Του Ρούντι Ρινάλντι
Χρειάζονται κανόνες δεοντολογίας και γιατί;
Ολοκληρώνονται αυτές τις μέρες οι εργασίες της Επιτροπής Δεοντολογίας για όσους θα συμμετέχουν στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ. Πολλοί ήταν οι λόγοι που οδήγησαν στη συγκρότηση μιας τέτοιας επιτροπής. Αρχικά, τα προβλήματα που εμφανίστηκαν στις αυτοδιοικητικές εκλογές ξεπέρασαν κατά πολύ το συνηθισμένο επίπεδο. Στη συνέχεια έγινε φανερό ότι πολλοί μπορεί να πλησιάζουν για διαφορετικούς λόγους τον ΣΥΡΙΖΑ τώρα που είναι «προ των πυλών» και, βεβαίως υπάρχει, πέρα από την αρνητική και θετική εμπειρία, όπως αυτή που φέρνουν φρέσκα κινήματα και νέες μορφές πολιτικής συλλογικότητας όπως οι Podemos στην Ισπανία.
Το τελευταίο παράδειγμα, που προσιδιάζει περισσότερο στην μορφή «κόμμα-κίνημα» παρά στη μορφή «κόμμα» όπως αυτή κυριαρχεί στον πολιτικό βίο, φέρει πολλά στοιχεία ριζοσπαστισμού, τόσο στη δομή όσο και στις διαδικασίες. Ένα από αυτά είναι η «ηθική δέσμευση» για όλους όσοι θέλουν να ενταχθούν στις γραμμές των Podemos. Αυτή αναφέρεται με ρητό τρόπο στις σχέσεις του κινήματος αυτού με τη διοίκηση, το κράτος, τις επιχειρήσεις, τα ΜΜΕ και συνολικά τα κοινά.
Δεν ηθικολογούμε…
Οι εραστές του πραγματισμού περιγελούν οποιαδήποτε αναφορά στην ηθική. Τη θεωρούν σκέτη ηθικολογία που αναδύει μάλλον έναν θρησκευτικό, κατηχητικό πνεύμα. Στην πραγματικότητα, υποβιβάζουν την πολιτική σε τέχνη του εφικτού, σε κυριάρχηση των μέσων για να επιτευχθεί ένας οποιοσδήποτε σκοπός, προσπερνούν την απαίτηση για ουσιαστική και χειραφετητική συμμετοχή των πολλών. Αρνούνται έτσι κάθε ανάγκη για ιδεολογία, νόημα και ουσία στα πεδία αυτά. Η εξουσιομανία, ο αυταρχισμός, η προσωπική ανάδειξη, ο καριερισμός, ο παραγοντισμός, η υποτίμηση του αγώνα και του ανθρώπινου παράγοντα, προωθούνται μέσα από την παρόξυνση όλων των αρνητικών φαινομένων που συνοδεύουν το κράτος, τη γραφειοκρατία και τον ατομικιστικό εγωισμό.
Δεν μπορεί, όμως, να αγνοηθεί η απαίτηση να ξανασυνδεθεί η πολιτική με την ηθική, να ηθικοποιηθεί η πολιτική. Στην πραγματικότητα, το αίτημα αυτό έχει τεθεί από πολλά μαζικά κινήματα, αλλά και μέσω της αυθόρμητης απόρριψης της πολιτικής ως «τέχνης του εφικτού». Οι «πλατείες» στην Ελλάδα και όλη τη Μεσόγειο, το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, τώρα οι Podemos στην Ευρώπη αλλά και η επίδραση του «ινδιανισμού» στα εγχειρήματα μετάβασης στη Λατινική Αμερική, φέρνουν με έντονο τρόπο στην επικαιρότητα μια σειρά τέτοια ζητήματα.
Η έλλειψη της ηθικής, όπως τονίζει ο φιλόσοφος Κάρελ Κόσικ, οδηγεί σε ένα κενό, το άτομο-πολίτης δεν έχει κανένα κριτήριο για το τι είναι θετικό και τι αρνητικό, τι είναι σωστό και τι λάθος. Η Αριστερά δεν αρκεί να διακηρύσσει τη διαφορετική ηθική της, χρειάζεται οπωσδήποτε να αποδεικνύει έμπρακτα ότι διαθέτει μια άλλη ηθική, γιατί αυτή αποδεικνύεται, πρωτίστως, στις στάσεις και στις συμπεριφορές και όχι στις διακηρύξεις.
Όπου κι αν βρεθεί κανείς, τα τελευταία χρόνια, στη χώρα μας θα ακούσει: «Να πληρώσουν όσοι οδήγησαν τη χώρα σε αυτό το χάλι», «φτάνει με το αίσχος των ΜΜΕ, όσα δεν έχουν άδεια να κλείσουν», «μην μας προδώσετε», «μην γίνετε σαν κι αυτούς, μην τους μοιάσετε». Η επίκληση αυτή δεν είναι λαϊκισμός, το ηθικό και αξιακό φορτίο αυτής της -ακόμα εν ενεργεία- λαϊκής απαίτησης δεν είναι καθόλου μικρό.
Πού γεννάται το πρόβλημα;
Δεν ανακαλύπτουμε… την Αμερική θέτοντας το ζήτημα της ηθικοποίησης της πολιτικής, απέναντι στην εισβολή του ατομικισμού στις σφαίρες δράσης ακόμα και μιας αριστερής πολιτικής. Πως μπορεί και τρυπώνει ο ατομικισμός παντού; Ποιοι όροι επιτρέπουν, ποιοι παράγοντες αποδυναμώνουν αυτό το φαινόμενο ή έστω ευνοούν άλλες, αντιθετικές δυνατότητες;
Ο ατομικισμός έρχεται, συνήθως, να εισπράξει οφέλη που έχουν προκύψει από τη συλλογική πάλη, χρησιμοποιώντας θεσμούς και κατακτήσεις της. Ένα κόμμα, για παράδειγμα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ που εκτινάχθηκε από το 4,5 στο 27% μπορεί να γίνει όχημα ανέλιξης για πολλούς. Από την άλλη, η τάση ενσωμάτωσης δεν είναι απλά σύμφυτο του ατομικισμού-εγωισμού αλλά και μέσο εγκλωβισμού ή ευνουχισμού σημαντικών λαϊκών κινημάτων. Άρα, η αστική πολιτική επιδιώκει να ισχυροποιηθεί αυτή η τάση, κάθε φορά που αντιμετωπίζει ένα νέο και απρόβλεπτο κίνημα ή κόμμα.
Επομένως, υπάρχουν πολλοί αντικειμενικοί λόγοι που το πρόβλημα αυτό θα έρχεται ξανά και ξανά στο προσκήνιο. Δεν καταργείται με έναν νόμο στη Βουλή, ούτε στα κομματικά όργανα. Ο στόχος της επαναηθικοποίησης της πολιτικής αφορά το γενικό ανέβασμα της συνείδησης των ίδιων των ανθρώπων που μετέχουν σε μεγάλα κινήματα και προσπάθειες αλλαγής της κοινωνίας.
Καλό είναι να κάνουμε ορισμένες διακρίσεις. Υπήρξε -ή και υπάρχει ακόμα- ένα είδος στράτευσης στην Αριστερά και στα κομμουνιστικά κόμματα, όπου κυρίαρχο ήταν το πνεύμα προσφοράς και θυσίας για μεγάλα οράματα. Αυτοί οι αγώνες, που έγιναν από απλούς ανθρώπους που υπερέβησαν τις συνηθισμένες κλίμακες, εμπνέουν αλλά συνήθως δεν προβληματίζουν βαθύτερα. Γιατί θα έπρεπε να αναγνωρίζουμε τι σχέση έχει το υλικό υπόστρωμα με τις ιδέες και την ιδεολογία. Θα πει κανείς ότι οι μορφές στράτευσης ήταν πιο πρωτόγονες και η σχέση ατομικού-συλλογικού λιγότερο εξελιγμένη. Όλοι γνωρίζουμε τα αρνητικά φαινόμενα που συχνά συνόδευαν αριστερά και κομμουνιστικά εγχειρήματα. Αλλά και αναγνωρίζουμε ότι η ένταξη σε αυτό το κίνημα δεν σήμαινε μια πιο άνετη και εύκολη ατομική ζωή αλλά το αντίθετο.
Σήμερα ζούμε σε μια πιο «περίεργη» εποχή, μετά την υποχώρηση μεγάλων ιδεών και οραμάτων. Στις δυτικές κοινωνίες κυριαρχεί ο μεταμοντερνισμός και επιβάλλεται ένας νέος ατομικισμός, ενώ η κοινωνική ζωή έχει γίνει πολύ πιο σύνθετη. Στις συνθήκες αυτές, η στράτευση σε μεγάλα εγχειρήματα γίνεται με διαφορετικούς τρόπους, είναι πιο πολυεπίπεδη και έχει νέα χαρακτηριστικά. Ακόμα, όμως, δεν έχει αποκρυσταλλωθεί σε μια ενιαία οργανωτική και πολιτική πείρα. Η «μορφή πλήθος», η «μορφή κοινότητα», η τάση επανεδαφικοποίησης (κατάκτησης χώρων από μαζικά κινήματα), η «μορφή κόμμα-κίνημα», το αίτημα για αξιοπρέπεια και άλλες αξίες, φέρνουν στο επίκεντρο νέα ζητήματα.
Τερατάκια και τέρατα…
Στη γωνιά της Ευρώπης που βρίσκεται η Ελλάδα, εμφανίστηκαν πολλές ιδιομορφίες και ζητήματα που χρήζουν ιδιαίτερης μελέτης. Για παράδειγμα, δίπλα στην πιο «πρωτόγονη» μορφή στράτευσης, γεννήθηκαν μορφές που μιλώντας στο όνομα της Αριστεράς και του κομμουνισμού τοποθετούσαν σε διαφορετική βάση τη σχέση ατομικού-συλλογικού, με τρόπο όμως που συνήθως κυριεύονταν από τον αστικό ατομικισμό.
Έτσι, όταν πριν 10 χρόνια ξεκίνησε το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, συνυπήρχαν σε αυτό διάφορες κουλτούρες. Κουλτούρες ριζοσπαστισμού, κουλτούρες της παλιάς στράτευσης και ένα υβρίδιο άποψης-θεωρίας ότι η συλλογική υπόθεση πρέπει να αναγνωρίζει την ατομική φιλοδοξία του καθένα για προβολή και ανέλιξη που, συνήθως, οριζόταν ως «προσφορά».
Η «κατανόηση» της ατομικότητας και της διάθεσης για τέτοια προσφορά, άφηνε στην πράξη αρκετό έδαφος στην υπέρμετρη ατομική φιλοδοξία, ενώ όλοι γνώριζαν ότι στην πράξη δεν θα ίσχυαν οι όποιοι κανόνες (για παράδειγμα, για την παρουσία στα ΜΜΕ) κατά καιρούς έθεταν τα όργανα. Έτσι, ένα τμήμα στελεχών προσαρμόζονταν στους κανόνες που έθετε ο υπαρκτός κοινοβουλευτισμός και η τηλεδημοκρατία, ενώ η πλειοψηφία ζητούσε πάντα (ματαίως) να τηρούνται οι αποφάσεις.
Όλα αυτά, όταν ακόμα οι κλίμακες ήταν της τάξης του 4-5%, ενώ τώρα όλα μεγεθύνονται και σωστά προκύπτει η ανάγκη κανόνων δεοντολογίας. Κανόνες που όμως πρέπει να τηρούνται και όχι συστηματικά να καταπατούνται. Πολλά από αυτά τα ζητήματα δεν μπορούσαν να λυθούν πριν από το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ και για αυτό ενσωματώθηκαν ως μεταβατική διάταξη στο καταστατικό του. Αλλά παραμένουν ακόμα στα άλυτα ή στα «αζήτητα».
Τώρα που η κλίμακα μεγαλώνει, το άνοιγμα των θυρών στη νομιμοποίηση της ατομικής φιλοδοξίας (σαν να πρόκειται για κάτι απολύτως φυσιολογικό) ο συνδυασμός της προσφοράς «στο κίνημα» ή «στη σωτηρία της χώρας» με τον «εαυτό μου» και τις φιλοδοξίες, με τη διαμεσολάβηση του κυβερνητισμού, μπορεί να γεννήσει τερατάκια, για να μην πούμε τέρατα.
Μπορεί ένας κώδικας δεοντολογίας να σταματήσει από μόνος του τέτοια φαινόμενα; Όχι. Μπορεί, όμως, να νομιμοποιήσει τη συζήτηση για τα θέματα αυτά, μπορεί να σκιαγραφήσει ορισμένους ηθικούς άξονες (τι είναι καλό και τι κακό, λάθος και σωστό) στις παρούσες συνθήκες, μπορεί να δώσει ώθηση στη συνείδηση που θα πρέπει να επικρατεί εντός του ΣΥΡΙΖΑ γι’ αυτά, να δυναμώσει το στοιχείο του ριζοσπαστισμού.
Γιατί, όπως τονίστηκε και προηγουμένως, μόνο μέσα από το γενικό ανέβασμα της συνείδησης των πολλών που συμμετέχουν σε μια συλλογική προσπάθεια, μέσα από τη δική τους παρέμβαση, μπορούν να αξιοποιηθούν κανόνες και «δικλείδες ασφαλείας».
Ανάρτηση από: http://www.rudirinaldi.gr