Του nemo
Καθώς ολοκληρώθηκε
(;) η διαπραγμάτευση και εν τέλει πείσθηκε και η αριστερά ότι ο μνημονιακός δρόμος
είναι μονόδρομος, τουλάχιστον στον τωρινό εσωτερικό και εξωτερικό συσχετισμό
δυνάμεων, επανερχόμαστε στο αρχικό ερώτημα.
Το ζητούμενο
ήταν και είναι η μετάβαση του ελληνικού κράτος σε μια ανταγωνιστική καπιταλιστική
οικονομία.
Ακόμα και
όσοι ντύνουν το εγχείρημα με σοσιαλιστική ρητορική, ουσιαστικά θέλουν το κράτος
να αναλάβει την συσσώρευση κεφαλαίου χρησιμοποιώντας τους οικονομικούς πόρους
(και την ανεξάρτητη νομισματική πολιτική για όσους είναι υπέρ της δραχμής), ώστε
να αναπτυχθούν κάποιοι ανταγωνιστικοί κλάδοι στην Ελλάδα τα κέρδη των οποίων θα
μοιραστούν στο κοινωνικό σύνολο σε συνθήκες σχετικής ισότητας.
Η υιοθέτηση
του μνημονίου δείχνει ότι η πολιτική και επιχειρηματική ελίτ, αλλά και ένα
μεγάλο κομμάτι του ελληνικού λαού, δεν διαμορφώνουν μια κρίσιμη μάζα που να θέλει
να αναλάβει αυτήν την δύσκολη μετάβαση. Αντ αυτού υιοθετούν αυτό που της επιβάλλουν
οι δανειστές και οι διεθνείς συσχετισμοί. Έτσι οι εταίροι χρησιμεύουν ως αποδιοπομπαίοι
τράγοι για το εγχώριο κατεστημένο το οποίο ουσιαστικά χαιρετίζει τα μέτρα λιτότητας
αλλά κυρίως τις ιδιωτικοποιήσεις που επιτάσσει το μνημόνιο.
Η συνταγή
του μνημονίου προτάσσει την βίαιη προσαρμογή και την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας
μέσω της μείωσης του κοινωνικού κόστους της παραγωγής (μισθοί, εργασιακά δικαιώματα,
κλειστά επαγγέλματα) σε συνδυασμό με την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων. Η
μέχρι τώρα αποτυχία αυτής της συνταγής αποδίδεται στην μη πιστή εφαρμογή της από
τις προηγούμενες κυβερνήσεις.
Όμως η
αλήθεια είναι πιο περίπλοκη.
Το ελληνικό
κράτος και η ελληνική κοινωνία παρουσιάζουν χαρακτηριστικά και θεσμούς* που δεν
ευνοούν την συσσώρευση κεφαλαίου και την ανάπτυξη μιας καθαρά εξαγωγικής οικονομίας.
Λόγω του
μικρού μεγέθους των ελληνικών κεφαλαιακών επιχειρήσεων και της μικρής αγοράς στην
οποία αυτές δραστηριοποιούνται, αυτές δεν είχαν πρόσβαση σε ιδιωτικά κεφάλαια από
το διεθνές οικονομικό σύστημα, ούτε αντιμετώπιζαν αρκετά μεγάλη ζήτηση και ούτε
ευκαιρίες για οικονομίες κλίμακος. Η πρόσβαση των ελληνικών επιχειρήσεων σε κεφάλαιο
αλλά και η τόνωση της ζήτησης και η απασχόληση του πληθυσμού εξαρτιόταν από την
επεκτατική δημοσιονομική πολιτική του ελληνικού κράτους. Το ελληνικό κράτος διόρθωνε
την έλλειψη εσωτερικής αγοράς με τον εξωτερικό δανεισμό, δίνοντας ως αντάλλαγμα
γεωπολιτικό στήριγμα στις εκάστοτε μεγάλες δυνάμεις, εξαγοράζοντας έτσι την κοινωνική
συνοχή και την επιβίωση της αστικής τάξης. Όλα αυτά συνοψίζονται στις πελατειακές
σχέσεις και στην διαπλοκή της ελληνικής κοινωνίας.
Ίσως στην
ελληνική ιστορία υπήρχε και ένα άλλο σημείο κοινωνικής ισορροπίας. Εαν δεν είχε
εγκαταλειφθεί η ελληνική επαρχία το πελατειακό κράτος δεν θα είχε αναπτυχθεί στο
ίδιο μέγεθος. Όμως κάτι τέτοιο ήταν αντίθετο με τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα της
ελληνικής αστικής τάξης. Το ελληνικό κράτος ως μηχανισμός έπρεπε να γίνει συγκεντρωτικό
για να αποφύγει τις φυγόκεντρες τάσεις που ενισχύονται από την γεωγραφία του, από
την κοινοτική παράδοση και από την «αρβανίτικη» αναρχία, τάσεις που εκδηλώθηκαν
με «αριστερό» πρόσημο στο αντάρτικο και στον εμφύλιο. Γι αυτό η ελληνική αστική
τάξη έπρεπε να συγκεντρώσει την μάζα του ελληνικού πληθυσμού στην Αθήνα, όχι μόνο
για την ενσωματώσει στο καταναλωτικό φαντασιακό της δύσης και να την προλεταριοποιήσει
αλλά και για να αποφύγει εν τέλει την διάλυση του κράτους.
Μετά από
έναν ολόκληρο κύκλο μεταπολίτευσης, ανάπτυξης και κρίσης, φτάνουμε ξανά στο θεμελιακό
δίλημμα του ελληνικού κράτους. Πολύ μικρό για να αναπτυχθεί καπιταλιστικά, πολύ
ισχυρά συμφέροντα και «πολιτισμική» ιδιαιτερότητα για να ενσωματωθεί σε μεγαλύτερα
σύνολα. Και οι δύο τάσεις συνυπάρχουν στην ελληνική ιστορία. Η επεκτατική τάση που
εν τέλει καταλύει την ελληνική ιδιαιτερότητα και την ενσωματώνει σε μεγαλύτερα σύνολα.
Η ένταση του ελλαδικού χώρου που εκτονώθηκε με την εκστρατεία του Αλεξάνδρου, η
οποία εν τέλει κατέλυσε την ιδιαιτερότητα του ελληνικού χώρου και την ενσωμάτωσε
αρχικά στην ανατολή και αργότερα στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία (και βυζαντινή κοινοπολιτεία),
εκδοχές της εμφανίζονται ξανά στην Μεγάλη Ιδέα η στην ελληνική παγκόσμια ναυτιλία.
Η άλλη
τάση είναι η σπαρτιατική της απομόνωσης και της αυτάρκειας που ηττήθηκε ιστορικά
και ξαναεμφανίζεται σε τοπικιστικούς θεσμούς, αυτοδιοίκηση των κοινοτήτων, ησυχαστικές
τάσεις του Βυζαντίου και λαϊκά κινήματα εθνικής «ανεξαρτησίας» στην νεότερη ιστορία.
Φυσικά
οι δύο τάσεις δεν εμφανίζονται ποτέ καθαρές αλλά σε μορφή κράματος υιοθετώντας επιχειρήματα
και τις αντίθετης τάσης.
Τώρα
πάλι έχουμε να επιλέξουμε ανάμεσα σε δύο φαινομενικά διαφορετικούς δρόμους:
1. Την
ενσωμάτωση στο ευρύτερο παγκόσμιο σύνολο, αποδεχόμενοι τους όρους του παιχνιδιού
και την αναγκαστική αλλαγή του τρόπου λειτουργίας του ελληνικού κράτους
2.Την άρνηση
να ενσωματωθούμε και αντιστεκόμενοι να αναπτύξουμε δικές μας πρακτικές επιβίωσης
Στην πραγματικότητα
οι δύο δρόμοι είναι αλληλένδετοι. Οι υποστηρικτές του πρώτου δρόμου παραβλέπουν,
ότι η ενσωμάτωση στον παγκόσμιο καταμερισμό με μόνο όπλο τα συγκριτικά πλεονεκτήματα
δεν αλλάζει το status quo. Δεν θα αλλάξει ποτέ την εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας
από ξένα κεφάλαια, ακόμα και διευθετηθεί το κρατικό χρέος.
Οι υποστηρικτές
της δεύτερης πρότασης δεν βλέπουν τους περιορισμούς του ελλαδικού χώρου και ότι
η απομόνωση από το διεθνές καταμερισμό χωρίς σχέδιο για ανάπτυξη εξαγωγικών (δηλ.
επιθετικών) τάσεων θα καταδικάσει την Ελλάδα σε σχετική φτώχεια.
Η ενσωμάτωση
της εξαγωγικής οικονομίας περνά από αναγκαστικά από ένα στάδιο απομόνωσης. Η ανάπτυξη
ανταγωνιστικών κλάδων, ειδικά σε μια μικρή οικονομία, πρέπει να γίνει υπό προστατευτικό
καθεστώς. Τα βραχυπρόθεσμα οφέλη της εξάρτησης όμως είναι αρκετά μεγάλα για να επιχειρηθεί
κάτι τέτοιο, έλλειψη «εθνικής» ιδεολογίας.
Η παντοδυναμία
του Τσίπρα, ως άλλου Ερντογάν, του δίνει όλα τα πλεονεκτήματα να συγκρουστεί με
το πελατειακό κράτος. Ο Ερντογάν όμως είχε τον Νταβούτογλου, είχε δηλαδή την ιδεολογική
νομιμοποίηση να οδηγήσει την αστική τάξη της Τουρκίας σε νέο ισορροπία, πέραν της
εξάρτησης. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Ερντογάν καθ όλη την άνοδο του χρησιμοποίησε
το πρόσχημα της ενσωμάτωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση για να χτυπήσει τα παλιά συμφέροντα.
Έχοντας έτσι και την υποστήριξη του κατεστημένου που έβλεπε την ανάγκη να μεταρρυθμιστεί
λόγω Ευρώπης αλλά και του λαού που ένιωθε δικαίωση και έβελεπε τις οικονομικές ευκαιρίες
του να αυξάνουν.
Ο Τσίπρας
ή οι ρεαλιστές του σύριζα δεν είναι σίγουρο, ότι έχουν ανάλογο ιδεολογικό
υπόβαθρο όπως το νεω-οθωμανικό κίνημα του Ερντογάν. Μάλλον ακόμα θεωρούν τον εαυτό
τους ως μέρος των κοινωνικών κινημάτων της Ευρώπης. Σύντομα όμως θα φανεί ότι αποτελούν
τον παράξενο ελκυστή που θα οδηγήσει τον ελληνικό καπιταλισμό σε νέα συστημική ισορροπία.
Όσο για
μας εμάς του » αθέατους θεατές»:
Ducunt
fata volentem, nolentem trahunt.
*Οι θεσμοί νοούμενοι εδώ με την ευρύτερη
έννοια της εξελεγκτικά διαμορφωμένης συμπεριφοράς και όχι με νομικά θεσμοθετημένες
σχέσεις, κάτι που συνήθως συνοψίζεται με την έννοια Πολιτισμός και που υποδηλώνει
την φαντασιακή αποτύπωση αυτών των σχέσεων καταβαλλόμενων από μια ιστορική, μυθική
ή μεταφυσική πηγή.
Ανάρτηση από: https://dieuthinsi.wordpress.com