Του Λευτέρη Ριζά
Μιλώντας σε ανοικτή συζήτηση που διοργάνωσε
το Πανεπιστήμιο Κύπρου και η Πρεσβεία των ΗΠΑ στην Κύπρο με θέμα: «Cyprus at a
Crossroads: A diplomat reflects on three decades of engagement with the Eastern
Mediterranean” με την ευκαιρία της αφυπηρέτησης του από το Αμερικανικό Υπουργείο
Εξωτερικών, ο Πρέσβης των ΗΠΑ στην Κύπρο John Koenig, κληθείς να σχολιάσει
την παρουσία των 40.000 Τούρκων στρατιωτών και των δεκάδων χιλιάδων εποίκων στο
νησί, είπε: «Εγώ προσωπικά δεν θεωρώ ότι το Κυπριακό ζήτημα είναι κατά κύριο
λόγο ένα πρόβλημα εισβολής και κατοχής. Αν δεν σας αρέσει, δεν μπορώ να κάνω κι
αλλιώς. Δεν θεωρώ αυτό ως την ουσία του κυπριακού προβλήματος». Για να
συμπληρώσει στην συνέχεια: «Ωστόσο, αυτό είναι ένα τεράστιο πρόβλημα και ο μηχανισμός
που υπάρχει για διευθέτηση των θεμάτων είναι οι διαπραγματεύσεις για διευθέτηση
του Κυπριακού που λαμβάνουν χώρα υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών». Στην
συνέχεια είπε επίσης ότι η κυπριακή διένεξη άρχισε πριν από 51 χρόνια και το
1974 πήρε μια τεράστια και τραγική τροπή, ξεκαθαρίζοντας ότι με κανένα τρόπο δεν
δικαιολογεί αυτό που έγινε «αλλά δεν μπορεί να αναχθεί σε ένα πρόβλημα εισβολής
και κατοχής. Αυτό στην πραγματικότητα σημαίνει να αγνοήσετε τη δική σας ιστορία… έχετε πολλά
πράγματα να ασχοληθείτε εκτός από την παρουσία της Τουρκίας στο νησί και την
παρουσία των τουρκικών στρατευμάτων που δεν υποστηρίζουμε ή αποδεχόμαστε και
την παρουσία των εποίκων που δεν ανεχόμαστε. Αυτά όλα είναι ζητήματα που πρέπει
ωστόσο να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων καθώς θα πρέπει επίσης
να λάβουμε υπόψη τις απόψεις της τουρκοκυπριακής κοινότητας......δεν νομίζω ότι
έχω συναντήσει έναν Τουρκοκύπριο -ίσως υπάρχουν μερικοί εκεί έξω - που να πιστεύει
πραγματικά ότι το Κυπριακό είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής και αυτοί είναι οι
άνθρωποι με τους οποίους θα πρέπει να πετύχετε την ειρήνη . Έτσι θα πρέπει να δώσετε
προσοχή στο πώς και αυτοί βλέπουν το κυπριακό πρόβλημα.»
Οι δηλώσεις του αυτές προκάλεσαν «Θύελλα» αντιδράσεων σε κυβέρνηση και κόμματα
– της Κύπρου – ενώ το Στέητ Ντιπάρτμεντ απέφυγε να τοποθετηθεί δημόσια. Το θέμα
τέθηκε και σε συνάντηση του πρέσβη της Κύπρου στην Ουάσινγκτον, Γιώργου Σιακαλλή,
με τη βοηθό υφυπουργό Εξωτερικών, Αμάντα Σλόατ, η οποία, σύμφωνα με πληροφορίες,
επεσήμανε πως το Στέιτ Ντιπάρτμεντ δεν συμφωνεί ούτε με το περιεχόμενο των δηλώσεων,
ούτε με τη χρονική στιγμή που έγιναν. Αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ δήλωσε
πως «οι ΗΠΑ παραμένουν δεσμευμένες στην υποστήριξη των υπό τη διευκόλυνση των
Ηνωμένων Εθνών προσπαθειών για επανένωση του νησιού ως μία διζωνική δικοινοτική
ομοσπονδία, κάτι που θα ωφελήσει όλους τους Κύπριους. Συγχαίρουμε τους ηγέτες των
Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων για την αντιμετώπιση των βαθύτερων αιτίων της
διαίρεσης της νήσου και την επιδίωξη επανοικοδόμησης της εμπιστοσύνης».
Ο αμερικανός πρέσβης από καιρό έκφραζε ανοικτά τις απόψεις του για την λύση του
Κυπριακού. Ήδη από τον Νοέμβριο του 2013 δήλωνε πώς είναι η ώρα να κάνουμε το θαρραλέο
βήμα προς τα εμπρός και να βρούμε μια λύση στο κυπριακό πρόβλημα, μιλώντας στο συνέδριο
του Economist στη Λευκωσία. Πρόσθετε μάλιστα ότι μια λύση στο Κυπριακό θα
προσελκύσει περισσότερους Αμερικανούς επενδυτές και σημείωνε ότι η οικονομία θα
έχει την ευκαιρία να ανοίξει και προς «τη μεγαλύτερη και πιο δυναμική αγορά στην
ανατολική Μεσόγειο, την Τουρκία». Αμερικανοί βλέπουν την Κύπρο ως μια ευκαιρία
για περιφερειακές επενδύσεις, ανέφερε λέγοντας ότι η λύση στο Κυπριακό θα δώσει
πρόσβαση σε μια σειρά από περιφερειακές οικονομίες «συμπεριλαμβανομένης και της
Τουρκίας». «Μόνο η πολιτική ηγεσία έχει τη δύναμη να μετατρέψει το όραμα
μιας ενωμένης, ευημερούσας, Κύπρου σε μια πραγματικότητα».
Ο πρέσβης ουσιαστικά υποστήριζε, και γι αυτό εργαζότανε, μια λύση του Κυπριακού
που θα άνοιγε τις δουλειές στην περιοχή. Βέβαια το ότι το Κυπριακό δεν έπρεπε να
θεωρείται αποκλειστικά ως πρόβλημα εισβολής και κατοχής και ότι μόνο μέσα στο πλαίσιο
των διαπραγματεύσεων πρέπει να λυθεί, αν εφαρμοζότανε στην περίπτωση της εισβολής
του Ιράκ στο Κουβέϊτ θα είχαμε γλυτώσει εκείνη την «Καταιγίδα της Ερήμου» και μάλλον
το «Σοκ και δέος» που την ακολούθησε μερικά χρόνια αργότερα. Αλλά η αμερικανική
εξωτερική πολιτική και το «αξιακό» της υπόβαθρο διαθέτει πολλά «μέτρα και σταθμά».
Ανάλογα με τα συμφέροντα.
Αλλά οι απορίες και τα ερωτήματα είναι άλλα. Έχει ευθύνη για αυτά που υποστήριξε
δημόσια ο κ. Κόνιγκ η ελληνική πολιτική ηγεσία, το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών;
Μιλώντας ο πρωθυπουργός της χώρας κ. Αλ. Τσίπρας στην κοινή συνέντευξη τύπου που
έδωσε μαζί με τον πρόεδρο της Κύπρου κ. Ν. Αναστασιάδη (17-4-2015), μας διαβεβαίωσε
ότι «Η Ελλάδα και η Κύπρος αποτελούν πυλώνα σταθερότητας, πεδίο σταθερότητας,
σε μια ευρύτερη περιοχή συγκρούσεων και σοβαρών κρίσεων, σε μια ευρύτερη περιοχή
που το τελευταίο διάστημα είναι περιοχή αποσταθεροποίησης….Πρώτη προτεραιότητά μας,
στρατηγικός μας στόχος –ο οποίος είναι βέβαια άρρηκτα συνδεδεμένος με την εξασφάλιση
της ειρήνης και της σταθερότητας της περιοχής-, είναι και θα παραμείνει η προσήλωσή
μας στη συνέχιση μέχρι τελικής ευόδωσης των δικοινοτικών συνομιλιών.
Για την εξεύρεση συμφωνημένης, δίκαιης
και βιώσιμης λύσης του Κυπριακού, προς όφελος του Κυπριακού λαού, Ελληνοκυπρίων
και Τουρκοκυπρίων, και στο πλαίσιο, πάντα, της διεθνούς νομιμότητας». Λέξη δεν ειπώθηκε για την ουσία του
Κυπριακού: δηλαδή τη συνεχιζόμενη εισβολή και κατοχή του βόρειου τμήματος της Κύπρου.
Γιατί χωρίς την απόσυρση των κατοχικών στρατευμάτων και την υποστήριξη από την Τουρκία
του παράνομου τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους ποια «συμφωνημένη, δίκαιη και βιώσιμη
λύση του Κυπριακού» μπορεί να υπάρξει;
Ακολούθησε η επίσκεψη του υπουργού
Εξωτερικών κ. Ν. Κοτζιά στην Τουρκία. Αλλά πριν πατήσει το πόδι του στην Άγκυρα
φρόντισε με συνεντεύξεις του σε τουρκικά ΜΜΕ, να δώσει το περίγραμμα των απόψεων
της ελληνικής κυβέρνησης στα καυτά προβλήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Μιλώντας
στην ανταποκρίτρια της τουρκικής δημόσιας τηλεόρασης TRT στην Αθήνα Derya
Koseoglu είπε για το Κυπριακό, σε σχετική ερώτηση της:
«Είπα να φύγει και ο ελληνικός στρατός
και αυτό το ξεχνάνε. Εγώ λέω το εξής: εάν πούμε ότι πρέπει να διατηρηθούν οι εγγυήτριες
δυνάμεις, αυτό σημαίνει ότι η λύση δεν είναι πραγματική λύση, αυτό λέω. Αν είναι
πραγματική λύση και νιώθουμε ότι διασφαλίζονται τα συμφέροντα και της Τουρκοκυπριακής
κοινότητας και της Ελληνοκυπριακής κοινότητας και συμπληρώνω – διότι οι περισσότεροι
το ξεχνούν – στην Κύπρο, υπάρχουν και τρεις μικρές μειονότητες, οι Αρμένιοι, οι
Μαρωνίτες και οι Λατίνοι, εάν διαφυλάσσονται λοιπόν και τα δικά τους συμφέροντα,
τότε για ποιο λόγο να υπάρχουν εγγυήτριες δυνάμεις;
Η Κύπρος πρέπει να γίνει ένα κανονικό
κράτος μέλος της ΕΕ και να αναπτύξει καλές και παραγωγικές σχέσεις με την Τουρκία
και την Ελλάδα. Εάν δεν υπάρξει πλήρης λύση στην Κύπρο και εάν δώσουμε εγγυήσεις,
τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής – βέβαια η Τουρκία δεν τα αναγνωρίζει έτσι - και
εάν έχει στρατεύματα και η Ελλάδα με βάση τις συμφωνίες του Λονδίνου και της Ζυρίχης,
τότε έχουμε μια από τα ίδια και είπα απλά να μην κοροϊδευόμαστε. Εάν υπάρξει μια
βιώσιμη λύση, τότε και η τουρκική πλευρά και η ελληνική πλευρά νομίζω ότι θα στηρίξουνε
τη δημιουργική ανάπτυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Αν δεν υπάρξει μια πραγματική λύση,
θα αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τι εγγυήσεις θα δώσουμε. Αυτή είναι η σκέψη μου, δεν
στρέφεται ενάντια σε κανέναν, αλλά δείχνει την πρόθεσή μας να βρούμε μία πραγματική
λύση. Και, να το πω διαφορετικά: εγώ λέω «τι ανησυχεί περισσότερο την Τουρκία;».
Τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων. Αν εσείς μου λέτε να δώσουμε 100 εγώ σας λέω να
δώσουμε 300, να δώσουμε το maximum των δικαιωμάτων και το maximum της ασφάλειας
σε αυτούς. Δεν χρειάζονται άλλες εγγυήσεις και, εξάλλου, ως κράτος μέλος της ΕΕ,
όλοι θα είναι με το βλέμμα τους στην Κύπρο. Νομίζω το ίδιο και ο ΟΗΕ. Αυτή είναι
η σκέψη μου. Θέλω δηλαδή μία πραγματική λύση, να νιώσουν ξανά κυρίαρχοι στο σπίτι
τους όλοι οι Κύπριοι, οι Τουρκοκύπριοι, οι Ελληνοκύπριοι και οι άλλες τρεις μικρές
μειονότητες.»
Ο κ. Ν. Κοτζιάς φρόντισε να ξεχάσει ότι στην Κύπρο υπάρχει στρατός εισβολής και
κατοχής, μιλώντας γενικά για την ανάγκη να αποσυρθούν οι στρατοί των εγγυητριών
δυνάμεων – ο ελληνικός ξέρουμε πόσο εγγυήθηκε την Κυπριακή Δημοκρατία. Όλη η αντίληψη
του για το Κυπριακό πρόβλημα αποτελεί την επιτομή των απόψεων αυτών που δικαίως
αποκαλούνται «εθνομηδενιστές» και που φροντίζουν πάντοτε να ξεχνάνε ότι η Κύπρος
ήτανε ελληνική εδώ και 3.500 χρόνια, ότι το 82% των κατοίκων της ήτανε Έλληνες οι
οποίοι αγωνίστηκαν σκληρά πάντοτε για την ελευθερία και ελληνικότητα τους
στο διάβα των αιώνων. Και που ελπίζοντας ότι θα κερδίσουν την Λευτεριά τους – αχώριστη
από την Ένωση τους με την υπόλοιπη Ελλάδα – κατατάχτηκαν εθελοντικά κατά χιλιάδες
στον Βρετανικό στρατό για να πολεμήσουν τον Γερμανικό ναζισμό – και στη συνέχεια
με δημοψήφισμα διατράνωσαν τον πόθο τους για την Ένωση. Το 1955 πια αναγκάστηκαν
να πάρουν τα όπλα για να απαλλαγούν από την Αγγλοκρατία, δίνοντας στο αγώνα τους
άφθονο αίμα και πραγματικούς ήρωες. Ο κ, υπουργός συνειδητά παραχαράσσει την
ουσία του Κυπριακού, στο όνομα πάντοτε της φιλίας των λαών – του ελληνικού και τουρκικού
και δύο-τριών ακόμα μικρών εθνικών μειονοτήτων. Το 1974 όταν η Κύπρος κι ολόκληρος
ο ελληνισμός ζούσε τον Αττίλα Ι και ΙΙ, ο στέλεχος του ΚΚΕ φρόντιζε να επαναφέρει
στην τάξη τους Έλληνες φοιτητές του Μονάχου και τον Σύλλογο τους, επειδή πρωτοστατούσαν
στις κινητοποιήσεις και την καμπάνια για την Κύπρο.
Από ιδεολογικός
καθοδηγητής στο ΚΚΕ μεταπήδησε αργότερα στην υπηρεσία του Γ. Α. Παπανδρέου και του
ΠΑΣΟΚ, χαράσσοντας ή έστω συμβάλλοντας τα μέγιστα στην επεξεργασία και εφαρμογή
της πολιτικής που ακολούθησε η τότε κυβέρνηση απέναντι στην Τουρκία[1].
Το σχέδιο του ώστε
η Κύπρος να γίνει ένα κανονικό κράτος-μέλος της ΕΕ, στο οποίο να είναι σεβαστά τα
δικαιώματα όλων των κατοίκων και εθνοτήτων του, είναι κατατεθειμένο σε «paper» του
St Antony’s College University of Oxford (Cyprus after Accession: Getting past
‘No’? Workshop report and responses, May 2007, τίτλος κειμένου «Contradictions,
Conflicts and Paradoxes-A Framework for a Solution»). Ο ίδιος, στενός συνεργάτης
τότε του Γ. Παπανδρέου ενώ απορρίπτει το σχέδιο Ανάν λόγω δυσλειτουργικών προβλημάτων
εισηγείται μια λύση πολύ χειρότερη. Με περισσότερες εσωτερικές επαρχίες για κάθε
συνιστών κράτος, που δημιουργούν ένα τρικέφαλο πολυπεριφερειακό πολιτειακό σύστημα.
Αναφέρει στην πρόταση του στο παραπάνω σχέδιο του τα ακόλουθα:
Δημιουργία διζωνικής
δικοινοτικής ομοσπονδίας, η οποία θα στηρίζεται: «Σε δυο συνιστώντα κράτη - οντότητες,
μια για κάθε Κοινότητα, διά των οποίων θα
λειτουργούν οι μηχανισμοί
του κεντρικού κράτους και θα αναγνωρίζεται η ισότητα των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων».
«Πέραν της δημιουργίας των δυο χωριστών
κρατών, θα δημιουργηθεί ένα κοινό ομοσπονδιακό κράτος, το οποίο θα μοιράζονται Έλληνες και Τούρκοι
Κύπριοι - και οποιοσδήποτε άλλος θέλει να συμμετάσχει». Αυτό, τονίζει ο κ. Κοτζιάς,
θα γίνει στη Λευκωσία - κάτι ανάλογο, όπως ισχυρίζεται, με το καθεστώς των Βρυξελλών.
Και προσθέτει: «Οι τοπικές πολιτικές της οντότητας της Λευκωσίας θα αντικατοπτρίζουν
αυξητικά τις πολιτικές και κοινωνικές ταυτότητες των κατοίκων της, και όχι μόνο
τις εθνικές τους ταυτότητες».
Να και η νέα εθνική ταυτότητα,
την οποία προωθεί ο κ. Κοτζιάς: «Οι κάτοικοι της πρωτεύουσας -του τρίτου δηλαδή
κράτους- θα ανέπτυσσαν ισχυρή διπλή κυπριακή και ευρωπαϊκή ταυτότητα. Η Ε.Ε. και
τα Ην. Έθνη πρέπει να αναγνωρίσουν ότι οι κάτοικοι της Λευκωσίας δεν θα καθορίζονται
αποκλειστικά με τους όρους της εθνικής κοινότητας, στην οποία ανήκουν». Θα είναι,
με άλλα λόγια, η μαγιά του έθνους των Κυπριλλίδων!
«Τα δυο συνιστώντα κράτη θα υποδιαιρούνται
σε οκτώ με εννέα περιοχές (regions) συν η Λευκωσία, η οποία θα υποδιαιρείται σε
δυο υποσυστήματα. Αυτές οι επαρχίες «θα διατηρούν το δικαίωμα να αναλαμβάνουν δράση
εντός των συνιστώντων κρατών με σχετική αυτονομία, εφόσον είναι σύμφωνες (οι δράσεις
αυτές) με το ομοσπονδιακό σύνταγμα».
Ο κ. Κοτζιάς εισηγείται
τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη δημιουργία μας Βαβυλωνίας. Πολλά εξ
αυτών, τα οποία υποστηρίζει, το 2007 ήταν, ήδη, βασικοί πυλώνες του σχεδίου Ανάν,
επί του οποίου εκφράζει σε κάποια άλλα σημεία τη διαφωνία του. Κάποιες εκ των θέσεών
του, συνιστούν σήμερα στοιχεία για την προδιαγραφόμενη λύση.
Η αντίληψη Κοτζιά
περί του Κυπριακού, συγκλίνει με εκείνη των Βρετανών. Δηλαδή, η βιωσιμότητα της
λύσης σχετίζεται με τη διάβρωση, ακόμη και την κατάργηση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας
των Κυπρίων και, γιατί όχι, με τη δημιουργία του έθνους των Κυπριλλίδων. Αυτός είναι
πάγιος τουρκικός και βρετανικός στόχος με γεωστρατηγικές και γεωπολιτικές προεκτάσεις
και με βασική επιδίωξη την ανατροπή της ιστορίας και την αποσύνδεση των συμφερόντων
του Ελληνισμού από την Κύπρο και την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, καθώς και
της Μέσης Ανατολής.
Κάτι που ήθελαν
ανέκαθεν να πετύχουν οι Βρετανοί και οι Τούρκοι, για να έχουν την Κύπρο υπό τον
δικό τους έλεγχο και για να μην μπορεί ποτέ η Ελλάδα να αποδράσει από τη φινλανδοποίηση.
Η πρόταση Κοτζιά στηρίζεται στη φιλοσοφία κυρίως του μοντέρνου, όπως ισχυρίζεται,
βελγικού μοντέλου με τη Λευκωσία να είναι ιδιόμορφο καθεστώς, το οποίο θα λειτουργεί
επί τη βάσει της «ισότητας» σε επίπεδο κεντρικής εξουσίας και με Κυπριλλίδες πολίτες.
Το σημαντικό, όμως,
είναι άλλο: Το ομοσπονδιακό πολιτειακό μοντέλο του Βελγίου, με ζώνες και καντόνια
(περιοχές), είναι παράδειγμα προς αποφυγήν. Έχει ρεκόρ ακυβερνησίας και συνεχώς
ζει με την απειλή της διάλυσης, η οποία θα είχε ήδη προκύψει εάν εκεί δεν βρίσκονταν
οι έδρες του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. Συνεπώς, ο κ. Κοτζιάς δεν απορρίπτει το σχέδιο
Ανάν μόνο για τις όποιες δυσλειτουργικότητές του, αλλά και για έναν άλλο λόγο: Μέσα
από τα επιστημονικά του επιχειρήματα επιδιώκει να δώσει μια φόρμουλα αριστερόστροφου
διεθνιστικού χαρακτήρα, που συνυπάρχει με τις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις των «παραλήδων».
Στην ίδια συνέντευξη
άλλωστε είπε με σχετική μάλιστα έπαρση για τη συμβολή του στην χάραξη της πολιτικής
της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία:
«Ήμουν και είμαι υπέρ της ευρωπαϊκής
πορείας της Τουρκίας. Σας θυμίζω ότι ήμουν ο άνθρωπος που επεξεργάστηκα τα μέτρα
οικοδόμησης εμπιστοσύνης ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία τη δεκαετία του
’90 και που συνέβαλα τότε να άρει η Ελλάδα ένα βέτο, που είχε επιβληθεί στην Τουρκία
στη Σύνοδο του Λουξεμβούργου το 1997. Η άρση έγινε σε μια μικρή πόλη της Φινλανδίας,
το Τάμπερε, το φθινόπωρο του 1999 και μετά ολοκληρώθηκε στο Ελσίνκι.
Και ξέρετε, θεωρώ τον εαυτό μου από
τους αρχιτέκτονες της συμφωνίας του Ελσίνκι και επιθυμώ να συνεχιστεί αυτή η διαδικασία».
Χωρίς ίχνος ντροπής
ή ελάχιστης ικανότητας αυτοκριτικής, καμαρώνει για την πολιτική που επεξεργάστηκε
κι εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ – επί του «ευχαριστούμε τις ΗΠΑ» προέδρου
του ΠΑΣΟΚ και πρωθυπουργού κ. Κ. Σημίτη. Δηλαδή τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης
που επέτρεψαν στην Τουρκία να αμφισβητεί την ελληνική υφαλοκρηπίδα και να μην
αποδέχεται το νέο δίκαιο της θάλασσας στο Αιγαίο και βέβαια να συνεχίζει την κατακτητική
πολιτική της στην Κύπρο – στο όνομα πάντοτε της ελληνοτουρκικής φιλίας και της διευκόλυνσης
των τουρκικών σχεδίων. Και τα οποία θέλει να επαναλάβει – χωρίς όρους – μια και
όπως επανέλαβε στην συνέντευξη του:
«Νομίζω ότι η
Ευρώπη χρειάζεται την Τουρκία.[2]
Επίσης πιστεύω βαθιά ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα ήταν ακόμα καλύτερες με μια
Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που θα εφαρμόζει όλους τους δημοκρατικούς και κοινωνικούς
κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όχι ότι αυτοί οι κανόνες ισχύουν σε όλα τα κράτη
της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν είναι μόνο η Τουρκία που παρουσιάζει κενά ως προς την
εφαρμογή των κανόνων αυτών και εμείς έχουμε κενά, και άλλες ευρωπαϊκές χώρες».
Δεν πρέπει να μας
διαφύγει και το συγχωροχάρτι που δίνει στην Τουρκία εξομοιώνοντας την –μόνο κάποιες
ελλείψεις έχει στην εφαρμογή όλων των δημοκρατικών κανόνων – με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές
χώρες. Αντί δηλαδή να σηκώσει ακριβώς αυτές τις «ελλείψεις» - τον υφέρποντα ιδιότυπο
φασισμό της Τουρκίας – και την πρώτιστη ανάγκη να τα αλλάξει όλα αυτά προκειμένου
να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο κύριος υπουργός συμπεριφέρεται σαν απολογητής
της Τουρκίας και προστάτης της.
Μόλις το 2009, όμως,
ο ίδιος υποστήριζε πως η Τουρκία προσπαθεί «να ξαναδιαβάσει την αυτοκρατορική
ιστορία της, ως κληρονόμος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν είναι κάτι το παράξενο.
Επιπλέον, δε, από μια σκοπιά, είναι αναμενόμενο να συναντά ο νεοθωμανισμός τις ανάλογες
προσπάθειες σε πολλές δυτικές και όχι μόνο χώρες. Να βρίσκει κατανόηση από αυτές….. Από αυτή
την άποψη η αναβίωση του νεοθωμανισμού περικλείει και περιγράφει την μετακίνηση
της σύγχρονης Τουρκίας προς μια ισλαμική ανάγνωση της ιστορίας και μια μεγαλύτερη
δόση άλλοθι για την σημερινή ενίσχυση του ισλαμισμού. Η επιστροφή
στις οθωμανικές ρίζες έχει και τα «θετικά» της. Διότι πρόκειται για μια επιστροφή
σε ένα κράτος στο οποίο είχαν θέσει, σύμφωνα με τη σημερινή ανάγνωση, και άλλοι
μουσουλμανικοί πληθυσμοί πέραν των σημερινών Τούρκων. Μπορεί, δηλαδή, να αποτελέσει
μηχανισμό ενσωμάτωσης των Κούρδων, ίσως και άλλων πληθυσμών στο σημερινό τουρκικό
κράτος, χωρίς, όμως, να είναι σαφές ο προτεινόμενος τρόπος και το επίπεδο αυτής
της ενσωμάτωσης. Από την άλλη, η επαναφορά της ιδεολογίας του οθωμανισμού εμπεριέχει
«αυτόματα» και τα ιστορικά εγκλήματα που αυτός διέπραξε, όπως η γενοκτονία των Αρμενίων
και το «ελληνικό» 1921, καθώς και αιώνες αποικιοκρατίες σε βάρος μη μουσουλμανικών
πληθυσμών. Γεγονός που οφείλουμε να υπενθυμίζουμε σε όποιον επιθυμεί να παρουσιάζει
μια ιδανική εικόνα του Οθωμανισμού. Διότι η επιστροφή μερίδας των ελίτ της Τουρκίας
στο Χαλιφάτο, σημαίνει και μια άρνηση της κοσμικότητας του κεμαλικού κράτους». Συνέχιζε γράφοντας ότι το τουρκικό υπουργείο
εξωτερικών εμφανίζοντας την Τουρκία «ως συνεχιστή της οθωμανικής αυτοκρατορίας,
δηλαδή, όπως εκείνη το κατανοεί, της σταθερότητας και της συνύπαρξης των λαών της
ευρύτερης περιφέρειας….. στηρίζεται σε δύο υποθέσεις που είναι
και οι δύο λανθασμένες. Η πρώτη αφορά για το πόσο καλά περνούσαν οι μη τουρκικοί
πληθυσμοί από την κυριαρχία των Τούρκων. Αυτό αποτελεί ιστορική ανακρίβεια και από
μια σκοπιά πρόκληση, που δεν νομίζω ότι χρήζει εδώ απάντησης, αλλά σίγουρα χρήσει
αποκαλυπτικών σχολίων από την Ελληνική Εξωτερική Πολιτική στα διεθνή φόρα.»[3]
Αν το 2009 οι κυρίαρχες
τουρκικές ελίτ φαντασιώνονταν έναν νέο-οθωμανισμό, και έπρεπε στα διεθνή φόρα
να υπενθυμίζουμε τα εγκλήματα του κατά των μη τουρκικών λαών της Αυτοκρατορίας του,
γιατί σήμερα που ο νέο-οθωμανισμός του Ερντογάν διεκδικεί μέχρι και στην ανακάλυψη
της Αμερικής και ακόμα αρνείται να αναγνωρίσει τη σφαγή των Αρμενίων και φυσικά
τις ανείπωτες διώξεις των Ελλήνων – ακόμα πριν από το 1922 [4]
Την ίδια τακτική ακολούθησε και στην
συνέντευξη που παραχώρησε, ίδια ημέρα, στον ανταποκριτή της τουρκικής εφημερίδας
Sabah στην Αθήνα, Στέλιο Μπερμπεράκη. Τίποτα που να υπαινίσσεται έστω ότι υπάρχουν
κάποια σοβαρά ζητήματα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Και φτάνουμε στην κοινή συνέντευξη
τύπου με τον Υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας Mevlüt Çavuşoğlu (Άγκυρα,
12.5.2015).
Σε αυτήν έβαλε τα καλύτερα «δυνατά» του:
«Βρίσκομαι εδώ σαν
φίλος που εργάζεται, πάνω από 25 χρόνια για την ανάπτυξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων
στη βάση της φιλίας και του διεθνούς δικαίου.[5]
Πάντα εκτιμώ και θέλω να κάνω ειλικρινείς συζητήσεις που συμβάλλουν στην ανάπτυξη
της φιλίας ανάμεσα στις δύο χώρες και στους δύο λαούς.
Θα ήθελα όμως να ευχαριστήσω και να συγχαρώ, προσωπικά, τον κ. Υπουργό, που σήμερα
το βράδυ θα βρεθούμε στη γενέτειρά του, την Αττάλεια, για τη Σύνοδο των Υπουργών
Εξωτερικών του ΝΑΤΟ. Και είμαι σίγουρος ότι θα είναι μία εξαιρετικά καλή διοργάνωση,
όπως ήταν και η διοργάνωση της επίσκεψής μου[6]…….. Η Ελλάδα
και η Τουρκία είναι δύο παράγοντες σταθερότητας σ’ αυτήν την περιοχή και ανταλλάξαμε
πρώτες σκέψεις για το πως θα μπορούσαν να θεσμοποιήσουν αυτήν τη δυνατότητά τους.
Συμφωνήσαμε να ξαναρχίσουν οι διερευνητικές
συζητήσεις, που αφορούν την υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο και να συνεχίσουμε τη συζήτηση
για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, όπου ήδη έχουμε μία επιτυχία θα έλεγα[7]…… Κοινή μας
επιθυμία είναι να λυθούν τα προβλήματα στο Αιγαίο, να λύσουμε τα ζητήματα του Αιγαίου
και να πέσουν οι εντάσεις και οι αμφισβητήσεις γύρω από το χαρακτήρα σειράς περιοχών.
Θέλουμε να λύσουμε, επίσης, το Κυπριακό. Είναι μια ευκαιρία. Ένα ανοιχτό παράθυρο,
που συνηθίζουν να λένε οι Αμερικάνοι. Πιστεύουμε ότι πρέπει να διασφαλιστούν τα
δικαιώματα των κοινοτήτων, Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων, των μικρών μειονοτήτων
που υπάρχουν στο νησί και να αποκατασταθεί η Κύπρος ως ένα κράτος ανεξάρτητο, κυρίαρχο,
μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με φιλικές σχέσεις προς όλους και πριν από όλα βέβαια
προς την Τουρκία και την Ελλάδα. Μία Κύπρος, χωρίς εγγυήτριες δυνάμεις, που να διασφαλίζει
όμως το μέλλον και την αίσθηση ότι οι Τουρκοκύπριοι και οι Ελληνοκύπριοι είναι Κύπριοι,
φίλοι της Ελλάδας και της Τουρκίας».
Λέξη για την επιθετικότητα της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα – Κύπρο, Αιγαίο, Θράκη
– παρά επανάληψη των όσων είχε πει στη συνέντευξη του και αναφέραμε πιο πάνω.
Ο αποχωρών πρέσβης των ΗΠΑ στην Κύπρο είπε κάτι λιγότερο ή περισσότερο από όσα ήδη
λέει σταθερά η ελληνική κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ; Μάλλον όχι. Και μάλλον και η Κυπριακή
κυβέρνηση πρέπει να αισθάνεται αμήχανα από την τόση «υποστήριξη» που της παρέχουμε
ως «εγγυήτρια» δύναμη.
Σταθερός στην πολιτική της κυβέρνησης Σημίτη με υπουργό εξωτερικών Γ.Α. Παπανδρέου,
θέλει να την συνεχίσει υπό την καθοδήγηση τώρα της κυβέρνησης του κ. Αλ. Τσίπρα.
Έτσι επαναλαμβάνει:
«Θέλω να πω και από αυτό το βήμα, ότι στηρίζουμε την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας.
Την πορεία που ξεκινήσαμε το φθινόπωρο του ’99 στο Τάμπερε και αποφασίσαμε στο Ελσίνκι
το ’99. Η Ελλάδα δεν έχει ‘ναι μεν αλλά’ για το ευρωπαϊκό μέλλον της Τουρκίας. Θέλουμε
την Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θέλουμε μια ευρωπαϊκή Τουρκία. Θέλουμε μία Τουρκία
που θα υιοθετήσει όλους τους κανόνες και τις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και
θέλουμε μία Ευρωπαϊκή Ένωση που να αναγνωρίζει τον πλούτο του τουρκικού λαού σε
πολιτισμό, σε παραδόσεις, σε εμπνεύσεις, σε διεισδυτικότητα και σε πολιτική σκέψη…….. Μελετώ με
προσοχή την τουρκική πολιτική και διαπιστώνω ότι, όπως και εμείς, δεν θέλουν να
αποκλείουν κανέναν από συνεργασίες. Και το λέω με αφορμή τα Βαλκάνια.
Νομίζω ότι προωθώντας τις λύσεις στο
Αιγαίο και στο Κυπριακό θα αφήσουμε τους θετικούς ασκούς ανέμου, θα δώσουμε ώθηση
στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας και θα κάνουμε ακόμα πιο σημαντικό το ρόλο τους στην
περιοχή και παραπέρα….»
Σε ερώτηση δημοσιογράφου
για το Κυπριακό υπήρξε άκρως διαφωτιστικός:
«Η Ελληνική κυβέρνηση στηρίζει με όλους
τους τρόπους και θέλει να διευκολύνει τη διαπραγμάτευση που κάνει η κυπριακή Κυβέρνηση.
Θέλουμε το Κυπριακό να λυθεί, αλλά να λυθεί με σωστό τρόπο. Δεν θέλουμε κανείς να
επιβάλλει ή να πιέζει έξωθεν τις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται στην Κύπρο. Είναι
καλή ευκαιρία και η εκλογή του κ. Ακιντζί. Πιστεύω ότι είναι ένας άνθρωπος που κρατάει
ακόμα, αυτά τα στοιχεία που λέγαμε παλιά της «κυπριακής συνείδησης». Θέλουμε να
βρούμε τρόπους και συζητήσαμε πώς να βοηθήσουμε και να διευκολύνουμε αυτή τη διαπραγμάτευση.
Η λύση του Κυπριακού θα απελευθερώσει πολλές δυνάμεις στην περιοχή».
Ποιος είναι ο σωστός
τρόπος επίλυσης του Κυπριακού κατά τον υπουργό και την κυβέρνηση, είναι αυτός που
έχουμε γράψει στο παρελθόν[8]. Ποιες
πολλές δυνάμεις θα απελευθερωθούν στην περιοχή; Στρατιωτικο πολιτικές προκειμένου
να ασχοληθούν με τον έλεγχο των λαϊκών κινημάτων της περιοχής.
Ο σημαντικότερος
όμως παράγοντας για την επίλυση όλων αυτών των προβλημάτων και την προώθηση της
Ελληνοτουρκικής φιλίας και συνεργασίας, είναι η «χημεία». Όχι αυτή που νομίζετε:
με τα ηλεκτρόνια, τα σθένη, ph κλπ. Αλλά αυτή μεταξύ Τσίπρα και Νταβούτογλου:
«Η αίσθηση που έχω αποκομίσει είναι
ότι ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας, ο κ. Νταβούτογλου και ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος,
κ. Τσίπρας έχουν αυτό που λέμε «καλή χημεία». Είναι νέοι άνθρωποι με δημιουργική
σκέψη, με αντίληψη του διεθνούς περιβάλλοντος και των συμφερόντων των δύο κρατών.
Γι’ αυτό με μεγάλη χαρά θα έρθει ο κ.
Τσίπρας στην Τουρκία για να συζητήσουν όλα τα ζητήματα που χρειάζονται προώθηση
και κατανόηση. Θέλω να σας πω ότι στις διεθνείς σχέσεις, το σημαντικό είναι να λύνονται
προβλήματα. Αλλά εξίσου σημαντικό για να φθάσουμε στην λύση των προβλημάτων είναι
η δημιουργία μιας ατμόσφαιρας εμπιστοσύνης. Και μια αίσθηση ασφάλειας, ότι αυτά
που λέμε τα εννοούμε. Ένα πρώτο μεγάλο βήμα ήταν η σημερινή μου συνάντηση με το
συνάδερφο Υπουργό και τον ευχαριστώ.
Νομίζω ότι η εμπιστοσύνη που νοιώθαμε
ότι μπορούμε να έχουμε ο ένας για τον άλλο, ότι μιλάμε με ειλικρίνεια και σοβαρότητα
πάνω σε όλα τα θέματα, και με την ευθύνη που έχουμε για τις χώρες μας, αυτή η εμπιστοσύνη
έκανε ένα άπλετο βήμα στο μέλλον, μπροστά!» Χημεία και εμπιστοσύνη. Να το νέο σύνθημα της εξωτερικής μας πολιτικής.
Προκαλεί λοιπόν μεγάλη εντύπωση που ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Προκόπης
Παυλόπουλος έπλεξε εγκώμια στον κ. Ν. Κοτζιά, κατά την επίσκεψη του στον Πρόεδρο
[9]. Γιατί
πρέπει να έχουμε υπομονή να δούμε που θα καταλήξουν και τι θα αποφέρουν ως κέρδος
μας αυτές οι πολυσχιδείς πρωτοβουλίες του.
[1] Για λογαριασμό του ΚΚΕ, ο Νίκος Κοτζιάς έγραψε μια μεγάλη πολεμική
στο ΠΑΣΟΚ:«Ο τρίτος δρόμος του ΠΑΣΟΚ: κριτική με βάση τη μαρξιστικη-λενινιστική
ανάλυση της ελληνικής πραγματικότητας», εκδ. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ 1985,σελ 509 και 5 εκδόσεις!!,
αλλά στην συνέχεια το «πρόδωσε»: έφυγε από το ΚΚΕ και συναντήθηκε με τον Γιώργο
Παπανδρέου και το σχετικό ίδρυμα του οποίου για ένα διάστημα υπήρξε και πρόεδρος. Διαφώνησε μαζί του – οι κακές γλώσσες την απέδωσαν στην μη ανάληψη
από μέρους του Υπ. Εξωτερικών, για το οποίο προτιμήθηκε τελικά ο κ. Δρούτσας – αποχώρησε,
ίδρυσε την «Κίνηση πολιτών ΠΡΑΤΤΩ» με αντιμνημονιακό πρόσημο, ως βάση συνεργασίας
με τον ΣΥΡΙΖΑ, κι έκτοτε προσπάθησε πολύ να αναλάβει το υπουργείο, καημό του, Εξωτερικών.
[2] Ο μακαρίτης πια Σάμιουελ Χάντιγκτον είχε διαφορετική άποψη για τη
χρησιμότητα μιας «ευρωπαϊκής» Τουρκίας («Ο ρόλος της Τουρκίας στο παγκόσμιο σύστημα»
Monthly Review τχ. 10/ 2005 και στο βιβλίο του «Η σύγκρουση των πολιτισμών», εκδ.
TERZO BOOKS, ΑΘΗΝΑ 1998, σελ. 163) και του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ «Τουρκική ένταξη
στην Ευρωπαϊκή Ένωση: η «χαριστική βολή» στην ευρωπαϊκή ιδέα», του ΚΩΣΤΑ ΓΟΥΛΙΑΜΟΥ «Τουρκία: ευρασιατική και όχι ευρωκεντρική
η στρατηγική της» - στο 61ο τεύχος του MONTHLY REVIEW (Ιανουάριος
2010) αφιερωμένο στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Στο τεύχος
δημοσιεύτηκαν και άλλα σχετικά άρθρα, όλα σε αντιθεση με αυτά που πρέσβευε και εξακολουθεί
να πρεσβεύει και πράττει ο Ν. Κοτζιάς ως υπεύθυνος υπουργός πια. Αφιερωμένο στην
Τουρκική εξωτερική πολιτική ήταν επίσης και το τεύχος 52/ 2009, στο οποίο φιλοξενήθηκε
και άρθρο του Αχ. Νταβούτογλου.
[3] βλ. Ν. Κοτζιά «Τουρκικές φαντασιώσεις και νέο-οθωμανισμός» Κυριακή, 13 Δεκ.
2009, στο epirusgate.blogspot.com
[4] Συγκλονιστικά αποκαλυπτικό είναι το βιβλίο του Φουάτ Ντουντάρ «Ο
κώδικας της σύγχρονης Τουρκίας – Η Μηχανική των Εθνοτήτων της «Ένωσης και
Προόδου» 1913-1918» εκδ. greekworks.com Pressious Arvantidis – Νέος κύκλος Κωνσταντινουπολιτών,
ΑΘΗΝΑ 2014. Ο συγγραφέας με σπουδές στην Τουρκία και Γαλλία, δίδαξε στο Πανεπιστήμιο
του Μίτσιγκαν, έχει ερευνήσει τα τουρκικά αρχεία και παραθέτει στοιχεία της μεθοδικής
προετοιμασίας και εκτέλεσης του σχεδίου εξόντωσης των εθνοτήτων της Τουρκίας, ήδη
πολύ πριν από τη Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή. Καθημερινά δε έρχονται
στο φως νέα πολύτιμα υλικά για τη μεθοδικά προετοιμασμένη και εκτελεσμένη γενοκτονία
Ελλήνων και Αρμενίων.
[5] Στα 25 αυτά χρόνια ανήκουν και αυτά της κυβέρνησης Σημίτη, των Ιμίων,
των γκρίζων ζωνών, της μη υπογραφής από την Τουρκία του νέου διεθνούς δικαίου για
την θάλασσα, της εμπέδωσης του Τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους και όλα όσα μας είναι
γνωστά για τις τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο.
[6] Πέρα από τις αποφάσεις ο κ. Ν. Κοτζιάς, πιστός στις παραδόσεις του
προϊσταμένου του να χορεύει κάτι μεταξύ ζεϊμπέκικου, τσάμικού και άλματος εις ύψος
με παλμό «Ψαλίδα» «λιγώθηκε» σαν τη μαϊμού του Βάρναλη, στο γλέντι των υπουργών
εξωτερικών τραγουδώντας και χορεύοντας προς τέρψη του τούρκου ομολόγου του.
[7] Προφανώς ανάμεσα σε αυτές είναι και οι δηλώσεις του Αλβανού πρωθυπουργού.
Είναι γνωστό πώς η αρχική συμφωνία μας με την Αλβανία για τα χωρικά ύδατα κλπ
χάλασε με υποκίνηση της Τουρκικής διπλωματίας.
[8] Λ Ριζάς «Ποια τελικά είναι θέση του ΣΥΡΙΖΑ για τη λύση του Κυπριακού»
και «Ο ΣΥΡΙΖΑ, ο πρέσβης και το Κυπριακό», βλ.
[9] «Εγκώμια Π. Παυλόπουλου για τον Νίκο Κοτζιά» ΤΟ ΒΗΜΑ 27-52015
, για τις πολυσχιδείς πρωτοβουλίες του κλπ κλπ.