Του Καρτέσιου
Βρίσκομαι στη δύσκολη θέση να ανακοινώσω στον εαυτό μου ότι θα συμμετέχω σ’ ένα δημοψήφισμα στο οποίο πρώτα καλούμαι να απαντήσω και στο τέλος θα μάθω την ερώτηση. Απομένουν εφτά μέρες πριν τη διεξαγωγή αυτού του δημοψηφίσματος. Ως τότε ελπίζω να γίνει ξεκάθαρο τι σημαίνει το «ναι» και τι το «όχι». Αν δε μάθω, πάλι «όχι» θα πάω να ψηφίσω, αλλά απλώς και μόνο επειδή έτσι μ’ αρέσει και επειδή το «ναι» το στηρίζει ο Σαμαράς, ο Βενιζέλος, ο Στ. Θεοδωράκης και τα καρακόλια τους, οι τηλεοπτικοί σταθμοί.
Στις τελευταίες εκλογές ψήφισα ΣΥΡΙΖΑ και πίστεψα ότι έδωσα μια καθαρή εντολή στην κυβέρνηση. Στη συνέχεια τα πράγματα εξελίχτηκαν με τρόπο τέτοιο ώστε κι εγώ ακόμη να μην ξέρω τι εντολή έδωσα, τι περίμενα όταν ψήφιζα, πώς είναι μια «πρώτη φορά αριστερή κυβέρνηση».
Στη συνέχεια, είδα κάποια στιγμή τον κ. Τσίπρα να δίνει συνέντευξη και να ομολογεί ότι «εγώ ο ίδιος πήρα από τον πρόεδρο του Eurogroup δέσμευση στις 20 Φεβρουαρίου -όταν συμφωνήσαμε στην παράταση της δανειακής σύμβασης- ότι θα αποκαταστήσει η ΕΚΤ το θέμα. Το λάθος ήταν ότι τον πιστέψαμε και δε ζητήσαμε έγγραφη επιβεβαίωση».
Κι όμως, ο κ. Τσίπρας επί 4 μήνες συνέχισε να διαπραγματεύεται το μέλλον μας με τους ανθρώπους που ο ίδιος δήλωσε ότι τον κορόιδεψαν και τον ξανακορόιδεψαν και τον ξαναεξαπάτησαν, ξαναεκβίασαν και ξαναπήραν πίσω τις υποσχέσεις τους. Αυτό δεν θα το καταλάβω ποτέ. Καταλαβαίνω όμως πολύ καλά για ποιο λόγο δεν έχω πλέον και ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στον κ. Τσίπρα. Κρίμα, γιατί κάποτε φώναξα και «Μπράβο Τσίπρα». Δεν πειράζει. Αρκεί που ακόμη είναι ο αγαπημένος του λαού. Ό,τι θέλει ο λαός είναι σεβαστό. Αυτό άλλωστε είναι και το νόημα της Δημοκρατίας, των εκλογών, του δημοψηφίσματος.
Το ερώτημα που δημιουργείται σήμερα είναι, ακόμη κι αν ο λαός ξέρει τι θέλει, ο κ. Τσίπρας ξέρει; Αν ξέρει, καλό και χρήσιμο θα είναι να μας εξηγήσει κάποια πράγματα, όπως για ποιο λόγο η κυβέρνηση στις διαπραγματεύσεις «έκανε συνεχώς υποχωρήσεις» σε τέτοιο σημείο ώστε «Αν διαβάσει κανείς την πρόταση της κυβέρνησης, θα πίστευε ότι είναι πρόταση των δανειστών». Μία πρόταση με μέτρα 8 δισ. ευρώ τα οποία «Προφανώς και είναι υφεσιακά». Οι προτάσεις μέσα σε εισαγωγικά είναι του υπουργού Οικονομικών, κ. Βαρουφάκη.
Όμως εγώ δεν είχα εμπιστευτεί τον κ. Τσίπρα για να διαπραγματευτεί μεγάλη ή μέτρια ύφεση, ούτε για να καταθέσει προτάσεις που θα έμοιαζαν με εκείνες των δανειστών. Το δείγμα διακυβέρνησης αυτών των μηνών με κάνει επιφυλακτικό και για το δημοψήφισμα. Αν, λοιπόν, ο λαός ψηφίσει το «ναι» στην πρόταση των δανειστών, ο κ. Τσίπρας θα την υπηρετήσει; Μα αν το κάνει, απλώς δεν θα είναι πρωθυπουργός αριστερής κυβέρνησης. Αν πάλι, δεν την υπηρετήσει, δεν θα σέβεται τη θέληση του λαού. Αν παραιτηθεί και ξαναγίνουν εκλογές, με ποια πρόταση και πρόγραμμα θα κατέβει ο ΣΥΡΙΖΑ; Με το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης ή με την πρόταση που έμοιαζε με εκείνη των δανειστών;
Από την άλλη, αν ο λαός ψηφίσει «όχι», τι ακριβώς απορρίπτει; Απορρίπτει μόνο τη συγκεκριμένη πρόταση – τελεσίγραφο των δανειστών ή γενικότερα τη λειτουργία της ευρωζώνης «που αντίκειται στις ιδρυτικές αρχές και αξίες της Ευρώπης. Στις αξίες του κοινού ευρωπαϊκού μας οικοδομήματος» με προτάσεις και πρακτικές που «παραβιάζουν ευθέως το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο και τα θεμελιώδη δικαιώματα: στην εργασία, την ισότητα και την αξιοπρέπεια, αποδεικνύουν ότι στόχος κάποιων εκ των εταίρων και των θεσμών, δεν είναι μια βιώσιμη και επωφελής συμφωνία για όλα τα μέρη, αλλά η ταπείνωση ολόκληρου του ελληνικού λαού»; Τα λόγια εντός εισαγωγικών είναι από το διάγγελμα του κ. Τσίπρα.
Εν ολίγοις, αν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος θα είναι «όχι», τότε ο κ. Τσίπρας θα το ερμηνεύσει ως εντολή να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις μέχρι να πετύχει μία καλύτερη συμφωνία; Διότι αν το αντιληφθεί έτσι, τότε αυτομάτως το «όχι» μετατρέπεται σε «ναι στη συνέχιση της διαπραγμάτευσης με αυτούς που θέλουν να μας ταπεινώσουν». Αν συμβαίνει αυτό, τότε το διακύβευμα (sic) του δημοψηφίσματος είναι μεταξύ ενός «ναι σε όλα» και ενός «ναι σε λιγότερα», μεταξύ μιας μέτριας ή μεγάλης ταπείνωσης, οπότε είναι και τραγικό και θλιβερό και κωμικό το να μαλώνουμε.
Αν ένα πιθανό «όχι» θα εκληφθεί ως εντολή για απόλυτη ρήξη και πάμε γι’ άλλα, τότε θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο. Οι δηλώσεις κάποιων υπουργών κατά τη χθεσινή αποχώρησή τους από το Μαξίμου δήλωναν το ακριβώς αντίθετο, ότι δηλαδή στο δημοψήφισμα δεν τίθεται θέμα αποχώρησης από την ευρωζώνη, ούτε μπαίνει κάποιο ερώτημα «ναι ή όχι στο ευρώ». Παραθέτω τη δήλωση Κουρουμπλή: «Παραμένουμε στο ευρώ, στην Ευρώπη, διεκδικούμε μια συμφωνία που να δίνει προοπτική». Παραθέτω τη δήλωση Κατρούγκαλου: «Το δίλημμα δεν είναι “ναι ή όχι στο ευρώ”, αλλά «όχι» σε μια συμφωνία που καταβαραθρώνει τη χώρα σε μια σπείρα αργού θανάτου».
Από την άλλη, ο υπουργός Πολιτισμού Νίκος Ξυδάκης, φεύγοντας τη νύχτα από το Μαξίμου και ερωτηθείς εάν στο ενδεχόμενο του «ναι» η κυβέρνηση θα υπογράψει νέο μνημόνιο, ξεκαθάρισε πως «όχι, θα κάνουμε διαπραγμάτευση για τους καλύτερους όρους αξιοπρεπούς επιβίωσης του ελληνικού λαού και του ελληνικού έθνους». Ο ίδιος άνθρωπος, λίγες ώρες αργότερα, το πρωί του Σαββάτου σε τηλεοπτική συνέντευξή του και στο ερώτημα τι θα γίνει αν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι «όχι» απάντησε: «H χώρα έχει 100 τρόπους να συνεχίσει, μπορεί να ξαναγίνει μια συζήτηση με τους δανειστές μας, μήπως και θυμηθούν ότι υπάρχει μια Ευρώπη που έχει ομοσπονδιακά χαρακτηριστικά».
Δηλαδή και το «ναι» και το «όχι» εκλαμβάνονται ως εντολή του λαού για συνέχιση των συζητήσεων. Και να φανταστείτε τώρα ότι αυτοί οι υπουργοί είχαν προσωπική ενημέρωση από τον ίδιο τον πρωθυπουργό! Και φαίνονται να μη μπορούν να εξηγήσουν το λόγο του δημοψηφίσματος, ούτε τις διαφορές του «ναι» από το «όχι». Οπότε, εντάξει, «όχι» θα πάω να ψηφίσω, όμως θα το κάνω επειδή ακόμη σιχαίνομαι τον Σαμαρά, τον Βενιζέλο και τον Στ. Θεοδωράκη και σε καμία περίπτωση επειδή εμπιστεύομαι τον κ. Τσίπρα.
Ανάρτηση από: http://kartesios.com