Η οργή της αυτοκρατορίας και οι επαρχιώτες στασιαστές
Του Όμηρου Ταχμαζίδη
Μετά τη “διπλωματική” συντριβή της χώρας και την επώδυνη ήττα, η οποία αποκτά χαρακτηριστικά εθνικής ταπείνωσης, ο αναστοχασμός για τους τρόπους διαχείρισης της οφείλει να απασχολήσει όλους εκείνους, οι οποίοι εξακολουθούν να υποφέρουν για αυτόν τον τόπο και την τύχη του: όσο πιο ψύχραιμα σταθούμε απέναντι στα πολιτικά μας πράγματα και τις αδυναμίες της ελληνικής πολιτικής τάξης, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχουμε να ξεφύγουμε από την παγίδα του χρέους με τις κατά το δυνατόν μικρότερες απώλειες. Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν μπορέσουμε να “χαρτογραφήσουμε” επακριβώς το διεθνοπολιτικό και κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον στο οποίο κινούμαστε και τους πολιτικούς και κρατικούς σχηματισμούς με τους οποίους συγχρωτιζόμαστε: η αντιπαράθεση των προηγούμενων μηνών διέθετε άφθονα στοιχεία από το “μέλλον” και προσδιόριζε με αδρό τρόπο δυνατότητες και όρια της συγκροτούμενης ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας – για αυτό και ο εντόνως φορτισμένος λόγος στις αντιπαραθέσεις.
Καθ΄ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τη γερμανική πλευρά επανεμφανιζόταν ως επιχείρημα από τη μεριά του Βερολίνου η περίφημη “απώλεια της εμπιστοσύνης”: δεν ήταν κάτι καινούργιο στην αντιμετώπιση της χώρας, εφόσον είχε διατυπωθεί, επανειλημμένως, ως ένα είδος “μομφής” και κατά της προηγούμενης ελληνικής κυβέρνησης – με τον τρόπο αυτό αναβαλκανιζόταν με κομψό τρόπο, συνολικώς, το πολιτικό σύστημα της Ελλάδος, η ίδια η χώρα. Οι ιστορικές συμπτώσεις θέλησαν να πρωθυπουργεί, αυτές τις κρίσιμες στιγμές, εκείνος ο πολιτικός, ο οποίος έθεσε τις βάσεις της αναβαλκάνισης της Ελλάδος: “Ελλάς, Ελλάς, Αντώνης Σαμαράς”. Ένα πολιτικό πρόσωπο, το οποίο ήταν γραμμένο στα μαύρα κατάστιχα της γερμανικής διπλωματίας, επανήλθε στο πολιτικό προσκήνιο, για να συνεχίσει το έργο, το οποίο είχε αρχίσει την περίοδο της έντασης του “μακεδονικού ζητήματος”: όσο ως πρωθυπουργός πολιτευόταν με γνώμονα τις αποφάσεις του Βερολίνου και ακολουθούσε πιστά το “μνημονιακό πρόγραμμα”, απουσίαζαν οι οποιεσδήποτε αναφορές στο γερμανικό τύπο για το ρόλο του στο “μακεδονικό” και στην ανατροπή της κυβέρνησης του Κ. Μητσοτάκη – για πρώτη φορά αναφέρθηκε ο πρωταγωνιστικός του ρόλος στο κοινοβουλευτικό πραξικόπημα κατά της κυβέρνησης του κόμματός του σε άρθρο στο γερμανικό τύπο, όταν πλέον θεωρούνταν πολιτικά ξοφλημένος. Το πολιτικό παρελθόν του κοινοποιούνταν στο γερμανικό κοινό ακριβώς τη στιγμή που και ο ίδιος ως πολιτικό πρόσωπο αποτελούσε πολιτικό παρελθόν.
Αυτό αναφέρεται απλώς ως ένα ακόμη δείγμα της συντονισμένης πολιτικής ενός “ηγεμόνα”: η Γερμανία αποκαλύφθηκε σε αυτή τη σύγκρουση ως ατιθάσευτη ηγέτιδα δύναμη της αναδυόμενης ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας – το γεγονός δημιούργησε δυσφορία και ανησυχία όχι μόνο στους Έλληνες και τις Ελληνίδες που υπέστησαν τη βία των γερμανικών επιλογών, αλλά και στους άλλους λαούς.
Αυτό που η νεοφιλελεύθερη διεθνής ανακοίνωνε, πριν από χρόνια, για τους λαούς, που ζουν στην περιφέρεια των μητροπολιτικών κέντρων του καπιταλισμού, εφαρμοζόταν mutatis mutandis στη χώρα, η οποία σύμφωνα με την αφήγηση της νέας ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας, αποτελεί την απαρχή, το λίκνο του πολιτισμού της: η νέα αυτοκρατορία έπληξε τη χώρα-σύμβολό της σχεδόν με τις ίδιες μεθόδους του ιμπεριαλισμού του παρελθόντος – από τις πρακτικές του οποίου ο ελληνικός λαός και οι λαοί της περιφέρειας έχουν πικρές ιστορικές “εμπειρίες”.
Η ελληνική κυβέρνηση και ο ελληνικός λαός – ακόμη και πολλοί από εκείνους που τοποθετήθηκαν υπέρ του ΝΑΙ στο δημοψήφισμα ενδομύχως ήλπιζαν σε μια καλύτερη έκβαση των διαπραγματεύσεων – υπέστησαν την οργή της αυτοκρατορίας, η οποία λόγω της επιμονής της ελληνικής πλευράς αναγκάστηκε να δείξει το ηγεμονικό της πρόσωπο: υπό αυτή την έννοια “έζησε” και αυτή τη δική της ηθική και πολιτική ήττα – ως αποτελέσματα αυτής της πρακτικής εντάθηκαν οι αμφισβητήσεις του ηγετικού ρόλου της Γερμανίας και αποδείχτηκε πως σε μεγάλο βαθμό αυτό που αποκαλείται ευρωσκεπτικισμός, σε πολλές χώρες, δεν είναι τίποτε άλλο από συγκαλυμμένος αντιγερμανισμός.
“Shock and Awe με ευρωπαϊκό τρόπο, χωρίς όπλα”, χαρακτήρισε ο Γερμανός αρθρογράφος Matthias Kruppa (DIE ZEIT, 29/2015, 16-07-2015) αυτή την πολιτική πρακτική, παραπέμποντας στον πόλεμο του Κόλπου της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης του Αμερικανού προέδρου George Bush. Η Γερμανία κήρυξε τον “πρώτο πόλεμο” της ως ηγέτιδα δύναμη της αναδυόμενης ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας εναντίον της Ελλάδος: η διαρκής επίκληση της “απώλειας εμπιστοσύνης” από τη γερμανική πλευρά δεν υποδηλώνει απλώς δυσπιστία προς την ελληνική πολιτική τάξη -“επαγγελματίες” και “ερασιτέχνες”-, αλλά καταγράφει την πεποίθηση ότι η γερμανική πολιτική τάξη αντιμετωπίζει την Ελλάδα ως “βαλκανική περίπτωση” – εξ ου το “Σοκ και δέος” του νέου “προγράμματος”.
Η Ελλάς αντιμετωπίστηκε, αντιμετωπίζεται και θα αντιμετωπίζεται ως “βαλκανική περίπτωση”, δηλαδή ως ένα κράτος δεύτερης διαλογής: η διάκριση δεν είναι εφεύρεση του γερμανικού ορντο-φιλελευθερισμού, αλλά του βρετανικού νεοφιλελευθερισμού του νέου Εργατικού Κόμματος του Τόνι Μπλερ: ο σύμβουλός του σε θέματα διεθνών σχέσεων και εξωτερικής πολιτικής Robert Cooper, απηχώντας απόψεις της οργανικής διανόησης της νέας αυτοκρατορίας, διέκρινε τα κράτη της υφηλίου σε προνεωτερικά, νεωτερικά και μετανεωτερικά και πρότεινε διττή αντιμετώπιση, “double standards” και διαφορετικές συμπεριφορές, αναλόγως με το κράτος που έχουν απέναντί τους, κάθε φορά, οι πολιτικές ελίτ της Δύσης.
Παραπέμπω: “The postmodern world has to start to get used to double standards. Among ourselves, we operate on the basis of laws and open cooperative security. But, when dealing with old-fashioned states outside the postmodern continent of Europe, we need to revert to the rougher methods of an earlier era-force, pre-emptive attack, deception, whatever is necessary to deal with those who still live in the nineteenth century world of every state of itself…” [Robert Cooper, The Foreigner Policy Center, www.fpc.org.uk, ) Ο Robert Cooper με κυνικό τρόπο προτείνει και το εξής: “Αλλά όταν επιχειρούμε στη ζούγκλα, θα πρέπει να χρησιμοποιούμε και τους νόμους της ζούγκλας”. Η ευρωπαϊκή αυτοκρατορία, ο Cooper χρησιμοποιεί τη Ρώμη ως παράδειγμα, οφείλει από τη μία να είναι μια “συνεργατική αυτοκρατορία”, από την άλλη χρειάζεται ενός “νέου είδους ιμπεριαλισμό, ο οποίος θα συνδέεται με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις κοσμοπολιτικές αξίες”. Όσοι θα λογικευτούν θα τους μεταχειρίζονται όπως και στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία: “Like Rome, this commonwealth would provide its citizens with some of its laws, some coins and the occasional road”. [στο ίδιο]
Η αντίσταση της ελληνικής πλευράς απέναντι σε κεντρικές επιλογές των συγκλητικών της νέας αυτοκρατορίας, ομοιάζει με στάση ρωμαϊκής επαρχίας κατά της παντοδυναμίας της Ρώμης: μετά το “σοκ και δέος” θα ακολουθήσει η προσπάθεια αποκατάστασης κλίματος εμπιστοσύνης και οι εγχώριοι τοπάρχες θα αναλάβουν το έργο να καθησυχάσουν τις ανησυχίες των πολιτών – απομένει, ίσως και πάρα πολύ σύντομα, να επιβεβαιωθεί η ρήση της ποιήτριας ότι “ο πόλεμος δεν κηρύσσεται πλέον, αλλά συνεχίζεται” – « der Krieg wird nicht mehr erklaert, sondern fortgesetzt…”
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της «Σοσιαλιστικής Προοπτικής»
Ανάρτηση από: http://tro-ma-ktiko.blogspot.gr