Συνέντευξη: Αγγελική Μπούμπουκα, το βυτίο | Φωτογραφίες: το βυτίο, Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, NARA
Αντί για το ερώτημα «ποιος φταίει» για τον ελληνικό εμφύλιο, που επικράτησε επί δεκαετίες, στην«Αδύνατη Επανάσταση» ο Πολυμέρης Βόγλης θέτει ένα άλλο ερώτημα: «τι ήταν» ο εμφύλιος πόλεμος. Μελετώντας την κοινωνική δυναμική που διαμορφώθηκε εκείνη την περίοδο στη χώρα και εστιάζοντας στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, ο ίδιος συμπεραίνει ότι ο ελληνικός εμφύλιος ήταν μια επανάσταση, έστω κι αν, έτσι όπως εξελίχθηκε, δεν θα μπορούσε να αποβεί νικηφόρα, συνεπώς ήταν μια αδύνατη επανάσταση.
Ανάρτηση από: http://thecricket.gr
Αντί για το ερώτημα «ποιος φταίει» για τον ελληνικό εμφύλιο, που επικράτησε επί δεκαετίες, στην«Αδύνατη Επανάσταση» ο Πολυμέρης Βόγλης θέτει ένα άλλο ερώτημα: «τι ήταν» ο εμφύλιος πόλεμος. Μελετώντας την κοινωνική δυναμική που διαμορφώθηκε εκείνη την περίοδο στη χώρα και εστιάζοντας στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, ο ίδιος συμπεραίνει ότι ο ελληνικός εμφύλιος ήταν μια επανάσταση, έστω κι αν, έτσι όπως εξελίχθηκε, δεν θα μπορούσε να αποβεί νικηφόρα, συνεπώς ήταν μια αδύνατη επανάσταση.
Διαβάζοντας μια τέτοια προσέγγιση σήμερα, μετά το καλοκαίρι του 2015, δεν μπορείς να μην αναρωτηθείς πώς θα καταγραφεί από τους ιστορικούς του μέλλοντος η δυναμική που διαμορφώνεται στην Ελλάδα την τελευταία πενταετία. Πάντως ο Π.Βόγλης, αναπληρωτής καθηγητή κοινωνικής ιστορίας στο τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, μας τραβάει το μανίκι -σαν καλός ιστορικός-, συνιστώντας να αποφεύγουμε αναλογίες με το παρελθόν και να προσπαθούμε να βρούμε εργαλεία και τρόπους να καταλάβουμε αυτό που ζούμε σήμερα.
Τον συναντήσαμε λίγες μέρες πριν από τις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου και μιλήσαμε για τον εμφύλιο και για τις αφηγήσεις γύρω από αυτόν, για τους παραλληλισμούς του παρελθόντος με το σήμερα, για την αριστερά και τις διαμάχες μεταξύ ιστορικών. Καταλήξαμε με μια υπενθύμιση: πως όπως τα κύματα των προσφύγων σήμερα στην Ευρώπη, περίπου 700 χιλιάδες άνθρωποι έγιναν πρόσφυγες εντός ή εκτός Ελλάδας στη διάρκεια του εμφυλίου, καθώς οι μετακινήσεις πληθυσμών είναι συστατικό στοιχείο της εδαφικής πολιτικής, που γίνεται πάντα σε καιρούς πολέμου.
Τι ήταν ο ελληνικός εμφύλιος και πώς προτείνετε να συζητάμε γι’αυτόν, πώς να τον διαπραγματευόμαστε;
Αυτό που υποστηρίζω στο βιβλίο είναι ότι κανένας θα πρέπει να δει τον εμφύλιο πόλεμο σαν μία επανάσταση, την μοναδική ίσως επανάσταση στη νεότερη ελληνική ιστορία, μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Μια επανάσταση κάτω από διαφορετικές στιγμές και φάσεις. Κι άρα κανένας θα πρέπει να χρησιμοποιήσει ένα τέτοιο πλαίσιο για να κατανοήσει τι την προκάλεσε, ποια ήταν η δυναμική της, ποιες ήταν ενδεχομένως οι ομοιότητες με άλλα αντίστοιχα κινήματα ή επαναστάσεις του 20ου αιώνα κλπ. Δηλαδή στην ουσία ήθελα χρησιμοποιώντας το σχήμα της επανάστασης να δω τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο όχι σαν μια ελληνική ιδιαιτερότητα αλλά σαν ένα φαινόμενο το οποίο μπορεί να το συναντήσουμε και σε άλλες χώρες στη διάρκεια του 20ου αιώνα.
Κι αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη συνήθη αφήγηση που επικρατεί.
Ναι. Δηλαδή [υπήρχαν] είτε οι αφηγήσεις οι παλιότερες -τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια- που απέδιδαν πολύ μεγάλη σημασία στον ξένο παράγοντα -ότι ήταν ένας πόλεμος που υποκινήθηκε από το εξωτερικό, δηλαδή, κυρίως από τη Σοβιετική Ένωση και τις τότε γειτονικές κομουνιστικές χώρες- ή αργότερα -στη μεταπολίτευση- ότι έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στην πρόκληση του εμφύλιου πολέμου οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Μεγάλη Βρετανία.
Απέναντι σε αυτές τις ερμηνείες οι οποίες αποδίδουν την ευθύνη, θα έλεγε κανένας, στους ξένους, αυτό που ενδιέφερε εμένα ήταν να δω στο εσωτερικό. Προφανώς υπάρχει το διεθνές πλαίσιο, προφανώς υπάρχουν ξένες δυνάμεις, υπάρχει ο ψυχρός πόλεμος άλλωστε εκείνη την εποχή που ξεκινά, δεν μπορεί κανείς να το αγνοήσει όλο αυτό. Αλλά κατά τη γνώμη μου –κι αυτό θέλω να κάνω μέσα από το βιβλίο- ήταν να δω τις εσωτερικές συγκρούσεις. Οι εσωτερικές, κοινωνικές και ιδιαίτερα πολιτικές συγκρούσεις πώς οδηγούν σε μια στρατιωτική αντιπαράθεση, σε έναν πόλεμο.
Ο «συμμοριτοπόλεμος»
Αλλά κάνετε λόγο για διαστρέβλωση της ιστορίας για τον εμφύλιο πόλεμο. Δηλαδή ότι επικράτησε και τροφοδότησε αυτό το τραύμα, όπως το αποκαλείτε, κράτησε την κοινωνία διαιρεμένη, και τώρα μάλιστα αυτό επανέρχεται με τη σημερινή ρητορική στον πολιτικό δημόσιο λόγο. Θεωρείτε ότι εργαλειοποιείται, ουσιαστικά, το τραύμα αυτή τη στιγμή στο δημόσιο λόγο;
Καταρχήν ναι. Δηλαδή θα συμφωνήσω μαζί σας ότι είχαμε μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, το 1949, μια προσπάθεια διαστρέβλωσης του τι συνέβη εκείνα τα χρόνια. Δεν είναι τυχαίο ότι για πολλές δεκαετίες ο τρόπος με τον οποίο επικράτησε να ονομάζεται ο εμφύλιος πόλεμος ήταν «συμμοριτοπόλεμος». Δηλαδή η άρνησή του, το ότι αντί να δεχτεί κανείς την εμφύλια σύγκρουση λέει ότι αυτό το οποίο είχαμε ήταν μια σύγκρουση του κράτους και της κυβέρνησης με συμμορίες.
Κι αυτός ο όρος χρησιμοποιείται και σήμερα.
Πολύ λιγότερο, είναι η αλήθεια. Και είναι περισσότερο αν κανένας θέλει να υποδηλώσει μια πολιτική ταυτότητα η οποία είναι πλέον σήμερα αρκετά ακροδεξιά. Κανένας δεν χρησιμοποιεί τον όρο «συμμοριτοπόλεμος», είναι περιθωριακή η χρήση του. Από την άλλη πλευρά και η αριστερά δεν δέχτηκε το γεγονός, θα έλεγε κανένας, του τι συνέβη. Όχι ότι δεν υπήρξε εμφύλιος πόλεμος, αλλά προσπάθησε να το παρουσιάσει σαν μια άμυνα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας απέναντι στην επίθεση που είχε δεχτεί μεταπολεμικά από τη λευκή τρομοκρατία, και ότι στην ουσία σύρθηκε σε έναν εμφύλιο πόλεμο. Γενικώς υπήρξε διαστρέβλωση. Τις τελευταίες δεκαετίες βασικά υπήρχε αποσιώπηση. Κανείς δεν ήθελε να κουβεντιάσει τον εμφύλιο πόλεμο.
Τώρα επανέρχεται;
Έχει επανέλθει. Από το 2000 και μετά έχουμε μια πολύ μεγάλη συζήτηση – ακαδημαϊκή αλλά και δημόσια- για τη δεκαετία του ’40 και ειδικά για τον εμφύλιο πόλεμο. Τι ήταν ο εμφύλιος πόλεμος, τι τον προκάλεσε, ποιος φταίει –το παλιό γνωστό ερώτημα «ποιος φταίει για την εμφύλιο πόλεμο;»-, αν έχουμε έναν εμφύλιο πόλεμο στην κατοχή, ποια είναι η σχέση του πολέμου της κατοχής, των εμφύλιων συγκρούσεων της κατοχής με τον εμφύλιο πόλεμο μετά την Απελευθέρωση, του ‘46-’49. Άρα είναι αρκετά σημαντικός στην ακαδημαϊκή συζήτηση, στην ιστορική συζήτηση. Κι αυτό φαίνεται κι απ’τα συνέδρια, τα βιβλία που βγαίνουν, τις δημοσιεύσεις αλλά και τα αφιερώματα στον τύπο, αλλά και από την παρουσία της δεκαετίας του ’40 συνολικά –όχι μόνο του εμφυλίου πολέμου- στη δημόσια σφαίρα.
Θεωρείτε ότι τείνει μια υπάρξει μια συμφωνία, στον ακαδημαϊκό τουλάχιστον χώρο, σχετικά με το τι ήταν ο εμφύλιος;
Όχι. Υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες. Αυτό δεν πρέπει να μας προβληματίζει, είναι φυσικό. Κι όπως είναι φυσικό να υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες και αναθεωρήσεις της ιστορίας. Η ιστορία δεν είναι κάτι στατικό, δεν είναι μια αλήθεια την οποία κάποιος ανακαλύπτει και όλοι «υποκλίνονται». Είναι έρευνα, είναι ένας τρόπος με τον οποίο βλέπεις, μελετάς το παρελθόν, θέτεις διαφορετικά ερωτήματα. Κι άρα η γνώση μας, η προσέγγισή μας για την ιστορία αλλάζει, δεν είναι στατική. Κι αυτό κατά τη γνώμη μου είναι το μεγάλο ενδιαφέρον των ιστορικών, της έρευνας για την ιστορία. Ειδάλλως θα ξέραμε όλοι τι έχει συμβεί και θα ήταν πολύ βαρετό.
(…) υπάρχει μια μερίδα ιστορικών η οποία υποστηρίζει ότι ξεκινάει από το 1943. Στην ουσία, δηλαδή, ότι έχουμε έναν μακρύ εμφύλιο πόλεμο, από το ’43 μέχρι το ’49 (…) και εξελίσσεται σε τρεις φάσεις: 1943-1944 που είναι ο εμφύλιος μεταξύ ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και κυρίως ταγμάτων ασφαλείας, ένα δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, μια δεύτερη σύγκρουση που είναι τα Δεκεμβριανά, κι έναν τρίτο εμφύλιο πόλεμο που είναι ο πόλεμος του 1946-1949. Κι ότι στην ουσία όλα αυτά τι υποδηλώνουν; Ότι έχουμε ένα Κομμουνιστικό Κόμμα το οποίο θέλει με τη βία να πάρει την εξουσία.
Εγώ διαφωνώ με αυτή την προσέγγιση. (…)
Π.Βόγλης
Ιστορική διαμάχη για τη βία & κατάχρηση των όρων του ’40
Ένα από τα βασικά σημεία διαφωνίας στον ακαδημαϊκό χώρο, απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι, είναι το πότε ακριβώς ξεκινάει ο εμφύλιος. Είναι ένα κρίσιμο ζήτημα που, απ’ότι καταλαβαίνω από το βιβλίο σας, εσείς το συνδέετε με τη ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας που εντάθηκε πάρα πολύ στην κατοχή, την φτωχοποίηση, σε συνδυασμό με την απόκτηση της εμπειρίας της πάλης μέσα από την εαμική αντίσταση. Όσοι τοποθετούν σε άλλο χρονικό σημείο την έναρξη του εμφυλίου πολέμου ενδεχομένως να θέλουν να τον απομονώσουν από αυτό, από την ανάγκη για πιο ριζοσπαστικές λύσεις, για αναδιανομή του πλούτου, να θέλουν να το δείξουν σαν μια ένοπλη πάλη ακραίων. Οπότε, το πότε ξεκίνησε ο εμφύλιος είναι ένα ζήτημα κρίσιμο για την ερμηνεία του τι κρύβεται πίσω από αυτές τις διαμάχες;
Ένα από τα ζητήματα που είχαν απασχολήσει τους ιστορικούς, και ήταν και αντικείμενο διαμάχης, ήταν η χρονολόγηση του εμφυλίου, αν ξεκινάει το ’43 ή το ’46. Θα μου πείτε, υπάρχει κάποια διαφορά; Υπάρχει. Γιατί ακριβώς, η χρονολόγηση, ή, πιο σωστά, η περιοδολόγηση –πώς χωρίζουμε την ιστορία σε περιόδους, πότε λέμε ότι ξεκινάει κάτι και πότε τελειώνει- είναι πολύ σημαντικό. Γιατί ακριβώς υποδηλώνει έναν τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τα γεγονότα.
Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, υπάρχει μια μερίδα ιστορικών η οποία υποστηρίζει ότι ξεκινάει από το 1943. Στην ουσία, δηλαδή, ότι έχουμε έναν μακρύ εμφύλιο πόλεμο, από το ’43 μέχρι το ’49. Δε συμφωνώ με αυτή τη θεώρηση. Δε λέω ότι δεν υπάρχουν εμφύλιες συγκρούσεις το ’43 ή και το ’44 – τα Δεκεμβριανά, που είχαμε και την επέτειό τους, των 70 ετών, τον περασμένο Δεκέμβρη. Αλλά είναι συγκρούσεις που δεν συνδέονται αιτιακά μεταξύ τους.
Για μένα ο εμφύλιος πόλεμος ξεκινά το 1946. Τα αίτια του εμφυλίου πολέμου, ναι, θα πρέπει να αναζητηθούν στα προηγούμενα χρόνια. Γι’αυτό λέω ότι ζητήματα διαμάχης των ιστορικών, όπως το πότε ξεκινάει ο εμφύλιος πόλεμος, έχει να κάνει με το πώς τα αντιλαμβανόμαστε. Αν αντιλαμβανόμαστε τον εμφύλιο σαν ένα ενιαίο γεγονός ή σαν κάτι το οποίο γνωρίζει περιόδους, φάσεις κλπ.
Στην ουσία έχουμε ένα επιχείρημα που λέει ότι έχουμε έναν εμφύλιο ο οποίος ξεκινάει το 1943 και εξελίσσεται σε τρεις φάσεις: 1943-1944 που είναι ο εμφύλιος μεταξύ ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και κυρίως ταγμάτων ασφαλείας, ένα δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, μια δεύτερη σύγκρουση που είναι τα Δεκεμβριανά, κι έναν τρίτο εμφύλιο πόλεμο που είναι ο πόλεμος του 1946-1949. Κι ότι στην ουσία όλα αυτά τι υποδηλώνουν; Ότι έχουμε ένα Κομμουνιστικό Κόμμα το οποίο θέλει με τη βία να πάρει την εξουσία.
Εγώ διαφωνώ με αυτή την προσέγγιση. Κάθε σύγκρουση είναι διαφορετική από την άλλη. Κανένας μπορεί να τις δει ότι είναι συγκρούσεις της δεκαετίας του ‘40, προφανώς, και έχουν σχέση μεταξύ τους. Αλλά δεν είναι ένας εμφύλιος πόλεμος ο οποίος διαπνέεται από την λογική του Κομμουνιστικού Κόμματος να πάρει την εξουσία βίαια -όπως ενδεχομένως, όντως, συμβαίνει στον εμφύλιο πόλεμο, όπου έχουμε μια ένοπλη σύγκρουση διεκδίκησης της εξουσίας.
Άρα, ναι, έχουμε διαφορετικές εκτιμήσεις και αντιλήψεις για το τι ήταν ο εμφύλιος πόλεμος. Όπως επίσης και για το ποιος ευθύνεται για τον εμφύλιο πόλεμο κλπ. Αν και στο βιβλίο, ακριβώς, προσπάθησα να μην ασχοληθώ με το ποιος φταίει για τον εμφύλιο πόλεμο.
(…) Οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις, αντί να προχωρήσουν στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα ικανοποιούσαν τα αιτήματα εκδημοκρατισμού και κοινωνικής δικαιοσύνης που είχε αναδείξει η κοινωνία στα χρόνια της Κατοχής, έθεσαν στόχο τη διάλυση των οργανωτικών δομών και τη συρρίκνωση των κοινωνικών ερεισμάτων του ΕΑΜ, ώστε να ανακοπεί η δυναμική της επανάστασης. (…)
«Η αδύνατη επανάσταση», απόσπασμα
Λέμε ότι το 2000 αναζωπυρώθηκε όλη αυτή η συζήτηση. Είναι λίγο συγκυριακό αυτό ή υπήρχε εκείνη την εποχή και μια γενική συζήτηση, πιο πολύ με πολιτικό υπόβαθρο, να βάλουμε στο κέντρο π.χ. τη βία λίγο αποϊδεολογικοποιημένα, να συζητήσουμε για τον εμφύλιο λίγο έξω είτε από την κοινωνική του διάσταση που βάζετε εσείς, είτε από την πολιτική του διάσταση, και να το συζητήσουμε μόνο σαν ένα θέμα της ακρότητας της βίας, ή άλλων τέτοιων πραγμάτων; Δεν ξέρω, δηλαδή, αν ταίριαζε λίγο με την εποχή αυτή η αναζωπύρωση της συζήτησης.
Ναι. Θα συμφωνούσα με αυτή τη διαπίστωση. Ούτως ή άλλως έχουμε ένα αυξημένο επιστημονικό ενδιαφέρον για τη δεκαετία του ’40. Η δεκαετία του ’90 είναι η εποχή που δημοσιεύονται πάρα πολλά βιβλία επιστημονικά και άρα υπάρχει μια αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος του επιστημονικού. Το κοινωνικό ενδιαφέρον, της κοινής γνώμης, πάντα υπήρχε. Αλλά επιστημονικά, συστηματικά, άρχισε να διερευνάται τη δεκαετία του 1990, όταν βγαίνουν μια σειρά από πολύ αξιόλογες μελέτες. Άρα υπάρχει το ιστορικό ενδιαφέρον για την εποχή εκείνη. Αυτό, όμως, που παράλληλα νομίζω ότι υπάρχει είναι, ακριβώς, μια προσπάθεια να ερμηνευθεί ξανά η δεκαετία του ’40 μέσα από ένα πολύ διαφορετικό πρίσμα, απ’ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή επικρατούσε μεταξύ των ιστορικών. Δηλαδή αυτό ακριβώς το οποίο είπατε, για την εστίαση στη βία, επανέφερε τη συζήτηση για τον ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, για τη βία που άσκησε κατά των αντιπάλων του κλπ.
Είναι μια συζήτηση η οποία κράτησε αρκετά. Πιστεύω ότι είχε, θα έλεγε κανείς, ένα πολιτικό υπόβαθρο. Αυτό δεν είναι πρόβλημα. Θέλω να πω ότι αυτός που θα πει ότι ο ιστορικός είναι αντικειμενικός, απλά λέει ψέμματα. Δεν υπάρχει αντικειμενική ιστορία. Υπάρχει μια ιστορία η οποία επιδιώκει να διεισδύει όσο γίνεται πιο βαθύτερα στο παρελθόν, να δώσει μια πιο ολοκληρωμένη, μια πιο πλήρη εικόνα του παρελθόντος, να θέσει ερωτήματα. Αλλά δεν υπάρχει αντικειμενική ιστορία. Άρα όλοι όσοι εμπλέκονται σε αυτή τη συζήτηση, και ειδικά για ένα τόσο φορτισμένο θέμα όσο η δεκαετία του ’40, προφανώς έχουν και πολιτικές ιδέες και πολιτικές απόψεις, οι οποίες εκβάλλουν και στο έργο τους.
Άρα εγώ πιστεύω ότι όλη η συζήτηση για τη δεκαετία του ’40 και ειδικά για το ρόλο της βίας της αριστεράς τη δεκαετία του ’40, συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με μια προσπάθεια να αποκαθηλωθεί ο μύθος της αριστεράς – για να το πω λίγο συνθηματικά. Τι εννοώ: η αριστερά σε μεγάλο βαθμό μεταπολεμικά βάσισε την πολιτική της ταυτότητα στη δεκαετία του ’40 και ειδικά στην αντίσταση. Ήταν, θα έλεγε κανένας, ο ιδρυτικός μύθος –δεν λέω μύθο με την έννοια του παραμυθιού, καταλαβαίνετε τι θέλω να πω-, η ιδρυτική διακήρυξη. Άρα, πλήττοντας ακριβώς αυτό τον ιδρυτικό μύθο της αριστεράς για την εθνική αντίσταση, η αριστερά πλέον έχανε έδαφος, απονονομιμοποιόταν, απαξιωνόταν κ.ο.κ. Αυτό πιστεύω ότι υπήρχε.
Αυτό επιχειρείται και σήμερα, θεωρείτε;
Σήμερα είμαστε σε μια πάλι αρκετά διαφορετική συγκυρία. Είναι άλλο το 2000. Μην ξεχνάτε το 1989, στην ουσία όλο αυτό είναι ο αντίκτυπος του ’89 – και αναφέρομαι στην κατάρρευση του κομμουνισμού- στην ιστοριογραφία. Λίγα χρόνια πριν την έκρηξη της συζήτησης έχει βγει η Μαύρη Βίβλος του Κομμουνισμού, ότι ο κομμουνισμός είναι μια εγκληματική ιδεολογία κλπ. Άρα, θα έλεγε κανένας, έχουμε μια προσπάθεια απονομιμοποίησης, εκείνη την εποχή, της αριστεράς. Σήμερα είναι πολύ διαφορετικό, είμαστε σε μια πολύ διαφορετική συγκυρία, με πολύ διαφορετικά ερωτήματα.
Η δεκαετία του ’40 επανέρχεται και θα επανέρχεται διαρκώς –για διαφορετικούς λόγους και με διαφορετικούς τρόπους. Σήμερα δεν έχουμε τόσο τον εμφύλιο πόλεμο. Αν και κάποια στιγμή –το 2012-2013- συζητήθηκε ότι η πόλωση θα οδηγούσε σε έναν εμφύλιο πόλεμο – ανοησίες, κατά τη γνώμη μου. Επανέρχεται και με το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων κλπ. αλλά και με την προσπάθεια κατάχρησης όρων της δεκαετίας του ΄40 ως προς το σήμερα.
Ποιους όρους εννοείτε;
Οι «δοσίλογοι», «γερμανοτσολιάδες» κλπ. Είναι λάθος, είναι πολύ σοβαρό λάθος.
Επειδή φορτίζουν το δημόσιο λόγο, τη ρητορική; Ή και για άλλους λόγους;
Ο ένας λόγος είναι αυτός. Ο δεύτερος είναι ότι – χωρίς αυτό, φυσικά, να είναι η πρόθεση- σχετικοποιούν τη βαρύτητα αυτών τα οποία συνέβησαν στο παρελθόν. Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω; Αν σήμερα λέμε ότι «έχουμε χούντα», ή πιο σωστά «είχαμε χούντα», τότε πραγματικά η χούντα -εννοώ η δικτατορία του ’69-’74- ε, σχετικοποιείται η βαρβαρότητά της. Αν είχαμε γερμανική κατοχή το 2010, ’11, ’12, κλπ σχετικοποιείται η βαρβαρότητα της ναζιστικής κατοχής του 1941-44. Είναι πολύ σοβαρό λάθος να προσπαθεί κανένας να κινητοποιήσει τον κόσμο ή να τον ευαισθητοποιήσει χρησιμοποιώντας τέτοιου τύπου αναλογίες.
Συλλογικό υποκείμενο, πατριωτισμός και αριστερά
Στο βιβλίο κάνετε λόγο για μια «κουλτούρα του συλλογικού υποκειμένου», η οποία διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, και την αποδίδετε στη δυναμική της κοινωνικής επανάστασης που δημιούργησε η εαμική αντίσταση και η πρακτική του ένοπλου αγώνα στην κατοχή. Πιστεύετε ότι εκείνη η κουλτούρα του συλλογικού υποκειμένου έχει ομοιότητες με τους τρόπους που σήμερα προσπαθούμε να εφεύρουμε στην ελληνική κοινωνία για να αντιμετωπίσουμε τις σημερινές προκλήσεις; Δηλαδή υπάρχει σήμερα μια αντίστοιχη κουλτούρα ή κάτι που μοιάζει με αυτό που αναγνωρίσατε σε εκείνη την ιστορική περίοδο;
Έχουν μεσολαβήσει από εκείνα τα χρόνια εφτά δεκαετίες. Δηλαδή η ελληνική κοινωνία άλλαξε δραματικά.
Απλώς και πάλι μιλάμε για μια περίοδο που υπάρχουν πολύ ισχυρές προκλήσεις.
Ναι, και μια περίοδο μιας πολύ μεγάλης –ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες- διαδικασίας εξατομίκευσης της κοινωνίας. Που πήρε πάρα πολλές εκδοχές: ιδιώτευσης, καταναλωτισμού, αδιαφορίας κλπ. Άρα έχεις να κάνεις με μια νέου τύπου κοινωνία, πολύ διαφορετική από αυτήν που εμφανίζεται, μάχεται, δρα, κινητοποιείται στη δεκαετία του ’40. Και μετά, όμως. Δεν είναι μόνο η δεκαετία του ’40, απλώς αυτή είναι η αποκορύφωση. Συνεχίζει και μετά, και στη δεκαετία του ’50 – που είναι μια εποχή πολύ δύσκολη- και στη δεκαετία του ΄60 αλλά και του ΄70. Αυτό φθίνει.
Αυτή η κουλτούρα;
… που είναι και ταυτότητα. Συλλογικές ταυτότητες. Δηλαδή οι άνθρωποι νιώθουν να ταυτίζονται, οι ίδιοι, τα συμφέροντά τους, οι ιδέες τους, οι ανάγκες τους, ο τρόπος ζωής τους, με ευρύτερες συσσωματώσεις ανθρώπων. Είτε αυτό λέγεται σωματείο, φοιτητικός σύλλογος, γειτονιά. Είχαμε μια πλήρη αποσύνθεση αυτών των συλλογικών αναφορών.
…τις τελευταίες δεκαετίες.
Ναι. Όπου ο καθένας ήταν για την πάρτη του. Μετά ήταν η οικογένειά του, οι φίλοι του και εκεί πέρα σταματούσε οποιαδήποτε αναφορά, δεν υπήρχαν συλλογικές αναφορές.
Ήταν τα χρόνιας της ευημερίας;
Ήταν τα χρόνια της ευημερίας. Ειδικά από τη δεκαετία του 1990 και μετά, αυτό το πράγμα απογειώθηκε. Δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω. Και δεν μπορεί κανείς να αναβιώσει τρόπους και διαδικασίες που υπήρχαν παλιότερα. Γι’αυτό και ό,τι έχει μείνει από εκείνα τα χρόνια – το βλέπω π.χ. στους φοιτητικούς συλλόγους στα πανεπιστήμια- είναι σκιά. Καμία σχέση, ούτε συνελεύσεις μπορούν να γίνουν ούτε τίποτα. Άρα αυτό το οποίο συνέβη, σε μία κατά τη γνώμη μου μικρή έκταση, ήταν ακριβώς ότι οι άνθρωποι προσπαθούσαν αν βρουν νέου τύπου συλλογικές διαδικασίες, νέου τύπου συλλογικές αναφορές, να δημιουργήσουν νέου τύπου συλλογικές ταυτότητες.
Θυμάμαι και παραδείγματα από χωριά, που αναφέρετε στο βιβλίο, που αυτοδιοικούνται. Και αναρωτιέται αν αυτά τα παραδείγματα έχουν σχέση με τις σημερινές απόπειρες ομάδων ή κοινοτήτων που δοκιμάζουν ή οραματίζονται μοντέλα αυτο-οργάνωσης.
Ναι, συμφωνώ, απλώς πρέπει κανείς να έχει την αίσθηση της κλίμακας, ότι αυτά στην Ελλάδα είναι πολύ περιορισμένα σε σχέση με το μέγεθος της επίθεσης που δέχτηκε η ελληνική κοινωνία όλα αυτά τα χρόνια και της εκπτώχευσης. Και δείχνει άμα θέλετε από την άλλη πλευρά και το πόσο άλλαξε ο χαρακτήρας της ελληνικής κοινωνίας τις τελευταίες δεκαετίες. Πόσο δύσκολο είναι πλέον να διαμορφώσεις συλλογικές απαντήσεις και να έχεις συλλογικές δράσεις.
Κάποιοι κοινωνιολόγοι λένε ότι είναι μάλλον δύσκολο να γίνει κάτι τέτοιο, να δοθεί δηλαδή ιστορική απάντηση την στιγμή της κρίσης. Επίσης, είναι δύσκολο να κάνει κανένας εκτιμήσεις για το πως θα βγει η ελληνική κοινωνία απ’ αυτή την κρίση. Και είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να σκεφτεί κανείς αναλογίες με το παρελθόν, με μια κοινωνία, εκείνη της δεκαετίας του ’40, που ήταν πολύ διαφορετική. Όταν μιλάμε για χωριά και αυτοδιοίκηση εκείνα τα χρόνια, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι τα χωριά τότε είχανε κόσμο.
Πάντως έχουνε γίνει πράγματα και στην αλληλέγγυα οικονομία και στην κοινωνική οικονομία και αυτοδιαχειριστικά. Δεν θέλω με τίποτα να τα μειώσω, απλώς θα περίμενε κανένας ή θα έλπιζε να είχανε μεγαλύτερη απήχηση και διασπορά και να είχαν πολλαπλασιαστεί.
(…) Ο συνδυασμός της εθνικής απελευθέρωσης με την κοινωνική επανάσταση δεν ήταν διόλου αντιφατικός· τα περισσότερα επαναστατικά κινήματα στον 20ο αιώνα είχαν παράλληλα στόχο την εθνική ανεξαρτησία, και αυτός ακριβώς ο συνδυασμός τούς προσέδωσε πρωτοφανή μαζικότητα και μαχητικότητα. (…)
«Η αδύνατη επανάσταση», απόσπασμα
Μιλήσαμε πριν για δυσκολίες στη συγκρότηση του συλλογικού υποκειμένου. Λέτε μες στο βιβλίο ότι το ΚΚ ή η αριστερά υποβάθμισε την επαναστατική διάσταση και τόνισε πιο πολύ τον αγώνα της εθνικής απελευθέρωσης, μιλούσε περισσότερο για τη Μακρόνησο και λιγότερο για το Γράμμο. Θέλω να ρωτήσω, έχοντας στο νου και το πόσο η αριστερά χρησιμοποιεί πατριωτικό λόγο σήμερα, αν εκείνες οι επιλογές της αριστεράς όχι μόνο στον εμφύλιο αλλά και μετά, να μιλάει δηλαδή κυρίως για εθνική αντίσταση και όχι για κάτι άλλο, κατά κάποιο τρόπο καθόρισαν την σημερινή αριστερά, με τρόπο που να μη μπορεί να απαντήσει στα σημερινά προβλήματα, να δυσκολεύεται να συγκροτήσει συλλογικά υποκείμενα, αφού εντέλει στην εθνική αφήγηση πάντα θα χάνει η αριστερά.
Είναι πολλά τα θέματα, τα οποία βάζετε. Το ένα είναι το γεγονός ότι αποσιώπησε την επαναστατική διάσταση του εμφυλίου πολέμου ή άμα θέλετε, την ένοπλη πλευρά του εμφυλίου πολέμου και το Δημοκρατικό Στρατό. Προφανώς, το γεγονός αυτό έχει να κάνει και με τις συγκυρίες. Εννοώ ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό να υπογραμμίσει κανένας ότι η αριστερά μετεμφυλιακά, ήταν υπό διωγμό. Το δεύτερο θέμα είναι αυτό της ήττας. Δεν είναι απλά εκλογές, δεν έχασες μια εκλογική μάχη, όταν χάνεις σε μια τόσο μεγάλη υπόθεση. Έχεις χάσει ένα πόλεμο, με χιλιάδες νεκρούς και φυλακισμένους. Προφανώς μια ήττα είναι δύσκολο να την δικαιολογήσεις, αλλά και να την αποδεχτείς και να τη συζητήσεις δημόσια. Το τρίτο ζήτημα, το οποίο μάλλον συνδέεται μ’ αυτά τα οποία με ρωτήσατε, έχει να κάνει με την στρατηγική επιλογή της μετεμφυλιακής αριστεράς αλλά και της μεταπολιτευτικής, να ενταχθεί, να ακολουθήσει δηλαδή τον κοινοβουλευτικό δρόμο και να προσηλωθεί στον κοινοβουλευτικό βίο της χώρας. Η αποκήρυξη, θα έλεγε κανένας, του επαναστατικού δρόμου κατάληψης της εξουσίας.
Άρα, η αναφορά στον εμφύλιο και σ’ έναν επαναστατικό τρόπο κατάληψης της εξουσίας, προφανώς δεν ήταν επιλογή της αριστεράς μετεμφυλιακά, όπως και πουθενά στην Ευρώπη. Απ’ αυτή την άποψη, η ελληνική αριστερά σε μεγάλο βαθμό συμβαδίζει με όλη την υπόλοιπη αριστερά, η οποία μετά τον Πόλεμο εγκαταλείπει τα σχέδια ριζοσπαστικής ή βίαιης αλλαγής της κοινωνίας.
Ως προς με τη σύνδεση με το εθνικό αφήγημα, η αριστερά πάντα πολλαπλασίαζε την απήχησή της, όταν συνδύαζε, τον πατριωτικό λόγο με τον λόγο για την κοινωνική αλλαγή. Αυτό θα έλεγε κανείς είναι απ’ τα μαθήματα της δεκαετίας του ’40. Αυτή άλλωστε ήταν και η μεγάλη επιτυχία του ΕΑΜ. Να συνδυάσει τον πατριωτικό αγώνα, εκείνη την εποχή την εθνική απελευθέρωση από τους Γερμανούς, τους Ιταλούς και τους Βούλγαρους, με το όραμα μιας κοινωνικής αλλαγής, μιας καλύτερης κοινωνίας πιο δίκαιης. Η αριστερά σ’ όλα τα χρόνια, ειδικά μετά την εμπειρία του ’40 είχε πάντα μια έντονα πατριωτική αναφορά, μιλάω πάντα για την επίσημη αριστερά κι όχι για ομάδες. Να σας θυμίσω ας πούμε τον κλασσικό αντιαμερικανισμό της αριστεράς ή ακόμη και τον αντιευρωπαϊσμό της αριστεράς, εννοώ ενάντια στην Ε.Ε. ή ΕΟΚ παλιότερα κλπ. Άρα έχεις να κάνεις με ένα στοιχείο, τον πατριωτισμό, που είναι αρκετά ισχυρό στην ιδεολογία της ελληνικής αριστεράς εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες. Ειδικά σε συγκυρίες όπως η σημερινή, που ακριβώς και λόγω της επιβολής των δανειακών συμβάσεων και των μνημονίων και του τρόπου με τον οποίο συρρικνώθηκε η εθνική κυριαρχία, ήταν λογικό η αριστερά να αναβαθμίσει στον λόγο της το πατριωτικό στοιχείο, την επίκληση του πατριωτισμού. Ήταν αναμενόμενο. Δεν νομίζω, αν μιλάμε για την σημερινή αριστερά, ότι αυτό αμβλύνει τον ταξικό λόγο της αριστεράς. Νομίζω ότι υπάρχει μια ισορροπία, αν και προφανώς σε περιόδους προεκλογικές τονίζεται πολύ περισσότερο ο πατριωτισμός και η υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας και της εθνικής αξιοπρέπειας.
(…) όταν στην πολιτική καταφεύγεις σε όρους του παρελθόντος, πρόκειται για μια εργαλειοποίηση του παρελθόντος και μια απεύθυνση στο θυμικό. (…)
Π.Βόγλης
Στο βιβλίο λέτε ότι μετά την απελευθέρωση, «η κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν καταργήθηκε αλλά αποδείχτηκε συμβατή με το καθεστώς εκτάκτου ανάγκης» . Επίσης ο τρόπος που περιγράφετε το πώς το κράτος προσπάθησε να ανασυγκροτηθεί και να ελέγξει μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού να αυξήσει την καταστολή, η χρήση του λόγου για τον επικίνδυνο άλλο. Μπορούμε να κάνουμε αναλογίες με την σημερινή κατάσταση, προφανώς με κάποιες διαφορές;
Εγώ θέλω να επιμείνω στις διαφορές. Έχουμε στην ουσία μία αδυναμία να περιγράψουμε αυτό το οποίο ζούμε τα τελευταία χρόνια, εννοώ από το 2010 μέχρι σήμερα. Είναι κάτι καινούριο κι αρκετά ιδιόμορφο, με αποτέλεσμα να αναζητούμε να το κατανοήσουμε μέσα από σχήματα, όρους και λέξεις του παρελθόντος. Δεν είναι όμως το ίδιο, αυτό προσπαθώ και με ενδιαφέρει να δείξω. Πρέπει να καταβάλλουμε μεγαλύτερη προσπάθεια, για να προσδιορίσουμε αυτό που ζούμε σήμερα, το οποίο δεν είναι κατοχή, δεν είναι χούντα, δεν είναι καθεστώς εκτάκτου ανάγκης με την αυστηρή, στενή σημασία του όρου αυτού, με αναστολή δηλαδή άρθρων του συντάγματος.
Εμένα αυτό που μ’ ενδιαφέρει, είναι να προσπαθήσουμε να βρούμε εργαλεία και τρόπους να καταλάβουμε αυτό που ζούμε σήμερα. Σίγουρα δεν είναι η κοινοβουλευτική δημοκρατία την οποία γνωρίσαμε, και ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούσε η πολιτική και η κοινωνική ζωή τις προηγούμενες δεκαετίες. Είναι αρκετά διαφορετικά τα πράγματα, παρόλα αυτά δεν πιστεύω ότι βοηθούν οι αναλογίες με το παρελθόν. Πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερη σημασία, μεγαλύτερη φροντίδα στο να βρούμε τρόπους να μιλήσουμε για το σήμερα με όρους του σήμερα. Εμείς σαν ιστορικοί επισημαίνουμε ακριβώς τα όρια, τραβάμε το μανίκι και λέμε να προσέχουμε πως χρησιμοποιούμε το παρελθόν. Κατά τη γνώμη μου, πέρα από το ότι έχει μια χρήση συναισθηματική, για το πω και λίγο διαφορετικά είναι και λίγο διανοητική οκνηρία. Για παράδειγμα, τι είναι περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας σήμερα; Τι είναι; Εξάρτηση; Αποικία; Τι είναι;
Αλλά όταν στην πολιτική καταφεύγεις σε όρους του παρελθόντος, πρόκειται για μια εργαλειοποίηση του παρελθόντος και μια απεύθυνση στο θυμικό. Όπως ας πούμε όταν κάνουμε τη Μέρκελ με το μουστάκι του Χίτλερ ή το Δ’ Ράιχ κλπ. Αντίστοιχα με τη διαρκή επίκληση στο ΕΑΜ. Επικαλούνται ένα ένδοξο παρελθόν, αυτό κάνουν όλοι. Δεν είναι ίδιον της ελληνικής αριστεράς ή της Ελλάδας. Όλοι το κάνουν. Ο καθένας μάλιστα μπορεί να επικαλεστεί ένα διαφορετικό παρελθόν. Προφανώς το ηρωικό παρελθόν της αντίστασης, δεν θα το επικαλεστεί η δεξιά. Η δεξιά μπορεί να επικαλεστεί τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος «θεμελίωσε τη δημοκρατία, έβαλε την Ελλάδα στην ΕΟΚ», ένα ένδοξο παρελθόν, διαφορετικού τύπου. Η αριστερά θα επικαλεστεί την αντίσταση, επίσης ένδοξο και ηρωικό και πατριωτικό παρελθόν. Άρα βλέπει κανένας με ποιο τρόπο όλοι εργαλειοποιούν και χρησιμοποιούν το παρελθόν, για να πλαισιώσουν τον λόγο τους, για να κινητοποιήσουν τον κόσμο τους, να διευρύνουν το ακροατήριο τους. Επαναλαμβάνω είναι κάτι που συμβαίνει παντού σ’ όλο τον κόσμο και πρέπει να είμαστε ευαισθητοποιημένοι πάνω σ’ αυτό το θέμα.
«Η πληθυσμιακή μηχανική είναι συστατικό στοιχείο της εδαφικής πολιτικής»
Ένα πράγμα που δεν συζητιέται αρκετά από τον εμφύλιο έχει σχέση με τις μετακινήσεις πληθυσμών, την πληθυσμιακή μηχανική, αλλά και τις συνέπειες που είχε για την Ελλάδα μετά τον εμφύλιο η εκκένωση χωριών και γενικά της υπαίθρου.
Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα, όχι τόσο πολύ μελετημένα, στην περίπτωση του ελληνικού εμφυλίου. Είναι ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα για να καταλάβει κανένας πως εξελίχθηκε ο εμφύλιος πόλεμος και για να καταλάβει κανείς και την έκβασή του. Οι μετακινήσεις πληθυσμών είναι ένα αρκετά μεγάλο φαινόμενο, στην κορύφωση μιλάμε για 700.000 κόσμο, και εξυπηρετούν συγκεκριμένους στρατιωτικούς στόχους εκείνη την εποχή, δηλαδή να απομακρύνουν πληθυσμούς από τις περιοχές που δραστηριοποιούνται οι αντάρτες, ούτως ώστε να στερηθούν οι αντάρτες τρόφιμα, ανθρώπινο δυναμικό και πληροφορίες.
Παρόλα αυτά, ακόμη κι όταν τελειώνει ο εμφύλιος πόλεμος, οι επιπτώσεις της μετακίνησης των πληθυσμών είναι μακροπρόθεσμες. Οι καταστροφές που προκαλεί ο ίδιος ο πόλεμος, (βομβαρδισμοί, πυρκαγιές) αλλά και η μετακίνηση των πληθυσμών είναι το πρώτο χτύπημα, εντός εισαγωγικών, στον πληθυσμό της υπαίθρου και ειδικά στον ορεινό πληθυσμό. Έχουν γίνει κάποιες μελέτες στον παρελθόν, οι οποίες όμως δεν συνεχίστηκαν, που εντοπίζουν ακριβώς ότι οι περιοχές, οι οποίες ήταν στο επίκεντρο του εμφυλίου πολέμου, οι ορεινές περιοχές ειδικά, ποτέ δεν ορθοπόδησαν ξανά μεταπολεμικά. Ο κόσμος δεν γύρισε στα χωριά ή γύρισε για λίγο, αντίκρισε το χάος και την καταστροφή (της περιουσίας, των σπιτιών, το γεγονός ότι δεν είχαν πια ζώα, τα εγκαταλελειμμένα χωράφια) και αποφάσισε αν όχι η ίδια η οικογένεια που είχε φύγει, τα παιδιά τους, να μη ζήσουν στα χωριά.
Είναι θα έλεγε κανείς η αφετηρία αυτού του τεράστιου κύματος εσωτερικής μετανάστευσης που γίνεται στην Ελλάδα μεταπολεμικά και που αλλάζει την Ελλάδα άρδην. Δηλαδή, μέσα σε δύο δεκαετίες ’50 και ’60 ,η Ελλάδα αλλάζει χαρακτήρα. Μετατρέπεται από μία βασικά αγροτική χώρα σε μια βασικά αστική χώρα και ερημώνουν ειδικά τα ορεινά χωριά από τον πληθυσμό. Η αφετηρία αυτής της διαδικασίας είναι η δεκαετία του ’40. Προφανώς πολλά απ’ αυτά τα χωριά έχουν πληγεί και στην Κατοχή, έχουν πυρποληθεί από τους Γερμανούς έχουν υποστεί αντίποινα, τα έχουν κάψει και όλα αυτά σωρευτικά λειτουργούν ώστε ο κόσμος να μη μπορεί πια να ζήσει εκεί.
Αυτό το οποίο ήθελα να υπογραμμίσω μέσα στο βιβλίο είναι ότι αυτή η πληθυσμιακή μηχανική, είναι κάτι το οποίο βλέπουμε σε πάρα πολλές χώρες. Δηλαδή οι μετακινήσεις πληθυσμών είναι συστατικό στοιχείο της εδαφικής πολιτικής, που γίνεται πάντα σε καιρούς πολέμου και δεν έχει μελετηθεί όσο θα έπρεπε. Το βλέπουμε, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σήμερα με τους πρόσφυγες. Είναι τρομερό αυτό που συμβαίνει και συνέβαινε πάντα.
Απλώς χρειάζεται νομίζω να το ξαναδούμε. Δεν είναι κάτι το οποίο συμβαίνει δηλαδή ξαφνικά, να έχουμε πρόσφυγες ή να μετακινούνται οι πληθυσμοί. Είναι στοιχείο μιας πολιτικής ελέγχου του εδάφους και του πληθυσμού. Είναι και κομμάτι της στρατηγικής των μαχών, είναι ένας πόλεμος που μπορεί να μην γίνεται με όπλα αλλά είναι κομμάτι του πολέμου. Και επαναλαμβάνω ο έλεγχος του πληθυσμού και του εδάφους, είναι στοιχείο κάθε πολέμου. Για παράδειγμα μετακινήσεις μικρών ή μεγάλων εθνοτικών πληθυσμών, έχουμε σε όλους τους πολέμους του 20ου αιώνα. Περιορίζονται, μεταφέρονται μακριά από τα σύνορα ή αυτοί που είναι στα σύνορα μπαίνουν υπό επιτήρηση κλπ.
Υπάρχουν άλλα κομμάτια του εμφυλίου που δεν έχουν μελετηθεί; Που θα στρέφατε το ενδιαφέρον σας;
Εγώ αυτό που θα ήθελα να ξαναδώ ή θα άξιζε κανένας να μελετήσει περισσότερο αφορά τον εθνικό στρατό, ως πυλώνα της ανασυγκρότησης του κόσμου της εθνικοφροσύνης μεταπολεμικά. Αυτό που διαπίστωνα όταν έγραφα αυτό το βιβλίο, είναι ο τρόπος με τον οποίο ο στρατός αναδεικνύεται σε σημείο αναφοράς για τις τοπικές κοινωνίες, ειδικά στην επαρχία. Η παρουσία του στρατού είναι πάρα πολύ έντονη, και δεν εννοώ στις μάχες. Οι μάχες ούτως ή άλλως γίνονται μακριά από τις πόλεις, σπάνια φτάνουν οι αντάρτες να απειλήσουν τις μεγάλες πόλεις. Η παρουσία λοιπόν του στρατού είναι πολύ έντονη στη Λαμία, στην Καρδίτσα, στην Κόρινθο και στην Πάτρα ή σε πιο μικρές ακόμη πόλεις. Γύρω απ’ το στρατό οργανώνεται η κοινωνική ζωή. Τι σημαίνει αυτό; Η φανέλα του στρατιώτη, έρανοι, παρελάσεις, κατάθεση στεφάνων, επισκέψεις σε νοσοκομεία, διάφορες ομάδες, σύλλογοι κυριών και δεσποινίδων που επισκέπτονται με δώρα τους τραυματίες φαντάρους, η διανομή δώρων και ειδών ρουχισμού στα άπορα παιδάκια από το στρατό.
Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον. Με ποιο τρόπο γίνεται δηλαδή σημείο αναφοράς ο στρατός στην κοινωνική ζωή των πόλεων. Και αυτό γίνεται πολύ φανερό όχι στην Αθήνα, που είναι μια πολύ μεγάλη πόλη, αλλά στις πιο μικρές πόλεις, στο Βόλο για παράδειγμα, πως περιγράφεται ο στρατός και ποιες είναι οι δραστηριότητες που αναλαμβάνει ο στρατός στην πόλη. Και επίσης και η οικονομία. Η παρουσία των στρατιωτών ενισχύει την τοπική οικονομία. Τα μαγαζιά που ψωνίζουν οι φαντάροι, τα ξενοδοχεία που μένουν.
(…) Ο στρατός αυτονομήθηκε από την πολιτική εξουσία. Αποστολή του δεν ήταν πλέον μόνο η υπεράσπιση της χώρας από την εξωτερική επιβουλή, αλλά και η υπεράσπιση του καθεστώτος και η καταπολέμηση του «εσωτερικού εχθρού».(…)
«Η αδύνατη επανάσταση», απόσπασμα
Ανάρτηση από: http://thecricket.gr