Του Θοδωρή Αθανασιάδη
Ήταν ένας τραπεζίτης, ένας χρυσαυγήτης κι ένας μετανάστης κι είχαν μπροστά τους ένα πιάτο με δέκα κουλουράκια. Καθώς ο χρυσαυγήτης κοίταζε οργισμένος τον μετανάστη κι ο μετανάστης κοίταζε φοβισμένος τον χρυσαυγήτη, ο τραπεζίτης με το ένα χέρι έβαλε ένα κουλουράκι στο στόμα του και με το άλλο χέρι έβαλε άλλα οχτώ κουλουράκια στην τσέπη. Πέρασε κάμποση ώρα και, μόλις ο χρυσαυγήτης κοίταξε με απορία το μοναδικό κουλουράκι που είχε απομείνει στο πιάτο, έσκυψε ο τραπεζίτης και, δείχνοντας τον μετανάστη με το βλέμμα, του είπε συνωμοτικά στο αφτί: "Πρόσεχέ τον, θα σου το αρπάξει".
Ήταν ένας Αντώνης, ένας Βαγγέλης κι ένας Αλέξης. Και λέει ο Αντώνης: "Ρε παιδιά, πείνασα. Έχει τίποτε κουλουράκια να φάμε;". Και λέει ο Βαγγέλης: "Είχαμε αλλά τελείωσαν. Τα έφαγε ένας τραπεζίτης". "Και τώρα τί θα φάμε;", ξαναρωτάει ο Αντώνης. "Να πάει ο Αλέξης να φέρει", απαντάει ο Βαγγέλης. "Και γιατί να πάω εγώ;", ρωτάει ο Αλέξης. "Γιατί είσαι ο μικρότερος", απαντάει θυμωμένος ο Βαγγέλης. "Ναι, αλλά δεν έχω λεφτά", λέει ο Αλέξης. "Δεν πειράζει", απαντάει ήρεμα ο Αντώνης, "πάρε βερεσέ από τον φούρναρη και μετά στείλε τον Γιάνη να πληρώσει". "Μα ούτε ο Γιάνης έχει λεφτά", ξαναλέει ο Αλέξης με απορία. "Να του πεις να δανειστεί από τον τραπεζίτη", πετιέται ο Βαγγέλης. Κι έβαλαν κι οι τρεις τα γέλια κι έφυγε ο Αλέξης να φέρει κουλουράκια.
Ήταν ένας Γιάνης, μια Νάντια κι ένας έλληνας. Και λέει ο Γιάνης στον έλληνα: "Επειδή πήρα κάτι δανεικά για να αγοράσω κάτι κουλουράκια που φάγανε κάποιοι άλλοι και τώρα δεν έχω να τα επιστρέψω, πρέπει να πας να βρεις τον τραπεζίτη να τον πληρώσεις". Και λέει ο έλληνας: "Και γιατί πρέπει να πληρώσω εγώ, αφού άλλος πήρε τα δανεικά κι άλλος έφαγε τα κουλουράκια;". "Γιατί είναι πατριωτικό σου καθήκον", του απαντάει αυστηρά η Νάντια. "Και πώς να πληρώσω, που δεν έχω λεφτά;" ρωτάει ο έλληνας. "Μπορείς να τα δώσεις με δόσεις", τον καθησυχάζει η Νάντια. "Και τις δόσεις πώς θα τις πληρώνω, αφού δεν έχω λεφτά;" επιμένει ο έλληνας. "Σπίτι έχεις;", ρωτάει πονηρά ο Γιάνης. "Ρε, δεν με παρατάτε", λέει κι ο έλληνας, "δεν μου αρέσει αυτό το ανέκδοτο. Φεύγω να πάω σ' άλλο". Και τους άφησε να κοιτάζονται απορημένοι.
Ήταν μια Λαγκάρντ, ένας Σώυμπλε κι ένας Ντράγκι και κοιταζόντουσαν σιωπηλοί γιατί δεν είχαν χιούμορ και δεν μπορούσαν να βγάλουν ανέκδοτο. Και λέει η Λαγκάρντ: "Ρε σεις, δεν πάμε να βρούμε κανέναν έλληνα; Οι έλληνες είναι καλοί στα ανέκδοτα". Οι άλλοι δυο συμφώνησαν και άρχισαν να περπατάνε να βρουν κανέναν έλληνα. Λίγο πιο κάτω βρίσκουν έναν που καθόταν σ' ένα καφενείο κι έπινε τον καφέ του και τον πλησίασαν. "Να καθήσουμε μαζί σου, να φτιάξουμε ένα καλό ανέκδοτο;" ρωτάει ο Σώυμπλε. "Και δεν κάθεστε", απαντάει βαριεστημένα ο έλληνας, "μόνο μη περιμένετε να κεράσω καφέ γιατί δεν υπάρχει μία". "Και πώς θα βγει καλό ανέκδοτο δίχως κερασμένο καφέ;" αναρωτιέται με απογοήτευση ο Ντράγκι. "Ρε, γαμώ το φελέκι μου, τί κακό είναι τούτο", λέει αναστενάζοντας ο έλληνας, "να μη μπορώ να βρω ένα ανέκδοτο που να μη θέλουν να με βάλουν να πληρώσω..."
Ήταν ένας Άδωνις κι ένας Λαφαζάνης και πηγαίνανε στο παζάρι να πουλήσουνε ένα αρνί γιατί πλησίαζε το Πάσχα. Όπως πηγαίνανε, φτάνουν σε μια διασταύρωση. "Από δεξιά να πάμε", λέει ο Άδωνις. "Από αριστερά να πάμε", λέει ο Λαφαζάνης. "Από δεξιά", επιμένει ο Άδωνις. "Από αριστερά", πεισμώνει ο Λαφαζάνης. Κουβέντα την κουβέντα, πιάνονται στα χέρια. Με τα πολλά, περνάει από εκεί ένας έλληνας. "Να ζητήσουμε την γνώμη του", λέει ο Άδωνις. "Έγινε", συμφωνεί ο Λαφαζάνης και φωνάζει στον έλληνα: "Φίλε, να σε ρωτήσουμε κάτι;". "Να μένει το βύσσινο", λέει ο έλληνας, "κάτι θα με βάλετε να πληρώσω πάλι" και το βάζει στα πόδια. Τότε λέει ο Άδωνις: "Να ρωτήσουμε το αρνί κι ό,τι μας πει". "Έγινε", ξανασυμφωνεί ο Λαφαζάνης και ρωτάει το αρνί: "Εσύ από πού θες να πάμε στο παζάρι, από δεξιά ή από αριστερά;". Και λέει το αρνί: "Γιατί ρωτάτε εμένα; Εγώ χέστηκα. Απ' όπου και να πάμε, στην σούβλα θα καταλήξω".
Ήταν ένα αρνί κι ένας λαγός. Και ρωτάει ο λαγός το αρνί: "Το ανέκδοτο με την αλεπού στο παζάρι, το ξέρεις;". "Το ξέρω", απαντάει το αρνί και γυρίζει να φύγει. "Ε, πού πας;", του φωνάζει ο λαγός. "Άσε με, ρε συ, δεν μ' αρέσουν τα ανέκδοτα", απαντάει το αρνί δίχως να γυρίσει το κεφάλι. "Κάτσε ρε, ξέρω κι άλλα, θα γελάσουμε", επιμένει ο λαγός. Τότε το αρνί σταματάει, κοιτάει τον λαγό και του λέει: "Εσύ μπορεί να γελάσεις. Εγώ όποτε μπλέκω με ανέκδοτα, ή με τρώει το λιοντάρι ή καταλήγω στην σούβλα".
Ήταν ένας λαγός και καθόταν έξω από την φωλιά του, ξαπλωμένος στον ήλιο. Περνάει μια αλεπού και τον ρωτάει: "Πώς πάει, κυρ-λαγέ;". "Πώς να πάει, κυρά-Μαριώ", απαντάει ο λαγός, "πίνω φραπεδάκι και περιμένω να περάσει το λιοντάρι να το πηδήξω". Αλαφιασμένη η αλεπού τρέχει, βρίσκει τα άλλα ζώα και τους λέει: "παιδιά, δεν θα το πιστέψετε αλλά ο λαγός την έχει στημένη του λιονταριού να το πηδήξει". Με τα πολλά, το νέο φτάνει στ' αφτιά του λιονταριού. Θυμώνει το λιοντάρι και πάει και βρίσκει τον λαγό. "Πώς πάει, λαγέ;", ρωτάει με προσποιητή ηρεμία.."Πώς να πάει, βασιλιά μου;", απαντάει ο λαγός, "εδώ. Αραλίκι... φραπεδάκι... λέμε και καμμιά μαλακία να περάσει η ώρα...". "Οι μαλακίες πληρώνονται", λέει τότε το λιοντάρι και κάνει τον λαγό μια χαψιά. "Δεν μπορείς να με φας", προλαβαίνει να διαμαρτυρηθεί ο λαγός, "δεν πάει έτσι το ανέκδοτο". Το λιοντάρι καταπίνει τον λαγό, φτύνει κάτι κοκκαλάκια, ρεύεται και λέει: "Εγώ είμαι ο βασιλιάς και τα δικά μου ανέκδοτα πάνε όπως μ' αρέσει εμένα".
Ήταν ένας τραπεζίτης, ένας χρυσαυγήτης, ένας μετανάστης, ένας Γιάνης, μια Νάντια, μια Λαγκάρντ, ένας Σώυμπλε, ένας Ντράγκι, ένας Αντώνης, ένας Βαγγέλης, ένας Αλέξης, ένας Άδωνις, ένας Λαφαζάνης, ένα αρνί, ένας λαγός, ένα λιοντάρι.... Και ήταν κι ένας έλληνας. Κι από δίπλα ήταν και κάτι άνεργοι και κάτι συφοριασμένοι που ψάχνανε τους κάδους των σκουπιδιών... Κι ήταν και κάτι ξένοι που έρχονταν εδώ από αλλού γιατί εκεί υπήρχε πόλεμος κι ήταν και κάτι ντόπιοι που φεύγανε από εδώ γι' αλλού γιατί εδώ δεν υπήρχε ελπίδα... Κι ήταν και κάτι φόροι και κάτι χαράτσια και κάτι απλήρωτες πιστωτικές κάρτες και κάτι απλήρωτα δάνεια και κάτι απλήρωτοι λογαριασμοί νερού και κάτι απλήρωτοι λογαριασμοί ρεύματος και κάτι απλήρωτα βερεσέδια στον μπακάλη και στον φούρναρη... Και, γενικά, ήταν και φτώχεια και γκρίνια και απογοήτευση και χρέη και απελπισία κι όλα τά 'σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά...
Και κανένας δεν γελούσε γιατί όλα τούτα δεν γινόταν να βγάλουν καλό ανέκδοτο.
Ήταν ένας τραπεζίτης, ένας χρυσαυγήτης κι ένας μετανάστης κι είχαν μπροστά τους ένα πιάτο με δέκα κουλουράκια. Καθώς ο χρυσαυγήτης κοίταζε οργισμένος τον μετανάστη κι ο μετανάστης κοίταζε φοβισμένος τον χρυσαυγήτη, ο τραπεζίτης με το ένα χέρι έβαλε ένα κουλουράκι στο στόμα του και με το άλλο χέρι έβαλε άλλα οχτώ κουλουράκια στην τσέπη. Πέρασε κάμποση ώρα και, μόλις ο χρυσαυγήτης κοίταξε με απορία το μοναδικό κουλουράκι που είχε απομείνει στο πιάτο, έσκυψε ο τραπεζίτης και, δείχνοντας τον μετανάστη με το βλέμμα, του είπε συνωμοτικά στο αφτί: "Πρόσεχέ τον, θα σου το αρπάξει".
Ήταν ένας Αντώνης, ένας Βαγγέλης κι ένας Αλέξης. Και λέει ο Αντώνης: "Ρε παιδιά, πείνασα. Έχει τίποτε κουλουράκια να φάμε;". Και λέει ο Βαγγέλης: "Είχαμε αλλά τελείωσαν. Τα έφαγε ένας τραπεζίτης". "Και τώρα τί θα φάμε;", ξαναρωτάει ο Αντώνης. "Να πάει ο Αλέξης να φέρει", απαντάει ο Βαγγέλης. "Και γιατί να πάω εγώ;", ρωτάει ο Αλέξης. "Γιατί είσαι ο μικρότερος", απαντάει θυμωμένος ο Βαγγέλης. "Ναι, αλλά δεν έχω λεφτά", λέει ο Αλέξης. "Δεν πειράζει", απαντάει ήρεμα ο Αντώνης, "πάρε βερεσέ από τον φούρναρη και μετά στείλε τον Γιάνη να πληρώσει". "Μα ούτε ο Γιάνης έχει λεφτά", ξαναλέει ο Αλέξης με απορία. "Να του πεις να δανειστεί από τον τραπεζίτη", πετιέται ο Βαγγέλης. Κι έβαλαν κι οι τρεις τα γέλια κι έφυγε ο Αλέξης να φέρει κουλουράκια.
Ήταν ένας Γιάνης, μια Νάντια κι ένας έλληνας. Και λέει ο Γιάνης στον έλληνα: "Επειδή πήρα κάτι δανεικά για να αγοράσω κάτι κουλουράκια που φάγανε κάποιοι άλλοι και τώρα δεν έχω να τα επιστρέψω, πρέπει να πας να βρεις τον τραπεζίτη να τον πληρώσεις". Και λέει ο έλληνας: "Και γιατί πρέπει να πληρώσω εγώ, αφού άλλος πήρε τα δανεικά κι άλλος έφαγε τα κουλουράκια;". "Γιατί είναι πατριωτικό σου καθήκον", του απαντάει αυστηρά η Νάντια. "Και πώς να πληρώσω, που δεν έχω λεφτά;" ρωτάει ο έλληνας. "Μπορείς να τα δώσεις με δόσεις", τον καθησυχάζει η Νάντια. "Και τις δόσεις πώς θα τις πληρώνω, αφού δεν έχω λεφτά;" επιμένει ο έλληνας. "Σπίτι έχεις;", ρωτάει πονηρά ο Γιάνης. "Ρε, δεν με παρατάτε", λέει κι ο έλληνας, "δεν μου αρέσει αυτό το ανέκδοτο. Φεύγω να πάω σ' άλλο". Και τους άφησε να κοιτάζονται απορημένοι.
Ήταν μια Λαγκάρντ, ένας Σώυμπλε κι ένας Ντράγκι και κοιταζόντουσαν σιωπηλοί γιατί δεν είχαν χιούμορ και δεν μπορούσαν να βγάλουν ανέκδοτο. Και λέει η Λαγκάρντ: "Ρε σεις, δεν πάμε να βρούμε κανέναν έλληνα; Οι έλληνες είναι καλοί στα ανέκδοτα". Οι άλλοι δυο συμφώνησαν και άρχισαν να περπατάνε να βρουν κανέναν έλληνα. Λίγο πιο κάτω βρίσκουν έναν που καθόταν σ' ένα καφενείο κι έπινε τον καφέ του και τον πλησίασαν. "Να καθήσουμε μαζί σου, να φτιάξουμε ένα καλό ανέκδοτο;" ρωτάει ο Σώυμπλε. "Και δεν κάθεστε", απαντάει βαριεστημένα ο έλληνας, "μόνο μη περιμένετε να κεράσω καφέ γιατί δεν υπάρχει μία". "Και πώς θα βγει καλό ανέκδοτο δίχως κερασμένο καφέ;" αναρωτιέται με απογοήτευση ο Ντράγκι. "Ρε, γαμώ το φελέκι μου, τί κακό είναι τούτο", λέει αναστενάζοντας ο έλληνας, "να μη μπορώ να βρω ένα ανέκδοτο που να μη θέλουν να με βάλουν να πληρώσω..."
Ήταν ένας Άδωνις κι ένας Λαφαζάνης και πηγαίνανε στο παζάρι να πουλήσουνε ένα αρνί γιατί πλησίαζε το Πάσχα. Όπως πηγαίνανε, φτάνουν σε μια διασταύρωση. "Από δεξιά να πάμε", λέει ο Άδωνις. "Από αριστερά να πάμε", λέει ο Λαφαζάνης. "Από δεξιά", επιμένει ο Άδωνις. "Από αριστερά", πεισμώνει ο Λαφαζάνης. Κουβέντα την κουβέντα, πιάνονται στα χέρια. Με τα πολλά, περνάει από εκεί ένας έλληνας. "Να ζητήσουμε την γνώμη του", λέει ο Άδωνις. "Έγινε", συμφωνεί ο Λαφαζάνης και φωνάζει στον έλληνα: "Φίλε, να σε ρωτήσουμε κάτι;". "Να μένει το βύσσινο", λέει ο έλληνας, "κάτι θα με βάλετε να πληρώσω πάλι" και το βάζει στα πόδια. Τότε λέει ο Άδωνις: "Να ρωτήσουμε το αρνί κι ό,τι μας πει". "Έγινε", ξανασυμφωνεί ο Λαφαζάνης και ρωτάει το αρνί: "Εσύ από πού θες να πάμε στο παζάρι, από δεξιά ή από αριστερά;". Και λέει το αρνί: "Γιατί ρωτάτε εμένα; Εγώ χέστηκα. Απ' όπου και να πάμε, στην σούβλα θα καταλήξω".
Ήταν ένα αρνί κι ένας λαγός. Και ρωτάει ο λαγός το αρνί: "Το ανέκδοτο με την αλεπού στο παζάρι, το ξέρεις;". "Το ξέρω", απαντάει το αρνί και γυρίζει να φύγει. "Ε, πού πας;", του φωνάζει ο λαγός. "Άσε με, ρε συ, δεν μ' αρέσουν τα ανέκδοτα", απαντάει το αρνί δίχως να γυρίσει το κεφάλι. "Κάτσε ρε, ξέρω κι άλλα, θα γελάσουμε", επιμένει ο λαγός. Τότε το αρνί σταματάει, κοιτάει τον λαγό και του λέει: "Εσύ μπορεί να γελάσεις. Εγώ όποτε μπλέκω με ανέκδοτα, ή με τρώει το λιοντάρι ή καταλήγω στην σούβλα".
Ήταν ένας λαγός και καθόταν έξω από την φωλιά του, ξαπλωμένος στον ήλιο. Περνάει μια αλεπού και τον ρωτάει: "Πώς πάει, κυρ-λαγέ;". "Πώς να πάει, κυρά-Μαριώ", απαντάει ο λαγός, "πίνω φραπεδάκι και περιμένω να περάσει το λιοντάρι να το πηδήξω". Αλαφιασμένη η αλεπού τρέχει, βρίσκει τα άλλα ζώα και τους λέει: "παιδιά, δεν θα το πιστέψετε αλλά ο λαγός την έχει στημένη του λιονταριού να το πηδήξει". Με τα πολλά, το νέο φτάνει στ' αφτιά του λιονταριού. Θυμώνει το λιοντάρι και πάει και βρίσκει τον λαγό. "Πώς πάει, λαγέ;", ρωτάει με προσποιητή ηρεμία.."Πώς να πάει, βασιλιά μου;", απαντάει ο λαγός, "εδώ. Αραλίκι... φραπεδάκι... λέμε και καμμιά μαλακία να περάσει η ώρα...". "Οι μαλακίες πληρώνονται", λέει τότε το λιοντάρι και κάνει τον λαγό μια χαψιά. "Δεν μπορείς να με φας", προλαβαίνει να διαμαρτυρηθεί ο λαγός, "δεν πάει έτσι το ανέκδοτο". Το λιοντάρι καταπίνει τον λαγό, φτύνει κάτι κοκκαλάκια, ρεύεται και λέει: "Εγώ είμαι ο βασιλιάς και τα δικά μου ανέκδοτα πάνε όπως μ' αρέσει εμένα".
Ήταν ένας τραπεζίτης, ένας χρυσαυγήτης, ένας μετανάστης, ένας Γιάνης, μια Νάντια, μια Λαγκάρντ, ένας Σώυμπλε, ένας Ντράγκι, ένας Αντώνης, ένας Βαγγέλης, ένας Αλέξης, ένας Άδωνις, ένας Λαφαζάνης, ένα αρνί, ένας λαγός, ένα λιοντάρι.... Και ήταν κι ένας έλληνας. Κι από δίπλα ήταν και κάτι άνεργοι και κάτι συφοριασμένοι που ψάχνανε τους κάδους των σκουπιδιών... Κι ήταν και κάτι ξένοι που έρχονταν εδώ από αλλού γιατί εκεί υπήρχε πόλεμος κι ήταν και κάτι ντόπιοι που φεύγανε από εδώ γι' αλλού γιατί εδώ δεν υπήρχε ελπίδα... Κι ήταν και κάτι φόροι και κάτι χαράτσια και κάτι απλήρωτες πιστωτικές κάρτες και κάτι απλήρωτα δάνεια και κάτι απλήρωτοι λογαριασμοί νερού και κάτι απλήρωτοι λογαριασμοί ρεύματος και κάτι απλήρωτα βερεσέδια στον μπακάλη και στον φούρναρη... Και, γενικά, ήταν και φτώχεια και γκρίνια και απογοήτευση και χρέη και απελπισία κι όλα τά 'σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά...
Και κανένας δεν γελούσε γιατί όλα τούτα δεν γινόταν να βγάλουν καλό ανέκδοτο.
[Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε πάνω σε μια παλιά ιδέα του Θύμιου Καλαμούκη]
Ανάρτηση από: http://teddygr.blogspot.gr