Του Βαγγέλη Πισσία*
«Το χρέος δεν είναι βιώσιμο, αυτή ήταν και
είναι η πάγια θέση μας, με αυτήν απαντάμε στην κυβέρνηση που υποκλίνεται στους τροϊκανούς…
Αν δεν παραγραφεί, ολόκληρο ή κατά το μέγα μέρος του, ανάπτυξη στη χώρα δεν θα υπάρξει».
«Πάντων χρέος κρατεί» λοιπόν και όχι «νους»,
όπως έλεγε ο Αναξαγόρας… Και υπέρτατος σκοπός η βιωσιμότητα του χρέους, κατά την
επικρατούσα πολιτική αντίληψη.
Αντίληψη η οποία δεν διαχέεται από μονεταριστές
οικονομολόγους ή από ένα, κάποιο, νεοφιλελεύθερο κόμμα, αλλά από τη μείζονα αντιπολίτευση,
αυτήν που αυτοαναφέρεται στον αριστερό, ριζοσπαστικό προσανατολισμό της. Ομως, η
μονοσήμαντη, εμμονική και μάλλον ηττοπαθής αναφορά στο πρόβλημα του χρέους κι ο
ισχυρισμός ότι χωρίς τη διαγραφή του η οικονομία της χώρας δεν θα μπορέσει να αναπτυχθεί,
όχι μόνο υποβαθμίζουν τη διαπραγματευτική δυνατότητα της χώρας αλλά και εκτοπίζουν
το, πράγματι, θεμελιώδες πρόβλημα της βιωσιμότητας της ελληνικής παραγωγής.
Ο Μαρξ, στην εισαγωγή των Grundrisse (1857), εκθέτει με σαφήνεια τη θέση πως κάθε κοινωνία οφείλει να αναλύεται
ως ένας «συλλογισμός», που περιλαμβάνει τις εξής οικονομικές διαδικασίες ή φάσεις:
Παραγωγή (ως καθολικότητα) / διανομή-ανταλλαγή (ως μερικότητα) / κατανάλωση (ως
ατομικότητα), και υποστηρίζει πως η πρώτη, η παραγωγή, ως οργανική ολότητα, επικαθορίζει
όλες τις άλλες διαδικασίες ή φάσεις. Συνάγεται συνεπώς ότι το χρήμα, μορφή του οποίου
είναι το χρέος, αν και στην εποχή μας έχει κυριαρχήσει στη σφαίρα της κυκλοφορίας
των ανταλλακτικών αξιών, υποτάσσεται, σε τελευταία ανάλυση, στην παραγωγική διαδικασία,
η οποία αποτελεί την κύρια διαδικασία της γενικής κίνησης του κεφαλαίου.
Συνάγεται, δηλαδή, ότι η παραγωγική δυναμική
είναι αυτή που υπερέχει στη γενική κίνηση του κεφαλαίου και, σε τελευταία ανάλυση,
δημιουργεί την οικονομική ανάπτυξη. Ο ισχυρισμός αυτός δεν αφορά μόνο παρελθούσες
εποχές αλλά ισχύει ακόμη και σήμερα, στην κρίσιμη αυτή φάση ακμής -και συνάμα παρακμής-
του καζινο-καπιταλισμού
Το αναποδογύρισμα του μαρξιανού παραδείγματος, που μόλις περιγράφηκε, φανερώνει έλλειψη -ή και άρνηση-
κατανόησης τόσο της γενικής όσο και της ειδικής κίνησης του κεφαλαίου, εκείνης που
συνδέεται με τις εκάστοτε προϋποθέσεις (γενικές και ειδικές) μετατροπής του χρηματικού
κεφαλαίου σε παραγωγικό κεφάλαιο.
Το αναποδογύρισμα αυτό εξηγεί το έλλειμμα
τεκμηρίωσης των πρόσφατων εξαγγελιών του ΣΥΡΙΖΑ για την αντιμετώπιση της ανεργίας
πάνω σε αξιόπιστα ποσοτικά και προπαντός ποιοτικά μεγέθη. Στην απουσία, με άλλα
λόγια, εξειδικευμένης ανάλυσης της εσωτερικής σχέσης του παραγωγικού κεφαλαίου
(εργασία/μέσα παραγωγής), με δεδομένη σήμερα τη χαμηλή δυνατότητα κινητοποίησης
χρηματικού ή δανειακού κεφαλαίου.
Ανάλυσης όπου η «εργασία» θα προσδιορίζεται
τόσο ποσοτικά, ως το ένα τμήμα δηλαδή του παραγωγικού κεφαλαίου, όσο και τεχνικά,
ως ένα φάσμα μορφών-τύπων παραγωγικής εργασίας, κατάλληλων για την ανάπτυξη ενός
ιδιότυπου και οικονομικά αποτελεσματικού παραγωγικού μοντέλου. Οπου, παράλληλα,
τα «μέσα παραγωγής» θα προσδιορίζονται και αυτά τόσο ποσοτικά, ως το έτερο τμήμα
του παραγωγικού κεφαλαίου, όσο και τεχνολογικά, ως ένα κατάλληλα διαρθρωμένο φάσμα
τεχνικών μέσων-εξοπλισμών, κατάλληλων επίσης για την αξιοποίηση των διαθέσιμων και
δημιουργούμενων μορφών παραγωγικής εργασίας, με σκοπό τη μεγιστοποίηση του οικονομικού
και κοινωνικού αποτελέσματος.
Τέλος, το αναποδογύρισμα του μαρξιανού –και όχι μόνο- παραδείγματος εξηγεί την έλλειψη αξιολόγησης ή επεξεργασίας
παλιών και νέων μορφών βιομηχανικού κεφαλαίου (βιομηχανικό υπό την ευρεία έννοια
του αγκαλιάσματος κάθε κλάδου ή τύπου της παραγωγής, όπως αναφέρει ο Μαρξ) ή αγροτικού
(καλλιεργητικού ή μεταποιητικού) κεφαλαίου.
Τα χρόνια των πρώτων μνημονίων πέρασαν, αλλά είναι πολύ πιθανό τα μέτρα που μας επέβαλαν να επανέλθουν με
διαφορετικό όνομα. Η παγίδευση του ΣΥΡΙΖΑ σε διαχειριστικές, χρηματοοικονομικές
προσεγγίσεις, η αποξένωσή του από τα εργαλεία της οικονομικής πολιτικής, βιομηχανικής-μεταποιητικής
και αγροτικής, δεν επιτρέπει να υπάρξει αποτρεπτική και συνάμα δημιουργική απάντηση.
Οπως και η απουσία βιώσιμης, ρεαλιστικής, δομικής -και όχι απλά συγκυριακής- προγραμματικής
πρότασης που θα μετασχηματίσει την παραγωγική βάση της χώρας, θα τη στήσει στα πόδια
της, δίνοντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα εδραίωσης ενός κοινωνικά δίκαιου, αξιοπρεπούς
αλλά και παραγωγικά ικανού εργασιακού καθεστώτος, δεν ανοίγει έναν διαφορετικό δρόμο.
Πηγαίνοντας ο ΣΥΡΙΖΑ προς τις εκλογές με κεντρικό επιχείρημα τη διαπραγματευτική του δεινότητα (ποιος
όμως θα κάμψει ποιον, πώς και γιατί… ίδωμεν), δεν μπορεί να πείσει τα κοινωνικά
στρώματα που συνδέονται άμεσα με την παραγωγή ή εκείνα που κατάλαβαν, έστω και αργά,
την αναγκαιότητά της. Στην περίπτωση αυτή η ψήφος του ελληνικού λαού θα είναι ψήφος
εκδίωξης των νυν και αβέβαιης ελπίδας προς αυτούς που έρχονται. Μια τέτοια ψήφος
όμως δεν θα εκφράσει ένα δυναμικό παρόν και δεν θα προοιωνίζεται ένα επιθυμητό μέλλον.
*Δρ Οικονομικών Σχέσεων.
Ανάρτηση από: http://www.efsyn.gr