Του Γιώργου Ρακκά
Δεν έχει περάσει ούτε μια μέρα από τη συγκρότηση της νέας κυβέρνησης, και ήδη το πολιτικό κλίμα έχει ανατραπεί ξανά. Σε αυτό συνέβαλε το τσίρκο του νέου υπουργικού συμβουλίου: Η τοποθέτηση πολλών στελεχών του «κλίματος» ΓΑΠ (Μπόλαρης, Τζάκρη, Τόσκας) σε υπουργικές θέσεις, το “ανέκδοτο” του διορισμού Φίλη στο Υπουργείο Παιδείας, η τοποθέτηση μιας φανατικής «ανανίστριας» -της Σίας Αναγνωστοπούλου- ως υπουργού αναπληρωτή υπό του Φίλη, οι δηλώσεις της κυρίας Φωτίου για τα «γεμιστά», ο τραγέλαφος του «porta-porta» Δημήτρη Καμμένου, οι απειλές του Νικολόπουλου που και πάλι “έφαγε πόρτα” από τους ΣΥΡΙΖαίους.
Τι δεικνύουν όλα αυτά; Ότι η περίφημη “παντοδυναμία Τσίπρα” είναι καθ’ όλα επικοινωνιακή παντοδυναμία, η οποία ξεφουσκώνει θεαματικά όταν από τα μπαλκόνια, και τα στούντιο των προεκλογικών περιόδων, περνάμε στην βάσανο της διακυβέρνησης. Στην οποία, αυτός και το κόμμα του, δεν έχουν να επιδείξουν παρά ένα τεράστιο μηδενικό. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά: Ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν αντίληψη για την πολιτική που θυμίζει κακό φοιτητικό συνδικαλισμό, την αντιμετωπίζουν μόνον ως εκλογικό άθλημα. Την ίδια στιγμή, είναι παντελώς κενοί ιδεολογικά, οραματικά και προγραμματικά, ζουν όντας σε διάσταση με τον πρακτικό κόσμο, και κατά συνέπεια είναι παντελώς ανίκανοι να κυβερνήσουν. Γι’ αυτό και η προεκλογική τους εκστρατεία θύμιζε, που επικεντρώθηκε γύρω από το «νέο» και το «παλιό» θύμιζε πολύ περισσότερο διαφήμιση απορρυπαντικού, παρά εκστρατεία ενός σοβαρού πολιτικού κόμματος.
Αυτός, είναι και ένας από τους κύριους λόγους για τον οποίον ο Τσίπρας θεωρείται από τους ξένους δανειστές ως «εκλεκτός» για την θέση του Έλληνα πρωθυπουργού: Είναι επί της ουσίας ακίνδυνος, μια «βιτρίνα» πίσω από την οποία μπορούν κάλλιστα να εξελίσσονται τα δικά τους σενάρια για την διακυβέρνηση της χώρας. Και την ίδια στιγμή, βέβαια, αυτή η «βιτρίνα» είναι πολύ βολική, καθώς λειτουργεί ως εργαλείο κοινωνικού κατευνασμού, ένα είδος τηλεοπτικού ηγέτη αποβλάκωσης των Ελλήνων.
Όλη αυτή η «επικοινωνιακότητα» πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις. Ιδιαίτερα, όταν την συνδυάσουμε με την πολιτική ουσία που κρύβεται από πίσω. Την πολιτική στρατηγική της κυβέρνησης σε όλα σχεδόν τα μέτωπα, από την εξωτερική πολιτική και τα εθνικά θέματα, μέχρι την Παιδεία, τα κοινωνικά προβλήματα, το ζήτημα του χρέους, τον τρόπο με τον οποίο εννοεί την «ανάπτυξη». Έχουμε και λέμε:
Στην εξωτερική πολιτική ακολουθείται η αμερικάνικη στρατηγική: Προώθηση ενός νέου σχεδίου Ανάν, αναγνώριση του Κοσόβου, ανάληψη πρωτοβουλιών “ενδιάμεσου” μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, συμμαχία με το Ισραήλ.
Στην Παιδεία. Όλη αυτή η εκπαιδευτική φιλοσοφία του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να είναι βγαλμένη από εγχειρίδιο αμερικάνικου «liberal» πανεπιστημίου: Πολυπολιτισμός, ‘διαθεματικότητα’, προτεραιότητα της «χρηστικής γνώσης» έναντι της γενικής, κλασικής ελληνικής παιδείας, κομπιουτεροποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας κ.ο.κ.
Στην κοινωνική πολιτική. Οι καταστροφές των μνημονίων κατονομάζονται «ανθρωπιστική κρίση», όχι για να τονιστεί η άμεση προτεραιότητα εφαρμογής μιας κοινωνικής πολιτικής υπέρ των ασθενέστερων. Αλλά ώστε να αντιμετωπιστεί η κοινωνική κρίση στο πλαίσιο μιας αμιγώς αμερικάνικης και νεοφιλελεύθερης αντίληψης για την κοινωνική πολιτική: Βάουτσερ για πολύ μικρές, στοχευμένες ομάδες πληθυσμού, μικροεπιδοτήσεις για την αγορά τροφίμων, προώθηση της ελαστικής απασχόλησης ως απάντηση στην ανεργία κ.ο.κ. Αυτή την αντίληψη για την κοινωνική πολιτική είναι που προωθούν τα αμερικάνικα ιδρύματα, οι ΜΚΟ, και που έχουν εφαρμόσει οι διάφορες «πορτοκαλί κυβερνήσεις» σε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ: Στο πλαίσιό της, η φτώχεια αντιμετωπίζεται ως «ανθρωπιστικό», και όχι ως κοινωνικό ζήτημα.
Το ίδιο ισχύει και για την πολιτική πάνω στο προσφυγικό: Η κυβέρνηση μιας ολόκληρης χώρας συμπεριφέρεται σαν να είναι Μη-Κυβερνητική Οργάνωση (ακόμα και ο αρμόδιος υπουργός της προέρχεται από αυτόν τον χώρο), και αρνείται να δει το ζήτημα στις κεντρικές γεωπολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές του διαστάσεις –στο ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα τρομακτικό αδιέξοδο συνωστισμού των προσφυγικών ροών στην χώρα μας.
Όσο για την στρατηγική «ανάπτυξης», δηλώσεις των αρμοδίων πριν ή μετά τις εκλογές δείχνουν ότι ακολουθούν την πεπατημένη που έχουν χαράξει εκθέσεις ινστιτούτων –αμερικάνικων, τι τυχαίο;– για την «Ελλάδα του 2020», με πρώτες και καλύτερες εκείνην της McKinsey, και της Boston Consulting Group: Έμφαση στις εξαγωγές ακατέργαστων προϊόντων ή προϊόντων χαμηλής προστιθέμενης αξίας, «εξορυκτισμός», “πράσινη ανάπτυξη”, επικέντρωση σ’ ένα τουριστικό μοντέλο φθηνής εκποίησης του ελληνικού συγκριτικού πλεονεκτήματος.
Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε την ιδιαίτερη “συμπάθεια” και το “σπρώξιμο” που ασκούν διάφορες πλευρές του αμερικάνικου κατεστημένου στον Αλέξη Τσίπρα τα τελευταία χρόνια· το γεγονός ότι ακόμα και η προεκλογική ρητορική, ή ο τρόπος με τον οποίον επιλέγει ο ΣΥΡΙΖΑ να “κινητοποιεί” τις μάζες ως κομπάρσους στην στρατηγική του, θυμίζει τις ανάλογες τακτικές που έχουν επιστρατεύσει τα διάφορα ψευδοκινήματα των ‘πορτοκαλί επαναστάσεων’ στα Βαλκάνια ή την Ανατολική Ευρώπη, τότε το συμπέρασμα είναι προφανές: Αυτή η κυβέρνηση είναι από τις πιο «αμερικάνικες» που έχουν περάσει ποτέ από αυτόν τον τόπο. Εξάλλου, η κεντροαριστερά σε αυτήν της την εκδοχή θεωρούνταν πάντοτε από την Πρεσβεία ως το καλύτερο πολιτικό εργαλείο προώθησης των συμφερόντων της υπερδύναμης στην χώρα μας. Και κάτι τελευταίο: Ο φιλοατλαντικός προσανατολισμός είναι η μόνη λογική ερμηνεία που μπορεί κανείς να δώσει για τα ελατήρια της συγκυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι μάλλον η Πρεσβεία βρήκε στο πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα έναν εκλεκτό, εξίσου δόλιο, μα λιγότερο βλάκα από τον Γεώργιο Ανδρέα Παπανδρέου…
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr