Του Γεράσιμου Δεληβοριά
Η τοποθέτηση του Μανώλη Γλέζου σαν επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου του ΣΥΡΙΖΑ, είχε μεγάλη συμβολική σημασία και σίγουρα συνέβαλε στην εκλογική νίκη του κόμματος αυτού στις ευρωεκλογές, νίκη που άνοιξε τον δρόμο της επιτυχίας και στις εθνικές εκλογές. Ο Γλέζος, σύμβολο της Εθνικής Αντίστασης κατά τη γερμανική κατοχή, τοποθετούνταν επικεφαλής του αγώνα που στη συνείδηση του ελληνικού λαού στόχευε τη νέα γερμανική κατοχή.
Ο ίδιος ο Γλέζος, πίστεψε πως στρατεύονταν σ’ αυτόν τον αγώνα, γι’ αυτό και πρώτο μέλημα του στην Ευρωβουλή ήταν να βάλει στην ημερησία διάταξη το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων στη χώρα μας.
Τα στερνά (πάντοτε) τιμούν τα πρώτα. Τώρα φαίνεται καθαρά, πως η μετατόπιση του Γλέζου στις Βρυξέλλες, εξυπηρετούσε κι έναν δεύτερο στόχο. Την απομάκρυνση ενός ενοχλητικού γέροντα που με τις παρεμβάσεις του δυσκόλευε την ομαλή προσγείωση του συριζαϊκού επαναστατισμού στον πλανήτη της μνημονιακής πραγματικότητας.
Ήδη ο Γλέζος, λίγο πριν τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου κι ενώ φαίνονταν καθαρά η τάση επικράτησης του ΣΥΡΙΖΑ, δήλωνε πως πρώτη ενέργεια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν η καθιέρωση της απλής αναλογικής σαν πάγιο εκλογικό σύστημα και η (άκουσον, άκουσον) επανακήρυξη άμεσα εκλογών με το νέο σύστημα.
Φυσικά, ο ΣΥΡΙΖΑ (όλων των τάσεων) τήρησε αιδήμονα σιγή καθώς είχε ήδη κερδίσει την ανοχή έως και την αποδοχή της οικονομικής ολιγαρχίας και φυσικά δεν ήθελε με κανένα τρόπο να ταράξει τον βούρκο του πολιτικού συστήματος που την εξυπηρετούσε εδώ και σαράντα χρόνια, τον δικομματισμό και την κομματοκρατία.
Ήδη, μετά την τελευταία δήλωση συγγνώμης του Μανώλη Γλέζου προς τον ελληνικό λαό, ξεκίνησε η διαδικασία αποδόμησής του. Πρώτα με την επίσημη ανακοίνωση που αφήνει υπονοούμενα για τον γέρο που έχει ξεκουτιάνει και δεν καταλαβαίνει την πολυπλοκότητα της κατάστασης, είναι και μακριά και δεν έχει άμεση ενημέρωση και επίγνωση. Ύστερα με τα χαζοχαρούμενα γραφολογήματα (κακέ παππού, που στενοχωρείς τον εγγονό σου τον Αλέξη) και περιμένουμε τη συνέχεια.
Ο Γλέζος είναι η τρίτη περίπτωση συμβόλου που η αριστερά τον πετά σαν στιμένη λεμονόκουπα. Η δεύτερη ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης, ιδρυτής των Λαμπράκηδων. Η πετυχημένη αυτή οργάνωση που βοήθησε την προδικτατορική αριστερά (ΕΔΑ) να μαζικοποιηθεί ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Μίκη (ο ενικός είναι δείγμα της αγάπης μας) το 1964. Ο Θεοδωράκης την έβλεπε σαν ένα πολιτικό- πολιτιστικό μόρφωμα, με πρώτο στόχο την πολιτιστική επιμόρφωση του ελληνικού λαού. Γι’ αυτό και στην ιδρυτική επιτροπή συμμετείχαν κυρίως καλλιτέχνες και πνευματικοί άνθρωποι. Η ανταπόκριση κυρίως της νεολαίας, οδήγησε την ηγεσία της αριστεράς που μέχρι τότε τηρούσε επιφυλακτική στάση να την οικειοποιηθεί και να την καπελώσει βάζοντας γραμματέα, δηλαδή δερβέναγα τον Τάκη Μπενά, ένα κομματόσκυλο που ενδιαφέρονταν κυρίως για στρατολογίες και δημιουργία κομματικών οργανώσεων κι έγραφε στα παλιά του παπούτσια την πολιτιστική αναβάθμιση, η οποία εκφυλίστηκε και με ευθύνη του Θεοδωράκη σε φεστιβαλικές και κλακαδόρικες εκδηλώσεις. Η κατάσταση αυτή οδήγησε τον Θεοδωράκη να πεί την περίφημη φράση «ο Θεοδωράκης είναι ο κράχτης κι ο Μπενάς ο βοσκός».
Η πρώτη περίπτωση είναι φυσικά του πρωτοκαπετάνιου της Εθνικής Αντίστασης του Άρη Βελουχιώτη. Ο Βελουχιώτης, στρατιωτική και πολιτική ιδιοφυία, πίστευε πως ο πόλεμος εναντίον του κατακτητή μπορούσε να συνεχιστεί με ανταρτοπόλεμο, εκμεταλλευόμενος την ορεινή μορφολογία της πατρίδας μας. Η ηγεσία του ΚΚΕ αντίθετα, έβλεπε με καχυποψία το βουνό και τους αγροτοκτηνοτροφικούς πληθυσμούς και προωθούσε τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα κυρίως στις πόλεις με απεργίες, διαδηλώσεις κλπ. Για να ξεφορτωθεί τον Βελουχιώτη που την ενοχλούσε συνεχώς για να του δώσουν την άδεια και κάποια ανθρώπινη βοήθεια για ν’ ανεβεί στο βουνό, τον ξαπέστειλε με δυό τρείς ακόμη. Όταν όμως είδε το αντάρτικο να φουντώνει, έσπευσε να το καπελώσει, βάζοντας αρχηγό του ΕΛΑΣ τον στρατηγό Στέφανο Σαράφη, που σαν νεοφώτιστος κομμουνιστής ήταν ιδιαίτερα υπάκουος στην ηγεσία, υποτάσσοντας τον ένοπλο αγώνα των χωρικών στη στρατηγική της εξέγερσης στις πόλεις. Γι’ αυτό και δημιούργησε τον εφεδρικό ΕΛΑΣ στις πόλεις, στερώντας τον τακτικό ΕΛΑΣ από έμψυχο υλικό που θα του έδινε την δυνατότητα να απελευθερώσει μεγαλύτερες περιοχές της πατρίδας και να αναγκάσει τους Συμμάχους να ξεκινήσουν την απελευθέρωση της Ευρώπης από τη χώρα μας κι όχι την Ιταλία.
Η ιστορία γράφτηκε και δεν αλλάζει. Ή μήπως αλλάζει;
Η συστηματική και επίμονη διεκδίκηση των πολεμικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου, μπορούν ίσως να γίνουν η αιχμή του δόρατος ενός καινούργιου, αναβαθμισμένου αντιμνημονιακού αγώνα. Και η απαίτηση της αλλαγής του πολιτικού συστήματος ο δρόμος για να αναχθεί ο ελληνικός λαός σε κυρίαρχο της μοίρας του.
Μπορεί αυτός να είναι ο δρόμος. Και να τα καταφέρουμε αυτή τη φορά.