Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

Γιατί ρήξη... και όχι συμβιβασμός.








Η εισήγηση του Δημήτρη Σαραφιανού στην εκδήλωση του ΚΟΜΜΟΝ που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 25 Μαΐου 2015.

Ρήξη, μετάβαση, νέα εξουσία. 
Του Δημήτρη Σαραφιανού

Βρισκόμαστε σε μια περίοδο όπου το ερώτημα ρήξη ή υποταγή είναι εξαιρετικά επίκαιρο. Η κυβέρνηση ετοιμάζεται να υπογράψει μια συμφωνία που θα έχει ως περιεχόμενο πολλά από τα μέτρα που προβλέπονταν και στο μέιλ Χαρδούβελη με ευρύτερο χρονικό ορίζοντα (κατάργηση πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, ενοποίηση ταμείων, μείωση επικουρικών συντάξεων από το 2017, αύξηση ΦΠΑ), σε συνδυασμό με τη διατήρηση του ΕΝΦΙΑ, την επικύρωση των ιδιωτικοποιήσεων και με ερώτημα για το μέγεθος των αναδιαρθρώσεων στον εργασιακό τομέα.

Παρά τις εμφανιζόμενες αντιθέσεις μεταξύ των θεσμών της τρόϊκα (όπου το ΔΝΤ εμφανίζεται πιο σκληρό σε θέματα προσαρμογής στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές), η πραγματικότητα βέβαια είναι ότι η νεοφιλελεύθερη προσαρμογή αποτελεί πλέον «συνταγματική» επιταγή της ΕΕ. Το σύμφωνο για την προστασία του ευρώ περιέχει συγκεκριμένες ρήτρες έτσι ώστε να επιτευχθεί μείωση μισθών, ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων, ιδιωτικοποιήσεις και κατεδάφιση κοινωνικής ασφάλισης, ενώ η ΕΚΤ και το ΔΝΤ αποκτούν θεσμικό ρόλο καθώς ελέγχουν την βιωσιμότητα των προγραμμάτων που θα εισάγονται στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) και δανειοδοτούνται από αυτόν. Η πολιτική του ΔΝΤ αναγνωρίζεται από το σύμφωνο για το ευρώ ως υπόδειγμα που πρέπει να ακολουθηθεί από όλες τις χώρες, ενώ το μοντέλο της Ελλάδας (Μνημόνιο-Δανειακή Σύμβαση με σταδιακή χρηματοδότηση εφόσον επιτυγχάνονται οι προβλεπόμενοι στόχοι και εφόσον εφαρμόζονται τα συμφωνημένα μέτρα) επεκτείνεται για κάθε χώρα που θα χρηματοδοτηθεί βάσει του ESM. Σε κάθε όμως περίπτωση –ακόμα και για τις χώρες που δεν εντάσσονται στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας- το Σύμφωνο για το Ευρώ προβλέπει ότι προκειμένου να τηρηθούν οι όροι της μείωσης των ελλειμμάτων τα μέτρα οικονομικής πολιτικής κάθε χώρας θα ελέγχονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι διαδικασίες δηλαδή που προέβλεπε η Συνθήκη της Λισσαβώνας μόνο για τις χώρες που έχουν εισαχθεί στην διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος επεκτείνονται σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης (πλέον των 6 χωρών που συνυπογράφουν το Σύμφωνο –Βουλγαρία, Δανία, Λετονία, Λιθουανία, Πολωνία, Ρουμανία) προκειμένου ο έλεγχος αλλά και η διαδικασία επιβολής κυρώσεων κατά των χωρών που δεν θα επιτυγχάνουν δημοσιονομική πειθαρχία και χρηματοπιστωτική σταθερότητα να ξεκινούν από πολύ νωρίτερο στάδιο. Η απαξίωση των μισθών καθιερώνεται ως βασικός κανόνας αφού παραβίαση της ανταγωνιστικότητας θεωρείται όχι μόνο η αύξηση των μισθών πάνω από την αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά και συγκρινόμενη ανά κλάδο με τους εμπορικούς ανταγωνιστές της ΕΕ. Δεν είναι λάθος συνεπώς να διαπιστώσουμε ότι η Ευρώπη περνά από το σύνδρομο του «Πολωνού υδραυλικού» (Σύμφωνο Μπόλκενστάιν) στην κινεζοποίηση των μισθών: προς το σκοπό αυτό τίθενται ρητά στο στόχαστρο, οι μηχανισμοί ΑΤΑ (όπου έχουν διατηρηθεί), οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας (προκειμένου να μειωθεί ο βαθμός διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων), οι μισθοί του δημοσίου τομέα (καθώς θεωρείται ότι πιέζουν προς τα πάνω τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα), τα λεγόμενα κλειστά επαγγέλματα αλλά και το εκπαιδευτικό σύστημα, προκειμένου να αποδωθούν περισσότεροι κλάδοι στην ασυδοσία του μεγάλου κεφαλαίου, ενώ ως ιδιαιτεροι στόχοι εισάγονται η ευελιξία της εργασίας και η δια βίου μάθηση, προκειμένου να αναδιαρθρωθούν οι δεξιότητες του συλλογικού εργάτη και κατοχυρωθεί πανευρωπαϊκά το μοντέλο του απασχολήσιμου εργαζόμενου, η βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων, προκειμένου να αυξηθεί το όριο συνταξιοδότησης με βάση το προσδόκιμο ζωής και να περιορισθούν οι περιπτώσεις πρόωρης συνταξιοδότησης. Εν γένει με το Σύμφωνο για το Ευρώ ανενδοίαστα παραβιάζεται η Συνθήκη της Λισσαβώνας αφού η ΕΕ καθίσταται αποφασιστικό όργανο για μια σειρά τομέων άσκησης πολιτικής (εισοδηματική, κοινωνική ασφάλιση, εκπαίδευση κλπ) που δεν εμπίπτουν στον κύκλο των συνταγματικών αρμοδιοτήτων της.

Ταυτόχρονα αποδεικνύεται ολοένα και ταχύτερα μέσω της οικονομικής ασφυξίας και της αύξησης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων ότι ακόμα και η διατήρηση των μνημονιακών μέτρων (πόσο μάλλον η επέκτασή τους) αναπαράγει το φαύλο κύκλο του υφεσιακού σπιράλ. Ο συνδυασμός της εξυπηρέτησης του χρέους, που οδηγεί σε μείωση των δημοσίων επενδύσεων, με τη μείωση της ζήτησης λόγω μείωσης των αμοιβών εργασίας και αύξησης της φορολογίας, αλλά και με τη διατήρηση των τραπεζών υπό ιδιωτικό έλεγχο που οδηγεί σε ασφυκτικό περιορισμό στις χορηγήσεις δανείων διαμορφώνει αντικειμενικά ένα εκρηκτικό υφεσιακό πεδίο. Δεν φταίει λοιπόν πρώτα και κύρια η διαδικασία της διαπραγμάτευσης για την κατάσταση της οικονομίας, η οποία θα συνεχίσει να κυμαίνεται στον αστερισμό της ύφεσης και μετά το πέρας της.

Η μόνη βιώσιμη κατεύθυνση εξόδου από την κρίση για τους εργαζόμενους και τα πληττόμενα λαϊκά στρώματα περνάει μέσα από την γραμμή της ρήξης με την επιβολή ενός μεταβατικού προγράμματος που ως άξονες θα έχει

τη στάση πληρωμών και τη μη αναγνώριση του χρέους
Την έξοδο από την Ευρωζώνη και την αποκατάσταση εθνικής νομισματική πολιτικής και την υποτίμηση του νέου νομίσματος
την μείωση του ιδιωτικού χρέους νοικοκυριών και επιχειρήσεων με κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια
την εθνικοποίηση του πιστωτικού συστήματος και τη λειτουργία στο σύνολο του υπό ένα και μόνο δημόσιο πιστωτικό ίδρυμα. Την υιοθέτηση μίας επεκτατικής νομισματικής πολιτικής με την αύξηση του όγκου κυκλοφορίας του χρήματος
την εθνικοποίηση των μεγάλων παραγωγικών μονάδων και τη λειτουργία τους κάτω από συλλογικό δημοκρατικό κοινωνικό σχεδιασμό. Την λειτουργία υπό κρατικό έλεγχο και λειτουργία των τομέων της ενέργειας, ύδρευσης, μεταφορών, τηλεπικοινωνιών, κατασκευής βασικών υποδομών (οδικών αξόνων, αεροδρομίων, λιμένων).
τον αναπροσανατολισμό της κοινωνικο-οικονομικής δραστηριότητας με έμφαση στη μείωση της κατανάλωσης πολυτελών ειδών και στην αύξηση των κοινωνικών δαπανών, για την κάλυψη ενός συνόλου υλικών και άυλων (πολιτιστικών, ηθικών κ.λ.π.) αναγκών των λαϊκών τάξεων
την ενίσχυση οικονομικών κλάδων προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας και τεχνολογικής καινοτομίας, καθώς και τομέων ήπιας ανάπτυξης όπου μπορούν να αναπτυχθούν συγκριτικά πλεονεκτήματα όπως είναι τομείς της αγροτικής παραγωγής, της ήπιας μορφής τουρισμού κ.λ.π. Η ενίσχυση αυτών των οικονομικών κλάδων βάσει ενός σημαντικού προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, πρέπει ταυτόχρονα να συνδυάζεται με μία διαδικασία ήπιας αποανάπτυξης ειδικά σε τομείς που οδηγούν σε περιβαλλοντική υποβάθμιση ή συνδέονται με την παρασιτική κατανάλωση.
την επιβολή ελέγχου στις κινήσεις κεφαλαίου και φορολογίας στις κινήσεις κεφαλαίου που αφορούν στο χρηματιστικό τομέα
την επιβολή ελέγχων στις τιμές των προϊόντων, αλλά και δασμών στα είδη πολυτελείας ή σε προϊόντα τα οποία παράγονται και μπορούν να παραχθούν με συγκριτικά πλεονεκτήματα κόστους ή και διαφοροποίησης στην Ελλάδα.
τη δραστική φορολόγηση του κεφαλαίου και των εύπορων εισοδηματικά στρωμάτων και την περιστολή της φοροδιαφυγής και της εισφοροαποφυγής, τη φορολόγηση των ειδών πολυτελείας.
τον ενεργειακό αναπροσανατολισμό, α) με τη στροφή σε άλλες ενεργειακές αγορές πετρελαίου β) με τον καθορισμό στόχων για τη μείωση της συνεισφοράς του πετρελαίου στο ενεργειακό ισοζύγιο γ) με τη έμφαση σε άλλες πηγές ενέργειας όπως σε μία πρώτη φάση είναι ο λιγνίτης αλλά και εναλλακτικές πηγές ενέργειας
την αύξηση των μισθών και των κοινωνικών παροχών για τις εργαζόμενες τάξεις, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα ως βασικού μοχλού στην αναδιανομή του εισοδήματος
την μείωση του χρόνου εργασίας
την ενίσχυση δραστηριοτήτων έρευνας και ανάπτυξης
  
Πρόκειται για ένα πολιτικό και οικονομικό πρόγραμμα το οποίο, δεν μπορεί να εφαρμοστεί, χωρίς την κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από ένα ριζοσπαστικό κοινωνικο-πολιτικό μπλοκ, δυνάμεων, αλλά και τομέων πραγματικής εξουσίας στο εσωτερικό του κράτους και του πολιτικού συστήματος. Ενα τέτοιο πολιτικό μπλοκ δεν μπορεί να ανέλθει στην κυβέρνηση και πολύ περισσότερο να διατηρηθεί σε αυτή και να επιβάλλει αυτό το πρόγραμμα χωρίς την ένταση και ριζοσπαστικοποίηση των ταξικών αγώνων, και την παραγωγή μετασχηματισμών στο εσωτερικό του κράτους (την υιοθέτηση της απλής αναλογικής, την διαμόρφωση νέων θεσμών πολιτικής, νέων διαδικασιών οικονομικής διαχείρισης, νέων θεσμών αυτοδιοίκησης κ.λ.π.). Αυτό το πολιτικό πρόγραμμα και η διαδικασία υλοποίησης του θα συναντήσει ισχυρότατες αντιστάσεις. Από την αστική τάξη και τα ανώτερα μικροαστικά στρώματα στην Ελλάδα, τις τάξεις στηρίγματά τους, από τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς.

Δεν πρόκειται δηλαδή ένα τέτοιο πολιτικό και οικονομικό πρόγραμμα να αποκαταστήσει τους ρυθμούς αύξησης της κατανάλωσης της περιόδου του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού, ούτε αποτελεί ένα μεταβατικό στάδιο σε μία πορεία αστικού εκσυγχρονισμού και ανασυγκρότησης της παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας. Η εφαρμογή ενός τέτοιου οικονομικού πολιτικού προγράμματος έχει σαφείς αντικαπιταλιστικούς προσδιορισμούς και αποτελεί ένα σημαντικό βήμα μετάβασης προς μία νέα εξουσία, και με τάσεις σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.

Από τον κυρίαρχο ιδεολογικοπολιτικό λόγο υπερτονίζονται οι συνέπειες μίας εξόδου από το ευρώ και την ευρωζώνη για να ενταθεί η ιδεολογική πίεση προς τα εργαζόμενα στρώματα ώστε να εμφανιστεί και να καταστεί αναπόφευκτη, η πολιτική διεξόδου από την κρίση δια της εσωτερικής υποτίμησης – εξαθλίωσης. Από υπάρχουσες μελέτες προκύπτει ότι τυχόν υποτίμηση του νομίσματος κατά 37,2% ως 42,4%, δηλ. περίπου στην τάξη που απαιτούν οι δυσμενέστερες εκτιμήσεις, η επίπτωση στον πληθωρισμό εκτιμάται 5,31% ως 9,29% το πρώτο και 1,59% ως 5,96% το δεύτερο έτος από την υποτίμηση.

Με τις παραπάνω εκτιμήσεις η μείωση της αγοραστικής δύναμης από την υποτίμηση εμφανίζεται αρκετά περιορισμένη και θα μπορούσε να έχει ακόμα μικρότερες επιπτώσεις αν η υποτίμηση συνδυαστεί με

τον έλεγχο των περιθωρίων κέρδους των μεγάλων δικτύων διανομής των εμπορευμάτων και την υποστήριξη δικτύων άμεσης διάθεσης προϊόντων από τοπικούς παραγωγούς
τον σαφή έλεγχο του ολιγοπωλιακού και κεντρικοποιημένου συστημάτος εμπορίας προϊόντων, ακόμα και με την εθνικοποίηση ορισμένων τέτοιων δικτύων


Σε κάθε όμως περίπτωση δεν αρκεί μόνο η έξοδος από το ευρώ για να παραχθεί διέξοδος από την κρίση εις όφελος των λαϊκών στρωμάτων. Αντίθετα χωρίς ολοκληρωμένες κοινωνικές και πολιτικές παρεμβάσεις που να ανατρέπουν το υπαρκτό κοινωνικό καθεστώς συσσώρευσης, πιθανόν τα αποτελέσματα να είναι και αντίστροφα (ιδίως βέβαια αν η διαχείριση της τυχόν εξόδου από το ευρώ παραμείνει στα χέρια των ευρωλατρών). Και πάλι όμως τυχόν κατάρρευση της ΟΝΕ θα αποτελέσει ένα συντριπτικό πλήγμα στο τρόπο συγκρότησης του συνασπισμού εξουσίας. Την προοπτική αυτή απεύχονται οι κυρίαρχες τάξεις. Γι’αυτό και επιχειρούν να την αποφύγουν μέσω μηχανισμών στήριξης που μεταφέρουν ακόμα περισσότερο την πίεση προς τα λαϊκά στρώματα. Παρότι σήμερα η προοπτική αυτή τρομάζει τις κυρίαρχες τάξεις, τα λαϊκά στρώματα δεν θα έχουν παρά να επιχαίρουν: το ξεδόντιασμα της ΕΕ από σημαντικά εργαλεία επιβολής των συμφερόντων του κεφαλαίου και ο κλυδωνισμός του συνασπισμού εξουσίας θα κλυδωνίσουν και την ΕΕ την ίδια. Είναι σίγουρο ότι σε μια τέτοια περίπτωση η ταξική πάλη θα ενταθεί και το αποτέλεσμα της θα εξαρτηθεί και πάλι από τις αντιστάσεις και τις διεκδικήσεις των δυνάμεων της εργασίας.

**

Η εισήγηση του Δημήτρη Μπελαντή στην εκδήλωση του ΚΟΜΜΟΝ που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 25 Μαΐου 2015.

«Μη έντιμη υποχώρηση» ή ρήξη, το πραγματικό δίλημμα. 
Του Δημήτρη Μπελαντή

Όσο κυλάει ο χρόνος προς τον Ιούνιο, η χώρα βρίσκεται όλο και περισσότερο εγκλωβισμένη σε ένα καθοδικό σπιράλ ασφυξίας, έλλειψης οικονομικών πόρων και αδυναμίας χάραξης μιας κυρίαρχης πολιτικής, όπως θα αντιστοιχούσε στην πολιτική εντολή που έδωσε ο λαός στον ΣΥΡΙΖΑ την 25η Ιανουαρίου. Χωρίς να θέλει κανείς να μηδενίσει τις πραγματοποιημένες ήδη νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης (ανθρωπιστική κρίση, 100 δόσεις, αποκατάσταση των αδικιών στο Δημόσιο, κατάργηση τω φυλακών Γ’ κ.α. ) και να αποδώσει κάποιες a priori αρνητικές προθέσεις, είναι απολύτως σαφές ότι το σημαντικότερο τμήμα του εκλογικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ (Πρόγραμμα της ΔΕΘ), ο πυρήνας του όσον αφορά τις αντιμνημονιακές αλλαγές στα εργασιακά, στην κοινωνική ασφάλιση, στην φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας και το σταμάτημα των ιδιωτικοποιήσεων έχει «παγώσει» και κινδυνεύει να ματαιωθεί εν όψει της πολύ πιθανής επικείμενης συμφωνίας με τους δανειστές και την ηγεσία της ευρωζώνης. Αντίθετα, μάλιστα, προχωράει η επιβολή ορισμένων αντιλαϊκών μέτρων όπως η ιδιωτικοποίηση του ΟΛΠ, των λιμανιών και των αεροδρομίων της χώρας και πιθανότατα θα υπάρξει αύξηση του ΦΠΑ ακόμη και σε είδη βασικής ανάγκης. Επίσης, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει προχωρήσει ήδη από την συμφωνία της 20ης Φλεβάρη σε σημαντικές υποχωρήσεις, όπως ιδίως το ζήτημα των ιδιωτικοποιήσεων, οι δανειστές και ιδίως η πιο επιθετική τους πτέρυγα, όπως αυτή εκφράζεται από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, επιδιώκουν μια ακόμη πιο αρνητική, πιο αμείλικτη και πιο ταπεινωτική για την ελληνική κυβέρνηση συμφωνία, μια πλήρη παράδοση. Ή εναλλακτικά, μια χρεοκοπία της Ελλάδας εντός του ευρώ.

Ποια μπορεί να είναι η πολιτική διέξοδος από αυτήν την κατάσταση; Σίγουρα, δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι η υπογραφή μιας «ανέντιμης» και ταπεινωτικής συμφωνίας. Τίθεται, εδώ, το ερώτημα αν όντως μπορεί η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να επιτύχει μια «έντιμη συμφωνία», μια επωφελή συμφωνία και μια λύση του τύπου win-win. Από πουθενά δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Ακόμη και αρμόδιοι υπουργοί της κυβέρνησης, όπως ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, δέχονται ρητώς πλέον ότι συνάψαμε την 20η Φλεβάρη συμφωνία χωρίς καμία χρηματοδοτική κάλυψη/πρόνοια και ότι η κυβέρνηση έκανε τουλάχιστον λάθη χειρισμών. Όμως, το πρόβλημα είναι πολύ οξύτερο από ένα λάθος χειρισμών . Και γίνεται ακόμη οξύτερο με κινήσεις όπως η σχετική απόφαση της ΚΠΕ του ΣΥΡΙΖΑ, όπου διαπιστώνεται ο χαρακτήρας της 20ης Φλεβάρη ως θετική βάση για μια επόμενη συμφωνία και όπου υποστηρίζεται ότι εμείς εφαρμόσαμε την συμφωνία, ενώ οι δανειστές μας την «έφεραν». Τίποτε αναληθέστερο. Η συμφωνία της 20ης Φλεβάρη έδεσε τα χέρια της κυβέρνησης ως προς την νομοθέτηση των δικών της κόκκινων γραμμών και παρέτεινε την ασφυξία ως μηχανισμό εκβιασμού προς την κατεύθυνση μιας συμφωνίας υποταγής στο κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό.

Όμως και η συμφωνία της 20ης Φλεβάρη πρέπει να αντιμετωπισθεί ως απόρροια ενός προγενέστερου στρατηγικού σφάλματος του ΣΥΡΙΖΑ. Της άποψης, δηλαδή, ότι μπορεί να επιτευχθεί ένας θετικός συμβιβασμός στα όρια της ευρωζώνης με θετική μετατόπιση των πολιτικών της ευρωζώνης λόγω της πίεσης των λαών στην Ελλάδα και την Ευρώπη και λόγω του δήθεν εύκαμπτου, μεταρρυθμίσιμου και προσαρμόσιμου χαρακτήρα της ευρωζώνης και της Ε.Ε. . Η μεν ιδέα της Διεθνούς Συνδιάσκεψης για το χρέος ναυάγησε την επομένη των εκλογών μετά τις αρνήσεις των κυβερνήσεων του Νότου, και από τις αρχές Φλεβάρη η κυβέρνηση παραδέχθηκε ότι θα καλύψει στο ακέραιο τις δανειακές της υποχρεώσεις. Προκύπτει, έτσι, ότι η εγκατάλειψη της προοπτικής διαγραφής του μεγαλύτερου τμήματος του χρέους, ακόμη και αν μένει στην ατζέντα το ζήτημα κάποιας σταδιακής «αναδιάρθρωσης του χρέους», καθίσταται κομβικό ζήτημα , αφού το χρέος αποτελεί βασικό μέσο για την νομιμοποίηση της λιτότητας και των μνημονιακών πολιτικών και διαρκή βρόγχο για την παραμονή στα όρια του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και της ευρωζώνης. Σε μια φάση όπου εντείνεται η δομική κρίση της ευρωζώνης, όλα τα βασικά κέντρα εξουσίας, εθνικά και υπερεθνικά, παρά τις διαφορές τους, ζητούν την διατήρηση της υπαγωγής στο χρέος και τα μνημόνια και την αντιδημοκρατική ακύρωση της λαϊκής εντολής.

Συνεπώς, το δίλημμα «έντιμη συμφωνία» ή ρήξη είναι το απόλυτο ψευτοδίλημμα. Υποκαθιστά το πραγματικό δίλημμα «μη έντιμη υποχώρηση» ή ρήξη. Ακόμη και μια απομονωμένη άρνηση πληρωμής μιας δόσης, όπως φαίνεται να παρουσιάζεται στην χτεσινή απόφαση της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ, με την θέση ότι θα προτιμήσουμε να καλύψουμε τις κοινωνικές ανάγκες έναντι του χρέους, δεν είναι καθόλου επαρκής. Αντίθετα, μάλιστα, μια απομονωμένη μη καταβολή δόσης χωρίς συνολική αμφισβήτηση του χρέους, χωρίς μια πιο γενική στάση πληρωμών και χωρίς να αμφισβητηθεί το όριο του ευρώ κινδυνεύει να οδηγήσει σε μια πολιτική τραγωδία : σε μια εξέλιξη όπως της Κύπρου το 2013, όπου μια αρχικά περήφανη στάση ακολουθήθηκε από τεράστια υποχώρηση με αποτέλεσμα την ριζική απομείωση της κυπριακής καπιταλιστικής οικονομίας και την ρίψη των βαρών στους εργαζόμενους.

Αυτό που οι εργαζόμενοι, οι υποτελείς τάξεις και η κοινωνία έχουν ανάγκη είναι ένα πολιτικό εναλλακτικό σχέδιο που μπορεί να μην φέρνει τον σοσιαλισμό αύριο αλλά οδηγεί στην ανάκτηση της νομισματικής και δημοσιονομικής κυριαρχίας, συνδέεται με μέτρα ταξικής αναδιανομής και κοινωνικού και εργατικού ελέγχου στις τράπεζες και τις στρατηγικές επιχειρήσεις της χώρας, ανατρέπει την λιτότητα και εγκαινιάζει ένα αριστερό ριζοσπαστικό μεταβατικό πρόγραμμα. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο. Επίσης, δεν ισχύει καθόλου η αφήγηση ότι μπορεί να υπάρξει μια καλύτερη διαχείριση εντός της ευρωζώνης όπου θα φορολογήσουμε τους πλούσιους, θα περάσουμε φιλεργατικά μέτρα και θα στριμώξουμε τους καπιταλιστές. Αυτή η αφήγηση, την οποία υποστηρίζει εντός του ΣΥΡΙΖΑ κυρίως η τάση των 53, είναι παραπλανητική. Κατά πρώτον επειδή η ηγεσία της ευρωζώνης δεν θα εγκαταλείψει στρατηγικά τα ταξικά της στηρίγματα, ακόμη και αν αυτά κάπως επιβαρυνθούν . Κατά δεύτερον, επειδή καμία αναδιανομή δεν μπορεί να γίνει υπό τον βρόγχο του χρέους, της δημοσιονομικής σταθερότητας, των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και της χρηματοδοτικής ασφυξίας από την ευρωζώνη και την ΕΚΤ. Κατά τρίτον, επειδή η ρήξη με τους δανειστές . πέραν του ότι χρειάζεται και τα νομισματικά και δημοσιονομικά μέσα, δεν μπορεί να σταθεί μόνο στην φορολόγηση ως μηχανισμό ταξικής αναδιανομής. Όπως είχε υποστηρίξει ο σ. Μηλιός στο 1ο τεύχος του περιοδικού «Θέσεις» το 1982, καμία σημαντική σύγκρουση με το κεφάλαιο δεν μπορεί έστω και αρχικά να περιορισθεί στο πεδίο της διανομής. Και γενικά και ακόμη περισσότερο σήμερα στον στρόβιλο της κρίσης της ευρωζώνης και σε συνθήκες ενίσχυσης της χρηματιστικοποίησης, πρέπει ιδίως ως προς τις τράπεζες και τις στρατηγικές επιχειρήσεις να παρέμβεις με έναν τρόπο που θα ακουμπά τις ίδιες τις παραγωγικές σχέσεις και την φύση του κρατικού μηχανισμού και μάλιστα από την αρχή εφαρμογής του μεταβατικού προγράμματος. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις, με απόλυτο έλεγχο του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού στην ελληνική οικονομία και με αποδοχή του πλαισίου της Ε.Ε. για τα ελλείμματα, το χρέος, τον πληθωρισμό και άλλα μεγέθη (Σύμφωνα) , όχι μόνο δεν μπορείς να κάνεις ρήξη με το κεφάλαιο αλλά αυτήν την στιγμή δεν μπορείς να εφαρμόσεις ούτε ένα μετριοπαθές μίνιμουμ φιλολαϊκό πρόγραμμα, όπως αυτό της ΔΕΘ. Συνεπώς, η άποψη για καταπολέμηση της λιτότητας και του νεοφιλελευθερισμού εντός των δομών ευρωζώνης-ΕΕ και εντός των στρατηγικών ορίων που θέτουν οι δανειστές και ο κεφάλαιο είναι μια , ανεξάρτητα από προθέσεις, απολογητική τοποθέτηση, της οποίας τελική κατάληξη στις σημερινές συνθήκες δεν είναι καν μια ανδρεϊκή σοσιαλδημοκρατία του ’80 αλλά ο ήπιος νεοφιλελευθερισμός. Αυτό που ακούγεται ως «ταξική μεροληψία», είναι στην πραγματικότητα ταξική υποχώρηση.

Όμως, υπάρχει και το επιχείρημα ότι ο λαός δεν θέλει κάτι τέτοιο, ψήφισε τον ΣΥΡΙΖΑ για μια ρήξη χωρίς ρήξη, για την άρση των μνημονίων οπωσδήποτε εντός του ευρώ, τελικά για μια ευκολία ως προς την αντιπαράθεση. Αυτό ψυχαναλυτικά λέγεται «προβολή». Ο λαός μας ψήφισε για την άρνηση των μνημονιακών πολιτικών και εμείς του είπαμε ότι αυτό είναι εφικτό εντός του ευρώ. Επί μήνες τον διαβεβαιώνουμε ότι αυτό είναι εφικτό, παρά την τροπή των εξελίξεων, και συμβαίνει δημοσκοπικά μια ιδιόμορφη λήψη του ζητουμένου. Παρ’όλα αυτά, υπάρχει ένα ορφανό 30 % που αναζητά λύσεις εκτός ευρωζώνης. Υπάρχει η γλώσσα της αλήθειας, η οποία αν ασκηθεί συστηματικά έστω και στον λίγο χρόνο που έχουμε, μπορεί να ανατρέψει τον κοινωνικό συσχετισμό και να οδηγήσει στην ριζοσπαστική ερμηνεία και εφαρμογή της λαϊκής εντολής. Αντίθετα, μια πολιτική που θα οδηγήσει σε εκλογές ή σε δημοψήφισμα με παραπλανητικά διλήμματα του τύπου «ευρώ ή καταστροφή» θα είναι εκείνη που θα παραχαράξει την λαϊκή εντολή και θα μετατρέψει πραγματικά την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ σε «αριστερή παρένθεση».

Ένα ασθενές σημείο της αριστερής τάσης του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και γενικότερα της αντισυστημικής Αριστεράς στην Ελλάδα ( με την εξαίρεση πιθανόν του Σχεδίου Β’) είναι το ζήτημα ότι πρέπει να προβάλουμε έντονα και να εξειδικεύσουμε το εναλλακτικό σχέδιο, να περιγράψουμε τουλάχιστον τα αρχικά βήματά του και την αντιμετώπιση των πρώτων δυσκολιών στην αρχική φάση του, να χαρτογραφήσουμε τα αχαρτογράφητα νερά. Αυτό δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά την πλήρη οικονομοτεχνική του διατύπωση αλλά την περιγραφή των εκδηλώσεων και της μορφοποίησης μιας τέτοιας πολιτικής στρατηγικής. Μια τέτοια στρατηγική έχει κατά την γνώμη μου δύο συμμετρικούς κινδύνους. Ο ένας κίνδυνος είναι να προσδιορίσεις τόσο έντονα την ταξικότητα αυτής της επιλογής ώστε να την ταυτίσεις ουσιαστικά με την ολοκλήρωση της επαναστατικής ρήξης και την εξουσία των εργαζομένων. Είναι το «αριστερό» λάθος του ΚΚΕ και ορισμένων οργανώσεων της Άκρας Αριστεράς, οι οποίοι εγκαταλείπουν ουσιαστικά το έδαφος του μεταβατικού προγράμματος. Το συμμετρικό «δεξιό» λάθος είναι το να μιλήσεις μόνο για την ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας της χώρας χωρίς ταξικό πρόσημο στον έλεγχο των βασικών πλουτοπαραγωγικών πηγών και χωρίς την καίρια έννοια του εργατικού και κοινωνικού ελέγχου, ως να μπορείς πράγματι να υλοποιήσεις έναν πλήρως λειτουργικό καπιταλισμό εκτός ευρωζώνης και μάλιστα αδιαφορώντας για το ζήτημα του εργατικού διεθνισμού. Πράγματι, το ζήτημα του εναλλακτικού πολιτικού σχεδίου συνδυάζει το ταξικό με το εθνικό υπό την επικυριαρχία, όμως, του ταξικού σε τελική καθοριστική ανάλυση. Πρόκειτια για μια αντίληψη η οποία συγκροτεί απέναντι στο έθνος του ευρώ ένα εναλλακτικό έθνος των υποτελών τάξεων, η ηγεμονία του οποίου και μόνο μπορεί να νοηματοδοτήσει και να προχωρήσει την πολιτική που προανέφερα:


Συνεπώς, θέλουμε την ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας αλλά με έναν τρόπο που θα υποτιμά τα ποσοστά κέρδους και όχι το εργατικό εισόδημα. Θέλουμε μια έξοδο που θα οργανώνει συμμαχίες κυρίως με τους λαούς και τους εργαζόμενους και δευτερευόντως- αν και ίσως αναγκαία- με τους ανταγωνιστικούς προς την Ε./Ε. καπιταλιστικούς ομίλους. Δεν θέλουμε να σώσουμε τα αεροδρόμια από τους Γερμανούς για να τα πουλήσουμε στους Κινέζους. Δεν θέλουμε να σώσουμε την ενέργεια και τις επικοινωνίες από τα μονοπώλια της ΕΕ για να τα εκχωρήσουμε στην Ρωσία ή το Αζερμπαιτζάν. Επίσης, πρέπει να πούμε την αλήθεια ότι η αρχική περίοδος είναι όχι μόνο πολύ δύσκολη αλλά και αχαρτογράφητη. Η συνέχεια θα δείξει. Ο άλλος , όμως, δρόμος, είναι χαρτογραφημένος. Είναι ο δρόμος του ατελείωτου και όλο και πιο βάρβαρου νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού Μεσαίωνα.

**

Η εισήγηση του Λεωνίδα Βατικιώτη στην εκδήλωση του ΚΟΜΜΟΝ που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

Η επόμενη μέρα της ρήξης 
του Λεωνίδα Βατικιώτη

Όταν τα ήπια επιχειρήματα, για το «σπίτι των λαών», τη δυνατότητα της ΕΕ να μεταρρυθμιστεί και την πειθώ των λογικών επιχειρημάτων, καταρρέουν τότε επιστρατεύεται το τελευταίο επιχείρημα των Μνημονιακών και νεοφιλελεύθερων: Η ρήξη εμφανίζεται σαν ισοδύναμο της επιστροφής στην «εποχή των σπηλαίων».

Αξίζει έτσι να επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε το περίγραμμα της επόμενης μέρας της ρήξης, δηλαδή της αθέτησης πληρωμών και της μονομερούς διαγραφής του δημόσιου χρέους και της εξόδου από την ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι αναγκαίο δε να τονισθεί το τεράστιο μεθοδολογικό πρόβλημα που εγείρεται καθώς με τα δεδομένα του σήμερα επιχειρείται να λυθεί μια εξίσωση του αύριο, όταν όλες οι παράμετροι του προβλήματος θα έχουν αλλάξει άρδην. Πρόκειται μάλιστα για περιορισμό που δεν επιδρά μόνο ούτε καν κυρίως αρνητικά, δεδομένου ότι η σύγκρουση με το κεφάλαιο θα στερήσει την κοινωνία από πολύτιμους και υπαρκτούς πόρους (πχ τα 6 δισ. καθαρών εισροών από τις δοσοληψίες με την ΕΕ το 2015), αλλά κατά βάση θετικά, δεδομένης της ασύλληπτης καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων, που τείνει να λάβει ενδημικό χαρακτήρα: από την ανεργία που έχει σταθεροποιηθεί στο 26%, μέχρι το αργούν παραγωγικό δυναμικό που στη βιομηχανία αγγίζει το 34%.

Επτά είναι οι τομείς που θα επηρεαστούν άμεσα την επόμενη μέρα της ρήξης κι έχουν επίσης σημασία τόσο για τα λαϊκά εισοδήματα όσο και για την οικονομία: Νόμισμα, χρηματοδότηση εισαγωγών και ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού, τράπεζες, διατροφή, ενέργεια και φάρμακα.

Η ισοτιμία του νέου νομίσματος το πρώτο χρονικό διάστημα θα είναι συνδεδεμένη και σε σχέση ένα προς ένα με το ευρώ, παρότι η ισοτιμία που αντιστοιχεί στη δομή της ελληνικής οικονομίας είναι χαμηλότερη ακόμη κι απ’ αυτήν που έχει σήμερα το ευρώ: Μια ισοτιμία ιδανικά «μαλακή» (λόγω της παρουσίας των νοτίων χωρών στην ευρωζώνη) για να μπορεί να εξάγει η Γερμανία, καταστροφικά «σκληρή» ωστόσο για την περιφέρεια. Η πρόσδεση στο ευρώ θα είναι πολιτική απόφαση για να αποτραπούν τιμωρητικού χαρακτήρα κερδοσκοπικές επιθέσεις στη νέα δραχμή και τα απανωτά σοκ στις καθημερινές συναλλακτικές συνήθειες. Ανάλογες πρακτικές «σύνδεσης» δεν ακολουθούνται μόνο από «κλειστές οικονομίες», αλλά και από υπερ-διεθνοποιημένες όπως του Χονγκ Κονγκ. Οι επιπτώσεις της υποτίμησης στα λαϊκά εισοδήματα μπορούν να εξουδετερωθούν με ανάλογες μισθολογικές αυξήσεις, ενώ στο επίπεδο τιμών, όπως έχει δείξει ο Θ. Μαριόλης, θα είναι ελεγχόμενες. Δεν θα προκύψει δηλαδή ανεξέλεγκτος πληθωρισμός. Κίνδυνος που είναι αστείο να προβάλλεται σε μια οικονομία η οποία πάσχει από αποπληθωρισμό και, σε επίπεδο ευρωζώνης, για την αντιμετώπισή του ξοδεύονται μηνιαίως 60 δισ. ευρώ, μέσω του προγράμματος Ποσοτικής Χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Δάνεια που έχουν συναφθεί σε ευρώ, με νόμο θα μετατραπούν στο νέο νόμισμα.

Το αναγκαίο συνάλλαγμα για την κάλυψη του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου που (χωρίς καύσιμα και πλοία) ανήλθε το 2014 σε 8,13 δισ. ευρώ (από 16,04 δισ. το 2010) μπορεί να καλυφθεί από το πλεονασματικό ισοζύγιο ταξιδιωτικών υπηρεσιών που το 2014 ανήλθε σε 11,32 δισ. ευρώ (13,39 δις. εισπράξεις μείον 2,07 πληρωμές). Η μικρή παρουσία καθετοποιημένων τουριστικών δραστηριοτήτων, που ελέγχονται από πολυεθνικές-παρά την αυξανόμενη τους διείσδυση στον κλάδο τα τελευταία χρόνια, επιτρέπει σε μια κυβέρνηση να παρέχει τα κατάλληλα κίνητρα για να συγκεντρώσει αυτούς τους πόρους. Επιπλέον το κλίαρινγκ (μη εγχρήματες μορφές ανταλλακτικού εμπορίου) μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγκη συναλλάγματος, ενώ έξυπνα μέτρα προώθησης των εισαγωγών, όπως αυτά που εφαρμόζει πετυχημένα η Αργεντινή με την υποχρέωση που αναλαμβάνει κάθε εισαγωγέας να εξάγει ένα συγκεκριμένο ποσοστό της αξίας των εισαγωγών του, περιορίζουν την ανάγκη σε συνάλλαγμα και τονώνουν τις εξαγωγές.

Ανάγκη για κάλυψη των ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού δεν υπάρχει τουλάχιστον για παλιούς και νεοφώτιστους λάτρεις των Μνημονίων που υποστηρίζουν ότι παρέδωσαν πλεονάσματα. Για όλους τους υπόλοιπους που οι αυξημένες ανάγκες επανασύστασης των εσχάτως παρηκμασμένων και μόνιμα ελλιπών κοινωνικών δομών αποτελούν προτεραιότητα υπάρχει η δυνατότητα κοπής νέου χρήματος, που φυσικά κινείται σε περιορισμένα όρια. Πέρα απ’ αυτά υπάρχει η βασιλική οδός του εσωτερικού δανεισμού, που κάλλιστα μπορεί να μετατραπεί σε εργαλείο αναδιανομής κι ενίσχυσης των χαμηλών εισοδημάτων, δείχνοντας πως δεν είναι μεμπτές όλες οι μορφές χρέους. Έτσι άλλωστε ήταν σε έναν βαθμό όσο το ελληνικό δημόσιο κάλυπτε τις χρηματοδοτικές του ανάγκες μέσω της έκδοσης εντόκων γραμματίων που απευθύνονταν στο αποταμιευτικό κοινό, ακόμη και τη δεκαετία του ‘90. Ενδεικτικά, το 1998 το 80% του δανεισμού ήταν εσωτερικός, με το 70% αυτού του δανεισμού να είναι βραχυχρόνιος, μικρού δηλαδή κινδύνου. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ κατήργησε αυτή την δυνατότητα προς όφελος των τραπεζών γενικά (που εξαφάνισαν έτσι τον ανταγωνισμό τον οποίο δέχονταν) και των χρηματοπιστωτικών κολοσσών ειδικότερα που ανέλαβαν τον δανεισμό των κρατών. Η ασφάλεια που παρέχει ο εσωτερικός δανεισμός φαίνεται πεντακάθαρα στην περίπτωση της Ιαπωνίας που τα επίπεδα ρεκόρ του δημόσιου χρέους της (246,1% για το 2015), ακριβώς επειδή είναι εσωτερικός κι επιδεχόμενος επομένως άπειρων αθόρυβων αναδιαρθρώσεων, δεν έχουν οδηγήσει σε υποβάθμιση το αξιόχρεό της από τους οίκους αξιολόγησης. Ο κίνδυνος που αποτελεί για την διεθνή κερδοσκοπία ο εσωτερικός δανεισμός φάνηκε κι από την τιμωρητική συμπεριφορά που επιδείχθηκε με αφορμή το PSI τον Φεβρουάριο του 2012 όταν για τους ομολογιούχους δεν προβλέφθηκε καμιά πρόνοια. ΔΝΤ και χρηματοπιστωτικοί οίκοι ήθελαν να εξαλείψουν για πάντα αυτή την δυνατότητα. Αντίθετα, μια κυβέρνηση που θέλει να επανασυστήσει την εσωτερική αγορά δανεισμού οφείλει να αποζημιώσει στο ακέραιο τους ομολογιούχους που καταστράφηκαν το 2012, ορίζοντας ενδεχομένως κι ένα πλαφόν, πχ. 100.000 ευρώ, για να αποκλειστούν τα πολύ υψηλά εισοδήματα.

Η άμεση εθνικοποίηση των τραπεζών θα απαλλάξει την κοινωνία από την αγωνία του παρατεταμένου επιθανάτιου ρόγχου τους. Οι τράπεζες σήμερα, παρά τα 211 δισ. που έχουν πάρει από το 2008 υπό την μορφή ρευστού και εγγυήσεων, είναι σε πολύ χειρότερη μοίρα όπως δείχνει η σχέση δανείων και καταθέσεων: από μια σχέση θαυμαστής ισορροπίας το 2000 (δάνεια 108,23 δισ. ευρώ προς καταθέσεις 109,23 δισ. ευρώ ή 99%) σε μια ασυμμετρία που προκαλούσε ζάλη το 2009 (300,32 δισ. δάνεια προς 237,53 δισ. καταθέσεις ή 126%) η οποία έχει επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο (214 δισ. δάνεια τον Ιανουάριο του 2015 προς 147 δισ. καταθέσεις ή 146%, με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια να ανέρχονται σε 78 δισ. ευρώ) κι η οποία έχει ήδη επιδεινωθεί και θα επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο, λόγω της φυγής των καταθέσεων που προκαλεί η πολιτική ασφυξίας της ΕΚΤ.

Στα είδη διατροφής, με βάση μελέτη τη ΠΑΣΕΓΕΣ που εξετάζει 41 βασικά αγροτικά – διατροφικά προϊόντα φυτικής και ζωικής παραγωγής για το έτος 2011 (Αύγουστος 2012) παρατηρείται αυτάρκεια (όπως ορίζεται η παραγωγή προς την κατανάλωση, με την κατανάλωση να ορίζεται ως παραγωγή συν εισαγωγές μείον τις εξαγωγές) στο ελπιδοφόρο επίπεδο του 91,5%. Με μια δεύτερη ωστόσο ματιά φαίνεται ότι η υψηλότερη αυτάρκεια παρατηρείται σε μη αναγκαία προϊόντα (ελιές βρώσιμες 996%, σταφίδα 275%, αλιεύματα 221%, πορτοκάλια 191% και ακτινίδια 180%), ενώ η χαμηλότερη στα σχεδόν απαραίτητα (ζάχαρη 14%, κρέας βόειο 29%, φακές 33%, σιτάρι μαλακό 33% και χοιρινό 36%). Η περίπτωση της ζάχαρης ωστόσο είναι χαρακτηριστική για να φανεί η καταστροφή που επήλθε στην αγροτική παραγωγή λόγω της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και των οδηγιών της ΕΕ που οδήγησαν σε κλείσιμο τα εργοστάσια της ΕΒΖ, προς όφελος των γερμανών εξαγωγέων κι έτσι η Ελλάδα από καθαρός εξαγωγέας έγινε καθαρός εισαγωγέας. Ανάλογα παραδείγματα υπάρχουν και στην κτηνοτροφία. Η δυνατότητα να καλύψει μια χώρα το κενό, στο πλαίσιο μιας στροφής της πολιτικής της, αποδείχθηκε το 2010 όταν η Ρωσία προέβη σε μαζικές αγορές νεαρών αγελάδων γαλακτοπαραγωγής από τη Δ. Ευρώπη καταφέρνοντας να γίνει αυτάρκης σε 2 χρόνια μέσα.

Σε ό,τι αφορά τα στερεά καύσιμα η αγορά χαρακτηρίζεται από υπερπροσφορά με εγκατεστημένη ισχύ 17.500 MW και τη ζήτηση να ανέρχεται στο ανώτατο σημείο της στις 7.000 MW. Όπως συμβαίνει και στην παραγωγή των τροφίμων, έτσι και στην ενέργεια αν δεν υπήρχαν οι οδηγίες της ΕΕ στο πλαίσιο της λεγόμενης απελευθέρωσης, θα μπορούσε να παράγεται πολύ φθηνότερο ρεύμα, σταματώντας για παράδειγμα την σκανδαλώδη χρηματοδότηση των ιδιωτών που ελέγχουν τις ΑΠΕ, επιτρέποντας την επέκταση της ΔΕΗ, κλπ. Σε ό,τι αφορά τα υγρά καύσιμα η στρατηγική συνεργασία της Ελλάδας με τη Ρωσία κι η επιλογή του Ιράν ως προμηθευτή, στη θέση των αμερικάνικων προτεκτοράτων, μπορεί να εξασφαλίσει πολύ πιο φθηνά καύσιμα.

Τέλος, στα φάρμακα μπορεί σήμερα η εγχώρια παραγωγή (από 27 φαρμακοβιομηχανίες) να καλύπτει το 18% μόνο της ζήτησης με το υπόλοιπο 82% να καλύπτεται από πολυεθνικές, οι ίδιοι ωστόσο οι βιομήχανοι που καταγγέλλουν την σκανδαλώδη πριμοδότηση των πολυεθνικών στα χρόνια του Μνημονίου κι οποίοι εξάγουν σε 80 χώρες, έχουν δηλώσει ότι μπορούν να καλύψουν με ποιοτικά φάρμακα σε χαμηλό κόστος το 70% της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και το 50% της νοσοκομειακής. Αρκεί να δοθούν οι κατάλληλες οδηγίες στη συνταγογράφηση…


Εν κατακλείδι στα τρόφιμα, την ενέργεια, τα φάρμακα αλλά και γενικότερα, η επαναστατική ρήξη, γιατί καμιά αστική κυβέρνηση δεν μπορεί να εφαρμόσει τα παραπάνω μέτρα, θα απελευθερώσει ασύλληπτες προοδευτικές κοινωνικές δυνάμεις, που σήμερα ακρωτηριάζονται, επιτρέποντας στην κοινωνία να εισέλθει σε ένα νέο «χρυσό αιώνα»…

Ανάρτηση από: http://kerasiakrinoi.blogspot.gr