Του Φώτη Σχοινᾶ
Δρ. φιλοσοφίας, νέος Λόγιος Ερμής τ. 11
Χαρακτηριστικό φαινόμενο τῆς ἐποχῆς μας εἶναι ἡ δραματική ἀπομάκρυνση τῶν συγχρόνων ἐφήβων ἀπό τή πολιτισμική σφαῖρα τῆς δικῆς μας γενιᾶς. Οἱ σύγχρονοι νέοι δείχνουν ὁλοένα καί πιό ἔντονη ἀδιαφορία γιά τήν πολιτισμική σφαῖρα καί δημιουργία τῶν προηγούμενων γενεῶν(1).
Τό χάσμα τῶν γενεῶν ὑπῆρχε ἀνέκαθεν, ἀλλά σήμερα ἔχει προσλάβει δραματικές διαστάσεις. Ὅπως ἔχει γραφεῖ, «Ἄν τό χάσμα τῶν γενεῶν ἀποτελοῦσε πάντα προσφιλές θέμα καί δυσεπίλυτο ζήτημα γιά τούς κοινωνιολόγους, τούς ψυχολόγους, τούς ἐκπαιδευτικούς καί βέβαια τούς γονεῖς, τό ψηφιακό χάσμα (digital divide) ἀνάμεσα στήν πρώτη ἠλεκτρονική γενιά (e-generation) καί τούς γονεῖς ἤ τούς δασκάλους της (ἰδίως ὅσους δέν ἔχουν σχέση μέ τίς νέες τεχνολογίες) φαντάζει ἀγεφύρωτο. Ὁ λόγος γιά τούς σημερινούς ἐφήβους, δηλαδή τά παιδιά πού γεννήθηκαν ἀπό τίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 1990 καί μετά, πού ἀπέκτησαν μία παιδεία σημαντικά ἀλλιώτικη καί ἕνα τρόπο ζωῆς ριζικά διαφορετικό ἀπό τήν προηγούμενη γενιά. Τά παιδιά αὐτά ἄρχισαν νά ἀντιλαμβάνονται τόν κόσμο μετά τό 1994, χρονιά κατά τήν ὁποία ἄρχισαν νά διαδίδονται εὐρύτατα τό διαδίκτυο, ἡ κινητή τηλεφωνία καί οἱ ἐφαρμογές τους. Στό σχολεῖο τά παιδιά ἤδη βιώνουν μία ἔντονη ἀσυμβατότητα ἀνάμεσα στόν καθιερωμένο τρόπο μάθησης καί τήν ἐπαναστατική λογική τοῦ διαδικτύου. Ἡ κλασσική μέθοδος διδασκαλίας ἀπαιτεῖ ἐκτεταμένο διάβασμα καί κοπιαστική ἐμβάθυνση σέ κάθε γνωστικό ἀντικείμενο, παράλληλα μέ τήν ἀπομνημόνευση ἐκτενοῦς ὕλης. Ἀντίθετα, ἡ κουλτούρα τοῦ διαδικτύου ἐμπεδώνει εὔκολα τή λογική τοῦ “περίπου”, προσφέρει μία ἄμεση σφαιρική γενικευμένη ἀντίληψη γιά τά πάντα, ἐντοπίζει τά σημαντικά καί ἀδιαφορεῖ γιά τή λεπτομέρεια, ἀφοῦ σ’αὐτή μπορεῖ ἄνετα νά προσφύγει ὁ χρήστης τοῦ διαδικτύου, ὅταν τή χρειαστεῖ καί ἐφόσον εἶναι κατάλληλα ἐκπαιδευμένος, γιά νά τήν ἀναζητήσει. Αὐτός ὁ διαδικτυακός πολιτισμός ἀποξενώνει τό βιβλίο ὁποιουδήποτε εἴδους ἀπό τόν κόσμο τῶν ἐφήβων, γιατί αὐτοί δυσκολεύονται νά συγκεντρωθοῦν σέ ἕνα συγκεκριμένο θέμα, νά περιοριστοῦν στίς πεπερασμένες σελίδες ἑνός βιβλίου καί νά τό διαβάσουν. Γιά τά παιδιά αὐτά, τό διαδίκτυο εἶναι περισσότερο ἑλκυστικό ἀπό ἕνα βιβλίο, γιατί εἶναι διαδραστικό, γρήγορο, δυναμικό καί κυρίως γιατί μεταβάλλεται συνεχῶς. Ἐπιπλέον, τό διάβασμα στό διαδίκτυο εἶναι πιο συνοπτικό, εὔκολο, γρήγορο καί κυρίως διασκεδαστικό, ἀφοῦ συνδυάζει τό κείμενο μέ φωτογραφίες, ἤχους καί βίντεο» (2).
Ἡ εἴσοδος στήν πολιτισμική σφαῖρα τῆς κάθε προηγούμενης γενιᾶς γινόταν μέχρι τώρα βασικά μέ τό διάβασμα. Ἡ ἀνάγνωση τῆς λογοτεχνικῆς, φιλοσοφικῆς καί ἐπιστημονικῆς παραγωγῆς τῶν προηγούμενων γενεῶν καθιστοῦσε τούς νέους κοινωνούς αὐτῆς. Ἄλλωστε καί ἡ βασική πρακτική τοῦ σχολείου, ὡς θεσμοῦ ἀναπαραγωγῆς τῆς κυρίαρχης κουλτούρας καί μεταγγίσεώς της στίς νεώτερες γενιές, ἦταν καί ἐξακολουθεῖ νά εἶναι τό διάβασμα. «Τό σχολεῖο εἶναι ἀπότοκο τῆς τυπογραφίας» γράφει ὁ Νήλ Πόστμαν (3). Στίς μέρες μας ὅμως ἔχουμε τήν κοσμογονικῆς σημασίας εἰσβολή τῆς τεχνολογίας ὡς βασικοῦ ἐργαλείου προσοικειώσεως τοῦ κόσμου καί τοῦ πολιτισμοῦ. Οἱ μαθητές μαθαίνουν, ἐπικοινωνοῦν καί διασκεδάζουν μέσῳ τοῦ ἠλεκτρονικοῦ ὑπολογιστῆ, τοῦ διαδικτύου καί τῶν ἠλεκτρονικῶν παιχνιδιῶν. Τό διάβασμα ἔχει περιορισθεῖ σέ ἁπλᾶ καί εὔκολα βιβλία (4). Κυριολεκτικῶς εἰπεῖν, τό βιβλίο εἶναι ὁ μεγάλος ἀπών ἀπό τή νεανική κουλτούρα (5). Τό ἀποτέλεσμα αὐτοῦ εἶναι ὅτι οἱ μηχανισμοί μεταδόσεως τῆς καθιερωμένης κουλτούρας ἔχουν κυριολεκτικά διαλυθεῖ (6).
Οἱ σύγχρονοι ἔφηβοι ἀγνοοῦν τή λογοτεχνική καί φιλοσοφική παραγωγή τῶν προηγούμενων γενεῶν. Ἀγνοοῦν (ἀλλά καί ἀδιαφοροῦν γιά) τήν ἱστορία, τήν τοπική-ἐθνική καί παγκόσμια. Ἀγνοοῦν τά βασικά δόγματα καί ἀρχές τῆς χριστιανικῆς θρησκείας. Ἀγνοοῦν τίς Βιβλικές ἀφηγήσεις, τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης. Κυριολεκτικῶς εἰπεῖν, στίς μέρες μας, κυοφορεῖται ἕνας νέος, πρωτόφαντος ἀνθρωπολογικός καί πολιτισμικός τύπος, σέ μεγάλο βαθμό ἀποξενωμένος ἀπό τόν μέχρι τώρα πολιτισμό καί καθιερωμένη λογοτεχνική, φιλοσοφική καί θρησκευτική κουλτούρα.
Ἐπίσης ἡ διαμόρφωση τῆς νεανικῆς κουλτούρας ἔχει ξεφύγει ἀπό τόν ἔλεγχο τῶν ἐνηλίκων καί ἔχει τεθεῖ ὑπό τόν ἔλεγχο τοῦ ἐμπορίου, τῆς τηλεόρασης καί γενικά τῶν ἀρχιτεκτόνων καί σχεδιαστῶν τῆς σύγχρονης διασκέδασης τῶν νέων (7). Οἱ γονεῖς καί οἱ δάσκαλοι ἀδυνατοῦν νά ἀσκήσουν σημαντική ἐπιρροή στούς νέους καί στήν κουλτούρα τους.
Ἔχει παρατηρηθεῖ ἀντίθεση ἀνάμεσα στήν κουλτούρα τοῦ σχολείου καί στήν κουλτούρα τῆς ὀθόνης (8). Τά βιντεοπαιχνίδια καί ἡ τηλεόραση ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα κακή σχολική ἐπίδοση. Τουναντίον, ἡ σχολική ἐπιτυχία εἶναι ἀπότοκος τοῦ διαβάσματος (9). Ὅμως ἡ ἀνθρωπιστική κουλτούρα, πού δημιουργεῖται ἀπό τό διάβασμα τῶν κλασσικῶν τῆς λογοτεχνίας, δέν ἐνδιαφέρει τούς σύγχρονους νέους καί δέν ἀποτελεῖ ἀντικείμενο καί θέμα συζητήσεών τους (10). Ἄρα δέν ἀποτελεῖ κίνητρο καί μοχλό κοινωνικοποιήσεως τῶν νέων. Ἀντιθέτως, ἐάν ἕνας ἔφηβος δέν βλέπει συγκεκριμένα προγράμματα στήν τηλεόραση, ἐάν δέν ἀκούει συγκεκριμένη μουσική, ἐάν ἀδιαφορεῖ γιά τό ποδόσφαιρο καί δέν εἶναι ἐξοικειωμένος μέ συγκεκριμένα βιντεοπαιχνίδια κινδυνεύει νά τεθεῖ στό περιθώριο ἀπό τίς παρέες τῶν ὁμηλίκων του (11).
Ἀκόμη, οἱ μουσικές προτιμήσεις τῶν νέων πού συνοδεύονται ἀπό ἀντίστοιχο ντύσιμο, τρόπο συμπεριφορᾶς καί εἰδικά ἀξεσουάρ κατασκευάζονται καί λανσάρονται ἀπό πολυεθνικές ἑταιρεῖες. Ἡ οἰκόγενεια καί τό σχολεῖο ἀδυνατοῦν παντελῶς νά ἀσκήσουν σημαντική ἐπιρροή σ’αὐτά. Ἀκόμη, ὁ κοινωνικός ἔλεγχος τῶν συγχρόνων ἐφήβων ἐπιτελεῖται βασικά ἀπό τούς ὁμηλίκους τους, τούς συμμαθητές τους καί ἔχει θέσει ἐκ ποδών τόν κοινωνικό ἔλεγχο τῶν ἐνηλίκων, τῶν γονέων καί δασκάλων (12). Ὁ σύγχρονος ἔφηβος, προκειμένου νά γίνει ἀποδεκτός ἐξομοιώνεται κατά πάντα καί ἐν πολλοῖς ἀκρίτως πρός τούς ὁμηλίκους του. Τό σλόγκαν «γιά νά εἶσαι ὁ ἑαυτός σου, πρέπει πρῶτα ἀπό ὅλα νά εἶσαι ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι» κυριαρχεῖ στους σύγχρονους ἐφήβους (13). Ἡ νεανική κουλτούρα καθορίζεται ἀπό τήν ὁμάδα τῶν ὁμηλίκων (πού κι αὐτή μέ τή σειρά της καθορίζεται καί λανσάρεται ἐντέχνως ἀπό ὀργανωμένα οἰκονομικά συμφέροντα) καί δέν ἐπιτρέπεται οὔτε ἡ ἐλάχιστη ἀπόκλιση ἀπό τίς καθιερωμένες νόρμες της. Πρόκειται γιά τόν γενικευμένο κομφορμισμό τῆς ἐποχῆς μας, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Κορνήλιος Καστοριάδης, πού δέν ἀνέχεται καμμία ἀπόκλιση ἀπό τήν καθιερωμένη νοοτροπία καί τρόπο ζωῆς ἐν ὀνόματι τῆς κοινωνικῆς ἀποδοχῆς (14). Βεβαίως, δέν πρέπει νά διαφεύγει τῆς προσοχῆς μας, ὅτι ἡ τυραννία πού μπορεῖ νά ἀσκήσει ἡ ὁμάδα (ἔστω ἡ ὁμάδα ὁμηλίκων) μπορεῖ νά εἶναι πολύ βαρύτερη ἀπό τήν «τυραννία» πού μπορεῖ νά ἀσκήσει ἕνα ἄτομο (π.χ. ὁ καθηγητής). Πρόκειται γιά τήν κατά τήν Χάνα Ἄρεντ τυραννία τῆς πλειοψηφίας (15).
Οἱ νεανικές μουσικές προτιμήσεις – ράπ, ρέγκε, πάνκ ρόκ– ὑπαγορεύουν ὁρισμένο τρόπο συμπεριφορᾶς, ὁμιλίας, ἔνδυσης, ἐν γένει συνύπαρξης μέ τούς ἄλλους (16). Ἡ κλασσική μουσική, ἀλλά καί ἡ ἐγχώρια ἔντεχνη μουσική, δέν προσφέρουν τέτοιες δυνατότητες. Ἡ ἐπίδραση τῆς μουσικῆς στόν ἀνθρώπινο ψυχισμό, συμπεριφορά καί ἦθος εἶναι ἀναντίρρητη καί διεγνωσμένη ἤδη ἀπό τους Πλάτωνα, Ἀριστοτέλη, Πλούταρχο, Μ. Βασίλειο καί ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο. Ἡ μουσική δέν ἐμπεριέχει μόνο τό στοιχεῖο τῆς ἀπόλαυσης, ἀλλ’ἐξίσου ἐντόνως καί τό παιδευτικό. «Πότερον τήν μουσικήν, παιδείαν ἤ παιδιάν;», διερωτᾶται ὁ Ἀριστοτέλης (17). «Τί ἀπό τά δύο εἶναι ἡ μουσική, παιδεία ἤ παιχνίδι, διασκέδαση;» Ἀναμφιβόλως καί τά δύο ἀποφαίνεται ὁ Σταγιρίτης (18). Καί ὁ Πλάτων καί ὁ Μ. Βασίλειος κάνουν λόγο γιά τόν ἠθοπλαστικό καί θεραπευτικό χαρακτῆρα τῆς μουσικῆς (19). Ὅσοι ἐμπλεκόμαστε ἐνεργῶς μέ τήν ἐκπαίδευση τῶν νέων γνωρίζουμε καλά τήν παραβατική συμπεριφορά αὐτῶν. Ἆραγε εἶναι ἄσχετα τά μουσικά ἀκούσματά τους ἀπό τήν παραβατική συμπεριφορά τους;
Οἱ ἐπιπτώσεις τῶν ἀνωτέρω ἐπισημάνσεων στήν προσωπικότητα καί τή συμπεριφορά τῶν νέων εἶναι καταλυτικές. Κυριολεκτικά δημιουργεῖται νέος ἀνθρωπολογικός τύπος μέ μειωμένη γλωσσική καί σκεπτική ἱκανότητα, ἀκόμη δέ καί μέ μειωμένο καλαισθητικό γοῦστο καί ποιοτικά αἰσθητικά κριτήρια. Στό νέο αὐτό ἀνθρωπολογικό τύπο κυριαρχεῖ ἡ ἐξημμένη φαντασία (λέγοντας ἐδῶ φαντασία ἐννοοῶ τό ἀχαλίνωτο καί παρορμητικό ξετύλιγμα εἰκόνων καί παραστάσεων μέ παράλληλη ἀπουσία ὀργανωμένης καί πειθαρχημένης ἔλλογης σκέψης). Πολύ χαρακτηριστικά καί ἐπιγραμματικά ὁ συνάδελφος Δημήτρης Μπαλτᾶς ἔγραψε στήν Εὐθύνη ὅτι «ἡ σκέψη τῶν σύγχρονων νέων εἶναι εἰκονοκεντρική καί ὄχι λογοκεντρική» (20). Ἀκόμη, ὁ ἴδιος συγγραφέας γράφει: «ὁ μετανεωτερικός ἄνθρωπος ἔχει γίνει μέρος τοῦ κυρίαρχου πλέον “πολιτισμοῦ τῆς εἰκόνας”, ἐνῶ ἔχει ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν “πολιτισμό τοῦ λόγου.” Ἐάν σήμερα ἡ εἰκόνα ἐπιδρᾶ καταλυτικά στήν ἀνθρώπινη συνείδηση, ὁ λόγος ὑποχωρεῖ, πρᾶγμα πού ὁδηγεῖ, σέ τελική ἀνάλυση, ὄχι μόνο σέ μία γλωσσική ἀνεπάρκεια ἀλλά καί σέ μία πραγματική ἀπουσία σχέσεως τοῦ ἐγώ μέ τό σύ» (21). Στή σύγχρονη, κυρίαρχη κουλτούρα τῆς ὀθόνης, τόν κύριο ρόλο ἔχει ἡ εἰκόνα, ἐνῶ ὁ λόγος περιορίζεται σέ δευτερεύοντα, ἐπουσιώδη, ἐπεξηγηματικό τῆς εἰκόνας ρόλο. Ἔτσι ὁ σύγχρονος νέος δέν σκέφτεται μέ ἔννοιες-λέξεις, ἀλλά μέ εἰκόνες-παραστάσεις. Εἶναι περίεργο ὅτι στούς συγχρόνους μαθητές παρατηρεῖται δραματική αὔξηση τῆς δυσλεξίας καί λοιπῶν μαθησιακῶν δυσκολιῶν;
Ἀλλά καί ἡ ἐπικοινωνία ἀνάμεσα στούς νέους γίνεται ἐν πολλοῖς μέσῳ τοῦ chatting στό διαδίκτυο. Ἡ ζωντανή ἐπικοινωνία μεταξύ προσώπων ὑποχωρεῖ καί τή θέση της παίρνει τό λίγο-πολύ ἀπρόσωπο chatting στό διαδίκτυο. Τοῦτο ὅμως ἔχει σοβαρές ἐπιπτώσεις καί στή γλωσσική ἱκανότητα τῶν νέων, ἀφοῦ οἱ λέξεις, ἀλλά καί ἡ δομή τοῦ λόγου, ἀλλοιώνονται. Στό chatting τοῦ ὑπολογιστῆ δέν ξαίρεις τήν ταυτότητα αὐτοῦ μέ τόν ὁποῖο μιλᾶς, δέν μπορεῖς νά διαπιστώσεις ἄν σοῦ λέει ἀλήθειες ἤ ψεύδη, ἀφοῦ ἄλλωστε ἡ ζωντανή παρουσία τοῦ/τῆς ἄλλου/ἄλλης καί ἡ λεγομένη «γλῶσσα τοῦ σώματος», ἡ χροιά καί ὁ ἐπιτονισμός τῆς ζωντανῆς φωνῆς εἶναι ἀποῦσες. Στό δέ χρησιμοποιούμενο γλωσσικό κώδικα οἱ λέξεις εἶναι συντομευμένες καί συνθηματικές, ἡ δέ σύνταξη στοιχειώδης, θολή καί ἄναρχη. Τό chat περιέχει ἀνεστραμμένη γλῶσσα, γλῶσσα ἀργκό, εἶναι γλῶσσα χυδαία, γεμάτη βωμολοχίες, γλῶσσα μέ σεξουαλικό περιεχόμενο καί περιέχει πολλά ψεύδη καί μυθοπλασίες (22). Χρησιμοποιεῖται εὐρέως ἀπό τούς νέους γιατί τούς βοηθᾶ νά παρακάμπτουν ἕνα μόνιμο ἐφιάλτη τους: τήν τυραννία τῆς ἐμφάνισης (23). Βέβαια, ὅταν ἡ ἠλεκτρονική σχέση μεταβληθεῖ σέ ζωντανή, πολλές φορές κυριαρχεῖ ἡ ἀπογοήτευση ἀπό τή φυσική παρουσία τοῦ/τῆς ἄλλου/ἄλλης (ὄχι κατ’ἀνάγκην ἀπό τή σωματική ἐμφάνισή του/της) (24). Εἶναι περίεργο ὅτι ἡ σύγχυση, ἡ ἀβεβαιότητα καί ἡ συναισθηματική ρευστότητα καί ἀστάθεια κυριαρχοῦν στούς σύγχρονους ἐφήβους;
Ἰδιαίτερα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα, ὁ λεκτικός τύπος πού χρησιμοποιοῦν οἱ νέοι γιά νά ἐπικοινωνήσουν μέσῳ τῆς κινητῆς τηλεφωνίας, τά λεγόμενα Greeklish, ἀποτελεῖ σοβαρό κίνδυνο ρήξεως τῆς ἀδιάσπαστης συνέχειας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἀπό τήν ὁμηρική μέχρι τή σύγχρονη ἐποχή. Ἀποτελεῖ πανθομολογούμενο γεγονός, ἐπιστημονικά τεκμηριωμένο, ὅτι ἡ ἑλληνική γλῶσσα εἶναι διαχρονικά ἑνιαία καί συνεχής, παρά τίς, ἀναπόφευκτες ἄλλωστε, μεταβολές ἀπό τήν ἀρχαία μέχρι τή σύγχρονη φάση της. Αἴφνης ὁ Κωνσταντῖνος Τσάτσος ἀποφαίνεται: «Ἐνῶ ὅμως ἡ γλώσσα εἶναι κάτι τόσο προσωπικό, εἶναι συγχρόνως καί ἐθνικό. Κάθε λαός ἔχει τή γλώσσα πού τοῦ ἀξίζει. Στή γλώσσα, ὅπως καί στά τραγούδια του, ἐναποθηκεύεται ὁ πολιτισμός του. Ἡ γλώσσα εἶναι γι’αὐτό ὁ πιό ἀδιάψευστος μάρτυρας τῆς ἱστορικῆς του συνείδησης καί τῆς ἱστορικῆς του συνέχειας. Τό σημαντικώτερο πιστοποιητικό ὅτι εἴμαστε ἕνα Γένος ἀδιάσπαστο στή συνέχειά του, ἀπό τόν Ὅμηρο ὥς σήμερα, εἶναι ἀκριβῶς αὐτή ἡ ἑνότητα τῆς γλώσσας, πιστοποιητικό πού ἀνατρέπει ἑκατό αἰσθησιοκρατικές αἱματολογίες τύπου Φαλμεράγιερ» (25). Ὡσαύτως ὁ ἐκ τῶν πρωτεργατῶν στήν ἀποκρυπτογράφηση τῆς Γραμμικῆς Β΄, στενός συνεργάτης τοῦ Βέντρις, Ἄγγλος ἑλληνιστής Τζών Τσάντγουϊκ, εἶχε δηλώσει: «Ἡ γλῶσσα πού μιλοῦσε κάποιος βοσκός σέ μιά ἀπόκεντρη περιοχή τῆς Πελοποννήσου, 1200 χρόνια πρίν γεννηθεῖ ὁ Χριστός, εἶναι, παρ’ὅλες τίς διαφορές της, ἡ ἴδια γλῶσσα μέ τήν ἑλληνική πού μιλιέται σήμερα» (26). Χαρακτηριστικά ἐπί τῆς ἀνωτέρω ἀποφάνσεως τοῦ Ἄγγλου ἑλληνιστοῦ καταθέτω τήν ἑξῆς μαρτυρία. Ὁ πατέρας μου, καταγόμενος ἀπό ἕνα μικρό χωριό τῆς ὀρεινῆς Ἀχαΐας, μοῦ εἶπε ὅτι στό χωριό του οἱ βοσκοί ἔλεγαν ὅτι «αὐτή ἡ κατσίκα ἔχει λαπούρα(=κοιλιά)». Ἡ λέξη αὐτή εἶναι ὁμηρική. Στό λεξικό H. Liddel-R. Scott, στό λῆμμα λαπάρα, διαβάζουμε «τό μαλακόν μέρος τοῦ σώματος τό μεταξύ τῶν πλευρῶν καί τοῦ ἰσχίου, ἡ λαγών». Στήν Ἰλιάδα Ζ, 68 διαβάζουμε: «τόν δέ κρείων Ἀγαμέμνων οὖτα κατά λαπάρην∙ὁ δ’ἀνετράπετο». Μετάφραση (Ο. Κομνηνοῦ-Κακριδῆ): «Ὁ βασιλιάς Ἀγαμέμνονας τότε τόν κτύπησε στό λαγόνι, κι ἐκεῖνος ἔπεσε ἀνάσκελα» (27). Ὁμοίως, στήν Ἰλιάδα Π, 318 βλέπουμε: «Νεστορίδαι δ’ὁ μέν οὔτασ’Ἀτύμνιον ὀξέϊ δουρί Ἀντίλοχος, λαπάρης δέ διήλασε χάλκεον ἔγχος». Μετάφραση (Ο. Κομνηνοῦ-Κακριδῆ): «Οἱ δυό γιοί τοῦ Νέστορα πάλι, ὁ ἕνας, ὁ Ἀντίλοχος, χτύπησε τόν Ἀτύμνιο μέ τό μυτερό του δόρυ, καί τό χάλκινο κοντάρι τρύπησε πέρα πέρα τό λαγόνι του καί σωριάστηκε μπροστά του» (28). Ἄλλωστε καί σήμερα χρησιμοποιοῦμε τή λέξη λαπαροσκόπηση. Αὐτή ἡ ἀδιάσπαστη συνέχεια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας κινδυνεύει νά διαρραγεῖ ἀπό τά σύγχρονα Greeklish τῶν Ἑλλήνων ἐφήβων.
Ἐπίσης οἱ σύγχρονοι ἔφηβοι παρουσιάζουν σέ δραματικά μεγάλο βαθμό πρόβλημα συγκέντρωσης τῆς προσοχῆς. Τό λεγόμενο σύνδρομο Δ.Ε. Π./Υ. (Διαταραχή ἐλλειματικῆς προσοχῆς καί ὑπερκινητικότητα) ἀπαντᾶ εὐρέως στά σύγχρονα παιδιά καί ἐφήβους. Ἡ προσοχή τους διασπᾶται πολύ εὔκολα καί δέν μπορεῖ νά διατηρηθεῖ ἐπί πολύ μέ ἔνταση στό ἀντικείμενο ἐπιλογῆς της. Σημαντικά εἶναι καί τά κινητικά προβλήματα πού παρουσιάζουν. Ἡ ὑπερκινητικότητα καί ἡ ἐπιθετικότητα χαρακτηρίζουν τούς σύγχρονους νέους. Τοῦτο δέν εἶναι δυσεξήγητο γιατί τά βίαια παιχνίδια κατέχουν τήν πρώτη θέση στίς προτιμήσεις τῶν βιντεοπαικτῶν – πέρα ἀπό τή μουσική πού ἀκοῦνε, ἡ ὁποία, ὅπως εἴπαμε τούς ἐξάπτει ἀντί νά τούς ἠρεμεῖ. Ἡ παιδοψυχίατρος Κ. Προκοπάκη λέγει: «Σέ πολλές μελέτες ἔχει βρεθεῖ συσχετισμός μεταξύ χρόνου πού καταναλώνεται στήν ὀθόνη καί προβλημάτων προσοχῆς. Προβλήματα προσοχῆς ἔχουν παρατηρηθεῖ τόσο μέ βίαια, ὅσο καί μέ μή βίαια βιντεοπαιχνίδια… Ὡς πρός τήν ἐπίδραση τῶν βιντεοπαιχνιδιῶν, ἔχει βρεθεῖ σημαντική αὔξηση στήν διάσπαση προσοχῆς, καθώς καί ἀρνητική ἐπίδραση στήν σχολική ἐπίδοση καί στήν κοινωνικότητα, σέ ἐφήβους πού ἔπαιζαν παιχνίδια σέ κονσόλα ἤ στό διαδίκτυο πάνω ἀπό μία ὥρα/ ἡμέρα» (29). Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι οἱ νέοι δέν χρησιμοποιοῦν τό διαδίκτυο τόσο γιά τήν σχολική ἐργασία ὅσο γιά νά στέλνουν e-mail, νά συμμετέχουν σέ κάποιο φόρουμ ἤ τσάτ ἤ γιά νά παίζουν παιχνίδια (30).
Οἱ παραδοσιακοί φορεῖς κοινωνικοποίησης, ὅπως ἡ οἰκογένεια, τό σχολεῖο καί ἡ συντεταγμένη πολιτεία, βρίσκονται σέ πρωτοφανῆ κρίση πού ἐγγίζει πλέον τήν γενικευμένη καί βαθεῖα παρακμή, καί ἀδυνατοῦν νά ἀποτελέσουν πειστικούς παράγοντες ἀγωγῆς γιά τούς νέους. Τίθεται πλέον δραματικά τό πρόβλημα τῆς ἐπιβίωσης καί συνέχισης τοῦ πολιτισμοῦ. Ἡ ἰλλιγγιώδης ἀνάπτυξη τῆς τεχνολογίας δέν ἀρκεῖ γιά τήν συγκρότηση πολιτισμοῦ. Χρειάζονται καί ἄλλοι παράγοντες, ὅπως ἠθικές ἀξίες, ὅραμα συλλογικό καί προσωπικό, νόημα ζωῆς, νόημα θανάτου, νόημα ἐντέλει τῆς καθημερινότητάς μας.
Γιά τήν ἐπιβίωση τοῦ πολιτισμοῦ μας χρειάζεται νά ξαναβρεθεῖ ὁ ὀμφάλιος λῶρος πού συνδέει τήν προηγούμενη μέ τήν ἑπόμενη γενιά. Ἡ κατακτημένη ἐμπειρία τῆς ἀνθρωπότητας εἶναι ὀλέθριο νά ἀγνοηθεῖ καί νά μή ἀποτελέσει πολύτιμο ἀντικείμενο ἐκμετάλλευσης καί ἐφόδιο ἔμπνευσης ἀπό τούς συγχρόνους νέους. Πρέπει νά ἐπανακτηθεῖ ἡ χαμένη πολιτισμική συνέχεια. Πῶς θά γίνει τοῦτο; Ὄχι βέβαια μέ τόν ἀναθεματισμό καί τόν ἐξορκισμό τῆς τεχνολογίας. Ἡ τεχνολογία ἔχει εἰσβάλει μαζικά στή ζωή μας καί εἶναι οὐτοπικό νά πιστεύουμε ὅτι μποροῦμε νά τήν ἀγνοήσουμε. Ἄλλωστε ἔχει πολλαπλές, ἀναντίρρητες καί τεραστίας σημασίας ὠφέλειες. Ἡ τεχνολογία προσδίδει τεράστια δύναμη καί ἰσχύ κυρίως σ’αὐτόν πού τήν ἐλέγχει ἀλλά καί σέ αὐτόν πού ἁπλῶς τήν χειρίζεται. Εἶναι ἕνα τρομακτικῆς ἰσχύος ἐργαλεῖο πού μπορεῖ νά πολλαπλασιάσει τό καλό ἤ καί τό κακό − ἀνάλογα μέ τή χρήση πού τῆς γίνεται. Ἡ στάθμιση τοῦ καλοῦ μέ τό κακό στήν τεχνολογία (καί ὄχι μόνο) γέρνει δραματικά ὑπέρ τοῦ κακοῦ. Ἡ βία, τό λεγόμενο κυβερνοέγκλημα, ἡ πορνογραφία, ἡ παιδοφιλία, ὁ τζόγος, ἡ ἀπάτη κυριαρχοῦν στό διαδίκτυο (31). Ἀκόμη, τό διαδίκτυο μπορεῖ νά προκαλέσει καί ἐπικίνδυνο ἐθισμό (32). Κυρίως ὅμως ἡ ὑπερβολική χρήση του μπορεῖ νά προκαλέσει σοβαρή βλάβη, διανοητικῆς φύσεως, δηλαδή μείωση τῆς ἱκανότητος γιά συγκέντρωση καί δημιουργικό στοχασμό. Ὅπως ἔχει γραφεῖ, «Δέν εἶναι μάλιστα λίγοι ἐκεῖνοι, πού ἀνησυχοῦν ὅτι τελικά ἡ σχέση κόστους/ὀφέλους γιά τούς ἐφήβους, πού ἔχουν ἐκτεθεῖ γιά σημαντικό χρονικό διάστημα τῆς μικρῆς ζωῆς τους στόν κόσμο τοῦ διαδικτύου, εἶναι ἐπιζήμια γιά τούς διανοητικούς μηχανισμούς τους, κυρίως στήν ἱκανότητά τους νά συγκεντρώνονται καί νά στοχάζονται» (33). Ὁ Κορνήλιος Καστοριάδης διερωτᾶται ἐπ’αὐτοῦ: «Κάποιος ὁ ὁποῖος πέρασε τήν παιδική καί ἐφηβική ἡλικία του κοιτάζοντας τηλεόραση σαράντα ὧρες τήν ἑβδομάδα θά μποροῦσε νά διαβάσει τόν Ἠλίθιο ἤ ἕνα σύγχρονο Ἠλίθιο; Θά μποροῦσε νά ἔχει πρόσβαση στή μυθιστορηματική ζωή, στόν μυθιστορηματικό χρόνο, νά πάρει τήν ἀναγκαία στάση δεκτικότητας/ἐλευθερίας ὥστε νά ἀπορροφηθεῖ ἀπό ἕνα μεγάλο μυθιστόρημα, καρπούμενος ὁ ἴδιος κάτι ἀπ’αὐτό;»(34)
Ἀφοῦ λοιπόν ἡ τεχνολογία ἀποτελεῖ τόσο ἕνα εὐεργετικό παράγοντα ὅσο καί ἕνα ἀναγκαῖο, μή ἀναπόδραστο, κακό, ἁπλά καί ρεαλιστικά πρέπει νά συνδυάσουμε τήν τεχνολογία μέ τούς παραδοσιακούς παράγοντες κοινωνικοποιήσεως, προσοικειώσεως καί ἀναδημιουργίας τοῦ πολιτισμοῦ. Τό διάβασμα πρέπει νά ἐπανακτήσει τή χαμένη ἰσχύ καί αἴγλη του. Νά μή εἶναι ἀποκλειστική δραστηριότητα μιᾶς προνομιούχου ἐλίτ, ἀλλά νά ἐπεκτείνεται στα μεσαῖα καί λαϊκά στρώματα. (Εἶναι διαπιστωμένο ἀπό σύγχρονες κοινωνιολογικές ἔρευνες ὅτι τά ἀνώτερα κοινωνικά στρώματα ἀσχολοῦνται πιό πολύ μέ τό διάβασμα ἀπό ὅ,τι τά μεσαῖα καί κατώτερα στρώματα) (35). Οἱ μεγάλοι κλασσικοί τῆς λογοτεχνίας πρέπει νά γίνουν ξανά τό ἐντρύφημα τῶν νέων. Ἡ κλασσική παιδεία πρέπει νά ἐπανεκτιμηθεῖ. Ἰδιαίτερα οἱ κλασσικές γλῶσσες, τά ἀρχαῖα Ἑλληνικά καί τά Λατινικά, δέν πρέπει νά ἐγκαταλειφθοῦν ὡς ἄχρηστες γνώσεις. Ἴσα-ἴσα θά συμβάλουν πολύ στή προαγωγή τῆς ἔλλογης καί πειθαρχημένης σκέψης. Κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, «τά ἐναντία τῶν ἐναντίων ἰάματα» (36). Στό σύγχρονο γλωσσικό ἀκρωτηριασμό τῶν νέων, στήν ἄναρχη καί ρευστοποιημένη σκέψη τους οἱ κλασσικές γλῶσσες –καί κυρίως τά ἀρχαῖα Ἑλληνικά– μποροῦν νά ἀποτελέσουν ἀντίβαρο καί μέσο ἀντιστροφῆς τῆς ἤδη διαμορφωμένης νοσηρᾶς καταστάσεως. Ἄν καταργήσουμε τίς κλασσικές γλῶσσες μέ τί θά ἰσοσταθμίσουμε τήν ὠφέλεια πού προκύπτει ἀπό τήν σπουδή τους; Τά ἀρχαῖα Ἑλληνικά, μέ τήν ἀκριβολογία καί τήν σφιχτοδεμένη συντακτική πλοκή τους, μποροῦν νά βοηθήσουν τά παιδιά σ’αὐτό ἀκριβῶς πού κατ’ἐξοχήν τούς λείπει: τήν ἔλλογη καί πειθαρχημένη σκέψη, τόν συνεκτικό καί λογικά ὀργανωμένο λόγο/σκέψη. Κατά τόν Τζόν Στούαρτ Μἰλ «ἡ δομή κάθε φράσης (τῶν κλασσικῶν γλωσσῶν) εἶναι ἕνα μάθημα λογικῆς» (37). Ὁ καθ. Χρῆστος Γιανναρᾶς γράφει: «Ἀκατανόητη θά ἔμενε ἡ πολιτική πρόταση γιά ἀναθεμελίωση τῆς σχολικῆς ἐκπαίδευσης μέ βάση τή γλῶσσα καί τά μαθηματικά – τή γλῶσσα ὡς λογική καί τά μαθηματικά ὡς γλῶσσα. Ἡ ὑψηλῶν ἀπαιτήσεων ἄσκηση στήν κριτική σκέψη, ὁ ρεαλιστικός μετριασμός τῆς χρηστικῆς πληροφορίας. Τά ἀρχαῖα ἑλληνικά ἀπό τό δημοτικό σχολεῖο» (38).
Ἡ ἐξοικείωση μέ τό διάβασμα εἶναι ἔργο πού ἐπιτελεῖ βασικά ἡ οἰκογένεια. Στίς εὐνοημένες τάξεις συντελεῖται στήν προσχολική ἡλικία μέσα στήν οἰκογένεια. Στίς μεσαῖες καί λαϊκές τάξεις ἡ ἐπαφή μέ τό βιβλίο συντελεῖται στο σχολεῖο (39). Φρονῶ ἐπίσης ὅτι ἡ Ἐκκλησία μέ τό ὅλο πνεῦμα καί τή γενικώτερη νοοτροπία της εὐνοεῖ τό διάβασμα. Νά γιατί οἱ παραδοσιακοί φορεῖς ἀγωγῆς τῶν νέων, ἡ οἰκογένεια, τό σχολεῖο καί ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά ἐπανακτήσουν τήν, περιορισμένη πλέον, παιδαγωγική ἐπιρροή τους στούς σύγχρονους νέους.
Ἡ Ἐκκλησία, ἡ οἰκογένεια καί τό σχολεῖο εἶναι οἱ μόνοι ἐναπομείναντες παιδευτικοί θεσμοί πού μποροῦν –καί πρέπει– νά ἀποτελέσουν ἰσχυρό ἀνάχωμα καί ἀποτελεσματικό ἀνασχετικό παράγοντα στήν ἰσοπεδωμένη καταναλωτική συνείδηση, στόν ἀχαλίνωτο –καί ἐν πολλοῖς διεστραμμένο– σεξουαλισμό καί στή νοητική ἀποχαύνωση πού προωθοῦνται καί τεχνηέντως ἐπιβάλλονται στους σύγχρονους νέους ἀπό ἄδηλα, ἀλλά ἰσχυρά ὀργανωμένα οἰκονομικά συμφέροντα τῆς σύγχρονης παγκοσμιοποίησης.
Ἡ ἀνάγκη ἀντιδράσεως σέ αὐτήν τήν «χαρούμενη ἀλλοτρίωση» εἶναι ἐπιτακτικώτερη παρά ποτέ ἄλλοτε. Ἡ βιομηχανία τοῦ θεάματος, τῆς διασκέδασης καί τῆς ἀλλοτρίωσης ἔχει εἰσχωρήσει βαθιά μέσα στήν ψυχή τῶν νέων μας καί κυριολεκτικῶς εἰπεῖν τήν ἔχει ἀλλοτριώσει,τήν ἔχει ἀποσυνθέσει. Ὁ ἐφιαλτικός κόσμος τοῦ Τζώρτζ Ὄργουελ δέν φαίνεται νά πραγματοποιεῖται στή σύγχρονη ἀνθρωπότητα. Τό ἐξίσου ὅμως σκοτεινό ὅραμα τοῦ Ἄλντους Χάξλεϊ, ὅπως τό περιέγραφε στό προπολεμικά ἐκδοθέν βιβλίο του, Ὁ Θαυμαστός Καινούριος Κόσμος, φαίνεται νά ἐπαληθεύεται κατά τρόπο ἀνεπαίσθητο, ὥστε νά μή προκαλεῖ καμμία ἀποτελεσματική στρατηγική ἀντιμετωπίσεώς του. Τοῦτο ὑποστηρίζει ὁ Ἀμερικανός διανοούμενος Νήλ Πόστμαν: «ὁ Ὄργουελ προειδοποιοῦσε ὅτι κάποια στιγμή θά ἐπιβληθεῖ ἕνας ἔξωθεν αὐταρχισμός. Ἀντιθέτως, γιά τόν Χάξλεϊ, δέν χρειάζεται Μεγάλος Ἀδελφός γιά νά στερηθεῖ ἡ ἀνθρωπότητα τήν αὐτονομία, τήν ὡριμότητα καί τήν ἱστορική της μνήμη. Ἐκεῖνος πίστευε ὅτι σιγά-σιγά οἱ ἄνθρωποι θά καταλήξουν νά ἀγαποῦν τήν καταπίεσή τους, νά λατρεύουν τήν τεχνολογία καί νά ἀποδομήσουν τήν ἱκανότητά τους γιά σκέψη. Τόν Ὄργουελ τόν φόβιζαν οἱ ἄνθρωποι πού θά ἀπαγόρευαν τά βιβλία. Τόν Χάξλεϊ τόν φόβιζε τό γεγονός ὅτι δέν θά ὑπῆρχε λόγος νά ἀπαγορευτεῖ ἕνα βιβλίο γιατί δέν θά βρισκόταν ἄνθρωπος πρόθυμος νά τό διαβάσει. Ὁ Ὄργουελ φοβόταν ἐκείνους πού θά μᾶς στεροῦσαν τήν πληροφόρηση. Ὁ Χάξλεϊ φοβόταν ἐκείνους πού θά μᾶς ὑπερπληροφοροῦσαν τόσο ὥστε νά καταντήσουμε πλάσματα παθητικά καί ἐγωϊστικά (καί κυρίως μπερδεμένα θά προσέθετα ἐγώ). Ὁ Ὄργουελ φοβόταν ὅτι ἡ ἀλήθεια θά φυλασσόταν μυστική. Ὁ Χάξλεϊ φοβόταν ὅτι ἡ ἀλήθεια θά πνιγόταν σέ ἕνα ὠκεανό σύγχυσης. Ὁ Ὄργουελ φοβόταν ὅτι θά ἀναπτύσσαμε πολιτισμό ὑποτέλειας. Ὁ Χάξλεϊ φοβόταν ὅτι θά ἀναπτύσσαμε πολιτισμό κοινοτοπίας ἀσχολούμενοι μόνο μέ δραστηριότητες…αἰσθησιακῶν ταινιῶν» (40). Καί προσθέτει ὁ Νήλ Πόστμαν: «Αὐτό πού διδάσκει ὁ Χάξλεϊ τήν ἐποχή τῆς προηγμένης τεχνολογίας εἶναι ὅτι ἡ πνευματική ἐρήμωση εἶναι πιθανότερο νά προέρχεται ἀπό ἕναν ἐχθρό μέ χαμογελαστό πρόσωπο παρά ἀπό κάποιον τοῦ ὁποίου ἡ ἔκφραση ἐμπνέει ὑποψία καί μίσος. Στήν προφητεία τοῦ Χάξλεϊ, ὁ Μεγάλος Ἀδερφός δέν μᾶς βλέπει, μέ δική του ἐπιλογή. Ἐμεῖς τόν βλέπουμε, μέ δική μας. Δέν χρειάζονται δεσμοφύλακες ἤ πῦλες ἤ Ὑπουργεῖα Ἀλήθειας. Ὅταν ἕνας πληθυσμός ψυχαγωγεῖται μέ ἀσημαντότητες, ὅταν ἡ πολιτιστική ζωή ἐπαναπροσδιορίζεται ὡς συνεχής κύκλος ψυχαγωγίας, ὅταν μιά σοβαρή δημόσια συζήτηση γίνεται ἕνα εἶδος νηπιακοῦ λόγου, ὅταν μέ λίγα λόγια ἕνας λαός γίνεται ἀκροατήριο καί οἱ δημόσιες πράξεις θέμα ἐπιθεώρησης, τότε ἕνα ἔθνος κινδυνεύει. Ὁ θάνατος τοῦ πολιτισμοῦ εἶναι ἕνα βέβαιο ἐνδεχόμενο» (41).
Οἱ νέοι μας σήμερα ἔχουν οἰκειοθελῶς προσχωρήσει καί ἐπιπλέον ἔχουν συναισθηματικά ἐπενδύσει στήν νέα τεχνολογία χωρίς τίς ἀπαραίτητες ἀντιστάσεις. Ὁ J. Attalli, κορυφαῖος Γάλλος οἰκονομολόγος καί σύμβουλος τοῦ προέδρου τῆς Γαλλίας Φρανσουά Μιτεράν, ἔγραφε, πρό εἰκοσιπενταετίας καί πλέον, ὅτι «οἱ ἄνθρωποι θά γίνουν καταναλωτές τῶν ἴδιων τῶν προϊόντων τῆς σκλαβιᾶς τους». Ἡ πρόρρηση τοῦ Γάλλου διανοουμένου ἔχει ἐπακριβῆ ἐπαλήθευση στούς σύγχρονους, καί ὄχι μόνο, νέους.
Ἡ κανούργια τεχνολογία δημιουργεῖ κυριολεκτικά καινούργιο, πρωτόφαντο κόσμο καί καινούργιο ἀνθρωπολογικό τῦπο μέ ὅ,τι θετικό καί ἀρνητικό συνεπάγεται αὐτό. Κατά τόν Κώστα Ἀξελό, «ἡ πλανητική τεχνική ἀποτελεῖ τό νέο πεπρωμένο τοῦ κόσμου» (42). Μπροστά σε αὐτή τήν ρευστή, διαρκῶς ἀλλοιουμένη πραγματικότητα, στήν ὁποία τό μόνο βέβαιο εἶναι ἡ ἀβεβαιότητα, ὀφείλει ἡ ἀνθρωπότητα νά μή ἀπεμπολήσει καί ἀκυρώσει τούς παραδοσιακούς παράγοντες ἀγωγῆς, ἀλλά νά τούς ἐνισχύσει καί ἐνδυναμώσει πρός ἀπάμβλυνση καί ἐξουδετέρωση τῶν ὅποιων ἀρνητικῶν ἐπιπτώσεων (ἀναμφιβόλως ὑπάρχουν καί θετικές) τῆς νέας τεχνολογίας στήν προσωπικότητα τοῦ παιδιοῦ. Στή σύγχρονη μετανεωτερικότητα ὁ κόσμος, ἡ κοινωνία, ἀλλά καί ὁ ἀνθρώπινος ψυχισμός εἶναι ἀσταθῆ, ρευστά, ἀβέβαια καί, χωρίς ὑπερβολή, χαοτικά. Ὅθεν ἕνας ἀπό τούς βασικούς στόχους τοῦ συγχρόνου σχολείου εἶναι ἡ ἀνάπτυξη τῆς ἱκανότητας τοῦ μαθητῆ πρός διαχείριση τοῦ ἀγνώστου, τοῦ ἀβεβαίου (43). Παράλληλα ὅμως τό σχολεῖο – φυσικά καί οἱ ἄλλοι παραδοσιακοί φορεῖς ἀγωγῆς, ἡ Ἐκκλησία, ἡ πολιτεία, ἡ οἰκογένεια − ὀφείλουν νά μεταγγίσουν καί νά ἐμπεδώσουν στόν μαθητή τίς δοκιμασμένες καί σταθερές ἀξίες τοῦ ἤδη διαμορφωθέντος πολιτισμοῦ, τῆς ἤδη ἀποθησαυρισμένης πείρας τῆς ἀνθρωπότητος. Τό ἀβέβαιο, ἀπροσδιόριστο καί ὑπό διαμόρφωσιν καινούργιο πρέπει νά ἀναμιχθεῖ καί συγκερασθεῖ μέ τό ἤδη ὑπάρχον, τό σταθερό, τό βέβαιο, τό προσδιορισμένο καί ἤδη διαμορφωμένο.
Μάλιστα, ἡ οἰκογένεια ἔχει σημαντικό ρόλο νά παίξει στήν διαπαιδαγώγηση τοῦ παιδιοῦ στή σύγχρονη ἐποχή. Ἀνέκαθεν ὁ κοινωνικοποιητικός καί παιδαγωγικός ρόλος τῆς οἰκογένειας, καί δή τῆς μητέρας, ἦταν τεράστιας, κυριολεκτικά ἀναντικατάστατης, σημασίας. Στήν ἐποχή μας ὅμως εἶναι ἀκόμα πιό σημαντικός. Καί αὐτό γιατί; Γιατί στήν ἐποχή μας «ἐξαφανίζεται» ἡ παιδική ἡλικία συνεπείᾳ τῆς τηλεοράσεως καί τῶν νέων τεχνολογιῶν. Τοῦτο ὑποστηρίζει ὁ μνημονευθείς Ἀμερικανός διανοούμενος καί παιδαγωγός Νήλ Πόστμαν στή σημαντική ἐργασία του Ἡ ἐξαφάνιση τῆς παιδικῆς ἡλικίας (The disappearance of childhood) (44). Μέχρι τῆς ἐμφανίσεως τῆς τηλεοράσεως (φυσικά καί τῶν νέων ἠλεκτρονικῶν τεχνολογιῶν), τό παιδί μεγάλωνε σιγά-σιγά καί ἐμυεῖτο βαθμιαίως, ὁμαλῶς καί με τρόπο ἐλεγχόμενο ἀπό τούς γονεῖς του στόν κόσμο τῶν μεγάλων. Ὑπῆρχε ἕνα προστατευτικό κέλυφος πού ἐπέτρεπε τήν βαθμιαία καί ἐλεγχόμενη εἴσοδο τοῦ παιδιοῦ στήν κοινωνία τῶν ἐνηλίκων. Τώρα, μέσῳ τῆς τηλεοράσεως καί πολύ περισσότερο μέσῳ τοῦ ὑπολογιστῆ καί τοῦ Διαδικτύου, μαθαίνει τά πάντα γύρω ἀπό τό σέξ, τήν πολιτική κλπ. κατά τρόπο ἄμεσο, ὠμό, κυριολεκτικά πού νά προκαλεῖ shock καί φυσικά διόλου ὑποκείμενο στόν ἔλεγχο τῶν γονέων του. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι νά μυεῖται στόν κόσμο τοῦ σέξ –καί μάλιστα τοῦ ἀχαλίνωτου, γυμνοῦ ἀπό κάθε συναίσθημα, αἰσθησιακοῦ καί ἐνίοτε διεστραμμένου σέξ− ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων καί δίχως τή διακριτική μεσολάβηση καί καθοδήγηση τῶν μεγαλυτέρων. Ὁμοίως ἐξοικειώνεται ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων μέ τή βία καί ἐπιθετικότητα. Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι τά παιδιά εἶναι πιό ἐξοικειωμένα μέ τή χρήση τοῦ ἠλεκτρονικοῦ ὑπολογιστῆ ἀπό τούς γονεῖς τους, πρᾶγμα πού προκαλεῖ ἀκόμη πιό εὔκολη καί δίχως ἔλεγχο τήν πρόσβαση στό Διαδίκτυο, στά ἠλεκτρονικά παιχνίδια καί συνακόλουθα στήν ἠλεκτρονική ἐπικοινωνία. Γι’ αὐτό ἡ γονική ἐπαγρύπνηση καί ὁ γονικός ἔλεγχος εἶναι ὑπέρ ποτέ ἐπιτακτικοί σήμερα.
Τό χάσμα, καί δή τό πολιτισμικό χάσμα, ἀνάμεσα στή νεώτερη γενιά καί στίς παλαιότερες γενιές μεγαλώνει ἀκόμη περισσότερο ἄν ἀναλογισθεῖ κανείς, πέρα ἀπό τήν ἤδη ὑφισταμένη «εἰκονική πραγματικότητα», τήν «ἱστορική ἀσυνέχεια» ἀνάμεσα στίς γενιές πού παγιώνεται στή σύγχρονη μετανεωτερική κοινωνία. Γιά τήν «εἰκονική πραγματικότητα» καί τήν «ἱστορική ἀσυνέχεια» καί τή μεταξύ τους αἰτιώδη συνάφεια −ἡ «ἱστορική ἀσυνέχεια» εἶναι παράγωγο τῆς «εἰκονικῆς πραγματικότητος»− ὁ Κρίστοφερ Λάς λέγει: «Αὐτό πού μοῦ κάνει ἐντύπωση εἶναι ὅτι δέν ζοῦμε σέ ἕνα στερεό κόσμο. Λέγεται συχνά ὅτι ἡ κοινωνία τῆς κατανάλωσης μᾶς περιβάλλει μέ πράγματα καί ὅτι μᾶς ἐνθαρρύνει νά δίνουμε ὑπερβολική προσοχή στά ἀντικείμενα, ἀλλά ἀπό μιά ἄποψη νομίζω ὅτι αὐτή ἡ ἄποψη εἶναι ἐπίσης παραπλανητική. Ζοῦμε σέ ἕνα κόσμο πού φαίνεται ὅτι εἶναι ὑπερβολικά ἀσταθής, ὅτι συνίσταται σέ φευγαλέες εἰκόνες. Νομίζω ὅτι πρόκειται γιά ἕνα κόσμο ὁ ὁποῖος, χάρις, ἐν μέρει, στήν τεχνολογία τῶν μαζικῶν τηλεπικοινωνιῶν, φαίνεται νά ἀποκτᾶ ἕνα εἶδος παραισθησιογόνου χαρακτῆρα. Ἕνα εἶδος φανταστικοῦ κόσμου ἀπό εἰκόνες, σέ ἀντίθεση μέ ἕνα κόσμο στερεῶν ἀντικειμένων, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά ἐπιβιώσει περισσότερο ἀπό τή διάρκεια τῆς ζωῆς μας. Αὐτό πού ἴσως ἔχει ἐξασθενίσει, εἶναι ἡ αἴσθηση τοῦ νά ζεῖ κανείς μέσα σέ ἕνα κόσμο πού ὑπῆρχε πρίν ἀπό τόν ἑαυτό του καί ὁ ὁποῖος θά συνεχίσει νά ὑπάρχει μετά ἀπό αὐτόν. Αὐτή ἡ αἴσθηση τῆς ἱστορικῆς συνέχειας πού παρέχεται, μεταξύ ἄλλων, ἁπλῶς καί μόνο ἀπό τή συμπαγῆ αἴσθηση τῶν ἁπτῶν ὑλικῶν πραγμάτων φαίνεται νά διαμεσολαβεῖται, ὅλο καί περισσότερο, ἀπό αὐτή τή βίαιη ἐπίθεση ἀπό εἰκόνες, συχνά ἀπό εἰκόνες πού εἶναι σχεδιασμένες γιά νά ἀνταποκρίνονται στίς φαντασιώσεις μας. Νομίζω ὅτι ἀκόμα καί ἡ ἐπιστήμη, ἡ ὁποία ἐθεωρεῖτο, σέ μία προηγούμενη περίοδο, ὡς ἕνα ἀπό τά βασικά μέσα γιά τήν προώθηση μιᾶς περισσότερο λογικῆς ἄποψης γιά τόν κόσμο, ἱκανῆς νά συνεισφέρει στή διατήρηση ἑνός κοινοῦ νοῦ {commonsensical}, μᾶς παρουσιάζεται σήμερα, στήν καθημερινή ζωή, σάν μιά σειρά ἀπό τεχνολογικά θαύματα πού καθιστοῦν τά πάντα δυνατά. Ὑπό μία ἔννοια ὅμως, μέσα σέ ἕνα κόσμο ὅπου ὅλα εἶναι δυνατά, τίποτε δέν εἶναι δυνατό» (45).
Κατά τόν Κρίστοφερ Λάς αὐτό πού ἐπικρατεῖ σήμερα εἶναι «τό κυρίαρχο πάθος νά ζεῖς γιά τή στιγμή – νά ζεῖς γιά τόν ἑαυτό σου, ὄχι γιά τούς προγόνους ἤ τούς ἀπογόνους σου. Χάνουμε γοργά τήν αἴσθηση τῆς ἱστορικῆς συνέχειας, τήν αἴσθηση ὅτι ἀνήκουμε σέ μιά διαδοχή γενεῶν πού ξεκίνησαν ἀπό τό παρελθόν καί προεκτείνονται στό μέλλον» (46). Τό φαινόμενο αὐτό, τῆς ρήξεως τῆς ἱστορικῆς συνεχείας, πρωτοεμφανίσθηκε στήν Ἀμερική τόν 19ο αἰῶνα. Οἱ κοινωνικές συνθῆκες στίς ΗΠΑ, ἔγραψε ὁ Τοκβίλ, ἐξασθένησαν τόν δεσμό πού ἕνωνε παλαιότερα τή μία γενεά μέ τήν ἄλλη. «Τό ὑφάδι τοῦ χρόνου σπάζει κάθε στιγμή καί τό ἴχνος τῶν γενεῶν σβήνει. Ἐκεῖνοι πού ἔφυγαν παλαιότερα, σύντομα λησμονοῦνται∙ κανένας δέν ἔχει ἰδέα γιά κείνους πού θά ἔρθουν μετά: τό ἐνδιαφέρον τοῦ ἀνθρώπου εἶναι περιορισμένο σ’ἐκείνους πού εἶναι πολύ κοντά του» (47). Ἡ ρήξη τῆς ἱστορικῆς συνέχειας ἔχει κορυφωθεῖ στίς μέρες μας, τήν τελευταία δεκαετία τοῦ 20ου αἰῶνα καί στίς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 21ου αἰῶνα, λόγῳ τῆς παγκόσμιας κυριαρχίας τῆς ἀγορᾶς ὡς τοῦ κυρίαρχου οἰκονομικοῦ μοντέλου τοῦ ὕστερου καπιταλισμοῦ. «Οἱ θεωρίες τοῦ “τέλους τῆς Ἱστορίας” καί τοῦ “τέλους τῶν ἰδεολογιῶν”, παρά τή ρηχότητά τους, ἀποβλέπουν σ’αὐτόν ἀκριβῶς τόν στόχο: Νά ἀποσυνδεθοῦμε πλήρως ἀπό τό πολιτισμικό μας παρελθόν ὥστε νά προσέλθουμε ὡς “σιωποῦντες ἀμνοί” στό “σφαγεῖο τῆς ἀγορᾶς”». (48)
Ὁ Κρίστοφερ Λάς συνδέει τήν «ἱστορική ἀσυνέχεια» μέ τόν ναρκισσισμό, τό ἐσωτερικό κενό, τήν ἔλλειψη νοήματος, τήν αἴσθηση δυσανεξίας, τή βίωση τοῦ ἀνικανοποίητου καί δυστυχίας τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου (Βλ. τό 2ο κεφάλαιο, ἐπιγραφόμενο “Ἡ ναρκισσιστική προσωπικότητα τοῦ καιροῦ μας” στό βιβλίο του Ἡ κουλτούρα τοῦ ναρκισσισμοῦ).
Ὁμοίως καί ὁ Ἀργεντινός ψυχαναλυτής Γιάγκο Φράνκο γράφει: «Αὐτή εἶναι ἡ ἔκραση μιᾶς κεντρικῆς ἀξίας τοῦ καπιταλισμοῦ∙ ἡ δίψα τοῦ καινούργιου γιά τό καινούργιο. Πρᾶγμα πού προκαλεῖ μία τάση πρός τή διάλυση τῶν ἱστορικῶν στοιχείων πού “ἔχουν ἤδη ξεπεραστεῖ”: στήν τέχνη, στήν κουλτούρα, στήν πολιτική, στήν ψυχανάλυση… Τό θεσμισμένο μέσῳ τῶν σημασιῶν νόημα γίνεται ὅλο καί πιό εὔθραστο −ἀρκεῖ νά δεῖ κανείς τήν ταχύτητα μέ τήν ὁποία ἐμφανίζονται καί ἐξαφανίζονται οἱ εἰδήσεις στά μέσα ἐνημέρωσης– καί ὅλα λειτουργοῦν μέ τό ρυθμό τῆς κατανάλωσης τοῦ καινούργιου (πού χάρη στήν ἐπιτάχυνση τῆς χρονικότητας γίνεται ὁλοένα καί πιό ἐφήμερο). Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τίς διάφορες δραστηριότητες ὅπως τό γυμναστήριο, τά μαθήματα, τά μεταπτυχιακά καί τά διδακτορικά, οἱ σχέσεις, οἱ εἰδήσεις… Εἶναι ἀξιοσημείωτο πώς ἡ θεσμισμένη χρονικότητα τῆς καθημερινότητας ἀγνοεῖ τόσο τίς γέφυρες μέ τό παρελθόν ὅσο καί κάθε ἰδέα γιά ἕνα συλλογικό μελλοντικό πρόταγμα» (49). Ἕνα θεμελιῶδες ἀντίσταθμο σέ αὐτή τή ρήξη μέ τήν ἱστορία καί τό πολιτισμικό παρελθόν μας εἶναι ἡ διατήρηση, κατανόηση καί καλλιέργεια τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας σέ ὅλη τή διαχρονία της. Θεωρῶ, καί νομίζω βάσιμα, ὅτι ἡ γενικώτερη παρουσία καί ἐνασχόληση μέ τή διαχρονική Ἑλληνική ἀλλά καί Εὐρωπαϊκή κουλτούρα καί λογοτεχνία ἐνισχύουν τούς δεσμούς τοῦ συγχρόνου Ἕλληνα μέ τήν ἱστορία καί τήν πολιτισμική κληρονομιά του, ἀποτελοῦν ἴσως τό ἔσχατο ἀνάχωμα στόν ὁδοστρωτῆρα τῆς κυριαρχίας τῆς Ἀγορᾶς, ὄχι μόνο ὡς οἰκονομικοῦ συστήματος, ἀλλά καί ὡς τρόπου σκέψεως καί τρόπου ζωῆς.
1. Dominique Pasquier, Κουλτούρες τῶν Λυκειόπαιδων. Ἡ τυραννία τῆς πλειοψηφίας, μετάφραση Κατερίνα Νιγιάννη, ἐπιμέλεια Ἔφη Κορομηλᾶ, ἐκδ. Κατάρτι, Ἀθήνα 2007, σσ. 27-32. Ἡ μελέτη μας σέ πολλά σημεῖα της στηρίχθηκε στό ἐξαιρετικό αὐτό βιβλίο. Τό ἐν λόγῳ βιβλίο ἀναφέρεται στή γαλλική πραγματικότητα, ἡ ὁποία ὅμως, ὅπως νομίζουμε, δέν ἀπέχει πολύ τῆς ἑλληνικῆς.
2. Μάκη Παπαγεωργίου, Παιδί καί Ἰντερνέτ, ἐκδ. Ἐν πλῷ, Ἀθήνα 2010, σσ. 133-134.
3. Νίλ Πόστμαν, Τεχνοπώλιο, μετάφραση Κάτια Μεταξᾶ, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 1999, σ. 23.
4. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σ. 29.
5. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σσ. 38-39.
6. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σ. 27.
7. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σ. 38.
8. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σ. 53.
9. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σ. 53.
10. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σ. 66.
11. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σ. 67.
12. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σ. 85.
13. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σ. 85.
14. Κορνηλίου Καστοριάδη, Ὁ θρυμματισμένος κόσμος, μετάφραση Ζήση Σαρίκα, Κώστα Σπαντιδάκη, Ὕψιλον/Βιβλία, Ἀθήνα 1992, σσ. 11 κ.ἑξ.
15. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σ. 21.
16. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σ. 68.
17. Ἀριστοτέλους, Πολιτικά 1339 b.
18. Ἀριστοτέλους, Πολιτικά 1339 b.
19. Βλέπε Δημήτρη Ἀγγελῆ, Αἰσθητική Βυζαντινή. Ἡ ἔννοια τοῦ κάλλους στόν Μέγα Βασίλειο, Ἐκδόσεις τῶν Φίλων, Ἀθήνα 2004, σ. 108.
20. Δημήτρη Μπαλτᾶ, «Ἀπό τήν κοινωνία τοῦ θεάματος στόν πολιτισμό τῆς εἰκόνας», στήν Εὐθύνη, τεῦχος 433, Ἀθήνα 2008, σσ. 42-43.
21. Δημήτρη Μπαλτᾶ, “Ἡ ἀνθρωπολογία τῆς μετανεωτερικότητας”, στήν Εὐθύνη, τεῦχος 439, Ἀθήνα 2008, σ. 328.
22. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σσ. 179-180.
23. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σ. 182.
24. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σσ. 187-188.
25. Κωνσταντίνου Τσάτσου, “Γλώσσα καί ἔθνος”, στήν Εὐθύνη, τεῦχος 112, Ἀπρίλιος 1981, σ. 146.
26. Παράθεμα ἀπό Ἀντώνη Κουνάδη, “Γιά τήν γλωσσική μας παιδεία”, στήν Εὐθύνη, τεῦχος 429, Σεπτέμβριος 2007, σ. 427.
27. Ὁμήρου Ἰλιάδα, εἰσαγωγή-μετάφραση-σχόλια Ο. Κομνηνοῦ-Κακριδῆ, τόμος Α΄, ἐκδ. Ἰ. Ζαχαρόπουλος, Ἀθήνα χ.χ. σ. 209.
28. Ὁμήρου Ἰλιάδα, ἔνθ.ἀν., σ. 585.
29. Κ. Προκοπάκη, “Ἐπιδραση τῶν ἠλεκτρονικῶν μέσων μαζικῆς ἐπικοινωνίας καί ψυχαγωγίας στά παιδιά καί τούς ἐφήβους”, στά Νοσοκομειακά Χρονικά 20011;73 (1): σσ. 68-87.
30. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σ. 163.
31. Βλ. τό ἀνωτέρω ἀναφερθέν βιβλίο τοῦ Μάκη Παπαγεωργίου, Παιδί καί Ἰντερνέτ.
32. Βλ. Μάκη Παπαγεωργίου, ἔνθ.ἀν., σσ. 141-151.
33. Μάκη Παπαγεωργίου, ἔνθ.ἀν., σ. 136.
34. Κορνηλίου Καστοριάδη, Παράθυρο στό χάος, μετάφραση Εὐγενία Τσελέντη, Ὕψιλον/Βιβλία, Ἀθήνα 2007, σ. 30.
35. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σ. 178
36. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Λόγος Α΄, εἰς τό γενέσιον τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, PG 96, 673 A.
37. Mill, J.S., “Inaugural”, St Andrew᾿s· ἀνατύπωση στον Cavenagh, ἐκδ. (1931). Παρατίθεται στό Simon Goldhill, Ποιός χρειάζευαι τούς Ἕλληνες; Ποιός χρειάζεται τά ἑλληνικά;, μετάφραση Γιῶργος Κουτσουνέλος, ἐκδ. Ἐνάλιος, Ἀθήνα 2003, σ. 3.
38. Χρήστου Γιανναρᾶ, “Ὁ ἑλληνικός δρόμος γιά τόν ἐξευρωπαϊσμό” στήν Καθημερινή τῆς 7ης Ἀπριλίου 2011, σ. 21
39. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σ. 62.
40. Neil Postman, Διασκέδαση μέχρι θανάτου. ὁ Δημόσιος λόγος τήν ἐποχή τοῦ θεάματος, μετάφραση Ἑλένη Κανακίδου, Βούλα Παπαγιάννη, Ἀπό τόν Πολίτη τοῦ Ἔθνους στόν Πολίτη τοῦ Κόσμου, ἐκδ. Τυπωθήτω-Γιῶργος Δαρδανός, Ἀθήνα 2003, σ. 146. Φωτεινή Ρουγκούνη, Ἀφροδίτη Τζαμουράνη, ἐπιστημονική ἐπιμέλεια Πόπη Διαμαντάκου, ἐκδ. Κατάρτι, Ἀθήνα 2007, σσ. 9-10.
41. Neil Postman, ἔνθ. ἀν., σσ. 191-192.
42. Κώστας Ἀξελός, Πρός τήν πλανητική σκέψη, γ΄ ἀνατύπωση, ἐκδ. Ἐστίας, Ἀθήνα 1985, σ. 388.
43. Ἑλένη Κανακίδου, Βούλα Παπαγιάννη, Ἀπό τόν Πολίτη τοῦ Ἔθνους στόν Πολίτη τοῦ Κόσμου, ἐκδ. Τυπωθήτω-Γιῶργος Δαρδανός, Ἀθήνα 2003, σ. 146.
44. Βλ. τό ἄρθρο τοῦ Νήλ Πόστμαν, “Ἡ ἐξαφάνιση τῆς παιδικῆς ἡλικίας” στό συλλογικό τόμο Παιδική ἡλικία, ἐπιμέλεια Δήμητρα Μακρυνιώτη, ἐκδόσεις Νῆσος, Ἀθήνα 2001, σσ.131-147.
45. Κορνήλιος Καστοριάδης, Κρίστοφερ Λάς, “Ἀντιπαλεύοντας τήν ἰδιώτευση”, μετάφραση Νῖκος Μάλλιαρης, στό Μάγμα, τεῦχος 5, Δεκέμβριος 2009, σ. 77.
46. Κρίστοφερ Λάς, Ἡ κουλτούρα τοῦ ναρκισσισμοῦ, μετάφραση Βασίλης Τομανᾶς, ἐκδ. Νησίδες, Ἀθήνα χ.χ. σσ. 18-19.
47. Παράθεμα ἀπό τό Κρίστοφερ Λάς, Ἡ κουλτούρα τοῦ ναρκισσισμοῦ, ἔνθ.ἀν., σ. 72.
48. Μενέλαου Γκίβαλου, Ὁ “πολιτισμός” τῆς ἀγορᾶς, ἐφημερίδα Παρόν, 3 Ἰανουαρίου 2010.
49. Γιάγκο Φράνκο, “Ἡ ἄνοδος τῆς ἀσημαντότητας καί ἡ ψυχαναλυτική κλινική”, μετάφραση Δημήτης Μαρκόπουλος, στό Μάγμα, τεῦχος 5, Δεκέμβριος 2009, σσ. 69-70.
Ανάρτηση από: https://neoslogiosermis.wordpress.com