Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2015

Η ώρα της ευθύνης για την Αριστερά (Βάρκιζες και Μπρεστ-Λιτόβσκ)

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις επικείμενες εκλογές πρέπει ήδη να θεωρείται δεδομένη. Αυτό που δεν ξέρουμε είναι το μέγεθός της. Ελπίζει πάντως κανείς ότι τα δύο αντιμνημονιακά κόμματα, ΣΥΡΙΖΑ και Αν.Ελ., θα έχουν μια καθαρή, όσο το δυνατόν σαφέστερη εντολή και πλειοψηφία, ώστε να μπορέσουν να εφαρμόσουν (και να μην έχουν καμία δικαιολογία να μην το κάνουν) την υπόσχεση που έδωσαν στον ελληνικό λαό. Τη διακοπή δηλαδή της μνημονιακής πορείας καταστροφής και υποδούλωσης της Ελλάδας.
Η χώρα δεν μπορεί να παραμείνει περισσότερο μεταξύ Μνημονίου και «αντι-Μνημονίου» - πρέπει να αποφασίσει που θα πάει. ‘Ηδη άλλωστε έχει πάρα πολύ εξασθενήσει από τον οικονομικό πόλεμο που την εξοντώνει. Αν παραμείνει στη σημερινή τροχιά σε λίγο δεν θα έχει μείνει από αυτή τίποτα άλλο παρά ένα «κουφάρι» ηλικιωμένων  ανθρώπων, ανήμπορων να οργανώσουν οποιαδήποτε αντίσταση.
Πρέπει επίσης ΣΥΡΙΖΑ και Αν.Ελλ. να δοκιμαστούν ως προς αυτό που ισχυρίζονται ότι είναι (αποτελεσματικά και αξιόπιστα εργαλεία διακοπής της μνημονιακής καταστροφής και εθνικής ανόρθωσης). ‘Η θα τα καταφέρουν και θα πραγματοποιήσουν έναν πράγματι ιστορικής σημασίας θρίαμβο, ή θα αποτύχουν και ο ελληνικός λαός θα πρέπει να αναζητήσει, ακόμα και εκ του μηδενός, άλλα πολιτικά εργαλεία να τον εκφράσουν. ‘Οσο τουλάχιστο διεκδικεί μια στοιχειωδώς αξιοπρεπή, συντεταγμένη πολιτική ζωή και εθνική ύπαρξη.

Αν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σεβαστεί την κοινωνική δυναμική που εκτόξευσε αυτό το κόμμα στην αυριανή κυβέρνηση, τότε μπορεί να πάει σε θρίαμβο. Αν όχι, αυτή η ίδια δύναμη που ανύψωσε τον ΣΥΡΙΖΑ θα τον καταστρέψει με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα και πολύ μεγάλη ευκολία, όπως υποδεικνύει άριστα το παράδειγμα των Παπανδρέου, Βενιζέλου, Σαμαρά, Κουβέλη ή Καρατζαφέρη και των κομμάτων τους.

Στην πραγματικότητα, η νίκη των «αντιμνημονιακών» δεν θα είναι τόσο αποτέλεσμα του τι είναι, είπαν και έκαναν τα δύο αντιμνημονιακά κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ και Αν.Ελ.). Θα είναι αποτέλεσμα του ίδιου του προγράμματος καταστροφής και υποδούλωσης των «μνημονίων» - ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, των δανειακών συμβάσεων, γιατί αυτές οργάνωσαν την νέο-αποικιοκρατική σχέση.

Ο όρος «Μνημόνιο» επικράτησε να «υπερχρησιμοποιείται» και από τον γράφοντα. Στην πραγματικότητα όμως είναι οι δύο δανειακές συμβάσεις που προσδιόρισαν την καρδιά της αποικιακής σχέσης και την τροχιά της παγκοσμίως πρωτοφανούς οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής στην Ελλάδα της τελευταίας πενταετίας. Τα μνημόνια και τα μεσοπρόθεσμα περιέγραψαν τις πολιτικές εφαρμογής των δανειακών. ‘Οσο και να τα βελτιώσει κανείς δεν μπορεί να αναιρέσει την ουσιαστική σχέση υποδούλωσης και καταστροφής που εγκαθίδρυσαν οι δανειακές συμβάσεις και επέβαλε η υποχρέωση εξυπηρέτησης (με διαρκή ύφεση και καταστροφή των πιο ζωτικών κρατικών λειτουργιών) ενός μη βιώσιμου χρέους. Γι’ αυτό και προκαλούν μεγάλη απορία και αρκετή σύγχυση ορισμένες κατά καιρούς ιδέες και δηλώσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με τους οποίους θα «σχίσουν» τα Μνημόνια, αλλά δεν θα καταγγείλουν τις δανειακές.

Υπενθυμίζουμε ότι μεταξύ άλλων όρων που περιέχουν οι δανειακές συμβάσεις, περιλαμβάνεται η παραίτηση από την ασυλία λόγω εθνικής κυριαρχίας, η δέσμευση του συνόλου της δημόσιας περιουσίας, η εισαγωγή του αγγλικού αποικιακού δικαίου, η έμμεση απαγόρευση προσφυγής σε άλλους δανειστές και πολλά άλλα. Επί τη βάσει των διατάξεων των δανειακών, οι Πιστωτές μπορούν να κατασχέσουν ακόμα και την Ακρόπολη, σύμφωνα τουλάχιστο με μια από τις εκδοχές των νομικών ερμηνευτών των κειμένων. Αυτό δεν είναι αστείο ή σχήμα λόγου και γι’ αυτό πρέπει ασφαλώς να λογοδοτήσουν οι Πρωθυπουργοί και οι Υπουργοί που τις υπέγραψαν, αρχής γενομένης με τον Γιώργο Παπανδρέου, για το αδίκημα ενδεχομένως και της εσχάτης προδοσίας. Με δύο λόγια, είναι οι Δανειακές που οργανώνουν νομικά την επίθεση στην εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία.

Επειδή οι ‘Ελληνες πολιτικοί ειδικεύονται στην εξαπάτηση των πολιτών, τείνουν να πιστέψουν ότι τα λόγια και τα γραπτά δεν έχουν σημασία. Δεν ξέρουμε τι θα συμβεί στο μέλλον. Η κατάργηση και πάντως η αμφισβήτηση, η μη αναγνώριση από μια κυβέρνηση της αριστεράς των αποικιακών όρων των δανειακών έχει τεράστια πολιτική, νομική, ιδεολογική, πρακτική σημασία. Αν αύριο, σε συγκυρία που δεν μπορούμε να προβλέψουμε ακριβώς σήμερα, η Ελλάδα βρεθεί στα διεθνή δικαστήρια, όπως αίφνης η Αργεντινή, τα όσα συνομολόγησε η ίδια αποκτούν πολύ μεγάλη σημασία.

Να σημειώσουμε επ’ ευκαιρία ότι η Δανειακή Σύμβαση συντάχθηκε από το βρετανικό δικηγορικό γραφείο «Slaugther and May». Αυτό συνέταξε και το σχέδιο Ανάν που μετέτρεπε την Κύπρο σε προτεκτοράτο του «διεθνούς παράγοντα», αναθέτοντας τη διακυβέρνησή της σε τρεις ξένους δικαστές και σειρά άλλων αξιωματούχων που διόριζε ο ΓΓ του ΟΗΕ και αυτοί διόριζαν τους διαδόχους τους. Τόσο οι δανειακές όσο και το Ανάν δεν είναι τυχαία κείμενα, «λάθη», «συμπτώσεις». Είναι (όπως και η συνθήκη του Μάαστριχτ) σταθμοί στην οικοδόμηση παγκόσμιου ολοκληρωτισμού, μιας «Βασιλείας του Χρήματος» που έρχεται να αντικαταστήσει την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, που διακήρυξε η Γαλλική Επανάσταση. Μιλάμε για μια «ολοκληρωτική αυτοκρατορία της παγκοσμιοποίησης», που προϋποθέτει καταστροφή των εθνών-κρατών και της όποιας δημοκρατίας, ελευθεριών και κοινωνικών δικαιωμάτων διαθέτουμε. ‘Ολα αυτά άλλωστε υπάρχουν και θεμελιώνονται μόνο στο επίπεδο του έθνους κράτους. Δημοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα δεν υπάρχουν και δεν θεμελιώνονται σήμερα σε περιφερειακό ή σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε αυτό το επίπεδο ισχύει η δικτατορία των  Αγορών και της Αμερικής – και της Γερμανίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Συστηματική και συντριπτική κριτική των δανειακών συμβάσεων έχουν κάνει νομικοί όπως ο Γιώργος Κασιμάτης, ο Κώστας Χρυσογόνος, ο Δημήτρης Κατρούγκαλος και αρκετοί άλλοι και δεν χρειάζεται να επιμείνουμε εδώ. Ειδικά το περιοδικό «Επίκαιρα» δημοσίευσε σειρά εμπεριστατωμένων άρθρων για το θέμα από τον Μάιο του 2010 και μετά.

Αναμένει λοιπόν κανείς μια από τις πρώτες πράξεις  της νέας αντιμνημονιακής κυβέρνησης να είναι η καταγγελία των δύο δανειακών συμβάσεων, η αμφισβήτηση της νομιμότητάς τους, ώστε να δημιουργηθεί η νομική βάση της επαναδιαπραγμάτευσης.

Ασφαλώς μια χώρα στην τραγική κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα και με τον καταθλιπτικό συσχετισμό δυνάμεων που αντιμετωπίζει, μπορεί να χρειαστεί να προτιμήσει ένα συμβιβασμό, από μια διεκδίκηση του 100% των δικαίων της, ένα «Μπρεστ Λιτόφσκ», όπως είναι τελευταίως της μόδας σε ορισμένους φίλους της αριστεράς.

Ο Λένιν πήγε όντως σε έναν οδυνηρό συμβιβασμό (Μπρεστ Λιτόφσκ) με τη Γερμανία. Το έκανε μετά, όχι πριν την Επανάσταση και για να τη σώσει. Διότι υπήρξαν Μπρεστ Λιτόφσκ και Βάρκιζες, στη δική μας ιστορία όμως ευδοκίμησαν οι Βάρκιζες (1)

Ακόμα και για να βρεις συμβιβασμό, για να πας σε μια ουσιαστική διαπραγμάτευση πρέπει να οργανώσεις τη σύγκρουση. Δεν είναι δυνατόν να ακούμε από στελέχη της αριστεράς, έστω και μεμονωμένα, αλλά όχι χωρίς επιρροή, ότι δεν μπορούμε να προχωρήσουμε σε μονομερείς ενέργειες ή να αμφισβητήσουμε υπογραφείσες συμφωνίες. Σε επόμενο άρθρο μας θα εξετάσουμε τα βασικά νομικο-πολιτικά επιχειρήματα με τα οποία μπορεί και πρέπει η επόμενη κυβέρνηση να αμφισβητήσει τις υπογραφείσες δανειακές συμβάσεις.

Αναφερόμαστε στη συμφωνία της Βάρκιζας του Φεβρουαρίου 1945. Η παντοδύναμη τότε ηγεσία του ΚΚΕ, επικεφαλής τεράστιου και ενόπλου λαϊκού κινήματος, του μεγαλύτερου στην Ευρώπη του Χίτλερ, που είχε ακόμα την εξουσία στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της χώρας, την παρέδωσε συμφωνώντας στον μονομερή αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, χωρίς καν να διασφαλίσει όρους που θα επέτρεπαν να μην πάει η χώρα σε αιματοχυσία. Η συμφωνία της Βάρκιζας θεωρήθηκε ορθώς μια από τις μεγαλύτερες   προδοσίες στην παγκόσμια ιστορία των επαναστατικών κινημάτων. Ακολουθήθηκε από έναν από τους σκληρότερους και πιο τραγικούς εμφύλιους στην ευρωπαϊκή ιστορία.

Πιστός υπηρέτης της τρόικα, η εγχώρια ολιγαρχία ονειρεύεται μια καινούρια «Βάρκιζα», όπως δήλωσε πέρυσι ο κ. Μπαλτάκος. Αν το 1945 η αριστερά παρέδωσε τα όπλα της, σήμερα οι Πιστωτές ελπίζουν ότι θα παραδώσει τα νομικά και πολιτικά όπλα αμφισβήτησης των δανειακών και μνημονίων, ότι θα αναγνωρίσει τις αποικιακές συμβάσεις, με αντάλλαγμα κάποια οικονομικά ψίχουλα και την ψευδαίσθηση μακροημέρευσης στην εξουσία. Στη δεκαετία του 1940 η Ελλάδα οδηγήθηκε στον εμφύλιο μετά τον αφοπλισμό. Τυχόν αναγνώριση του νομικού καθεστώτος Δανειακών και Μνημονίων από κυβέρνηση της αριστεράς δεν θα αποτρέψει ίσως μελλοντική «εξέγερση» του ελληνικού λαού. Αλλά θα καταστήσει πολύ δυσχερέστερους τους όρους της.


Ανάρτηση από: http://konstantakopoulos.blogspot.gr