Του Τάκη Φωτόπουλου
Πρόλογος για την Ελληνική έκδοση του άρθρου
Το άρθρο αυτό δεν αφορά βέβαια μόνο τη Ρώσικη περίπτωση, αλλά και την περίπτωση κάθε χώρας, όπως η Ελληνική, που επίσης βρίσκεται εδώ και τέσσερα χρόνια κάτω από την ολομέτωπη επίθεση της Υπερεθνικής Ελίτ, μέσα από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρόλα αυτά, το θέμα της άμεσης μονομερούς εξόδου από την ΕΕ δεν αποτέλεσε ποτέ θέμα της δημοσίας συζήτησης στην Ελλάδα (σε αντίθεση με άλλες χώρες που δεν έχουν καν υποστεί παρόμοια οικονομική καταστροφή!) ακόμη και τώρα που ολοκληρώνεται η οικονομική και κοινωνική καταστροφή. Και γι’ αυτό ευθύνονται βέβαια απόλυτα οι πολιτικές δυνάμεις μιας «Αριστεράς», η οποία ετοιμάζεται μάλιστα ν’αναλάβει και την εξουσία, που δεν διανοείται καν να θέσει παρόμοιο θέμα. Απλά, οι πιο «ριζοσπαστικές» δυνάμεις μέσα στην, πλήρως ενσωματωμένη στην ΝΔΤ της παγκοσμιοποίησης, «Αριστερά» (εξαιρούμενου του ΚΚΕ που θέτει μεν το θέμα, αλλά το συνδέει με την …επανάσταση) θέτουν μόνο θέμα εξόδου από το Ευρώ, που βέβαια θα είναι εξίσου σχεδόν καταστροφική με τις πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ, εάν δεν συνοδευθεί με μέτρα όπως τα προτεινόμενα στο άρθρο.
Τάκης Φωτόπουλος 28.12.2014
Περίληψη: Το άρθρο αυτό εξετάζει τις επιλογές που είναι διαθέσιμες στη Ρωσία, έτσι ώστε, όχι μόνο να ανατραπεί η μετωπική επίθεση της Υ/Ε εναντίον της, αλλά επίσης να δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την οικονομική και εθνική της κυριαρχία και θα την έκαναν άτρωτη σε παρόμοιο οικονομικό πόλεμο στο μέλλον. Διαπιστώνεται ότι υπάρχουν τρεις βασικές επιλογές που εξαρτώνται από τη μέθοδο κατανομής των οικονομικών πόρων, ουσιαστικά από τη μορφή της οικονομίας, που θα επιλεγεί. Δηλαδή, α) η συνέχιση της σημερινής καταστροφικής διαδικασίας της πλήρους ενσωμάτωσης της χώρας στη ΝΔΤ β) η δημιουργία μιας οικονομίας έξω από το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και την ΝΔΤ ή, εναλλακτικά, γ) μια «ενδιάμεση» κοινωνικά-ελεγχόμενη οικονομία της αγοράς, την οποία θεωρούμε εδώ ότι είναι η μόνη εφικτή λύση στις συγκεκριμένες συνθήκες.
Είναι γενικά αποδεκτό σήμερα, (τουλάχιστον ανάμεσα σε όσους δεν ανήκουν στο ακαδημαϊκό και μιντιακό δίκτυο της Υ/Ε–δηλαδή της Υπερεθνικής Ελίτ, η οποία αποτελείται, κυρίως, από τις ελίτ που εδράζονται στις χώρες της «Ομάδας των 7»– καθώς και τους συνοδοιπόρους της στη φιλελεύθερη «Αριστερά» και στη ρωσική ελίτ, (δηλαδή την «πέμπτη φάλαγγα» όπως την έχει ονομάσει ο ίδιος ο Πούτιν), ότι η Ρωσία αντιμετωπίζει σήμερα μία ολομέτωπη και γενικευμένη επίθεση. Μια επίθεση από την Υ/Ε που στοχεύει στην υποταγή της Ρωσίας στη Νέα Διεθνή Τάξη (ΝΔΤ) της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από τη συντονισμένη επίθεση στο οικονομικό, όπως και στο πολιτικό, το στρατιωτικό και στο προπαγανδιστικό μέτωπο, και επιβεβαιώθηκε ακόμη και από την πρόσφατη σημαντική συνέντευξη του Πούτιν[1]. Συνεπώς, το ερώτημα είναι ποιες είναι οι διαθέσιμες επιλογές για τη Ρωσία ώστε, όχι μόνο να αντιμετωπίσει την επίθεση, αλλά και να δημιουργήσει τις συνθήκες που θα της διασφάλιζαν την οικονομική και εθνική κυριαρχία, και θα την έκαναν απρόσβλητη σε παρόμοιο μελλοντικό οικονομικό πόλεμο εναντίον της που είναι, όπως έγραψα πρόσφατα,[2] η κύρια μορφή πολέμου που χρησιμοποιείται από την Υ/Ε.
Όπως θα προσπαθήσω να δείξω, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα εξαρτάται αποφασιστικά από την ίδια την μέθοδο για τη κατανομή των οικονομικών πόρων που θα επιλεγεί και από τις σχετικές κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές. Μπορούμε, επομένως, να διακρίνουμε μεταξύ τριών διαφορετικών επιλογών, που εξαρτώνται από τη μέθοδο κατανομής των οικονομικών πόρων, στην πραγματικότητα, από τη μορφή της οικονομίας που θα επιλεγεί.
- Οικονομία της αγοράς ενσωματωμένη στη ΝΔΤ
Οι σημερινές πολιτικές της ελεύθερης αγοράς που εφαρμόζουν οι οπαδοί της παγκοσμιοποίησης (‘παγκοσμιοποιητές’) μέσα στη ρωσική ελίτ, οι οποίοι φαίνεται να ελέγχουν τους κύριους οικονομικούς θεσμούς της χώρας, βασίζονται στην υπόθεση ότι η χρήση των νεοφιλελεύθερων οικονομικών εργαλείων, που είναι κυρίως νομισματικής φύσης (επιτόκια, άμεσες επεμβάσεις της κεντρικής τράπεζας στην αγορά νομίσματος κλπ), που μπορεί να συνοδεύονται και από διοικητικά μέτρα τιμωρίας των κερδοσκόπων, τελικά θα σταθεροποιήσουν την αξία του νομίσματος. Ωστόσο, αυτή είναι μία «πολιτική», (αν κανείς θα μπορούσε να την αποκαλέσει πολιτική), η οποία, στην καλύτερη περίπτωση, μπορεί να απαλύνει κάποια από τα συμπτώματα της τρέχουσας κρίσης, και όχι τις αιτίες της. Είναι σαν την ασπιρίνη που χρησιμοποιείται για να κατεβάσει τον πυρετό του ασθενούς. Μια σταθεροποίηση της τιμής του πετρελαίου στα $60 ή παρακάτω τον ερχόμενο χρόνο, και μία αντίστοιχη σταθεροποίηση της αξίας του νομίσματος στα τρέχοντα πολύ χαμηλά επίπεδα, τα οποία θα μπορούσαν τελικά να οδηγήσουν στην απώλεια περισσότερου του ενός τρίτου της αξίας του σε σχέση με πέρυσι, δεν είναι βέβαια ό,τι καλύτερο για μία χώρα που βασίζεται έντονα στις εισαγωγές για να καλύψει ακόμη και τις βασικές ανάγκες του λαού της. Με άλλα λόγια, ο συνδυασμός μιας πολύ χαμηλής τιμής του πετρελαίου με μία δραστική υποτίμηση του νομίσματος είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε μία αντίστοιχη δραστική πτώση στα πραγματικά εισοδήματα, δηλαδή, στην αγοραστική δύναμη μισθών και ημερομισθίων. Άρα, όσο περισσότερο διαρκεί η εσκεμμένη δραματική πτώση στην τιμή του πετρελαίου, και παρατείνονται οι οικονομικές κυρώσεις ενάντια στη Ρωσία, τόσο πιο δραματικές θα είναι οι κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες.
Επιπρόσθετα, οι πολιτικές υποκατάστασης των εισαγωγών, με σκοπό την αναδιάρθρωση της παραγωγικής δομής––από μία που είναι εξαρτώμενη από τις εισαγωγές για σχεδόν τα πάντα σε μία πιο αυτοδύναμη οικονομία με έναν σημαντικό εξαγωγικό τομέα που εξάγει μία ποικιλία προϊόντων–– προϋποθέτει μαζική επένδυση στην έρευνα και ανάπτυξη, καθώς και σημαντικές παραγωγικές επενδύσεις, όχι μόνο στην υποδομή, που βοηθάει κυρίως το εμπόριο, αλλά πρωτίστως στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα. Εντούτοις, τέτοιες μαζικές επενδύσεις δεν μπορούν απλώς να αφεθούν στο ιδιωτικό κεφάλαιο, ντόπιο η ξένο. Τα κριτήρια των ιδιωτικών επενδύσεων είναι πολύ διαφορετικά από εκείνα των κοινωνικών επενδύσεων. Το κύριο κριτήριο των ιδιωτικών επενδύσεων είναι η κερδοφορία και η ανάπτυξη (των επιχειρήσεων), ενώ το κύριο κριτήριο των κοινωνικών επενδύσεων είναι η καλύτερη ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, με έναν τρόπο που να προστατεύει τόσο την εργασία όσο και το περιβάλλον. Επιπλέον, οι Υπερεθνικές Επιχειρήσεις (Πολυεθνικές) ελκύονται στο να επενδύσουν μόνο αν έχουν εξασφαλισμένο υψηλό ποσοστό κέρδους για τις δραστηριότητές τους –λόγου χάρη, εξαιτίας του πολύ χαμηλότερου συγκριτικού κόστους παραγωγής (δηλαδή, εργασία σε συνθήκες γαλέρας, χαμηλοί εταιρικοί φόροι, μειωμένοι κοινωνικοί έλεγχοι για την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος κ.λπ.), σε σχέση με άλλες ανταγωνιστικές χώρες. Αυτο άλλωστε ακριβώς συνέβη με την μαζική εκροή επενδυτικού κεφαλαίου τις τελευταίες δύο δεκαετίες από τον «Βορρά» στο «Νότο» (κυρίως στις χώρες των «BRICS»), οδηγώντας στην αποβιομηχάνιση στις χώρες του Βορρά και τα υποτιθέμενα οικονομικά «θαύματα» του Νότου.
Στην περίπτωση της σημερινής Ρωσίας, υπάρχουν επιπρόσθετοι λόγοι γιατί τέτοιες μαζικές επενδύσεις για την αναδιάρθρωση της παραγωγικής της δομής δεν μπορούν να αφεθούν στο ξένο κεφάλαιο, είτε είναι δανειακό, είτε επενδυτικό. Το πρώτο αποκλείεται εξαιτίας των αυστηρών κυρώσεων που επιβάλλονται από την Υ/Ε, ενώ το δεύτερο από μία ανεπίσημη «επενδυτική απεργία» εκ μέρους των Πολυεθνικών. Προφανώς, οι Πολυεθνικές που κυριαρχούν στις οικονομικές και πολιτικές ελίτ μέσα στην Υ/Ε δεν έχουν κανένα απολύτως λόγο να ξεκινήσουν να επενδύουν στη Ρωσία, οποιαδήποτε και αν είναι τα κίνητρα που προσφέρονται από αυτή, εάν αυτή τη στιγμή ο στρατηγικός στόχος της Υ/Ε είναι να υποτάξει τη Ρωσία και να τη μετατρέψει σε έναν μη-κυρίαρχοοικονομικό «εταίρο», όπως η Κίνα και η Ινδία.
Όπως σωστά τόνισε ο Πούτιν στη προαναφερθείσα συνέντευξη τύπου, η Ρωσία πληρώνει το τίμημα της απροθυμίας της να γίνει ένα υποτελές μέλος της Υ/Ε, όπως είναι οι άλλες χώρες των «BRICS» (Βραζιλία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική). Στην πραγματικότητα, η Ρωσία πληρώνει ακριβά το τίμημα, όχι μόνο επειδή δεν έχει δείξει καμία πρόθεση να υποκύψει στο θέμα της Ουκρανίας, αλλά επίσης επειδή συνεχίζει τη συστηματική της προσπάθεια να προωθήσει την Ευρασιατική Ένωση, ως έναν εναλλακτικό πόλο κυρίαρχων εθνών. Έτσι, όπως είχε προειδοποιήσει η Χίλαρι Κλίντον πριν από αρκετό καιρό :
«Οι ΗΠΑ προσπαθούν να αποτρέψουν τη Ρωσία από το να αναδημιουργήσει μια νέα εκδοχή της Σοβιετικής Ένωσης με το τέχνασμα της οικονομικής ενοποίησης… Υπάρχει μια κίνηση για επανα-σοβιετικοποίηση της περιοχής… Δεν πρόκειται να ονομαστεί έτσι. Θα την ονομάσουν τελωνειακή ένωση, ή Ευρασιατική Ένωση και όλα τα σχετικά… Αλλά ας μην κάνουμε κανένα λάθος σχετικά με αυτό. Ξέρουμε ποιος είναι ο στόχος [τους] και προσπαθούμε να βρούμε αποτελεσματικούς τρόπους να καθυστερήσουμε ή να αποτρέψουμε την πραγματοποίηση του.»[3]
Και στη συνέχεια, ένα πολύ πρόσφατο κύριο άρθρο των Times ήταν πολύ ειλικρινές στο να αποκαλύψει την άμεση σχέση μεταξύ της ρωσικής οικονομικής κρίσης και της Ουκρανίας, και επίσης στο να δείξει τι πρέπει να κάνει ο Πούτιν, αν θέλει να δει το πρόβλημα της οικονομικής κρίσης να επιλύεται άμεσα:
«Αυτό που είναι ξεκάθαρο είναι ότι η Ρωσία είναι πολύ ευάλωτη στις διακυμάνσεις της τιμής του πετρελαίου επειδή ο κύριος Πούτιν δεν έχει κάνει αρκετά ώστε να διαφοροποιήσει την οικονομία της. Από τη στιγμή που η ανάπτυξη βούλιαξε, στράφηκε στον εξωτερικό τυχοδιωκτισμό για να αποσπάσει την προσοχή των ψηφοφόρων, οι οποίοι την πληρώνουν ακριβά. Δεν είναι πολύ αργά εάν θέλει να απαλύνει το βάρος τους, αποσυρόμενος άνευ όρων από την Ουκρανία.»[4]
Δεν χρειάζεται να προσθέσουμε ότι η δημιουργία νέων αγορών πετρελαίου και αντίστοιχων δικτύων διανομής (με Κίνα, Τουρκία κ.λπ.) μπορεί μεν να είναι σημαντική στη διασφάλιση αγορών, αλλά είναι ασήμαντη σε σχέση με τις παραπάνω συνέπειες της σημερινής, προσχεδιασμένης από την Υ/Ε, Ρώσικης κρίσης. Οι νέοι επιχειρηματικοί εταίροι της Ρωσίας προφανώς δεν πρόκειται να πληρώσουν ακριβότερη τιμή του πετρέλαιου από αυτή στη διεθνή αγορά, η οποία σε τελική ανάλυση καθορίζεται από τα πελατειακά καθεστώτα του Κόλπου και τις πολυεθνικές της Υ/Ε. Ακόμα κι αν η Ρωσία, μαζί με αυτές τις χώρες, δημιουργήσουν ένα νέο δικό τους νόμισμα –π.χ. στη βάση της αξίας ενός «καλαθιού νομισμάτων» των χωρών που ανήκουν στις BRICS– θα μπορούσε κανείς να προβλέψει πως η τιμή του πετρελαίου και του φυσικού αερίου θα μετατρεπόταν μεν στο νέο νόμισμα αντί για το αμερικάνικο δολάριο, αλλά σε τιμές που θα αντανακλούν την διεθνή τιμή του πετρελαίου σε αμερικανικά δολάρια––ιδιαίτερα εάν τυχόν η προσφερόμενη τιμή απο τη Ρωσία θα ήταν υψηλότερη από την παγκόσμια τιμή. Προφανώς, μία επιχειρηματική συνεργασία, όπως είναι η τωρινή σχέση μεταξύ Ρωσίας-BRICS, δεν την κάνει, από μόνη της, και συμμαχία!
Το συμπέρασμα είναι ότι όσο η Ρωσία είναι ενσωματωμένη στη ΝΔΤ, την οποία διαχειρίζεται η Υ/Ε, θα είναι ένα υποτελές μέλος της, όπως είναι και οι υπόλοιπες χώρες των BRICS, των οποίων οι οικονομικές πολιτικές δεν καθορίζονται από τις κυβερνήσεις τους αλλά από τις «αγορές», δηλαδή τις Πολυεθνικές, οι οποίες ελέγχουν αυτές τις αγορές. Καμιά από τις χώρες των BRICS δεν είναι, για παράδειγμα, ικανή να επιβάλλει τον οποιοδήποτε αποτελεσματικό κοινωνικό έλεγχο στις αγορές της για να προστατέψει την εργασία ή το περιβάλλον, καθώς γνωρίζει πολύ καλά ότι θα αντιμετωπίσει άμεση οικονομική και/ή στρατιωτική βία που θα την εξαναγκάσει να αλλάξει γνώμη. Η Ρωσία, όπως και άλλα καθεστώτα που προσπάθησαν στο παρελθόν να αντισταθούν στην Υ/Ε (Γιουγκοσλαβία, Ιράκ, Λιβύη, Συρία, Ιράν κ.ο.κ.) γνωρίζουν πολύ καλά αυτή τη βασική «αλήθεια» μέσα στην ΝΔΤ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, που κάνει ξεκάθαρο τον τρόπο λειτουργιάς της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς σήμερα.
- Μια οικονομία έξω από το σύστημα της αγοράς και την ΝΔΤ
Η δεύτερη επιλογή είναι η ριζοσπαστική, η οποία προϋποθέτει την απόρριψη της οικονομίας της αγοράς συνολικά ως μεθόδου κατανομής των οικονομικών πόρων. Η λογική πίσω από αυτή είναι πως το σύστημα της αγοράς στερεί από την κοινωνία την ικανότητα να καθορίζει συλλογικά την οικονομική διαδικασία, την οποία αφήνει αντίθετα στο υποτιθέμενο «αόρατο χέρι» της αγοράς, το οποίο, όμως, όπως έχει δείξει η ιστορική εξέλιξη του συστήματος, οδηγεί αναπόφευκτα σε αυξανόμενη συγκέντρωση εισοδήματος και πλούτου (και συνεπώς οικονομικής και πολιτικής δύναμης) στα χέρια των ολίγων. Αυτό είναι αναπόφευκτο, επειδή η αυξανόμενη συγκέντρωση πλούτου/εισοδήματος είναι ενσωματωμένη στη λογική «ανάπτυξη ή θάνατος» του καπιταλιστικού συστήματος της αγοράς. Στην πραγματικότητα, το σύστημα της αγοράς, όχι μόνο δεν είναι η τέλεια μέθοδος για την κατανομή των πόρων, όπως διαφημίζεται από τους διανοούμενους κλπ στην υπηρεσία του, αλλα μπορεί να δειχθεί ότι είναι η χειρότερη, τόσο θεωρητικά όσο και ιστορικά.[5] Αυτό συμβαίνει όχι μόνο εξαιτίας των ενδημικών καταστροφικών κρίσεων του συστήματος, αλλά, ακόμη πιο σημαντικό, εξαιτίας του γεγονότος ότι οδηγεί τελικά σε εξαιρετικά άνισες κοινωνίες και οικονομίες, που επιπλέον καταστρέφουν και το περιβάλλον – όλα στο όνομα του κέρδους.
Η σοσιαλιστική οικονομία ήταν ένα εγχείρημα που είχε σκοπό να αποκαταστήσει τον κοινωνικό έλεγχο πάνω στην οικονομική διαδικασία, δηλαδή να μπορεί η ίδια η κοινωνία συλλογικά να δίνει απαντήσεις στα θεμελιώδη οικονομικά ερωτήματα που αντιμετωπίζει κάθε κοινωνία, όπως μαθαίνουν οι πρωτοετείς φοιτητές οικονομικών: δηλαδή, τι παράγεται, πώς παράγεται και για ποιον. Μια κοινωνία, στην οποία η οικονομία ελέγχεται συλλογικά και είναι σε θέση να καθορίζει ποιες ανάγκες θα καλυφθούν και πώς με βάση τους υπάρχοντες πόρους αντιπροσωπεύει στην πραγματικότητα μια μορφή κοινωνικής απελευθέρωσης, και η ρώσικη επανάσταση του 1917 αντιπροσώπευε ακριβώς μία τέτοια προσπάθεια για κοινωνική απελευθέρωση. Δυστυχώς, για λόγους που εξέτασα αλλού,[6]η μέθοδος της κατανομής των πόρων στη βάση του κεντρικού σχεδιασμού, ο οποίος στόχευε να υλοποιήσει το πρόταγμα για τον συλλογικό έλεγχο της οικονομίας, μολονότι ήταν πολύ πιο επιτυχημένη από το σύστημα της αγοράς όσον αφορά την ικανοποίηση των βασικών αναγκών όλων των πολιτών (και όχι μόνων εκείνων με παχιά πορτοφόλια, όπως στις καπιταλιστικές κοινωνίες) απέτυχε εξαιτίας της γραφειοκρατικής (μη δημοκρατικής) του φύσης . Όχι με την έννοια της πολιτικής δημοκρατίας, καθώς στην πραγματικότητα καμία αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» δεν είναι πραγματική δημοκρατία, Ουτε βέβαια γίνεται τέτοια, απλά επειδή έχει καταφέρει καλύτερα από κάθε άλλο πολιτικό σύστημα να συγκαλύπτει την τεράστια συγκέντρωση δύναμης που εξασφαλίζει το ίδιο το θεσμικό της πλαίσιο! Αλλά, κυρίως, με την έννοια ότι δεν ήταν ούτε μία οικονομική δημοκρατία, όπως υποσχέθηκε να είναι, με την έννοια ότι οι πολίτες ως εργάτες, υπάλληλοι, καθώς και ως καταναλωτές να παίρνουν τις θεμελιώδεις οικονομικές αποφάσεις, οι οποίες, αντίθετα, λαμβάνονταν από τις διάφορες γραφειοκρατίες. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι αδιανόητο να δημιουργηθεί μία διαφορετική μορφή κοινωνικά ελεγχόμενης οικονομίας, όπου οι συνελεύσεις των πολιτών λαμβάνουν όλες τις θεμελιώδεις οικονομικές αποφάσεις, ως παραγωγοί και καταναλωτές, στο πλαίσιο μίας πραγματικής οικονομικής δημοκρατίας.[7]
Όμως, μια τέτοια εναλλακτική οικονομία θα αντιμετωπίσει άμεσα μια ακόμα χειρότερη επίθεση από τη ΝΔΤ και την Υ/Ε από αυτή που αντιμετωπίζει η Ρωσία σήμερα. Πράγμα που σημαίνει ότι είναι αδύνατο να χτιστεί σήμερα από οποιονδήποτε λαό στη γη παρόμοια οικονομία, εάν δεν έχει εξασφαλίσει πρώτα την εθνική και οικονομική κυριαρχία του. Με άλλα λόγια, η κοινωνική απελευθέρωση σήμερα περνάει αναπόφευκτα μέσα από την εθνική απελευθέρωση. Γι’αυτό ο σημερινός κοινωνικός αγώνας δεν μπορεί να είναι απλά ένας αγώνας για την κοινωνική απελευθέρωση, όπως προτείνουν οι παλαιολιθικοί Μαρξιστές, αναρχικοί κ.α., αλλά πρέπει να είναι και αγώνας για την εθνική απελευθέρωση.
- Μια «ενδιάμεση» κοινωνικά-ελεγχόμενη οικονομία της αγοράς
Εάν επομένως η συνέχιση του σημερινού συστήματος των ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών είναι καταστροφική για όλους τους ανθρώπους στον κόσμο, εκτός από μία μικρή μειονότητα του παγκόσμιου πληθυσμού που ωφελείται από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, και εάν η άμεση δημιουργία μίας εναλλακτικής κοινωνικά ελεγχόμενης οικονομίας αποκλείεται αυτή τη στιγμή για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, τα κρίσιμα ζητήματα που αντιμετωπίζει η Ρωσία σήμερα, και συγκεκριμένα οι απαντήσεις που θα πρέπει να δώσει σε αυτά, είναι σημαντικά για κάθε λαό στον κόσμο σήμερα που παλεύει για την απελευθέρωσή του.
Αλλά, τι μπορεί να κάνει η Ρωσία σήμερα, έτσι ώστε όχι μόνο να μπορέσει να ξεπεράσει την παρούσα κρίση, η οποία κάθε άλλο παρά προσωρινή είναι όσο δεν ελέγχει την οικονομική διαδικασία και επιπλέον δεν δημιουργεί τις συνθήκες για πραγματική εθνική κυριαρχία, που αποτελούν και τις προϋποθέσεις για την κοινωνική απελευθέρωση; Δεδομένου ότι ούτε το σημερινό της σύστημα κατανομής των πόρων μπορεί να διασφαλίσει πραγματική κυριαρχία, ούτε οι υποκειμενικές και αντικειμενικές συνθήκες για ένα εναλλακτικό σύστημα είναι παρούσες αυτή τη στιγμή, η μόνο εφικτή λύση σήμερα είναι, κατά την άποψή μου, ενδιάμεση. Δηλαδή, μια λύση ανάμεσα στα δύο συστήματα που περιεγράφησαν παραπάνω, που θα συνεπάγεται όμως μία κοινωνικά ελεγχόμενη οικονομία της αγοράς, η οποία δεν θα είναι, εντούτοις, μία επανάληψη της αποτυχημένης σοσιαλδημοκρατίας που γνωρίσαμε στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες στη Δύση. Θα περιγράψω σύντομα παρακάτω τα κύρια βήματα που πρέπει να παρθούν σε αυτήν την κατεύθυνση βραχυπρόθεσμα και μέσο-μακροπρόθεσμα.
Τα άμεσα μέτρα που πρέπει να παρθούν σε αυτή τη διαδικασία μπορούν να περιγραφούν ως εξής :
- Μονομερής έξοδος από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ), το ΔΝΤ και παρόμοιους, ελεγχόμενους από την Υ/Ε, οργανισμούς, που θα δημιουργήσει τις απαραίτητες συνθήκες για οικονομική και εθνική κυριαρχία.
- Ακύρωση κάθε νομοθεσίας που στοχεύει στο παραπέρα άνοιγμα και στην απελευθέρωση των αγορών, τις ιδιωτικοποιήσεις και άλλες παρόμοιες «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», που έχουν επιβληθεί από την Υπερεθνική Ελίτ μέσω των παραπάνω θεσμών· οι αγορές πρέπει να υπόκεινται σε κοινωνικό έλεγχο για την προστασία της εργασίας, του περιβάλλοντος και της εθνικής οικονομίας από τη λειτουργία της ίδιας της αγοράς ·
- Ακύρωση του ξεπουλήματος του κοινωνικού πλούτου σε ολιγαρχίες και Πολυεθνικές ·
- Επιβολή αυστηρών κοινωνικών ελέγχων σε όλες τις αγορές (εμπορευμάτων, εργασίας και κεφαλαίου). Οι βασικές κοινωνικές ανάγκες θα πρέπει να καλύπτονται από έναν νέο κοινωνικοποιημένο (όχι απλά εθνικοποιημένο) τομέα στον οποίο η ιδιωτική επιχειρηματικότητα θα πρέπει να αποκλειστεί. Αυτός ο τομέας θα πρέπει να διευθύνεται από τις συνελεύσεις των εργαζομένων στις κοινωνικές υπηρεσίες, κάτω από την καθοδήγηση της Κυβέρνησης και των τοπικών αρχών, οι οποίες θα χρηματοδοτούν αυτές τις υπηρεσίες μέσα από έναιδιαίτερα «προοδευτικό» φορολογικό σύστημα·
- Επανασχεδιασμός του ευρύτερου δημοσίου τομέα, στον οποίο περιλαμβάνονται οι υπηρεσίες που καλύπτουν μη βασικές κοινωνικές ανάγκες (τράπεζες, ενέργεια, μεταφορές, επικοινωνίες κλπ), οι οποίες μπορούν να διευθύνονται από τους εργαζομένους του δημοσίου τομέα και τους αντιπροσώπους των συνελεύσεων των πολιτών κάτω από τη γενική καθοδήγηση της κυβέρνησης ·
- Η εξασφάλιση πλήρους απασχόλησης για όλους τους πολίτες όπως και ενόςελαχίστου εισοδήματος για όλους (που θα καλύπτει τουλάχιστον τις ανάγκες επιβίωσης για τροφή, ένδυση, στέγαση κλπ) μέσω της βαριάς φορολόγησης των προνομιούχων κοινωνικών ομάδων (η οποία θα ακολουθήσει μία πραγματική απογραφή όλου του πλούτου και του εισοδήματος τους, συμπεριλαμβανομένων και των καταθέσεων στο εξωτερικό) ·
- Τέλος, η απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή όλων των παραπάνω βραχυπρόθεσμων μέτρων, όπως και των μέτρων που θα παρθούν μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, είναι η ριζική αλλαγή των γεωπολιτικών σχέσεων, έτσι ώστε το ‘Λιβυκό’ και ‘Ουκρανικό’ παράδειγμα να μην επαναληφθούν στις χώρες που γενικά απομακρύνονται από τη ΝΔΤ. Μια τέτοια αλλαγή προϋποθέτει τη δημιουργία μιας διεθνούς πολιτικής και οικονομικής ένωσης όλων των χωρών που σήμερα αντιστέκονται στη ΝΔΤ, οι οποίες θα είναι πρόθυμες να υιοθετήσουν ένα πρόγραμμα σαν αυτό που περιγράφτηκε εδώ. Μία τέτοια ένωση θα μπορούσε να είναι μία διευρυμένη Ευρασιατική Ένωση κυρίαρχων εθνών που θα υιοθετήσουν τα παραπάνω μέτρα και θα μπορούσε να περιλαμβάνει χώρες πέρα από αυτές στην Ευρασιατική περιοχή που αντιστέκονται στη ΝΔΤ –δηλαδή από τη Βενεζουέλα και τη Βολιβία μέχρι χώρες από την περιφέρεια της ΕΕ που θα αποσπαστούν από αυτή, και τους λαούς στη Μέση Ανατολή (Συρία, Ιράν κ.α.).
Οι μέσο-μακροπρόθεσμοι στόχοι θα πρέπει να στοχεύουν στο ξανά-χτίσιμο των παραγωγικών και καταναλωτικών δομών, έτσι ώστε να μπορεί να ανακύψει μια αυτο-δύναμη οικονομία. Οι στόχοι των μέτρων που θα μπορούσαν να παρθούν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου είναι οι ακόλουθοι:
- Αναβίωση του πρωτογενούς τομέα και αναζωογόνηση γενικά της υπαίθρου, μέσω της βαριάς χρηματοδότησης της γεωργίας, με στόχο έναν αυτοδύναμο πρωτογενή τομέα που θα μπορεί να καλύπτει τις περισσότερες βασικές ανάγκες. Η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε να συνοδευτεί από μια ριζική αποκέντρωση των κοινωνικών υπηρεσιών, έτσι ώστε οι πολίτες, άσχετα με τον τόπο κατοικίας τους, να μπορούν να απολαύουν ίδιας ποιότητας δωρεάν κοινωνικές υπηρεσίες στην Υγεία, την Εκπαίδευση κ.α..
- Δημιουργία ενός βιομηχανικού τομέα που θα μπορεί να καλύπτει τις περισσότερες βασικές ανάγκες όλων των πολιτών, και όσες είναι εφικτό από τις υπόλοιπες ανάγκες, μέσω διμερών ή πολυμερών εισαγωγών. Οι εισαγωγές θα χρηματοδοτούνται από τις εξαγωγές πλεονασμάτων αγαθών και υπηρεσιών (περιλαμβανομένου του τουρισμού).
- Ενθάρρυνση της ανάδυσης μιας νέας παραγωγικής δομής που θα αποτελεί κίνητρο για την ανάπτυξη ενός νέου καταναλωτικού προτύπου. Το νέο καταναλωτικό πρότυπο θα πρέπει να ορίζεται από τις αξίες και τις ανάγκες της αυτοδυναμίας, και θα συνάδει με τις παραδοσιακές αξίες κάθε λαού, αντί για τις αξίες και τις ανάγκες της παγκοσμιοποίησης. Αυτο θα σημαίνει επίσης πως θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη οι πιθανές οικολογικές επιπτώσεις, καθώς και το γεγονός ότι τα περισσότερα μη-βασικά αγαθα και υπηρεσίες που παράγονται σήμερα στοχεύουν στη κάλυψη τεχνητών αναγκών που δημιουργεί το μάρκετινγκ κλπ.
- Ανάπτυξη ενός μικτού συστήματος ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, που θα κυμαίνεται από τη μικρό-ιδιοκτησία (π.χ. γεωργία, μικρο-υπηρεσίες) μέχρι τις διάφορες μορφές κοινωνικής ιδιοκτησίας (από κοινωνικοποιημένες βιομηχανίες λ.χ. στην ενέργεια, τις επικοινωνίες, μέχρι τις μεταφορές και τις κο-οπερατίβες κλπ.).. Το μικτό αυτό σύστημα μπορεί να περιλαμβάνει «δημοτικές» επιχειρήσεις στις οποίες οι άνθρωποι που θα τις διαχειρίζονται θα είναι οι εργαζόμενοι σε αυτές, κάτω από την καθοδήγηση των δημοτικών συνελεύσεων, δηλαδή των συνελεύσεων των πολιτών στους κατά τόπους δήμους και κοινότητες οπου θα εδράζονται οι εν λόγω επιχειρήσεις. Και τέλος, ακόμη σημαντικότερο,
- Καθιέρωση ενός μικτού συστήματος κατανομής των πόρων για αυτό το μεταβατικό στάδιο, το οποίο θα αποτελείται από έναν συνδυασμό ενδεικτικού σχεδιασμού (που διακρίνεται από τον αναγκαστικό κεντρικό σχεδιασμό), οικονομικής δημοκρατίας (όπως την ορίζουμε σαν συστατικό στοιχείο μιας Περιεκτικής Δημοκρατίας) και της αγοράς.
* Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Αγγλική έκδοση της εφημερίδας Pravda.ru στις 22/12/2014 και παράλληλα στο διεθνές περιοδικό της Περιεκτικής Δημοκρατίας, The International Journal of Inclusive Democracy. Η μετάφραση είναι των Πάνου Λιβιτσάνου και Μιχάλη Δαγτζή.
[1] “Western nations want to chain ‘the Russian bear’” – Putin, RT, http://rt.com/news/215523-crisis-payment-bear-chain/
[2] Βλ. Τ.Φ., “Ο οικονομικός πόλεμος, το κύριο όπλο της Δύσης”, antipagkosmiopoihsh.gr,14/12/2014
[3] Charles Clover, “Clinton vows to thwart new Soviet Union”, Financial Times, 6/12/2012
[4] Editorial, “Putin at bay”, The Times, 17/12/2014
[5] Βλ., Περιεκτική Δημοκρατία-10 Χρόνια Μετά (Ελεύθερος Τύπος 2008 και on line εδώ), κεφ.1
[6] Βλ. “The Catastrophe of Marketization”, DEMOCRACY & NATURE, Vol. 5, No. 2 (July 1999) pp. 275-310
[7] Περιεκτική Δημοκρατία – 10 Χρόνια Μετά, κεφ. 5-6
Ανάρτηση από: http://www.inclusivedemocracy.org