Δευτέρα 20 Ιουλίου 2015

Αν δεν υπήρχε η Ζωή και ο Γιάνης και ο Λαφαζάνης ήταν μπόσικος, ο Αλέξης θα είχε μεταβληθεί επιτέλους σε Σταύρο!…

Του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου
Αν νομίζεις πως το στοίχημα της διαπλοκής και της σύγχρονης κρατικοδίαιτης συναλλαγής είναι η χώρα να αποφύγει το Grexit, πλανάσαι πλάνην οικτράν! Δεν είναι φετίχ το ευρώ για την τάξη της κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας των ημετέρων της ΝΔ και του «όλον ΠΑΣΟΚ»! Κόλπο είναι για την ενθυλάκωση της υπεραξίας του Ευρώ σε μια διαρκώς υποτιμούμενη αγορά την τελευταία πενταετία και μέσο άσκησης ηγεμονίας.
Ένα βελούδινο Grexit που θα διασφάλιζε τα παραπάνω, θα ήταν ασφαλώς πολύ ευνοϊκότερη συνθήκη για την ελληνική εθνική αστική τάξη – που έχει πασίδηλα απολέσει τα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά της αστικής της οντολογίας – από την ολοκληρωμένη παραμονή στην ευρωζώνη, που θα απαιτούσε βίαιη, κυριολεκτικώς επαναστατικού χαρακτήρα αναδιανομή από πάνω προς τα κάτω, μετά από έξι χρόνια ύφεσης! Όσοι έχουν μελετήσει ή μελετούν οικονομική ιστορία, μάλλον δεν θα βρουν ούτε ένα παράδειγμα εναντίον αυτού.
Να το πω παραστατικά: Η πολύχρονη μελέτη της οικονομικής ιστορίας του εικοστού αιώνα και οι τρείς μεγάλες καπιταλιστικές κρίσεις αυτής της περιόδου έδειξαν πως αν η οικονομία εισέλθει σε φάση δομικής κρίσης, διπλής δηλαδή κρίσης παραγωγής και ανταγωνισμού με παρατεταμένη ύφεση, το σκληρό νόμισμα δεν μπορεί παρά να εγκαταλείπεται, αν επιθυμούμε την επανεκκίνηση της οικονομίας με την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητάς της.
Αφού είναι έτσι, γιατί εσύ Γιαννακόπουλε, δεν προπαγάνδισες ποτέ την επιστροφή της Ελλάδας σε εθνικό νόμισμα; Διότι θέλω να πιστεύω πως δεν είμαι ηλίθιος ή αγνός πατριώτης με απλώς σοβαρή οικονομολογική συγκρότηση. Διότι είμαι πολιτικός επιστήμονας με μακρά δημοσιογραφική εμπειρία στην Ελλάδα, όπως και με πολύχρονη εμπλοκή στην διοίκηση επιχειρήσεων και άρα δεν βλέπω αφηρημένα και απομονωμένα το ομολογουμένως δραματικό πρόβλημα της χώρας. Διότι, φίλε μου, δεν συζητάμε για την ένταξη ή μη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη – με το οποίο ποτέ δεν συμφώνησα – ούτε για την Ελλάδα υπό το «στάνταρντ του Ευρώ», όπως στην ουσία θεωρούν τόσο οι νεοφιλελεύθεροι και νεοσυντηρητικοί ευρωλάτρες, όσο και οι ευρωσκεπτικιστές ευρωμάχοι, αλλά για μια χώρα που έχει επί πολλά χρόνια ενσωματώσει την οικονομία της και την κοινωνία της στις πολιτικές μιας νομισματικής ένωσης με σκληρό νόμισμα, που δεν είναι ολοκληρωμένη οικονομική ένωση. Και άρααποδιάρθρωσε την παραγωγική της βάση και μείωσε δραματικά την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της, με αντιπαροχή μια «φούσκα» που μεγεθύνθηκε με την προσφορά χρήματος – τον (αντιπαραγωγικό) κρατικό και ιδιωτικό δανεισμό.
Η πιστωτική κρίση που προκλήθηκε εξαιτίας της σύγχρονης αστάθειας της παγκοσμιοποιημένης χρηματαγοράς από την λεγόμενη «υπερθέρμανση», που αποτελεί σύμπτωμα της χρηματιστηριακού χαρακτήρα υπερσυσσώρευσης, επέφερε σοβαρή κρίση ρευστότητας στην Ελλάδα, ως τον πλέον αδύναμο ανταγωνιστικώς κρίκο της ευρωζώνης. Αυτό αντιμετωπιζόταν ή ως πρόβλημα της ευρωζώνης (φυσιολογικώς), ή ως πρόβλημα της Ελλάδας (παραδόξως), ή ως ένα μίγμα των δύο σύμφωνα με την στρατηγική του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε (: Πολιτικό πρόβλημα της Ελλάδας, εξαιτίας του δημοσιονομικού και εμπορικού ελλείμματος, που προκαλούσε οικονομικό πρόβλημα στην Ευρωζώνη). Έτσι και με την στρατηγική του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που γρήγορα κυριάρχησε ως μεθοδολογία, αντί να αντιμετωπισθεί πολιτικά το ελληνικό ζήτημα της ευρωζώνης από την τρόικα (ήταν τραγική πολιτικώς η εμπλοκή του ΔΝΤ στο ζήτημα), αντιμετωπίσθηκε στενά οικονομικά, μετατρέποντας την σχέση εταίρων σε σχέση δανειστή-δανειζομένου και μάλιστα υπό τους γενικούς κανόνες της χρηματαγοράς! Η υπόθεση αυτή έλαβε μία απολύτως στρεβλή οικονομικώς και αντικανονική θεσμικώς διάσταση – κυριολεκτικώς γκραν γκινιόλ με όρους ευρωπαϊκής νομιμότητας – με την μετατροπή του μεγαλύτερου μέρους του ελληνικού χρέους από ιδιωτικό σε δημόσιο και την επιλογή της σοκαριστικής εσωτερικής υποτίμησης στην θέση σοβαρών διαρθρωτικών αλλαγών στην Ελλάδα!
Μετά από αυτά κανείς, μα κανείς σοβαρός άνθρωπος που αντιλαμβάνεται την οικονομική λειτουργία, δεν θα μπορούσε να υποθέσει πως η Ελλάδα θα μπορούσε μέσω της πολιτικής των μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων με τους Θεσμούς, το ΔΝΤ και τους 18 εταίρους της στην ευρωζώνη, να παραμείνει δίχως χρηματοπιστωτικούς περιορισμούς και καταστροφική για την κοινωνία και την αγορά, δημοσιονομική και εμπορική συρρίκνωση, στη νομισματική ένωση που απέτυχε ή δίστασε/διστάζει εγκληματικά να μετατραπεί σε ολοκληρωμένη οικονομική ένωση, εξαιτίας σκοπιμοτήτων, που αφορούν στην κερδοσκοπική λειτουργία της κεντροευρωπαϊκής ελίτ και του διεθνούς τραπεζικού συστήματος. Πράγμα ασφαλώς που θα πίεζε προς την ομοσπονδιακή, πολιτική ένωση της ΕΕ.
Με δυο κουβέντες, ήταν πολιτική επιλογή η βήμα-βήμα έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη, ήδη από το 2010. Και μια και η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα απέτυχε παταγωδώς να μετατρέψει σε πολιτικό ζήτημα της ευρωζώνης την ελληνική κρίση, η διαδικασία εξόδου θα συνεχιστεί μέχρι να ολοκληρωθεί. Αυτό θα έχει ένα διαχειρίσιμο πλέον οικονομικό κόστος για την ευρωζώνη και ένα μάλλον καλά διαχειρίσιμο πολιτικό κόστος, ενώ για την Ελλάδα το πολιτικό κόστος θα είναι τεράστιο, συμπεριλαμβάνοντας πλέον ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, ενώ το κοινωνικό και το οικονομικό κόστος θα είναι επίσης πολύ μεγάλο, αλλά διαχειρίσιμο στον βαθμό που υπάρξει μία τελική διευθέτηση του ζητήματος με κριτήριο την σύντομη οικονομική ανάκαμψη με παραγωγική αναδιάρθρωση για να μην αποσταθεροποιηθεί αυτή η κρίσιμη γεωπολιτικώς περιοχή της Ευρώπης. Αυτό σημαίνει πολιτική λύση μετά από ένα ιδιόμορφο Grexit και όχι πριν από αυτό.
Δεν γνωρίζω λεπτομερώς το σχέδιο Σόιμπλε για Grexit. Αυτό που γνωρίζω, όμως, και το οποίο γνωστοποίησα από την πρώτη στιγμή που το έμαθα στον αναγνώστη των διαδικτυακών μου παρεμβάσεων, είναι πως η υπόθεση αυτή απασχόλησε peer groups ευρωπαϊκών θεσμών, όπως και το ΔΝΤ, αρκετά πριν «φτάσει» ο Γιώργος Παπανδρέου να απευθύνει εκείνο το συμβολικό μήνυμα από το Καστελόριζο. Από εκεί κι έπειτα οι σε σημαντικό βαθμό αντιφατικές διαδικασίες και πρακτικές που ακολουθήθηκαν και ακολουθούνται, αποσκοπούν σε μία μορφή εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη, η οποία θα συγκρατούσε σε διαχειρίσιμα επίπεδα το οικονομικό και πολιτικό κόστος για τις ελίτ της ευρωζώνης, ενώ από την άλλη δεν θα προκαλούσε δραματική πολιτική ανατροπή στην Ελλάδα. Και μέχρι σήμερα ο σχεδιασμός αυτός φαίνεται να ικανοποιεί τον στόχο του.
Για φαντάσου, λοιπόν, μετά από αυτά, πόσο ηλίθιος θα ήμουν εάν υποστήριζα την «επιστροφή στην δραχμή» κι αν δεν επέμενα σε αυτό που μετά τον Γιώργο Παπανδρέου, απέτυχε και ο Αλέξης Τσίπρας, επειδή δεν είχαν απολύτως κανένα σχέδιο και ολοκληρωμένη πολιτική βούληση για να το πετύχουν. Καθώς και ο δεύτερος όπως ο πρώτος, παραδόθηκαν σχεδόν αμέσως στην οικονομιστική και διαστροφική της πολιτικής οικονομίας αφήγηση του Σόιμπλε και του ΔΝΤ. Το καλό για την ελληνική κοινωνία δεν ήταν ο εξαναγκασμός ή η επιλογή εξόδου από την ευρωζώνη, αλλά αποκλειστικά η πολιτικοποίηση της κρίσης που αφορά ασφαλώς στην οικονομική και πολιτική λειτουργία της ευρωζώνης. Έτσι και μόνον έτσι, είτε η Ελλάδα θα παρέμενε ισότιμο μέλος της ευρωζώνης με πιθανότητα παραγωγικής ανασυγκρότησης και σοβαρή μεγέθυνση της ανταγωνιστικής ικανότητας της οικονομίας της (: καθαρά πολιτική αντιμετώπιση), είτε η διαπραγμάτευση θα αφορούσε ουσιαστικά στο Grexit και στην αντιπαροχή που έπρεπε να δοθεί από την ευρωζώνη για να μην είναι αυτό ισοπεδωτικό για την ελληνική κοινωνία (: οικονομική αντιμετώπιση στην βάση της γεωπολιτικής και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας).
Δεν γνωρίζω αν ο Γιάνης Βαρουφάκης κατά την διαπραγμάτευση (του) ανέπτυξε τα εργαλεία πρακτικής πολιτικής που θα έδιναν σάρκα και οστά στις δύο πιο πάνω προσεγγίσεις, που ουσιαστικά έχουν μία κοινή αφετηρία: την παραγωγική ανασυγκρότηση με σημαντική βελτίωση του ανταγωνισμού στην Ελλάδα, χωρίς δραματικές συνέπειες που θα απομείωναν την αξία του ευρώ. Σίγουρα, όμως, προπαγάνδισε, αν και με αντιφάσεις, αυτή την στρατηγική με την οποία ασφαλώς συμφωνώ και η οποία αν αναλυθεί διεξοδικώς, εκθέτει τόσο τους εικονολάτρες του ευρώ, όσο και τους εικονομάχους αυτού, εξευτελίζοντας σύσσωμη την κεντροδεξιά και την κεντροαριστερά και θίγοντας την μικρότητα του Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος σαν φτηνός γκεμπελίσκος επιχειρεί να απαξιώσει πολιτικά τον δήθεν «γκουρού» των οικονομικών Βαρουφάκη. Αν κάτι είχε πράγματι αξία στο γενικό αφήγημα του Γιάνη Βαρουφάκη, ήταν η πολιτικότητά του. Μία πολιτικότητα την οποία υπονόμευσε στην ουσία η επαρχιώτικη και δήθεν ψύχραιμη συμπεριφορά του Αλέξη Τσίπρα στην αρχή, που ακολουθήθηκε από την αγωνιώδη παρουσία του στο τέλος στις Βρυξέλες, όπου στην ουσία παραδόθηκε πλήρως στο αφήγημα Σόιμπλε και στην στρατηγική του.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στην περίπτωση της Ζωής Κωνσταντοπούλου. Η γυναίκα αυτή, αντλώντας από το νομικό πολιτισμό της Ευρώπης, επιχειρηματολόγησε με συνέπεια σε ο, τι αφορά στην πολιτικοποίηση του ελληνικού ζητήματος της ευρωζώνης και στον κοινωνικό χαρακτήρα της κρίσης, αναδεικνύοντας ιδιαίτερα την υπόθεση του χρέους. Αυτό ασφαλώς αποτελεί μερική και όχι γενική αντιμετώπιση, όπως για παράδειγμα αυτή του Βαρουφάκη, αλλά αν συνδεθεί με την γενικότερη προσβολή της νομιμότητας στην ΕΕ από την διαχείριση της τρόικας, έρχεται να υποστηρίξει όλους όσοι από την αρχή διακρίναμε και δείξαμε την πραγματική φύση της ελληνικής κρίσης, η οποία θα αντιμετωπιζόταν είτε ως πολιτικό πρόβλημα της ευρωζώνης και θα επιλυόταν χωρίς την κοινωνική και παραγωγική καταστροφή της Ελλάδας, είτε ως ελληνικό πρόβλημα και θα επέφερε την διάλυση του παραγωγικού και κοινωνικού ιστού στην χώρα, παράλληλα με μία μακρόχρονη πολιτική ανωμαλία.
Κι όμως, διαβάζοντας σήμερα τον κυριακάτικο Τύπο, μηδέ εξαιρουμένης της «Αυγής», παρατηρώ να αναπτύσσεται μία μορφή βρώμικης και φτηνιάρικης πολεμικής, τόσο εναντίον της Κωνσταντοπούλου και του Βαρουφάκη, όσο και εναντίον του Λαφαζάνη. Αυτό είναι απολύτως κατανοητό και δεν αποτελεί καμία έκπληξη για όσους γνωρίζουν το μικροπολιτικό περιβάλλον στην Ελλάδα. Έχουν δίκιο οι κρατικοδίαιτοι της υπό ρευστοποίηση αστικής τάξης της Ελλάδας και δίκιο οι τυχοδιώκτες, υποστηρικτές μέχρι χθες της δραχμής, που ξαφνικά ανακάλυψαν την ομορφιά του ευρώ, στο πρόσωπο του Αλέξη, τον οποίο φαντάζονται ως νέο ηγέτη της κεντροαριστεράς! Έχουν δίκιο βουνό! Αν δεν υπήρχε η Ζωή και ο Γιάνης και ο Λαφαζάνης ήταν μπόσικος, ο Αλέξης θα είχε ήδη μεταβληθεί σε Σταύρο! Το «παιχνίδι», όμως, δεν τέλειωσε και μια και η κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα παράλληλα με τους νεοφασίστες του νεοφιλελευθερισμού έχει ένα Σταύρο στο μυαλό της για να ανασυνθέσει την διαταραγμένη ηγεμονία της στην Ελλάδα, είναι στο χέρι του Αλέξη Τσίπρα να επιλέξει πολιτική ταυτότητα. Αν πάλι θεωρήσει ότι δεν έχει επιλογή λόγω των κρίσιμων στιγμών για την πατρίδα και το έθνος, τότε θα έχει επιλέξει να μεταβληθεί σε Σταύρο! Και τότε τι θα γίνει με τον Σταύρο; Αυτό το ερώτημα δεν μ’ αφήνει να κλείσω μάτι τις νύχτες!…
Ανάρτηση από: https://tolimeri.wordpress.com