Η αντιπαράθεση με το Ιράν, με τη τουρκική οικονομία σε κρίση
Του Fehim Taştekin*
Από τη στιγμή που ο Τούρκος Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν πρόσφερε την υποστήριξή του στην, υπό την σαουδαραβική ηγεσία, στρατιωτική επιχείρηση εναντίον των Χούτι στην Υεμένη, κάποιοι στη Τουρκία έσπευσαν να προβάλλουν το περίεργο επιχείρημα πως η Υεμένη ακόμη ανήκει στους Οθωμανούς. Αυτό, ωστόσο, δεν προκαλεί καμία έκπληξη, καθώς έχουμε εξοικειωθεί με την «νεο-οθωμανική» νοοτροπία, η οποία φαντασιώνεται ότι υπάρχουν άνθρωποι που αναζητούν την Τουρκία σε κάθε σημείο και γωνιά του μουσουλμανικού κόσμου. Ο Ερντογάν χαιρέτισε αυτήν την αντίληψη σε μια συνέντευξή του στο κανάλι «France 24»: «υποστηρίζουμε την επέμβαση της Σαουδικής Αραβίας. Η Τουρκία μπορεί να εξετάσει την παροχή υλικοτεχνικής υποστήριξης μα βάση την εξέλιξη της κατάστασης». Παίρνοντας ανοιχτά θέση κατά του Ιράν, ο Ερντογάν είπε ότι «το Ιράν και οι τρομοκρατικές ομάδες πρέπει να αποσυρθούν» από την Υεμένη. «Το Ιράν προσπαθεί να εκδιώξει από την περιοχή το ‘‘Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε’’ μόνον για να πάρει τη θέση του» εκτόξευσε την κατηγορία, χρησιμοποιώντας τον αραβικό όρο για το Ισλαμικό Κράτος και υπονοώντας ότι και το Ιράν θα έπρεπε επίσης να αποσυρθεί από τη Συρία και το Ιράκ.
Δημιουργώντας αντιπαράθεση με το Ιράν
Σύροντας τη Τουρκία σε έναν θρησκευτικό πόλεμο, ως στήριγμα στην απόπειρα του βασιλιά Σαούντ Σαλμάν για τη δημιουργία ενός «σουνιτικού στρατοπέδου» στην περιοχή, ο Ερντογάν οδεύει προς μια οξεία αντιπαράθεση με το Ιράν, που δεν έχει προηγούμενο ούτε στην εποχή των κοσμικών-κεμαλικών κυβερνήσεων. Σε αυτόν το συνασπισμό που ηγείται η Σαουδική Αραβία, κανείς άλλος δεν εξέφρασε ανοιχτά εχθρικά αισθήματα προς το Ιράν, όπως έκανε ο Ερντογάν. Ο Σαουδάραβας βασιλιάς δείχνει να ηγείται του πραγματικού πολέμου και ο Ερντογάν του πολέμου των λέξεων.
Πρόκειται για μια συμπεριφορά που σκοπεύει στην ενδυνάμωση των δεσμών με τις χώρες του Κόλπου κόβοντας τις γέφυρες με το Ιράν, τη χώρα με την οποία η Τουρκία διατηρούσε τις πιο σταθερές σχέσεις. Το Ιράν αντέδρασε αμέσως, στέλνοντας μηνύματα ότι ο Ερντογάν, που προγραμμάτιζε να επισκεφθεί την Τεχεράνη τον Απρίλιο, δεν θα ήταν καλοδεχούμενος. Ο πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για την Εθνική Ασφάλεια και την Εξωτερική Πολιτική του Ιράν, Αλαεντίν Μπορουτζερντί, καταφέρθηκε κατά της τουρκικής πολιτικής στο Ιράκ και στη Συρία, ενώ ο αντιπρόεδρος της ίδιας Επιτροπής, Μανσούρ Χατζηγκατρούπ ήταν ακόμη οξύτερος, λέγοντας ότι «η επίσκεψη του Ερντογάν στη Τεχεράνη δεν έχει καμία χρησιμότητα, και θα έπρεπε να αναβληθεί». Στις τουρκο-ιρανικές σχέσεις υπήρξαν διπλωμάτες που κηρύχθηκαν ως personae non grata, αλλά ποτέ δεν έφθασαν στο σημείο να προκληθεί τέτοιο πρόβλημα σε επισκέψεις ανωτάτου επιπέδου.
Δεν έμαθαν τίποτε από το Τραγούδι για την Υεμένη
Ενώ πολλοί αντιμετώπισαν τις λεκτικές επιθέσεις του Ερντογάν ως περιττές, οι μηχανισμοί του ψυχολογικού πολέμου των τουρκικών μέσων ενημέρωσης έκαναν λόγο για οθωμανικές θυσίες για την Υεμένη και τη στρατηγική αξία της χώρας.
Η ιδέα ότι η Υεμένη ανήκει στους Οθωμανούς επιβιώνει στην ιστορική μνήμη των συντηρητικών και των εθνικιστών της Τουρκίας. Εντούτοις, οι Σαούντ δεν εξαπέλυσαν έναν πόλεμο για λογαριασμό της Τουρκίας, και το να συνδέεις αυτόν τον πόλεμο με τους Οθωμανούς είναι πραγματικά κάτι παραπάνω από εντυπωσιακό. Ο δημοσιογράφος Μουράτ Μπαρντάκ, για παράδειγμα, έγραψε «Η επανάσταση των Χούτι είναι η συνέχιση του αγώνα που είχε εμπνεύσει το τραγούδι της Υεμένης (δημοφιλής τουρκική λαϊκή μελωδία)».
Οι Ζαΐντι, που ανήκουν οι Χούτι, εξεγέρθηκαν αρκετές φορές εναντίον της οθωμανικής εξουσίας στην Υεμένη, η οποία διήρκησε για περίπου τέσσερις αιώνες. Εκείνοι που βλέπουν στις σημερινές εξελίξεις μέσα από το εν λόγω ιστορικό πρίσμα αγνοούν την εσωτερική δυναμική και τις διαδικασίες της Υεμένης. Η Υεμένη μπορεί να έχει αφήσει μια πικρή γεύση για τους Τούρκους στην ιστορία, αλλά και οι Οθωμανοί άφησαν πικρότερες αναμνήσεις στους τους Υεμενέζους. Το Τραγούδι της Υεμένης είναι ένα ρέκβιεμ για τους Οθωμανούς στρατιώτες που δεν επέστρεψαν ποτέ από την Υεμένη. Ωστόσο η Υεμένη δεν ήταν μόνον ένας προορισμός χωρίς επιστροφή για στρατιώτες. Αλλά και ένας τόπος εξορίας για τους τιμωρημένους πασάδες. Οι Οθωμανοί κυβερνήτες δεν ήταν μόνον αυτοί που οικοδόμησαν τα σημερινά ιστορικά μνημεία αλλά και οι ανελέητοι δεσμώτες της Υεμένης.
Ο καθηγητής Ihsan Sureyya Sirma, ένας ιστορικός που πρόσκειται στην κυβέρνηση, αφηγήθηκε σε μια πρόσφατη συνέντευξή του πως ο Ζαΐντι Ιμάμ Γαχία, αντιστάθηκε στους Βρετανούς στην μετα-οθωμανική εποχή, προτείνοντας την υποταγή του στην νεαρά τουρκική δημοκρατία, μια χειρονομία που απερρίφθη. Γι’ αυτούς που ερμηνεύουν αυτό το επεισόδιο ως ένδειξη ότι «η Υεμένη ακόμη ανήκει στους Οθωμανούς» κάνουν βολικά τα «στραβά μάτια» και στην άλλη όψη των πραγμάτων που παρουσιάζει ο ιστορικός.
Ένα εντυπωσιακό ιστορικό επεισόδιο πάει κάπως έτσι: Ένας άρτι τοποθετηθείς Οθωμανός κυβερνήτης στη Σαναά καλεί τον βοηθό του και τον διατάζει: «μερικά κεφάλια!». Ο Αρμένης γιατρός του αντιδρά «Πασά, καφέ παραγγέλνεις ή κάτι τέτοιο!». Εντούτοις, αρκετοί άνθρωποι στη τύχη δολοφονούνται στους δρόμους και τα κεφάλια τους φέρνονται στον κυβερνήτη, που λέει: «τώρα κρεμάστε τα με σχοινί στο μπαλκόνι. Αφήστε τους Υεμενέζους να δουν τι σημαίνειανυπακοή». Ένα άλλο σημαντικό σημείο που υπογραμμίζει ο Σίρμα είναι ότι η τελευταία οθωμανική εκστρατεία στην Υεμένη τον 19ο αιώνα πραγματοποιήθηκε λόγω της ανεπάρκειας των αποθεμάτων του κρατικού ταμείου και της επιθυμίας της Πύλης να τα αναπληρώσει, καθώς η Υεμένη ήταν πλούσια σε μπαχαρικά, καφέ και αλάτι.
«Ζεστό χρήμα»
Εάν η σημερινή εξέγερση των Χούτι είναι ακριβώς η δεύτερη πράξη στο εν εξελίξει παιχνίδι, όπως υποστηρίζουν κάποια τουρκικά μέσα, τότε η αντίσταση της Τουρκίας είναι η αντανάκλαση μιας οθωμανικής ορμής; Ειλικρινά μιλώντας, ούτε οι Χούτι «επιδιώκουν να ανασυστήσουν το ιμαμάτο των Ζαίντι», όπως το κρατικό πρακτορείο «Ανατόλια» αναπαράγει σε κάθε είδηση για την Υεμένη, ούτε οι κινήσεις του Ερντογάν σχετίζονται άμεσα με την Υεμένη.
Το ερώτημα εδώ είναι: Γιατί η Τουρκία αισθάνεται την επείγουσα ανάγκη να πάρει θέση για την Υεμένη, αν και κανείς δεν περιμένει τους Τούρκους εκεί, καθώς αντίθετα με την τουρκική παροιμία «ένα φλιτζάνι καφέ» δεν καλλιεργεί «40 χρόνια φιλίας»;
Δύο είναι οι βασικοί παράγοντες που εξηγούν τη τουρκική στάση
Ο ψυχολογικός: ο Ερντογάν, που κατηγορεί το Ιράν για την αποτυχία των σχεδίων του στη Συρία και στο Ιράκ, προσεγγίζει το ζήτημα με θυμό και απογοήτευση. Οι παρατηρήσεις του, στις 27 Μαρτίου, αντανακλούν και το μπέρδεμα που αντιμετωπίζει απέναντι στο Ιράν: «Το Ιράν έχει ουσιαστικά προσπαθήσει να κυριαρχήσει στην περιοχή. Εργάζονται γι’ αυτό το σκοπό. Μπορούμε να το επιτρέψουμε; Αυτό έχει αρχίσει να ενοχλεί πολλές χώρες. Εμάς όπως και τη Σαουδική Αραβία και τις χώρες του Κόλπου. Δεν μπορεί να γίνει ανεκτό. Το Ιράν πρέπει να αποσύρει τις δυνάμεις του ή οτιδήποτε έχει από την Υεμένη, όπως και από τη Συρία και το Ιράκ».
Ο πρακτικός: ο Ερντογάν σύρεται στο «στρατόπεδο των σουνιτών» και από το «ζεστό χρήμα» του Κόλπου. Η επιδείνωση των σχέσεων με το Ιράν είναι κάτι στο οποίο δεν μπορεί να αντισταθεί, αλλά υπάρχει και άλλο ένα ερώτημα που εγείρεται εδώ: με τη τουρκική οικονομία να έχει σημάνει συναγερμό και τις εκλογές του Ιουνίου προ των πυλών, πόσο ανάγκη έχει η Τουρκία τα χρήματα του Κόλπου; Ποιος είναι ο αντίκτυπος του ζεστού χρήματος του Κόλπου, σε βραχυπρόθεσμες επενδύσεις, επί της τουρκικής πολιτικής στην Υεμένη και στα άλλα περιφερειακά ζητήματα;
Το “Αλ-Μόνιτορ” έθεσε το ερώτημα στον ακαδημαϊκό Sabahattin Sen του Πανεπιστημίου Μάλτεπε της Κωνσταντινούπολης. Αυτός μας είπε: «Σύμφωνα με τα στοιχεία του Βιομηχανικού Επιμελητηρίου της Κωνσταντινούπολης για τις 500 μεγαλύτερες εταιρείες φαίνεται ότι ο δείχτης δανειακής επιβάρυνσης των εταιρειών έχει σκαρφαλώσει στο 132,4%, στο υψηλότερο σημείο της δεκαετίας. Στις αναπτυγμένες χώρες το ποσοστό είναι γύρω στο 70%. Οι εταιρείες ξόδεψαν 19 δισ. τουρκικές λίρες από τα 36,5 δισ., που ήταν τα κέρδη τους, για χρηματοδότηση. Η οικονομία έχει σοβαρές διακυμάνσεις από το δεύτερο μισό του 2013. Το χρέος των 500 μεγαλύτερων εταιρειών έχει αυξηθεί, φθάνοντας τα 238 δισ. τουρκικές λίρες το 2013, πάνω 25% από τα 190 δισ. το 2012. Το 2015 το συνολικό χρέος του ιδιωτικού τομέα έφθασε τα 280 δισ. δολ., που ενέχει σοβαρό κίνδυνο για την οικονομία, δεδομένων των πρόσφατων αρνητικών εξελίξεων στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Οι χρηματοδοτικές ανάγκες στο εξωτερικό έφθασαν τα 220 δισ δολ., αλλά με την αναμενόμενη αύξηση των επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα, οι ‘‘παγκόσμιες βρύσες’’ χρηματοδότησης κλείνουν για αναδυόμενες οικονομίες, όπως της Τουρκίας. Σε αυτό το περιβάλλον, τα κεφάλαια των Σαουδαράβων και των Χωρών του Κόλπου γίνεται ολοένα και πιο σημαντικό για να αντιμετωπίσει η Τουρκία τις χρηματοδοτικές της ανάγκες στο εξωτερικό και να διατηρήσει τη δημοσιονομική της σταθερότητα».
Ελπίζοντας για συμφιλίωση με την Αδελφότητα και επέμβαση στη Συρία
Ένας άλλος ακαδημαϊκός, ο Fulya Atacan, από το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Γιλντίζ της Κωνσταντινούπολης που ειδικεύεται στην Αίγυπτο, είπε στο Αλ-Μόνιτορ ότι «οι εξεγέρσεις των Αράβων, που εξ αρχής η Σαουδική Αραβία δυσκολευόταν να τις αναχαιτίσει, έχουν αυξήσει την εύθραυστη κατάσταση του ίδιου του συστήματος του βασιλείουκαι το βασίλειο τώρα προσπαθεί να αλλάξει ιδεολογικά τη διαδικασία, σε μια σεκταριστική-θρησκευτική βάση. Σύμφωνα με τον Ατακάν, η έκρηξη του Ερνογάν για την κρίση στην Υεμένη θα μπορούσε να εξηγηθεί με τα εξής κίνητρα:
- Ο Ερντογάν ελπίζει ότι ο Σαουδάραβας βασιλιάς θα αλλάξει την πολιτική του απέναντι στην Μουσουλμανική Αδελφότητα.
- Προσδοκά οικονομική εύνοια από τα κράτη του Κόλπου.
- Συμμετέχοντας στο στρατόπεδο που οι ΗΠΑ προσπαθούν να δημιουργήσουν μέσω της Σαουδικής Αραβίας, προσπαθεί να αντισταθμίσει τις ταραγμένες σχέσεις, εάν όχι την έλλειψη σχέσεων, μεταξύ των ΗΠΑ και του «Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης». Το τηλεφώνημα μεταξύ Ερντογάν και Ομπάμα στις 26 Μαρτίου, μετά από μακρά διακοπή δεν ήταν συμπτωματική.
- Στον απόηχο αυτών των προσπαθειών, ο Ερνογάν θα μπορούσε και πάλι να ζητήσει και επέμβαση στη Συρία.
Είναι τραγικό ότι, συμμετέχοντας σε αυτό το στρατόπεδο, θα τον κάνει έναν από τους ηγέτες που αναχαιτίζουν τις ίδιες αραβικές εξεγέρσεις που είχε υποστηρίξει από την αρχή» είπε ο Ατακάν.
Συμμετέχοντας στο στρατόπεδο ενάντια στους Χούτι, παρακινημένος από τον θυμό του ενάντια στο Ιράν και τις προσδοκίες για χρηματοδότηση από τις χώρες του Κόλπου, ο Ερντογάν οδεύει στην Υεμένη στον «ίδιο δρόμο» με το Ισραήλ και τον Αιγύπτιο ηγέτη Αμπντέλ αλ Σίσι, αλλά αυτό δεν φαίνεται να τον ενοχλεί.
Δίνω τον λόγο τώρα στην «Mazlumder», την οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διευθύνεται από τους ισλαμιστές της Τουρκίας Σε μια δήλωσή της, στις 26 Μαρτίου, η ένωση καταδίκασε την εκστρατεία των Χούτι ως «ένα πραξικόπημα που υποστηρίχθηκε από το Ιράν» πριν καταφερθεί επίσης εναντίον της στρατιωτικής εκστρατείας της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη. «Η επίθεση στην Υεμένη είναι πιθανόν να πυροδοτήσει αδιάκριτη βία βασισμένη στο θρησκευτικό μίσος σε όλο τον μουσουλμανικό κόσμο, ιδίως στην Υεμένη και στη Σαουδική Αραβία. Οι Σαούντ, ενώ ούτε καν αναφέρουν τα νησιά Τιράν και Σεναρίφ στην είσοδο του Κόλπου της Άγκαμπα που είχαν χαθεί στον πόλεμο με το Ισραήλ το 1967 (στμ. ο αποκλεισμός της εξόδου του Ισραήλ προς την Ερυθρά θάλασσα μέσω αυτών των νησιών αποτέλεσε την αφορμή για τον πόλεμο των έξι ημερών, ενώ το Ισραήλ τα κατείχε έως το 1982 – σήμερα ανήκουν στην Αίγυπτο), έχουν επιδοθεί σε μια σφαγή για να πειθαρχήσουν και να καταστήσουν τα στενά του Μπαμπ αλ-Μάντεμπ ασφαλή για την έξοδο του Ισραήλ στον Ινδικό Ωκεανό. Αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας πόλεμος δια αντιπροσώπων για χάρη του Ισραήλ».
*Ο Φεχίμ Ταστεκίν είναι αρθρογράφος και αρχισυντάκτης των διεθνών ειδήσεων της «Radikal»
τα νησιά Τιράν και Σεναρίφ
Ανάρτηση από: http://sotiriosdemopoulos.blogspot.gr