Στο σκοτάδι απαντάς με φως, όχι και μ’ άλλο σκοτάδι…
Του Χρύσανθου Ξάνθη
Ξεκαθαρίζω εξαρχής δύο πράγματα για την υπόθεση του μαύρου γκράφιτι στους τοίχους του ΕΜΠ. Δεν υιοθετώ όλα αυτά περί ποινικοποίησης, ανάληψης ευθυνών και διώξεων. Επίσης, δεν με ενδιαφέρει καν το ποιoς το έκανε. Αν πρόκειται για εκείνους ή τους άλλους, πώς έγινε και δεν τους είδαν, τι κρύβεται από πίσω κ.λπ. Απέφυγα να διαβάσω όλες τις προσεγγίσεις, μερικές φορές καλύτερα είναι να σκέφτεσαι μόνος σου. Ειδικά αν νιώθεις ότι πολλοί μιλούν για να υποστηρίξουν κάτι που ήδη έχουν στο μυαλό τους. Πήρα έναν καφέ και κάθισα για πάνω από μία ώρα και κοίταζα το αποτέλεσμα… Και με μεγάλη ελευθερία εκθέτω τη γνώμη μου.
Πρώτο, είναι μία εντελώς άτεχνη παρέμβαση. Για μένα είναι μία κακογουστιά, ένας χειρίστου είδους ερασιτεχνισμός, μία σπαρταριστή νεοελληνική καφρίλα, τόσο μα τόσο άξεστη. Άκουσα κάποιον να υποστηρίζει πως από μακριά κάτι δείχνει ο καλλιτέχνης… Πήγα και πιο μακριά. Δεν δείχνει τίποτε! Και ίσως οι δημιουργοί περισσότερο γελάνε με αυτούς που εφευρίσκουν μηνύματα παρά εκνευρίζονται με αυτούς που ασκούν κριτική στο μαύρο μπογιάτισμα. Υπάρχουν εκπληκτικά γκράφιτι, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, που είναι έργα τέχνης. Εδώ έχουμε τον «ποιητή Φανφάρα» να αφήνει τα ποιήματα και να εξασκείται στην τέχνη του γκράφιτι. Σκέφτομαι πως τόση κακογουστιά ίσως είναι επιλογή και όχι ανικανότητα.
Το δεύτερο που με τσιτώνει είναι το μέγεθός του. Φίλοι μου δημιουργοί, συγχωρέστε με, δεν βγάζω κανένα συμπέρασμα για εσάς, τα πιστεύω σας και τις ιδεολογικές σας αναφορές. Δεν με νοιάζουν. Αλλά αυτή η απίθανη κατοχή που κάνατε σε κάθε σπιθαμή χώρου, για μένα αγγίζει τα όρια μιας ολοκληρωτικής πρακτικής. Ο συνδυασμός κλίμακας και κακοτεχνίας είναι εχθρικός απέναντι σε οτιδήποτε ανθρώπινο, συναισθηματικό, φιλικό. Το δημιούργημα συμπεριφέρεται σαν κατακτητής, σαν να κραυγάζει «εδώ μόνο εμείς» (χουλιγκάνικο σύνθημα). Αυτή η επιβολή στο χώρο, στην οπτική, στην πόλη είναι ένας εξουσιαστικός σπασμός.
Μία φίλη μου είπε: «Ακριβώς αυτό απεικονίζει. Σκατά η Αθήνα, σκατά το Πολυτεχνείο, σκατά όλα. Οπότε πέτυχε τον σκοπό του να δείξει πόσο σκατά είμαστε». Της αντέτεινα πως και έτσι να ’ναι, αυτό δεν νομιμοποιεί κάποιον να έρθει να ξεράσει πάνω σου… Η όλη κίνηση είναι σαν έναν μάγκα που έρχεται ξαφνικά και φωνάζει με μία μικροφωνική στο αφτί των «μικροαστών» την αλήθεια του. Και προσπαθεί να σου ανοίξει το κεφάλι και να στην καρφώσει σαν πεζοναύτης μέσα σου. Βία… Σαν να έρχεται να προγκάρει μία αποχαυνωμένη κοινωνία… Όλη αυτή η λογική δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να αναπαράγει περασμένα πρότυπα και ξεπερασμένες μεθόδους.
Και κατά τη γνώμη μου δεν είναι όλα σκατά. Πιο κει υπάρχει μια κυρία που δίνει μισό ευρώ σε ένα ναρκομανή και του λέει «πάρε κουλούρι κι όχι πρέζα», υπάρχει ένας φούρνος που μοιράζει τυρόπιτες σε άστεγους, υπάρχει μία ομάδα που δίνει δωρεάν ψυχολογικές συμβουλές σε ανέργους. Υπάρχει κόσμος που μέσα στη μαυρίλα προσπαθεί να αντισταθεί. Χωρίς φανφάρες και «ουγκανιές». Αυτά, αν ήταν γκράφιτι, θα ήταν άλλα γκράφιτι και όχι η μαύρη καταχνιά που ετσιθελικά έως φασιστικά μας την φορέσατε καπέλο. Την επόμενη φορά πάρτε υπόψη σας και αυτή την Αθήνα…
Τρίτο, είναι το μέρος που επιλέχθηκε. Το Πολυτεχνείο, σαν ιστορικότητα, σαν αρχιτεκτονικό σύνολο, σαν ένα ψυχικό σημείο της πόλης. Προσωπικά δεν έχω αντίρρηση στο να παρέμβει κάποιος και σε τέτοια σημεία. Αρκεί, όμως, να ξέρει τι είναι το τούβλο και το γύψινο… Και άρα η παρέμβασή του να σέβεται αυτό που αντέχει τόσες δεκαετίες. Να μπορεί να δεθεί μαζί του ποιοτικά, να έχει συνάφεια και ως νόημα και ως τέχνη. Αλλιώς είναι σαν να κατουράς στην Ακρόπολη, να αποπατείς στο μνήμα της μητέρας σου, να ξερνάς στο φαγητό του παιδιού σου. Αφού θες να αναμετρηθείς με τέτοιο επίπεδο, να ’χεις και την ικανότητα να καταλαβαίνεις…
Δυστυχώς τις κοινωνίες τις πιο πολλές φορές τις δομούν, τις συγκροτούν οι εξουσίες και οι κυβερνήσεις. Οι κοινωνίες πολλές φορές αγανακτούν και προσπαθούν να αυτοδομηθούν, να ξεφύγουν. Και ανάμεσα σε αυτά υπάρχουν και κάποιοι άνετοι… που υποκλίνονται στο βασίλειο της ασυναρτησίας. Το γκράφιτι, μου κραύγασε στο αφτί, στο αφτί του 15χρονου πιτσιρικά μου: «Κάνε ό,τι γουστάρεις ρε, μαλάκες είναι όλοι!». Τώρα που έγραψα τη γνώμη μου θα αρχίσω να διαβάζω τις αναλύσεις για το τι ήθελε να πει ο «ποιητής Φανφάρας».
Ανάρτηση από: http://www.e-dromos.gr