται όχι μόνο στην περιφέρεια της ευρωζώνης, αλλά και στον πυρήνα της. Με βάση την πρόταση των 3 οικονομολόγων για χρηματοδότηση από το Target 2, πώς άραγε θα αντιμετωπιστεί η φτώχεια των 7 εκ. Γερμανών που εργάζονται στις «μικρο-δουλειές» για 350 ευρώ τον μήνα; Ακόμη όμως και στην περιφέρεια πώς θα χρηματοδοτηθούν μακροπρόθεσμα οι αναγκαίες παρεμβάσεις καθώς σταδιακά εξισορροπούνται οι πληρωμές στο σύστημα και τα σχετικά κέρδη ακολουθούν φθίνουσα πορεία; Επίσης για ποιο λόγο οι πλεονασματικές χώρες να παραιτηθούν από τα κέρδη τους, όταν θα μπορούν να επικαλεστούν ότι τα συνοδεύοντα κόστη λειτουργούν κι ως τροχοπέδη για την επέκταση των ελλειμματικών χωρών και τυχόν αφαίρεσή του θα οδηγήσει τις ανισότητες στα άκρα, προφέροντας κίνητρα για νέες ανισορροπίες…
Εν κατακλείδι, η Μετριοπαθής πρόταση δεν πείθει για την δυνατότητά της να επιλύσει την κρίση του ευρώ. Η αδυναμία της πηγάζει από την (απλοϊκή) πεποίθηση των συγγραφέων ότι τα σημερινά προβλήματα είναι απόρροια ελλιπούς κατανόησης του χαρακτήρα της κρίσης από τους κυβερνώντες, επομένως αρκεί να βρεθούν κάποιοι με περισσότερες γνώσεις να υποδείξουν τις λύσεις και τότε …όλα θα διορθωθούν.
Αντίθετα με τους παραπάνω ισχυρισμούς, που εξωραΐζουν την κατάσταση δημιουργώντας αυταπάτες, η κρίση του ευρώ αποκαλύπτει το ταξικό σχέδιο βαθέως κοινωνικού μετασχηματισμού που είναι σε εξέλιξη σε όλη την Ευρώπη και υλοποιείται από έναν καταιγισμό μέτρων. Αυτό το σχέδιο δεν μπορεί να ανατραπεί όσο δηλώνεται πίστη και σεβασμός στις ιδρυτικές συνθήκες της ΕΕ και της ευρωζώνης που έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην μείωση των μισθών, τις απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων και τις ιδιωτικοποιήσεις. Προϋπόθεση για την λύση της κρίσης του ευρώ είναι η έξοδος από το ευρώ κατ’ αρχάς και την ΕΕ, μια πορεία που δεν θα είναι ούτε ευθύγραμμη ούτε ανώδυνη, θα λύνει όμως οριστικά τον γόρδιο δεσμό.

De la crisis de la deuda soberana a la predeterminación del sistema político (Barcelona 19.7.2014)

cat






















(Ομιλία στα ισπανικά στο 5ο διεθνές συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στην Βαρκελώνη στις 19 και 20 Ιουλίου, με θέμα την συντακτική εξουσία. Περισσότερα εδώ. Πρώτη δημοσίευση εδώ και εδώ)
Como seguro ya sabéis, las severas medidas de austeridad en Grecia empezaron hace cuatro años, en mayo de 2010. Medio año antes, en octubre de 2009, la Izquierda Griega experimentó una de sus peores sorpresas, cuando vio que el bipartidismo griego obtuvo en las elecciones anticipadas uno de sus mayores porcentajes de las últimas décadas (el 77%, del cual un 44% del partido socialdemócrata PASOK y un 33% del partido de la derecha Nueva Democracia). Pero el punto álgido de su triunfo coincidió con su decadencia. A lo largo de estos cinco años, su influencia política se ha colapsado. En las recientes elecciones al Parlamento Europeo, entre los dos partidos sumaron el 30% y ahora es un secreto a voces que ambos están en proceso de cambio de sus líderes e incluso del nombre de sus partidos. Lo único que nadie sabe es la forma que tomará esta transformación. Por tanto, una conclusión inicial es que Grecia está bajo una doble crisis: económica y también política.
LEONIDAS VATIKIOTIS
Permitidme presentaros algunos datos que describen las profundas transformaciones económicas durante la crisis actual. A lo largo de estos años, con la ayuda de la Troika (UE y FMI) y con el unánime apoyo de la élite de la clase dominante griega (banqueros y propietarios):
- el desempleo ha llegado al 27%, superando incluso el récord español;
- entre los desempleados, sólo un 10% recibe algún tipo de subsidio;
- los salarios se han reducido en promedio un 40% (nunca antes había ocurrido esto en un período de tiempo tan corto);
- de entre la “gente afortunada” que está trabajando, 1 de cada 3 está cobrando su sueldo con un retraso de más de 6 meses.
- los impuestos a los trabajadores se han disparado (por ejemplo, los impuestos sobre bienes inmuebles se han incrementado un 700% desde 2009).
- el PIB se ha reducido un 21% desde 2008, cuando la crisis empezó, un récord global en tiempos de paz;
- decenas de miles de jóvenes científicos y graduados universitarios han emigrado al norte de Europa, sobre todo a Alemania, y a Oriente Medio;
- más de 250.000 pequeñas, medianas e incluso grandes empresas han cerrado y 200.000 más cerrarán entre este año y el próximo, cambiando radicalmente la típica estructura social esférica del sur de Europa, que fue la dominante a lo largo del período de postguerra, por una estructura piramidal.
Por otro lado, los bancos griegos han sido subvencionados con 211.000 millones de euros desde 2008, lo que equivale al 115% del PIB actual. En otras palabras, fuimos testigos de una transferencia sin precedentes de la riqueza social de la gran mayoría de la población a la burguesía, en concreto a la más parasitaria. En este proceso, la deuda pública se ha convertido en la excusa perfecta, escondiendo la transferencia de los costes de la crisis a la clase trabajadora. Debido a ello, y no por casualidad, desde 2009 la deuda soberana, a pesar del mayor impago de las últimas décadas (con un valor nominal de 105.000 millones de euros en mayo de 2012) se ha incrementado en porcentaje (ha pasado del 129% del PIB al 175%) y también en cifras absolutas (ha pasado de 299.000 a 321.000 millones de euros).
El ya mencionado coste social no fue una evolución indeseada, ni un accidente ni un error, como a menudo afirma el FMI disculpándose, ni tampoco un daño colateral. Fue el objetivo principal. Es una medida de su éxito, la cara oculta del objetivo de la Troika de construir una “economía de la oferta” reemplazando la actual “economía de la demanda”, que –en sus propias palabras– ha alcanzado sus límites y se considera obsoleta. Las economías de la oferta implican la abolición de los derechos de los trabajadores, la seguridad social, la protección medioambiental, la cohesión social, incluso las obligaciones tributarias del gran capital y aún más del capital multinacional.
Si queremos predecir el mañana de forma más exhaustiva, en términos tanto políticos como económicos, debemos describir las raíces de la crisis. En resumen, esta crisis fue una crisis capitalista. Se originó en la crisis financiera de 2008, se exacerbó a causa del descarrilamiento de las finanzas públicas, deterioradas por la participación en la UE y en el euro, pero sus orígenes se encuentran en la caída de la tasa de beneficio que causó la crisis de los setenta, con el fin del próspero período de postguerra, de los “treinta años gloriosos”. Teniendo en cuenta el carácter sistémico de las crisis y su persistencia a lo largo de tantas décadas, es obvia la violencia de la solución que proponen las clases dirigentes. A todo esto podemos añadir que la regulación financiera (por ejemplo, la separación entre bancos de inversión y bancos comerciales, o la reducción del endeudamiento) no sirve para resolver nada.
Si hablamos del laboratorio que ha sido la política griega, similar a la periferia de la UE, en la vida política se han promovido soluciones tanto violentas como radicales. En resumen, describiría el plan de futuro como un giro intenso hacia la política más reaccionaria (como lo que está sucediendo en la economía, donde la solución es el reaganismo y el thatcherismo más radicales). Lo que está sucediendo con el partido neonazi Amanecer Dorado (AD) es muy característico. Los esfuerzos del gobierno de ilegalizarlo desde septiembre, cuando AD asesinó a un joven cantante antifascista, han fracasado, puesto que AD ha aumentado su poder en paralelo al aumento del desempleo y la pobreza. En las elecciones de 2009, AD obtuvo un porcentaje marginal del 0,29% (20.000 votos) y tres años después, en mayo de 2012, alcanzó el 6,97% (441.000 votos). En las recientes elecciones al Parlamento Europeo logró un 9,39% (537.000 votos). Por eso podemos decir que AD es una creación original de las políticas de austeridad, del FMI y de la UE.
La pregunta obvia de por qué no tenemos un fenómeno similar en otros países también golpeados por la crisis tiene una doble respuesta. Primero, en ningún otro país se ha impuesto un programa de austeridad tan violento. Segundo, Grecia fue el único país donde los colaboradores del nazismo nunca fueron procesados; sí fueron procesadas las fuerzas de resistencia y la izquierda comunista permaneció fuera de la ley hasta 1974… En otras palabras, la clase dirigente griega tiene una histórica tendencia intrínseca al fascismo y al totalitarismo. Los acontecimientos de Grecia, con el ascenso de la derecha racista, no difieren mucho de otros países. En Francia, Reino Unido y en los países nórdicos también hemos visto en las recientes elecciones al Parlamento Europeo que los partidos racistas han respaldado la indignación de la población por la austeridad. En parte, debido al titubeo de la izquierda a la hora de combatir a la UE y a la plena incorporación de la socialdemocracia a los mecanismos de la UE. Este vacío fue llenado por los partidos de extrema derecha, de intereses nacionalistas y burgueses, no populares.
El giro hacia una política reaccionaria, una tendencia permanente, no sólo surge sobre la base de una realidad económica. Detrás también existen razones políticas que apuntan en la misma dirección. Subrayaré un par de ellas. Primero, la degradación de la actual democracia burguesa por las continuas violaciones constitucionales y la devaluación del parlamento o del poder legislativo a favor del poder ejecutivo, según la clásica división de poderes. Sólo un ejemplo: el primer acuerdo presupuestario de 2010 (110.000 millones de euros) nunca fue ratificado por el Parlamento griego, mientras que el segundo en 2012 (109.000 millones) provocó que los profesores de derecho público se pronunciaran en contra porque mantenían que era una bomba en los cimientos del orden constitucional. La segunda razón política que lleva a una política reaccionaria es la UE. Recordad que en noviembre de 2011, en Grecia y en Italia también, Merkel y Sarkozy provocaron un golpe, depusieron a los primeros ministros electos (Papandreu y Berlusconi). En su lugar designaron a dos tecnócratas de la banca (Papademos y Monti). Para ampliar la base parlamentaria de Papademos, el IV Reich impuso en Grecia un gobierno de coalición, con la participación por primera vez del partido de ultraderecha light (LAOS).
Cuando la UE legitimó la presión de la ultraderecha sobre los estamentos políticos para forzar su participación en el gobierno, ¿por qué no entró en el Parlamento un partido de pura ultraderecha (como la banda criminal AD)? El último ejemplo que muestra la responsabilidad de la UE es el debilitamiento de la soberanía a manos de la UE y concretamente de la Comisión. La transferencia de poderes de los gobiernos elegidos a la UE, el aluvión de leyes de la UE incorporadas a la legislación nacional y el nombramiento en Grecia y en Chipre de un cuerpo de tecnócratas extranjeros (equipo de trabajo) para reformar la administración pública han transformado a los países endeudados en endeudadas colonias postmodernas de Alemania, recordando la ocupación nazi. La futura agenda de la UE es también causa de preocupación. Pongo de relieve las siguientes obligaciones:
- el compromiso en torno al equilibrio presupuestario;
- sanciones a los países que mantengan el déficit;
- la supervisión de aquellos países que estén endeudados con otros países de la UE hasta que hayan amortizado el 75% de su deuda, y muchas más.
Todas ellas han sido introducidas por el Pacto Fiscal y el Pacto Euro Plus (2011), incluso en forma de enmiendas constitucionales. Esto fue una decisión del Consejo Europeo. Las partes cruciales de este arsenal reaccionario (como el paquete de reformas de los Packs 2 y 6) han sido votadas por el Parlamento Europeo, mostrando que incluso el Parlamento Europeo elegido no puede servir de contrapeso a la designada y no democrática Comisión Europea.
En mi opinión, la izquierda europea debería aprender de la izquierda latinoamericana, que ha rechazado cualquier tipo de integración económica con Estados Unidos en forma de proyecto imperialista, y rechazar totalmente la integración de la UE, por el hecho de ser un proyecto alemán y de las grandes empresas. La necesaria integración económica, que conseguiría economías de escala, debe construirse, antes que nada, desde las diferentes bases sociales y políticas, excluyendo países caracterizados por tan altos registros de productividad como Alemania. Al mismo tiempo, incluiría los países del norte de África o de Oriente Medio, que tienen lazos históricos comunes con nuestros propios países.
Teniendo en cuenta la manera furibunda en que el capital impuso modificaciones constitucionales con el fin de asegurar la exclusión de cualquier política de redistribución, hemos de reconocer que nuestra demanda de un cambio constitucional no implica diferencia alguna de por sí. En Grecia, los centros de política más conservadora (la Federación de Empresarios, por ejemplo) piden insistentemente una reforma constitucional con ánimo de abolir los artículos que describen como deber de Estado el pleno empleo o el proveer atención sanitaria y educación públicas a todos los ciudadanos. Su objetivo es transformar el estado de emergencia excepcional, que ha surgido en los últimos años bajo la terapia de choque de los Memorandos, en una especie de orden constitucional. Además, se tratan de penalizar las huelgas y las luchas políticas por el cambio social.
La petición de una Asamblea Constituyente, obviamente, supone… algo más que simples reformas por la discusión en profundidad que implica, definiendo un nuevo principio del sistema político. Incluso en este caso, en mi opinión, la Asamblea Constituyente es necesaria como punto de inflexión, pero no es suficiente para acabar con la crisis y la inestabilidad del sistema político actual, y desde un punto de vista popular ha de permitir y asegurar un cambio radical social y político. Ambos son condiciones determinantes para asegurar que ahondar en las desigualdades sociales y de clase, el aumento de la pobreza y el hambre permanente pertenecerán definitivamente al pasado de las sociedades modernas.
Lo primero es la política. Lo segundo son las luchas sociales y la reaparición de un nuevo movimiento obrero. Ambos comparten la demanda de cambios para mejorar las condiciones de vida y de trabajo de las mayorías sociales en detrimento del capital. Una demanda y lucha política es aquella que aspira a cambiar a nivel nacional por oposición a la demanda económica limitada a una región, fábrica o sector industrial. Nuestra ambición debe ser lograr victorias en lo universal, aplicadas a todo el mundo por ley, y no de forma parcial (este es un objetivo opuesto a la tesis de John Holloway de “cambiar el mundo sin tomar el poder”). En esta tesitura debemos esperar una nueva generación de constituciones que contengan los derechos sociales y de los trabajadores y que sean la repuesta de las mayorías sociales a las nuevas políticas agresivas de la Europa del capital. Destaco las siguientes cuestiones cruciales, de entre muchas otras, que deberían estar incluidas en una constitución:
1 – Cancelación unilateral de la deuda pública, empezando por la deuda de la Troika (oficial), que representa la personificación de la deuda inadmisible, ilegal e ilegítima. La auditoría como herramienta puede proveer la documentación necesaria, de acuerdo a las leyes internacionales, para su abolición.
2 – La nacionalización de los bancos y de las empresas de importancia estratégica.
3 – La reducción de las jornadas de trabajo (sin reducción de salarios) como una forma de combatir el desempleo y de facilitar la participación de las personas en los asuntos de interés común.
4 – Abolición de los impuestos indirectos y que gravan a las clases populares (sobre la vivienda habitual, por ejemplo), generosos impuestos sobre el capital, especialmente las multinacionales.
5 – Prohibición de cualquier tipo de privatización, cancelación de las ya realizadas, blindaje constitucional de la propiedad pública.
6 – Educación, sanidad y seguridad social exclusivamente públicas, gratuitas y de alta calidad.
7 – Abolición de cualquier tipo de privilegio para los que se ocupen de lo público. Sus remuneraciones no deberían sobrepasar el salario mínimo (en Grecia se ha reducido a 480 €).
8 – Cese de la representatividad para poner fin a la actual falta total de rendición de cuentas entre dos elecciones.
9 – Castigo de aquellos políticos que hayan votado a favor del rescate de los bancos y de los programas de austeridad que están causando la presente crisis humanitaria.
10 – Salida de la zona euro, de la UE y de la OTAN, que son organizaciones imperialistas que representan los intereses del capital, hostiles a las personas.
Para terminar, quiero remarcar que incluso la constitución más progresista (que refleje el equilibrio de clase en un determinado período) puede ser marginada de la política, no teniendo impacto alguno en la vida diaria. Sólo las luchas sociales, las huelgas combativas contra el capital y los gobiernos pueden garantizar que los trabajadores se puedan apropiar de la riqueza social, construyendo una sociedad sin explotación, pobreza ni alienación.

Ανάρτηση από: http://leonidasvatikiotis.wordpress.com