Χαμηλή γεννητικότητα και δημογραφική κατάρρευση
Αιτίες και προοπτικές
Αιτίες και προοπτικές
Του Χαράλαμπου Δάντη
«Στο ρολόι ενός έθνους
η δημογραφία είναι
ο κοντός δείκτης»
η δημογραφία είναι
ο κοντός δείκτης»
Ετσι έλεγε ο σπουδαίος Γάλλος δημογράφος Alfred Sauvy θέλοντας να δείξει ότι, ακόμα κι αν η δημογραφική κατάρρευση έρχεται πάντα κατόπιν μιας οικονομικής ή κοινωνικής, η δημογραφία είναι ο πλέον αξιόπιστος δείκτης ακμής ή παρακμής μιας κοινωνίας. Από τον Ελληνικό Κόσμο του 4ου αιώνα π.Χ έως την Άπω Ανατολή του 21ου αιώνα μ.Χ, δεν υπήρξε ιστορική περίοδος όπου η υπερδύναμη να μην είχε ισχυρή δημογραφία (ή έστω, ισχυρότερη των αντιπάλων της). Δίχως την πολυάριθμη νιότη τους δε θα μπορούσαν οι ευρωπαϊκές χώρες του 18ου αιώνα να κατακτήσουν τα 2/3 του πλανήτη, ούτε και οι νεανικοί ελληνικοί πληθυσμοί του ’21 θα μπορούσαν να αποτινάξουν την κατοχή των παρηκμασμένων τότε Οθωμανών. Έτσι, η νομοτέλεια των αριθμών επαναφέρει σήμερα τη δημογραφία ως πρόβλημα σε μια Ευρώπη που από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 φθίνει δημογραφικά. «Η –γερασμένη– Ευρώπη του 21ου αιώνα δε μπορεί πλέον να διεκδικήσει μια θέση τόσο σημαντική όσο αυτή που κατείχε τον 20ο αιώνα στο διεθνή στίβο» [1].
Στο ίδιο δημογραφικό περιβάλλον με την Ευρώπη εντάχθηκε και η Ελλάδα από τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Η χώρα μας είναι μια από τις 24 χώρες του πλανήτη που γνώρισαν την τελευταία τριαντακονταετία μια γεννητικότητα κάτω των 1,3 παιδιών ανά γυναίκα. Μάλιστα, το γεγονός ότι και δημογραφικά η Ελλάδα βρίσκεται στα σύνορα δυο κόσμων με διαφορετικούς δημογραφικούς δείκτες, θέτει το δημογραφικό πρόβλημα ως μείζον εθνικό θέμα. Τις αιτίες αυτής της δημογραφικής κατάστασης και τις προοπτικές μιας μελλοντικής ανάταξης θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε στο παρόν κείμενο.
Χαμηλή και Χαμηλότατη Γεννητικότητα
Η Χαμηλή γεννητικότητα είναι ένα φαινόμενο που πρωτοεμφανίστηκε στο δυτικό κόσμο στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Είναι το φαινόμενο της πτώσης της γεννητικότητας των ευρωπαϊκών (αρχικά) πληθυσμών κάτω από τα όρια της αντικατάστασης των γενεών (Συνθετικός Δείκτης Γεννητικότητας<2 0="" 1="" 2="" font="">2>
Εικόνα1, Συνθετικοί Δείκτες Γεννητικότητας (ΣΔΓ) ανά Περιφέρεια, στις Χώρες-Μέλη της Ε.Ε. και στις Υποψήφιες προς Ένταξη χώρες, το 2011. Πηγή: Eurostat
Η μοναδικότητα του φαινομένου της Χαμηλότατης Χαμηλής Γεννητικότητας (ΧΧΓ) ταυτοποιήθηκε το 2002 από τους ερευνητές Hans- Peter Köhler, Francesco Billari και José Antonio Ortega [2] και συνίσταται στις δραματικές συνέπειες που η εμφάνισή του επιφέρει σ’ έναν πληθυσμό. Πραγματικά, με ένα ΣΔΓ ύψους 1,3 παιδιών ανά γυναίκα ο πληθυσμός μειώνεται στο μισό (ελλείψει μεταναστών) σε μόλις 45 χρόνια [3], ο ετήσιος αριθμός γεννήσεων περιορίζεται κατά 50% και ο πληθυσμός γερνά ταχύτατα [4]. Αυτό που διαφοροποιεί δηλαδή τις χώρες της ΧΧΓ από τις αγγλοσαξωνικές και τις γαλλόφωνες χώρες είναι η αδυναμία αποφυγής μιας πληθυσμιακής συρρίκνωσης. Τα χρονικά περιθώρια δημογραφικής ανάταξης είναι ασφυκτικά.
Οι αιτίες
Από το 2002 που ταυτοποιήθηκε η μοναδικότητα του φαινομένου της ΧΧΓ, πλήθος μελετητών προσπάθησαν να εντοπίσουν ποιές είναι οι κοινές σ’ αυτές τις χώρες, αιτίες. Όσον αφορά στις «δημογραφικές συνιστώσες» [5] της ΧΧΓ αυτές είναι δυο: 1) η καθυστέρηση της δημιουργίας οικογένειας (π.χ. στην Ελλάδα, η μέση ηλικία της μητέρας κατά τη γέννηση του 1ου παιδιού ήταν τα 24 έτη το 1980 και τα 31 έτη το 2014) και 2) οι περιορισμένες πιθανότητες γέννησης άνω του ενός παιδιού ανά ζευγάρι. Σύμφωνα με την ταξινόμηση του Francesco Billari [6], οι αιτίες της πρώτης δημογραφικής συνιστώσας είναι η οικονομική αβεβαιότητα των νέων και ο επανακαθορισμός των αξιών των δυτικών κοινωνιών κατά τη Μετα-νεωτερικότητα (αυτό που οι δημογράφοι αποκαλούν «Δεύτερη Δημογραφική Μετάβαση»). Οι αιτίες της δεύτερης δημογραφικής συνιστώσας είναι το αδύναμο Κράτος Πρόνοιας στις χώρες αυτές και η ανισότητα μεταξύ των δυο φύλων, τόσο στο εργασιακό όσο και στο οικογενειακό περιβάλλον.
Δεύτερη Δημογραφική Μετάβαση (η Μετα-νεωτερικότητα στο δημογραφικό πεδίο) και αδύναμο Κράτος Πρόνοιας
Από το Μάη του ’68 συνετελέσθη στην Ευρώπη αυτό που ο Παναγιώτης Κονδύλης όρισε ως «παρακμή του αστικού πολιτισμού» [7]: «(i) η αύξηση της ατομικής αυτονομίας στο ηθικό και πολιτικό πεδίο, (ii) η απόρριψη όλων των μορφών θεσμικού ελέγχου και αυθεντίας, και (iii) η άνοδος των αποκαλούμενων αξιών της αυτοπραγμάτωσης» [8]. Το ιστορικό αυτό γεγονός [9] έφερε κοσμογονικές αλλαγές και στο δημογραφικό πεδίο. Οι δημογραφικές τάσεις που κυριαρχούν στην Ευρώπη από τα τέλη του ’60 είναι η αναβολή δημιουργίας οικογένειας για μετά τα 30 έτη, μια γεννητικότητα σταθερά κάτω από το όριο της αντικατάστασης γενεών (ΣΔΓ<2 br="">Σ’ αυτό το νέο δημογραφικό πλαίσιο η Νότια Ευρώπη αποτέλεσε μια εξαίρεση. Στις ευρωπαϊκές χώρες που βρέχονται απ’ τη Μεσόγειο η μετανεωτερικότητα υιοθετήθηκε μερικώς: οι Νοτιοευρωπαίοι νέοι καθυστέρησαν εξίσου το γάμο όπως και αυτοί της Βόρειας Ευρώπης, αλλά όχι για να δημιουργήσουν οικογένεια στα πλαίσια της συγκατοίκησης. Οι Νοτιοευρωπαίοι νέοι επέλεξαν να συγκατοικήσουν με τους γονείς τους. Πραγματικά, στις μόνες χώρες του ΟΟΣΑ όπου η πλειοψηφία των νέων φεύγει από την γονική εστία μετά το 30ο έτος της ηλικίας τους είναι η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ισπανία.2>
Δεύτερη Δημογραφική Μετάβαση (η Μετα-νεωτερικότητα στο δημογραφικό πεδίο) και αδύναμο Κράτος Πρόνοιας
Από το Μάη του ’68 συνετελέσθη στην Ευρώπη αυτό που ο Παναγιώτης Κονδύλης όρισε ως «παρακμή του αστικού πολιτισμού» [7]: «(i) η αύξηση της ατομικής αυτονομίας στο ηθικό και πολιτικό πεδίο, (ii) η απόρριψη όλων των μορφών θεσμικού ελέγχου και αυθεντίας, και (iii) η άνοδος των αποκαλούμενων αξιών της αυτοπραγμάτωσης» [8]. Το ιστορικό αυτό γεγονός [9] έφερε κοσμογονικές αλλαγές και στο δημογραφικό πεδίο. Οι δημογραφικές τάσεις που κυριαρχούν στην Ευρώπη από τα τέλη του ’60 είναι η αναβολή δημιουργίας οικογένειας για μετά τα 30 έτη, μια γεννητικότητα σταθερά κάτω από το όριο της αντικατάστασης γενεών (ΣΔΓ<2 br="">Σ’ αυτό το νέο δημογραφικό πλαίσιο η Νότια Ευρώπη αποτέλεσε μια εξαίρεση. Στις ευρωπαϊκές χώρες που βρέχονται απ’ τη Μεσόγειο η μετανεωτερικότητα υιοθετήθηκε μερικώς: οι Νοτιοευρωπαίοι νέοι καθυστέρησαν εξίσου το γάμο όπως και αυτοί της Βόρειας Ευρώπης, αλλά όχι για να δημιουργήσουν οικογένεια στα πλαίσια της συγκατοίκησης. Οι Νοτιοευρωπαίοι νέοι επέλεξαν να συγκατοικήσουν με τους γονείς τους. Πραγματικά, στις μόνες χώρες του ΟΟΣΑ όπου η πλειοψηφία των νέων φεύγει από την γονική εστία μετά το 30ο έτος της ηλικίας τους είναι η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ισπανία.2>
Aυτή η ιδιαιτερότητα των κοινωνιών της Νότιας Ευρώπης έχει και πολιτιστικές και οικονομικές αιτίες. Όσον αφορά στις πολιτιστικές αιτίες, ενώ στην Ολλανδία μόνο για το 32% των γονέων είναι πηγή χαράς το να παραμένουν τα παιδιά στη γονική εστία, στην Ιταλία το ποσοστό αυτό είναι της τάξεως του 50%! [10] Έτσι, οι γονείς στη Νότια Ευρώπη φαίνεται να αποδέχονται να παίζουν για τα παιδιά τους το ρόλο ενός εξωθεσμικού «Κοινωνικού Κράτους» απέναντι σ’ ένα αδύναμο θεσμικό Κοινωνικό Κράτος [11]. Βέβαια, αυτός ο προστατευτισμός έχει ψυχολογικές και δημογραφικές συνέπειες. Οι νέοι που καθυστερούν να μπουν στην παραγωγική διαδικασία και να δημιουργήσουν τη δική τους οικογένεια, ζώντας μια ατέρμονη εφηβεία, δείχνουν αδυναμία στο ν’ αναλάβουν ρόλους που απαιτούν προσωπική ευθύνη, όπως αυτός του γονέα και του εργαζόμενου [12].
Οικονομική αδυναμία των νέων της Νότιας Ευρώπης
«Η πρωταρχική κινητήρια δύναμη» [13] της ΧΧΓ στη Νότια Ευρώπη είναι η οικονομική αδυναμία των νέων (Εικόνα 2). Ως γνωστόν τα ποσοστά της γενικής ανεργίας στη Νότια Ευρώπη είναι υψηλότερα από αυτά της Βόρειας και Δυτικής Ευρώπης. Ωστόσο, η ανεργία που σχετίζεται με τη γεννητικότητα είναι μόνο η ανεργία των ανθρώπων που βρίσκονται σε «παραγωγική» δημογραφικά περίοδο. Στη Νότια Ευρώπη απαντάται το παράδοξο μιας «υπερσυσσώρευσης» ανέργων στις νεανικές ηλικίες. Επί παραδείγματι, ενώ το 2008 η ανεργία των νέων κάτω των 25 ετών ήταν στην Ελλάδα της τάξεως του 22,1%, η ανεργία των ανθρώπων από 25 έως 74 ετών ήταν αντίστοιχη αυτής της Γαλλίας και του Βελγίου: 6,6% στην Ελλάδα, 6,5% στη Γαλλία και 5,9% στο Βέλγιο (Eurostat). Μάλιστα η οικονομική κρίση διεύρυνε δραματικά το χάσμα μεταξύ των νέων εργαζόμενων και των πιο ηλικιωμένων: στις 4 χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου τα ποσοστά ανεργίας των νέων εργαζόμενων είναι κατά 30% υψηλότερα αυτών των εργαζόμενων ηλικίας 25- 74 ετών (Eurostat).
Εικόνα 2 Τα ποσοστά της νεανικής ανεργίας στην Ε.Ε. των 28, τον Αύγουστο του 2013. Πηγή: Statistica.
Η επιδείνωση της οικονομικής και κοινωνικής θέσης των νέων όμως σχετίζεται και με τους όρους ένταξης των χωρών της Νότιας Ευρώπης στην παγκοσμιοποιημένη αγορά. Σύμφωνα με μια σειρά μελετών στα πλαίσια της έρευνας GLOBALIFE [14], στις χώρες που δε διέθεταν τα «θεσμικά φίλτρα» 1) της ισχυρής προστασίας των εργαζομένων, 2) της υψηλής ποιότητας Παιδείας και 3) του ισχυρού Κοινωνικού Κράτους [15] οι «ηττημένοι της Παγκοσμιοποίησης» ήταν οι νέοι και οι γυναίκες [16]. Σ’ ένα καθεστώς υψηλής ανταγωνιστικότητας οι μη έχοντες ατομικό και κοινωνικό κεφάλαιο νέοι, αλλά και οι γυναίκες (των οποίων το ατομικό και κοινωνικό κεφάλαιο υποβαθμίζεται λόγω αποχής από την εργασία κατά την περίοδο της κύησης) βρίσκονται σε ολοένα και δυσμενέστερη θέση από τους άνδρες με πολυετή εργασιακή εμπειρία. Έτσι, η «ανταγωνιστικότητα» στις χώρες που στερούνται ένα ισχυρό «δίχτυ» κοινωνικής προστασίας αποδεικνύεται μοιραία για τη γεννητικότητα.
Βελτίωση του μορφωτικού επιπέδου των γυναικών και ανισότητα μεταξύ των δυο φύλων
Η επιδείνωση της θέσης των γυναικών στο εργασιακό και κοινωνικό περιβάλλον μπορεί να επηρεάσει τη γεννητικότητα μόνο στις «ανεπτυγμένες» χώρες όπου μεγάλο ποσοστό των γυναικών έχουν υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Σύμφωνα με τον Peter Mc Donald [17], στις χώρες της ΧΧΓ απαντάται το οξύμωρο της ισότητας μεταξύ των δυο φύλων στην εκπαίδευση, αλλά όχι στην εργασία και στην κατανομή των οικογενειακών υποχρεώσεων. Έτσι, η δυσχέρεια των γυναικών να συνδυάσουν την οικογενειακή με την εργασιακή ζωή τις θέτει ενώπιον ενός δραματικού διλήμματος: είτε την επιλογή της δημιουργίας οικογένειας, είτε την επιλογή της καριέρας. Αυτός είναι και ο λόγος που στις χώρες της ΧΧΓ συναντάμε τα υψηλότερα ποσοστά ανενεργών [18] γυναικών και τα χαμηλότερα ποσοστά γεννητικότητας της Ε.Ε. Αντίθετα, στις «αναπτυσσόμενες» χώρες το χαμηλό ποσοστό γυναικών πανεπιστημιακής μόρφωσης δεν επιτρέπει στις γυναίκες δυνατότητα κοινωνικής ανάδειξης άλλη από αυτή της πρόωρης δημιουργίας οικογένειας. Έτσι, δίχως κοινωνικό κράτος διατηρούν ακόμα υψηλούς δείκτες γεννητικότητας.
Η ελληνική περίπτωση: η Ελλάδα και η γειτονιά της
Η δημογραφική εξέλιξη της Ελλάδας είναι ταυτόσημη μ’ αυτή των υπολοίπων χωρών της Νότιας Ευρώπης. Το φαινόμενο της ΧΧΓ εκδηλώθηκε λίγο αργότερα (το 1998) και ο ΣΔΓ παρέμεινε κάτω από 1,3 παιδιά ανά γυναίκα μέχρι το 2004. Οι αιτίες αυτής της κατάρρευσης της γεννητικότητας είναι κοινοί: 1) το Κράτος Πρόνοιας είναι αδύναμο και την αδυναμία αυτή την καλύπτει η οικογένεια (“familisme”), 2) οι σχέσεις μεταξύ των δυο φύλων είναι άνισες (τόσο στο οικογενειακό όσο και στο εργασιακό περιβάλλον) και 3) η Μετα-νεωτερικότητα υιοθετήθηκε από την Ελλάδα μερικώς: η μόνη χώρα της Ευρώπης όπου το ποσοστό των γεννήσεων εκτός γάμου είναι ακόμα κάτω του 10% είναι η Ελλάδα. Η ελληνική νιότη δεν δέχεται να κάνει παιδιά εκτός γάμου, ακόμη κι αν χρειαστεί να περιμένει έως τα 40 της χρόνια για τη δημιουργία οικογένειας. Τέλος, όπως και στις υπόλοιπες χώρες της Νότιας Ευρώπης η βασική αιτία της ΧΧΓ είναι η οικονομική αδυναμία των νέων.
Η αύξηση των γεννήσεων από το 2004 εγκαινίασε μια νέα τάση. Ο ΣΔΓ της χώρας πέρασε από 1,28 παιδιά ανά γυναίκα το 2003 σε 1,54 το 2008, ενώ οι Περιφέρειες που βρίσκονταν σε μια οικονομική κατάσταση πιο ευνοϊκή, όπως οι τρεις Περιφέρειες του Αιγαίου, γνώρισαν μια εντυπωσιακή δημογραφική άνθηση (Εικόνα 3): ο ΣΔΓ του Αρχιπελάγους αυξήθηκε από 1,40 παιδιά ανά γυναίκα σε 1,88 το 2009, ξεπερνώντας μάλιστα για μια τριετία (2007-2009) τη γεννητικότητα της απέναντι μικρασιατικής ακτής!
Η αύξηση των γεννήσεων από το 2004 εγκαινίασε μια νέα τάση. Ο ΣΔΓ της χώρας πέρασε από 1,28 παιδιά ανά γυναίκα το 2003 σε 1,54 το 2008, ενώ οι Περιφέρειες που βρίσκονταν σε μια οικονομική κατάσταση πιο ευνοϊκή, όπως οι τρεις Περιφέρειες του Αιγαίου, γνώρισαν μια εντυπωσιακή δημογραφική άνθηση (Εικόνα 3): ο ΣΔΓ του Αρχιπελάγους αυξήθηκε από 1,40 παιδιά ανά γυναίκα σε 1,88 το 2009, ξεπερνώντας μάλιστα για μια τριετία (2007-2009) τη γεννητικότητα της απέναντι μικρασιατικής ακτής!
Εικόνα 3 Η εξέλιξη των Συνθετικών Δεικτών Γεννητικότητας (ΣΔΓ) στις 4 περιοχές της Ελλάδας κατά την ταξινόμηση NUTS 1, 2000-2011. Πηγή: το γράφημα δημιουργήθηκε με βάση τα στοιχεία της Eurostat.
Ωστόσο, αυτή η βελτίωση της γεννητικότητας διακόπηκε βίαια εξαιτίας της τρέχουσας οικονομικής κρίσης: η οικονομική αδυναμία των νέων και των γυναικών έλαβε διαστάσεις μαζικής κοινωνικής περιθωριοποίησης. Το ποσοστό της νεανικής ανεργίας ξεπέρασε το 60% το 2013, ενώ μόλις το 43,3% των γυναικών παραγωγικής ηλικίας εργάζονταν την ίδια χρονιά. Κατά συνέπεια, μια κοινωνία παραδοσιακά «νεανική» ως προς την πληθυσμιακή της δομή –όπου η οικογένεια αποτελεί μια κυρίαρχη αξία– αδυνατεί πλέον να δημιουργήσει οικογένεια και είναι μια από τις πέντε γηραιότερες χώρες του πλανήτη: Σύμφωνα με τα δεδομένα της Eurostat το 20,1% του ελληνικού πληθυσμού αποτελείται από ανθρώπους ηλικίας άνω των 65 ετών, ενώ ο δραματικά περιορισμένος αριθμός γυναικών που γεννήθηκαν μετά το 1980 και βρίσκονται τώρα στην παραγωγική τους ηλικία καθιστά τις δημογραφικές προοπτικές της χώρας εξαιρετικά δυσοίωνες.
Ο πληθυσμός της Ελλάδας δεν μειώθηκε έως το 2011 χάρη στην εισροή μεταναστών η οποία ξεκίνησε στην Ελλάδα το 1990 [19]: το 8,6% του πληθυσμού ήταν αλλοδαποί το 2011. Παρόλα ταύτα, η εκ νέου ΧΧΓ, άρα και η περαιτέρω γήρανση, διαμορφώνουν μια ασφυκτική κατάσταση για την κοινωνική ασφάλιση, λαμβανομένης υπόψη της μαύρης εργασίας και της μετανάστευσης των νέων τα τελευταία έξι χρόνια.
Ο πληθυσμός της Ελλάδας δεν μειώθηκε έως το 2011 χάρη στην εισροή μεταναστών η οποία ξεκίνησε στην Ελλάδα το 1990 [19]: το 8,6% του πληθυσμού ήταν αλλοδαποί το 2011. Παρόλα ταύτα, η εκ νέου ΧΧΓ, άρα και η περαιτέρω γήρανση, διαμορφώνουν μια ασφυκτική κατάσταση για την κοινωνική ασφάλιση, λαμβανομένης υπόψη της μαύρης εργασίας και της μετανάστευσης των νέων τα τελευταία έξι χρόνια.
Η γειτονιά μας
Από αυτή τη ζοφερή δημογραφική κατάσταση δεν διαφέρει σχεδόν καμία χώρα που γειτνιάζει με την Ελλάδα. Ακόμα και η Αλβανία, που το 1990 είχε τον πιο νεανικό πληθυσμό σ’ όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο, έχει περιέλθει σ’ έναν ταχύτατο δημογραφικό μαρασμό. Ήδη, από το 2006 η γεννητικότητα της διαμορφώθηκε στα 1,3 παιδιά ανά γυναίκα [20]. Πέραν της Αλβανίας όλες οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης γνωρίζουν μια πληθυσμιακή συρρίκνωση λόγω και της χαμηλής γεννητικότητας και της μετανάστευσης των νέων τους προς τη Δύση: π.χ. η Βουλγαρία έχει ήδη απολέσει 2 εκατ. κατοίκους.
Οι μόνες χώρες που διαφέρουν, λόγω πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών είναι η Ρωσία και η Τουρκία. Η Ρωσία παρότι γνώρισε μια εντυπωσιακή ανάκαμψη της γεννητικότητας της από το 2001 μέχρι σήμερα [21] δεν έχει δει τον πληθυσμό της να αυξάνει ακόμα, παρά ελάχιστα. Το δραματικά χαμηλό προσδόκιμο ζωής των ανδρών (π.χ. λόγω αλκοολισμού) διατηρεί τον αριθμό των θανάτων στα ίδια σχεδόν επίπεδα με αυτά των γεννήσεων.
Τέλος, η χώρα με την πλέον σύνθετη δημογραφικά δομή είναι η Τουρκία. Η Τουρκία είναι κατά τον Gerard- François Dumont [22] «μια χώρα κομμένη στα δυο». Αν δηλαδή ενώσουμε σε μια διαγώνιο το βορειοανατολικό άκρο της χώρας με το νοτιοδυτικό έχουμε μια δυτική περιοχή με γεννητικότητα χαμηλότερη από πολλές ευρωπαϊκές χώρες (1,5- 1,7 παιδιά ανά γυναίκα), και μια ανατολική περιοχή με γεννητικότητα (2,3- 3,46 παιδιά ανά γυναίκα) που ξεπερνάει πολλές από τις ασιατικές χώρες (Εικόνα 5)!
Οι μόνες χώρες που διαφέρουν, λόγω πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών είναι η Ρωσία και η Τουρκία. Η Ρωσία παρότι γνώρισε μια εντυπωσιακή ανάκαμψη της γεννητικότητας της από το 2001 μέχρι σήμερα [21] δεν έχει δει τον πληθυσμό της να αυξάνει ακόμα, παρά ελάχιστα. Το δραματικά χαμηλό προσδόκιμο ζωής των ανδρών (π.χ. λόγω αλκοολισμού) διατηρεί τον αριθμό των θανάτων στα ίδια σχεδόν επίπεδα με αυτά των γεννήσεων.
Τέλος, η χώρα με την πλέον σύνθετη δημογραφικά δομή είναι η Τουρκία. Η Τουρκία είναι κατά τον Gerard- François Dumont [22] «μια χώρα κομμένη στα δυο». Αν δηλαδή ενώσουμε σε μια διαγώνιο το βορειοανατολικό άκρο της χώρας με το νοτιοδυτικό έχουμε μια δυτική περιοχή με γεννητικότητα χαμηλότερη από πολλές ευρωπαϊκές χώρες (1,5- 1,7 παιδιά ανά γυναίκα), και μια ανατολική περιοχή με γεννητικότητα (2,3- 3,46 παιδιά ανά γυναίκα) που ξεπερνάει πολλές από τις ασιατικές χώρες (Εικόνα 5)!
Εικόνα 4, Ο Συνθετικός Δείκτης Γεννητικότητας ανά περιφέρεια της τουρκικής επικράτειας, το 2010. Πηγή: http://dipnot.hypotheses.org/208
Είναι λοιπόν προφανές ότι το ποσοστό του κουρδικού και του αλεβιτικού πληθυσμού [23] επί του συνολικού πληθυσμού αυξάνει σταθερά. Ίσως η πικρή –για την τουρκική ελίτ– διαπίστωση ότι σε μερικές δεκαετίες από τώρα οι Κούρδοι θα πλειοψηφούν στο σύνολο της τουρκικής επικράτειας να ήταν ένα από τα κίνητρα που την ώθησαν σ’ έναν μεγαλοϊδεατισμό που στηρίζεται στο σουνιτικό Ισλάμ και όχι στον κεμαλικό εθνικισμό.
Συμπεράσματα
Σύμφωνα με μια μελέτη που πραγματοποίησε ο γράφων αυτό το κείμενο στο Πανεπιστήμιο της Λουβαίνης, βασισμένος στην έρευνα SILC της Eurostat, οι δυο βασικές αιτίες της ΧΧΓ στην Ελλάδα αναδείχτηκαν η οικονομική αδυναμία των νέων και η αδυναμία των γυναικών κάθε ηλικίας να «συμφιλιώσουν» την οικογενειακή με την εργασιακή ζωή [24]. Στις «κλειστές» και οικονομικά πιο εύρωστες κοινωνίες της νησιωτικής Ελλάδας, οι νέοι φαίνεται να επιτυγχάνουν καλύτερα και στους δυο αυτούς τομείς απ’ ότι αυτοί της ηπειρωτικής Ελλάδας. Η γεννητικότητα είναι σημαντικά υψηλότερη στο Αρχιπέλαγος, όπου το θεσμικό κενό στην παιδική μέριμνα καλύπτεται από την οικογένεια: Σύμφωνα με μια μελέτη της ΕΛ.ΣΤΑΤ [25]. του 2005, το 65,2% των παιδιών που ζουν στις αγροτικές ζώνες της χώρας μεγαλώνουν αποκλειστικά στο οικογενειακό περιβάλλον (είτε από τους γονείς, είτε από τον παππού και τη γιαγιά), ενώ στις αστικές ζώνες το ποσοστό αυτό ήταν της τάξεως του 55%. Επομένως, μεσοπρόθεσμα η αύξηση του ποσοστού των εργαζόμενων στους τομείς της γεωργίας, της αλιείας και της υλοτομίας θα μπορούσε να επηρεάσει θετικά και τις γεννήσεις [26].
Ένας πληθυσμός που είναι αστικοποιημένος έχει καλή γεννητικότητα μόνο αν έχει υποδομές φιλικές προς το παιδί (π.χ. παιδικός σταθμός σε κάθε οδό, παιδική χαρά σε κάθε γειτονιά και επιδόματα μητρότητας και πατρότητας). Υπό τις υπάρχουσες συνθήκες η δημιουργία τέτοιων υποδομών μοιάζει απίθανη λόγω των σημαντικών επενδύσεων που απαιτεί αλλά και λόγω του άναρχου οικιστικού περιβάλλοντος στο οποίο ζει η πλειοψηφία των Ελλήνων. Άρα, το διαχρονικό αίτημα της αποκέντρωσης σήμερα θα ήταν εθνικά σωτήριο και από δημογραφικής απόψεως. Άλλη πολιτική που θα μπορούσε να επηρεάσει θετικά τη γεννητικότητα της Ελλάδας, δίχως ν’ απαιτεί άμεσα επενδύσεις, θα ήταν αυτή που εγκαινίασε η εξίσου φτωχή και γερασμένη Εσθονία από τον Ιανουάριο του 2013: η σύνδεση του ύψους της σύνταξης όχι μόνο με τον αριθμό των ενσήμων αλλά και με τον αριθμό των παιδιών που ένας εργαζόμενος παρέδωσε στην κοινωνία [27]. Άλλωστε είναι άδικο η αποχή από την εργασία για την παιδική μέριμνα να αντιμετωπίζεται τιμωρητικά και ο πολύτεκνος να λογίζεται ως περιθωριακός.
«Στο ρολόι» και του δικού μας έθνους λοιπόν η δημογραφία σήμανε την ώρα. Η Μεταπολίτευση πέρα από ένα οικονομικό έλλειμμα μας άφησε κι ένα δημογραφικό έλλειμμα, αυτό της έλλειψης νέων. Άρα, η πληθυσμιακή συρρίκνωση είναι αναπόφευκτη. Ωστόσο, υπάρχουν περιθώρια αυτή η συρρίκνωση να μην είναι μοιραία για την ιστορική μας επιβίωση. Οι δυσπλασίες του υδροκεφαλισμού των δυο ελληνικών μεγαλουπόλεων και της εγκατάλειψης της νιότης, έφεραν τη δυσπλασία της γήρανσης του ελληνικού πληθυσμού. Επίσης, η οικονομική κρίση «στερεί» από τη χώρα και σημαντικό κομμάτι μεταναστών μετά από 20 χρόνια ενσωμάτωσης τους στην ελληνική κοινωνία [28]. Αυτό θέτει πλέον το ζήτημα της βελτίωσης της γεννητικότητας, ως ζήτημα εθνικής, κοινωνικής και οικονομικής επιβίωσης. Όπως θά έλεγε κι ο Ηράκλειτος: «Αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων’ παιδὸς ἡ βασιληίη»…
Ένας πληθυσμός που είναι αστικοποιημένος έχει καλή γεννητικότητα μόνο αν έχει υποδομές φιλικές προς το παιδί (π.χ. παιδικός σταθμός σε κάθε οδό, παιδική χαρά σε κάθε γειτονιά και επιδόματα μητρότητας και πατρότητας). Υπό τις υπάρχουσες συνθήκες η δημιουργία τέτοιων υποδομών μοιάζει απίθανη λόγω των σημαντικών επενδύσεων που απαιτεί αλλά και λόγω του άναρχου οικιστικού περιβάλλοντος στο οποίο ζει η πλειοψηφία των Ελλήνων. Άρα, το διαχρονικό αίτημα της αποκέντρωσης σήμερα θα ήταν εθνικά σωτήριο και από δημογραφικής απόψεως. Άλλη πολιτική που θα μπορούσε να επηρεάσει θετικά τη γεννητικότητα της Ελλάδας, δίχως ν’ απαιτεί άμεσα επενδύσεις, θα ήταν αυτή που εγκαινίασε η εξίσου φτωχή και γερασμένη Εσθονία από τον Ιανουάριο του 2013: η σύνδεση του ύψους της σύνταξης όχι μόνο με τον αριθμό των ενσήμων αλλά και με τον αριθμό των παιδιών που ένας εργαζόμενος παρέδωσε στην κοινωνία [27]. Άλλωστε είναι άδικο η αποχή από την εργασία για την παιδική μέριμνα να αντιμετωπίζεται τιμωρητικά και ο πολύτεκνος να λογίζεται ως περιθωριακός.
«Στο ρολόι» και του δικού μας έθνους λοιπόν η δημογραφία σήμανε την ώρα. Η Μεταπολίτευση πέρα από ένα οικονομικό έλλειμμα μας άφησε κι ένα δημογραφικό έλλειμμα, αυτό της έλλειψης νέων. Άρα, η πληθυσμιακή συρρίκνωση είναι αναπόφευκτη. Ωστόσο, υπάρχουν περιθώρια αυτή η συρρίκνωση να μην είναι μοιραία για την ιστορική μας επιβίωση. Οι δυσπλασίες του υδροκεφαλισμού των δυο ελληνικών μεγαλουπόλεων και της εγκατάλειψης της νιότης, έφεραν τη δυσπλασία της γήρανσης του ελληνικού πληθυσμού. Επίσης, η οικονομική κρίση «στερεί» από τη χώρα και σημαντικό κομμάτι μεταναστών μετά από 20 χρόνια ενσωμάτωσης τους στην ελληνική κοινωνία [28]. Αυτό θέτει πλέον το ζήτημα της βελτίωσης της γεννητικότητας, ως ζήτημα εθνικής, κοινωνικής και οικονομικής επιβίωσης. Όπως θά έλεγε κι ο Ηράκλειτος: «Αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων’ παιδὸς ἡ βασιληίη»…
Δάντης Χαράλαμπος
δημογράφος
δημογράφος
1. Dumont G.- F., Les conséquences géopolitiques de l’ «hiver démographique» en Europe, http://www.strategicsinternational.com/20_03.pdf, 7/12/2014.
2. Kohler et al, 2002: 1
3. Eνώ με ένα ΣΔΓ επιπέδου 1,6 παιδιών ανά γυναίκα ο πληθυσμός περιορίζεται στο 50% σε 90 χρόνια, και με 1,9 παιδιά ανά γυναίκα σε περίπου 160 χρόνια (Golstein et al, 2009: 4).
4. Kohler, ό.π.
5. Billari et al, 2008 :3
6. Ό.π.
7. Κονδύλης, Η Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού.
8. Surkyn and Lesthaeghe, 2004 : 47
9. Μια αρκετά πειστική απάντηση στο γιατί η γενιά του Μάη του ’68 (στα καθ’ ημάς η γενιά της Μεταπολίτευσης) συνδέεται με την δημογραφική κατάρρευση των δυτικών κοινωνιών, μας δίνει ο Ρενέ Ζιράρ, στο κλασσικό πλέον έργο του «Εθεώρουν τον Σατανάν ως αστραπήν». Ένα από τα βασικά συνθήματα του Μάη ήταν το «c’est interdit d’interdire» («απαγορεύεται το απαγορεύεται»). Κατά τον Ρενέ Ζιράρ, η αιτία όπου κάθε πολιτισμός έχει απαγορεύσεις (Νόμους κι εθιμικό δίκαιο) είναι ότι μέσω των απαγορεύσεων περιορίζει τις δραματικές συνέπειες της «μιμητικής επιθυμίας» (αυτό που ο Χριστός αποκαλεί «σκάνδαλον»), που είναι ο φαύλος κύκλος της βίας. Η «μιμητική επιθυμία» είναι αναπόφευκτη διότι οι άνθρωποι ποθούν τα ίδια πράγματα (π.χ. την ομορφιά της ίδιας γυναίκας ή τις ανέσεις του ίδιου αυτοκινήτου) και συνδέεται με τη βία από το γεγονός ότι πολλαπλάσιοι πόθοι συναντιούνται στο ένα ποθούμενον και συγκρούονται. Αυτός είναι και ο λόγος όπου το θεμέλιο κάθε νέου πολιτισμού, ο οποίος με τη σειρά του φέρει νέες απαγορεύσεις, συνιστά μια τελική πράξη βίας. Η ειρήνευση μεταξύ των πρώην εχθρών γίνεται πάντα επί ενός θυσιαζόμενου, ο οποίος στη συνέχεια ιεροποιείται ως ο θεμέλιος λίθος αυτής της ειρήνευσης. Έτούτος είναι ο Ήρωας, ο Μάρτυρας, ο Άγιος. Έτσι, δεν υπάρχει κανένας πολιτισμός πάνω στη γη που να μη διαθέτει θυσιαστήριο στο Ιερό του.
Ο πολιτισμός που ξεκίνησε το ’68 απ’ «τα παιδιά του Μάη», θεμελιώθηκε κι αυτός στη βία. Όχι κατά των εξουσιών αυτή τη φορά ούτε κατά των αλλόθρησκων και των αλλοεθνών, αλλά κατά των εμβρύων. Αν η γερμανική νιότη του ’39 θέλησε να επιβάλει τον «πολιτισμό» της ανεβάζοντας στο «θυσιαστήριο» του εξήντα εκατομμύρια αλλοεθνείς και η τζιχαντιστική νιότη του ’14 ανεβάζοντας στο «θυσιαστήριο» του δικού της «πολιτισμού» τους αλλόθρησκους και τις γυναίκες, τα παιδιά του Μάη ανέβασαν τα αγέννητα. Και ίσως αυτή η συγκαλυμμένη βία να τους έκανε να φαίνονται πιο ειρηνικοί αλλά και να ιεροποιήσουν το παιδί, που πλέον εξέλιπε. Το θυσιαστήριο της Μετα-νεωτερικότητας έγινε το ιατρείο των εκτρώσεων, έτσι κατόρθωσε ο μετα-νεωτερικός άνθρωπος «να ζήσει τη ζωή του».
Στο νέο φαύλο κύκλο της –φανερής πλέον– βίας που περιέρχεται και πάλι ο κόσμος μας ίσως θα πρέπει να συλλογιστούμε πώς θα αναστηλώσουμε έναν πολιτισμό, στου οποίου το θυσιαστήριο θα ανεβάζουμε το Θεό μας κι όχι το συνάνθρωπό μας. Άλλωστε το Σώμα Του είναι «τὸ ὑπέρ ὑμῶν κλώμενον». «Λυπημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί» αν απλώς αλλάζουν ρόλους οι θύτες με τα θύματα. Η αλλαγή μένει στα μισά. Οι καιροί θα αλλάξουν αν ξανακάνουμε το θυσιαστήριο Αγία Τράπεζα. Μόνο το Θεό μας δικαιούμαστε να τρώμε, αν θέλουμε να τρώμε όλοι.
Ο πολιτισμός που ξεκίνησε το ’68 απ’ «τα παιδιά του Μάη», θεμελιώθηκε κι αυτός στη βία. Όχι κατά των εξουσιών αυτή τη φορά ούτε κατά των αλλόθρησκων και των αλλοεθνών, αλλά κατά των εμβρύων. Αν η γερμανική νιότη του ’39 θέλησε να επιβάλει τον «πολιτισμό» της ανεβάζοντας στο «θυσιαστήριο» του εξήντα εκατομμύρια αλλοεθνείς και η τζιχαντιστική νιότη του ’14 ανεβάζοντας στο «θυσιαστήριο» του δικού της «πολιτισμού» τους αλλόθρησκους και τις γυναίκες, τα παιδιά του Μάη ανέβασαν τα αγέννητα. Και ίσως αυτή η συγκαλυμμένη βία να τους έκανε να φαίνονται πιο ειρηνικοί αλλά και να ιεροποιήσουν το παιδί, που πλέον εξέλιπε. Το θυσιαστήριο της Μετα-νεωτερικότητας έγινε το ιατρείο των εκτρώσεων, έτσι κατόρθωσε ο μετα-νεωτερικός άνθρωπος «να ζήσει τη ζωή του».
Στο νέο φαύλο κύκλο της –φανερής πλέον– βίας που περιέρχεται και πάλι ο κόσμος μας ίσως θα πρέπει να συλλογιστούμε πώς θα αναστηλώσουμε έναν πολιτισμό, στου οποίου το θυσιαστήριο θα ανεβάζουμε το Θεό μας κι όχι το συνάνθρωπό μας. Άλλωστε το Σώμα Του είναι «τὸ ὑπέρ ὑμῶν κλώμενον». «Λυπημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί» αν απλώς αλλάζουν ρόλους οι θύτες με τα θύματα. Η αλλαγή μένει στα μισά. Οι καιροί θα αλλάξουν αν ξανακάνουμε το θυσιαστήριο Αγία Τράπεζα. Μόνο το Θεό μας δικαιούμαστε να τρώμε, αν θέλουμε να τρώμε όλοι.
10. Dalla Zuanna, 2001: 153.
11. Οι κοινωνίες της Νότιας Ευρώπης, όπου οι πολίτες στηρίζονται περισσότερο στην οικογένεια και στην κοινωνική δικτύωση για την εύρεση εργασίας και την κάλυψη των θεμελιωδών κοινωνικών αναγκών, αποκαλούνται «familistic oriented» στην βιβλιογραφία, και το φαινόμενο αυτό ορίζεται ως “Familism”. Κοινωνιολογικές μελέτες δείχνουν ότι στις κοινωνίες αυτές η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών ταυτίζει την ατομική ευτυχία με την οικογενειακή ευτυχία και ότι τούτο σχετίζεται στατιστικά με τα υψηλά ποσοστά των ανθρώπων που δηλώνουν ότι η επίδραση της θρησκείας στη ζωή τους είναι σημαντική. Dalla Zuanna, 2001: 139.
12. “La syndrome del ritardo”, Dalla Zuanna, 2001: 148.
13. Billari, 2008: 5.
14. Των πανεπιστημίων του Bielfeld και του Bamberg, μεταξύ του 1996 και του 2006.
15. Mills et Blossfeld, 2005: 6
16. Bucholtz et al, 2009: 57
17. Μc Donald, P. 2000: 13
18. Μόλις το 43,3% των γυναικών παραγωγικής ηλικίας εργάζονταν στην Ελλάδα το 2013 (Eurostat).
19. Όπως και στο οικονομικό αδιέξοδο των αρχών του ΄90 (βλ. Καραμπελιά Γ., «Η μεγάλη αυταπάτη», http://ardin-rixi.gr/archives/18285), έτσι και στο δημογραφικό αδιέξοδο όπου περιήλθε η χώρα κατά την ίδια περίοδο, τη «λύση» σε μια παρασιτική κοινωνία «Ντόριαν Γκρέι» συνταξιούχων έδωσε η δίχως προγραμματισμό μετανάστευση.
20. http://epp.eurostat.ec.europa.eu/tgm/table.do?tab=table&init=1&language=fr&pcode=tsdde220&plugin=1, 8/12/2014.
21. http://data.oecd.org/fr/pop/taux-de-fecondite.htm, 8/12/2014.
22. Dumont G.- F, 2011 (703): 1
23. Οι Αλεβίτες, τα πνευματικά τέκνα του Μανσούρ Αλ Χάλατζ, πλειοψηφούν στις περιοχές της Κεντρικής Ανατολίας: στη Σεβάστεια, στο Τσόρουμ, στην Αμάσεια και το Τουντσελί (Zeidan, D. 1999(3):74).
24. Στην περίπτωση των ανδρών, όσο υψηλότερο εισόδημα διέθετε ο σύζυγος, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες είχε να κάνει παιδί. Αντίθετα, στην περίπτωση των γυναικών, οι γυναίκες χαμηλού και υψηλού εισοδήματος είχαν λιγότερες πιθανότητες να κάνουν παιδί από τις γυναίκες μεσαίου εισοδήματος. Αυτό δείχνει ότι το κριτήριο των Ελλήνων για το αν θα κάνουν οικογένεια είναι η επιτυχία στο επαγγελματικό πεδίο, ενώ για τις Ελληνίδες η «συμφιλίωση» οικογένειας και εργασίας.
25. http://www.statistics.gr/portal/page/portal/ESYE/PAGE-themes?p_param=A0102&r_param=SJO22&y_param=2005_00&mytabs=0, 23/7/2014.
26. Ενώ το 2008, το ποσοστό των απασχολούμενων σ’ αυτούς τους τομείς ήταν της τάξεως του 11,5%, σήμερα είναι του 13,8%. Αντίστοιχα, το ποσοστό των απασχολούμενων στο εμπόριο μειώθηκε από 18,1% σε 17,8% και αυτό των απασχολούμενων στην οικοδομή από 8,8% σε 4,3%. www.statistics.gr/portal/page/portal/ESYE/BUCKET/A0101/PressReleases/A0101_SJO01_DT_QQ_01_2014_01_F_GR.pdf, 23/7/2014.
27. http://eurofound.europa.eu/observatories/eurwork/comparative-information/national-contributions/estonia/estonia-social-partners-involvement-in-the-reforms-of-pension-systems, 8/12/2013.
28. Πέρα από το γεγονός ότι οι μετανάστες μειώνουν τη Μέση Ηλικία του ελληνικού πληθυσμού, βελτιώνουν και το Συνθετικό Δείκτη Γεννητικότητας: το 2005, ο ΣΔΓ των ελληνικής ιθαγένειας κατοίκων της Ελλάδας ήταν 1,24 παιδιά ανά γυναίκα, ενώ αυτός των γυναικών άλλης ιθαγένειας ήταν 2,12 παιδιά ανά γυναίκα. Έτσι ο ΣΔΓ της χώρας διαμορφώθηκε στο 1,33 (Goldstein et al, 2009:36).
Βιβλιογραφία
Καραμπελιάς Γ., Η μεγάλη αυταπάτη, http://ardin-rixi.gr/archives/18285, 7/12/2014.
Κονδύλης Παναγιώτης (2000), Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, Θεμέλιο.
Aassve, A. Iacovou, M. Mencarini, L. (2006). «Youth poverty and transition to adulthood in Europe», Demographic Research, 15 (2): 21-50.
Billari, F. (2008). «Lowest-Low Fertility in Europe: Exploring the Causes and Finding Some Surprises», The Japanese Journal of Population, 6 (1): 2-18.
Buchholz, S. Hofacker, D. Mills, M. Blossfeld, H. – P. Kurz, K. Hofmeister, H. (2009). «Life Courses in the Globalization Process: The Development of Social Inequalities in Modern Societies», European Sociological Review, 25 (1): 53-71.
Dalla Zuanna, G. (2001). «The banquet of Aeolus: A familistic interpretation of Italy’s lowest low fertility», Demographic research, 4 (5): 133-162.
Dumont G.- F., Les conséquences géopolitiques de l’ «hiver démographique» en Europe, http://www.strategicsinternational.com/20_03.pdf, 7/12/2014.
Dumont G.- F. (2011), «La Turquie coupée en deux?», Population et Avenir, 703 : 1.
Girard, R. (1999). Je vois Satan tomber comme l’éclair, Grasset.
Goldstein, J.R. Sobotka, T. Jasilioniene, A. (2009). The end of lowest-low-fertility, Max Plank Institute for Demographic Research, Working Paper, 2009-029.
Kohler, H.- P. Billari, F. Ortega J.-A., (2002). «Low Fertility in Europe: Causes, Implications and Policy Options», στο F. R. Harris (Ed.), The Baby Bust: Who will do the Work? Who Will Pay the Taxes? Lanham, MD: Rowman & Littlefield Publishers, 48-109.
Mills, M. Blossfeld H. – P. (2005). «Globalisation, uncertainty and the early life course. A theoriticl framework». Στο, Blossfel H. – P., Klijzing, E., Mills, M. and Kurz, K. Globalisation, Uncertainty and Youth in Society. London and New York: Routledge, 1-24.
McDonald, P. (2000). «Gender equity, social institutions and the future of fertility», Journal of Population Research 17 (1): 1-16.
Surkyn, J. Lesthaeghe, R. (2004). «Value Orientations and the Second Demographic Transition (SDT) in Northern, Western and Southern Europe: An Update». Demographic Research 3 (3): 45- 86.
Zeidan, D. (1999). «The Alevi of Anatolia», Middle East Review of International Affairs (3): 74.
Κονδύλης Παναγιώτης (2000), Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, Θεμέλιο.
Aassve, A. Iacovou, M. Mencarini, L. (2006). «Youth poverty and transition to adulthood in Europe», Demographic Research, 15 (2): 21-50.
Billari, F. (2008). «Lowest-Low Fertility in Europe: Exploring the Causes and Finding Some Surprises», The Japanese Journal of Population, 6 (1): 2-18.
Buchholz, S. Hofacker, D. Mills, M. Blossfeld, H. – P. Kurz, K. Hofmeister, H. (2009). «Life Courses in the Globalization Process: The Development of Social Inequalities in Modern Societies», European Sociological Review, 25 (1): 53-71.
Dalla Zuanna, G. (2001). «The banquet of Aeolus: A familistic interpretation of Italy’s lowest low fertility», Demographic research, 4 (5): 133-162.
Dumont G.- F., Les conséquences géopolitiques de l’ «hiver démographique» en Europe, http://www.strategicsinternational.com/20_03.pdf, 7/12/2014.
Dumont G.- F. (2011), «La Turquie coupée en deux?», Population et Avenir, 703 : 1.
Girard, R. (1999). Je vois Satan tomber comme l’éclair, Grasset.
Goldstein, J.R. Sobotka, T. Jasilioniene, A. (2009). The end of lowest-low-fertility, Max Plank Institute for Demographic Research, Working Paper, 2009-029.
Kohler, H.- P. Billari, F. Ortega J.-A., (2002). «Low Fertility in Europe: Causes, Implications and Policy Options», στο F. R. Harris (Ed.), The Baby Bust: Who will do the Work? Who Will Pay the Taxes? Lanham, MD: Rowman & Littlefield Publishers, 48-109.
Mills, M. Blossfeld H. – P. (2005). «Globalisation, uncertainty and the early life course. A theoriticl framework». Στο, Blossfel H. – P., Klijzing, E., Mills, M. and Kurz, K. Globalisation, Uncertainty and Youth in Society. London and New York: Routledge, 1-24.
McDonald, P. (2000). «Gender equity, social institutions and the future of fertility», Journal of Population Research 17 (1): 1-16.
Surkyn, J. Lesthaeghe, R. (2004). «Value Orientations and the Second Demographic Transition (SDT) in Northern, Western and Southern Europe: An Update». Demographic Research 3 (3): 45- 86.
Zeidan, D. (1999). «The Alevi of Anatolia», Middle East Review of International Affairs (3): 74.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr