Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2015

Η φιλανθρωπία της σιωπής και της (συν)ενοχής

Του Θανάση Αλεξίου

Ενώ καραβιές προσφύγων καταφτάνουν στη χώρα μας από τις εμπόλεμες περιοχές (Συρία, Λιβύη, Αφγανιστάν κ.ά.)  παρατηρεί κανείς ένα ιδιότυπο φαινόμενο. Από τη μια την σχεδόν ανύπαρκτη παρουσία κρατικών και ευρωκοινοτικών υποδομών στην υποδοχή αυτών των ανθρώπων και στην αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος, εκτός της καταγραφής-πιστοποίησης, και από την άλλη, την σχετικά «δυναμική» ενεργοποίηση ξένων και ελληνικών ΜΚΟ και φιλανθρωπικών οργανώσεων. Η εντύπωση που δίνεται είναι ότι το κράτος λειτουργεί υπολειμματικά  για να νομιμοποιήσει την φιλανθρωπία των ΜΚΟ. Κάπου παραπέρα ως ταξιθέτες  «εποπτεύουν» και οι διάφορες οργανώσεις του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες. Το κοινό όλων αυτών των «οργανωμένων» παρεμβάσεων είναι η σιωπή γύρω από τις αιτίες του προβλήματος ως ο πόλεμος να έπεσε από τον ουρανό.  Αυτό που «επείγει» είναι η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης. Υπό την πίεση αυτού του αδυσώπητου δεδομένου, οποιαδήποτε ερωτήματα τόσο για τη φύση του πολέμου όσο και για τη μορφή του ακτιβισμού που αναπτύσσεται απωθούνται. Ασφαλώς και μπορεί να κατανοήσει κανείς τους ανθρώπους που με προσωπική εργασία και αίσθημα προσφοράς φροντίζουν και συμπαραστέκονται τους κατατρεγμένους ανθρώπους.
Μέρος των ακτιβιστών και των εθελοντών έχουν πραγματικά ηθικά ή,  θρησκευτικά κίνητρα. Ωστόσο τα πράγματα είναι διαφορετικά όσον αφορά το ρόλο και τη λειτουργία της «οργανωμένης παρέμβασης» (ΜΚΟ, φιλανθρωπικές οργανώσεις, διεθνείς οργανισμοί κ.ά.) που έχουν αναλάβει εργολαβικά εδώ και χρόνια την παροχή υπηρεσιών. Εδώ η σιωπή για την ιμπεριαλιστική επέμβαση και την καταστροφή των υποδομών σε χώρες που έως πρότινος διέθεταν, τηρουμένων των αναλογιών, κοινωνικές υποδομές και βιοτικό επίπεδο εφάμιλλο των ευρωπαϊκών (Συρία, Ιράκ, Λιβύη κ.ά.) σημαίνει ουσιαστικά (συν)ενοχή. Ως γνωστόν η καταστροφή κοινωνικών υποδομών θεωρείται έγκλημα πολέμου. Κατά τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζεται από τις ίδιες οργανώσεις και το μεταναστευτικό ζήτημα. Η εξαθλίωση και η φτώχεια που εξωθεί μεγάλα τμήματα του πληθυσμού της γης  στην «έξοδο» και στο μισεμό προσεγγίζεται πάλι φαταλιστικά, ως η φτώχεια να είναι απότοκο της «κακιάς μοίρας», ή ως απότοκο της «κλεπτοκρατίας». Και στις δύο περιπτώσεις αποσιωπάται τόσο ο ιμπεριαλισμός όσο και η καπιταλιστική συνθήκη (ένταξη στην καπιταλιστική εκμετάλλευση: φιλελευθεροποίηση του παγκόσμιου εμπορίου, μονοπώληση πηγών πλούτου, υφαρπαγή γης  κ.λπ.). Η αναγωγή πάλι της φτώχειας και της εξαθλίωσης στην «κλεπτοκρατία» και τις διεφθαρμένες ελιτ απομονώνει το πρόβλημα από τις αιτίες του, καθώς έμφαση δίνεται σε μια μορφή «παράνομης» ιδιοποίησης του  κοινωνικού πλούτου, υπονοώντας πως η απόσπαση απλήρωτης εργασίας (υπεραξίας) που  τρέφει και αναπαράγει τον καπιταλισμό είναι καθόλα νόμιμη. Πόσο μάλλον όταν το φαινόμενο της κλεπτοκρατίας χαρακτηρίζει στον ίδιο αν όχι σε μεγαλύτερο βαθμό τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες του Βορρά. Αντί λοιπόν το πρόβλημα να τίθεται στη σωστή του διάταξη ώστε να προσδιοριστούν οι αιτίες αλλά και οι λύσεις του και στη συνέχεια οι ενδεδειγμένοι τρόποι δράσης, συμβαίνει το αντίθετο. Μονοπωλώντας σχεδόν οι  ΜΚΟ την φιλανθρωπία και την «αναπτυξιακή βοήθεια»  σε παγκόσμιο επίπεδο ανακαλύπτουν διάφορες κατηγορίες «φτωχών» εστιάζοντας στην ποικιλομορφία και στην ετερότητα των φτωχών. Σε κατηγορία ανάλυσης αναδεικνύονται μέσα από το πρίσμα της διαφοράς και της ετερότητας στοιχεία που χωρίζουν τους ανθρώπους (θρησκευτική-εθνοτική ταυτότητα, φύλο, ηλικιακή ομάδα, γεωγραφική περιοχή κ.λπ.) και όχι στοιχεία που τους ενώνουν. Εντούτοις η καπιταλιστική εκμετάλλευση δεν μπορεί να οριστεί χωρίς την κατηγορία της κοινωνικής τάξης (ωε σχέσης εκμετάλλευσης), κατηγορία που υπερβαίνοντας επιμέρους χαρακτηριστικά, αναδεικνύει τις ιστορικές αντιφάσεις του ίδιου του καπιταλισμού. Ούτε ο πόλεμος και η εξάρτηση μπορούν να οριστούν χωρίς την κατηγορία ανάλυσης του ιμπεριαλισμού.
Ο ιδεολογικός χαρακτήρας της φιλανθρωπικής δράσης
Aν, όπως δείξαμε, η φιλανθρωπία στις διάφορες μορφές της προσδιορίζεται ιδεολογικά,  επομένως κάθε άλλο παρά άδολη είναι, κάνει νόημα να ιστορικοποιήσει κανείς, να τοποθετήσει την φιλανθρωπία και την εθελοντική δράση στο αντίστοιχο κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο. Και αυτό γιατί τα άτομα, ανεξάρτητα από τις προθέσεις τους, εντάσσονται σε ένα σύστημα κοινωνικών σχέσεων (φιλανθρωπία, εθελοντισμός, ΜΚΟ κ.λπ.). Έτσι από άτομα-ιδιώτες γίνονται φιλάνθρωποι, εθελοντές κ.λπ., αποκτούν δηλαδή τις ιδιότητες του συστήματος.  Ανεξάρτητα λοιπόν από τις προθέσεις των ατόμων η εθελοντική εργασία στις φιλανθρωπικές οργανώσεις  όπως και η οικιακή εργασία είναι ποσότητες εργασίας που προσφέρονται εκτός αγοράς που είναι όμως άκρως αναγκαίες  για την αναπαραγωγή (βιολογική και κοινωνική) της κοινωνίας. Ωστόσο η εθελοντική εργασία που παρέχεται αμισθί λειτουργεί ανταγωνιστικά έναντι της αμειβόμενης εργασίας καθώς είναι προφανές ότι συμπιέζει τους μισθούς. Μπορεί επίσης να νομιμοποιεί την απραγία του κράτους σε ζητήματα κοινωνικής πρόνοιας, αφήνοντας την κοινωνική αναπαραγωγή στο συμπτωματικό, στο τυχαίο και στον ιδιώτη, μετατρέποντας ουσιαστικά μια κρίσιμη κοινωνική λειτουργία σε ιδιωτική υπόθεση. Αν σε περιόδους ανάπτυξης του κράτους πρόνοιας η κοινωνική αναπαραγωγή εξασφαλίζεται κατά κάποιο τρόπο από την ύπαρξη μιας ευρύτερης προνοιακής υποδομής, όπου οι συντελεστές που διασφαλίζουν την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης (υγεία, εκπαίδευση, φροντίδα κ.ο.κ.) παίρνουν τη μορφή δημόσιων αγαθών, σε περιόδους συρρίκνωσής του, ενεργοποιούνται άτυπα δίκτυα, κοινωνικά δίκτυα, φιλανθρωπικές και εθελοντικές οργανώσεις απ’ όπου αντλούνται ποσότητες κοινωνικής εργασίας (φροντίδα, επιμέλεια, ανατροφή, εκπαίδευση, υγεία κ.λπ.). Έτσι όμως νομιμοποιείται η αποδόμηση του προνοιακού κράτους.
Σε μεγάλο βαθμό ο εθελοντισμός έχει ταυτιστεί με τη φιλανθρωπία και τη «σωτηρία της ψυχής». Αντίθετα τα κίνητρα της σύγχρονου εθελοντισμού έχουν περισσότερο εγκόσμιο χαρακτήρα και ταυτίζονται με τον ατομικισμό και την ανάγκη ατομικής αυτοπραγμάτωσης κυρίως μεσαίων και αστικών στρωμάτων. Ενδεχομένως στα μεσαία στρώματα να λειτουργεί και ως εξαργύρωση ενοχών. Αυτός φαίνεται πως ικανοποιεί μια ανάγκη του ατόμου για προσφορά και αυτοεπιβεβαίωση και χρειάζεται γι’ αυτό πεδίο  εκδίπλωσης και ανάδειξης. Με αυτή την έννοια οι φτωχοί, οι πρόσφυγες, οι μετανάστες κ.ά. υποβιβάζονται σε αντικείμενο προσφέροντας στους φιλάνθρωπους και στους εθελοντές που είναι το υποκείμενο το απαραίτητο πεδίο ακτιβισμού. Οι σχέσεις που εδώ εμφανίζονται δημιουργούν εκ των πραγμάτων εξαρτήσεις και αξιώσεις ανταπόδοσης αλλά  και πατερναλισμούς.
Η φιλανθρωπία και ο εθελοντισμός ως μηχανισμός κοινωνικής πειθάρχησης
Σημαντικά στην προώθηση της φιλανθρωπίας και του εθελοντισμού συνέβαλε η αντίληψη πως η φτώχεια, η εξαθλίωση, η κοινωνική έκπτωση είναι πρωτίστως προβλήματα ηθικής τάξης και τα μέσα αντιμετώπισής τους δεν μπορεί παρά να είναι ηθικής μορφής. Οι κατ’ οίκον επισκέψεις (friendly visitors) συνιστούσαν για τις μεγαλύτερες εθελοντικές οργανώσεις της Μ. Βρετανίας στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα το κατάλληλο εργαλείο παρέμβασης. Μέσα από την ανάπτυξη προσωπικών σχέσεων γινόταν περισσότερο αποδοτικός ο ‘‘εκπολιτισμός’’, δηλαδή  η αναμόρφωση του θυμικού (τρόποι ζωής και συνήθειες) των φτωχών και εξαθλιωμένων στρωμάτων της εργατικής τάξης αλλά και η ιδεολογική καθοδήγηση και η διαχείριση της λαϊκής οικογένειας (κοινωνική πειθάρχηση). Στην Ελλάδα η φιλανθρωπία έχοντας ως βασικό στόχο την «ηθικοποίηση» των φτωχών και απόκληρων, δηλαδή την εγχάραξη αστικών αξιών για την εργασία, την οικογένεια και τον νόμο, κινήθηκε κιόλας από τα τέλη του 19ου αιώνα μεταξύ πρόνοιας και κοινωνικού ελέγχου.
Στο μεταξύ η πολιτική και κοινωνική συγκρότηση του εργατικού κινήματος  σχετικοποιούσε τη σημασία της φιλανθρωπίας και των εθελοντικών οργανώσεων. Η κάθετη αλληλεγγύη της πρώιμης καπιταλιστικής περιόδου (πατερναλισμός) αντικαταστάθηκε με τις δομές οριζόντιας αλληλεγγύης (συνδικαλιστική οργάνωση, αλληλοβοηθητικοί σύλλογοι κ.λπ.), γεγονός που διαμόρφωνε ποιοτικά και ένα διαφορετικό  πλαίσιο δράσης που ευνοούσε την πολιτική συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης. Στους στρατηγικούς στόχους του οργανωμένου εργατικού κινήματος ήταν και η απενεργοποίηση του ελέγχου που ασκούσαν οι προνοιακοί μηχανισμοί του κράτους στο εσωτερικό της εργατικής τάξης. Η πείρα της εργατικής τάξης έδινε στους φτωχούς εργαζόμενους, αναφέρει ο E. Hobsbaum, τους σημαντικότερους θεσμούς για την καθημερινή τους αυτοάμυνα, το συνδικάτο και την εταιρεία αλληλοβοήθειας, καθώς και τα σημαντικότερα όπλα του συλλογικού αυτού αγώνα, την αλληλεγγύη και την απεργία. Η διαπίστωση πως η φτώχεια, η ανεργία, η κοινωνική έκπτωση κ.ο.κ., δεν ήταν ζήτημα ηθικής τάξης, ούτε ζήτημα συμπεριφοράς αλλά ζήτημα κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας σχετικοποιούσε τη συμβολή της φιλανθρωπικής και της  εθελοντικής δράσης. Με αυτή την έννοια θα είχε σημασία το οργανωμένο εργατικό κίνημα, εκτοπίζοντας τον πατερναλισμό των ΜΚΟ και των φιλανθρώπων, να προσφέρει σήμερα βοήθεια και υποστήριξη στους κατατρεγμένους και καταφρονημένους πρόσφυγες και μετανάστες. Αυτό θα συνιστούσε τόσο μια πράξη έμπρακτης αλληλεγγύης όσο και επίδειξη των δυνατοτήτων του «συλλογικού εργάτη» με την έννοια ότι αυτός διαθέτει όλα τα μέσα (κοινωνικό κεφάλαιο, οργανωσιακή-συνεργατική  κουλτούρα, τεχνογνωσία κ.λπ.) για να αναλάβει εξ’ ολοκλήρου την αναπαραγωγή της κοινωνίας.
Η φιλανθρωπία των ΜΚΟ και η αποδόμηση του κράτους πρόνοιας
Με την κρίση του «φορντικού-κεϋνσιανού κράτους» (δεκαετία του ’70), η οποία εκδηλώνεται κυρίως ως κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου με δημοσιονομικά χαρακτηριστικά, η εθελοντική δράση αναδεικνύεται ξανά σε σημαντική παράμετρο της κοινωνικής πολιτικής. Η ανάδειξη της εθελοντικής δράσης συνδυάζεται με την κριτική στα αποπροσωποποιημένα συστήματα παροχής κοινωνικών υπηρεσιών του κράτους πρόνοιας (Welfare State). Η κριτική αυτή ζητούσε την αντικατάσταση της θεσμικής αλληλεγγύης του κράτους πρόνοιας (αναδιανεμητική λειτουργία) και την επάνοδο στις πατερναλιστικές πρακτικές της φιλανθρωπίας και του εθελοντισμού του 19ου αιώνα. Η ανάδειξη της «τοπικής κοινωνίας» και η αποκέντρωση συνιστούσαν κεντρικά εργαλεία για την υπόσκαψη του προνοιακού (συγκεντρωτικού) κράτους και κατοχυρωμένων κοινωνικών δικαιωμάτων. Ως γνωστόν η αποκέντρωση της παραγωγής (βλ. υπεργολαβία) στις δεκαετίες του ΄70 και ΄80 («μεταφορντισμός») και μια δεκαετία νωρίτερα στην Ιαπωνία (τογιοτισμός), αποσκοπούσε πρωτίστως στην καταστολή ενός δυναμικού συνδικαλιστικού κινήματος.  Έτσι η κοινωνική πολιτική χάνει τον καθολικό της χαρακτήρα (όταν βασικά αγαθά που καταναλώνονται από όλους προσφέρονται εκτός αγοράς) και παίρνει τη μορφή των ειδικών κοινωνικών πολιτικών (πολιτικές για στοχευόμενες ομάδες). Στις παρυφές αυτής της μετάβασης εμφανίζονται για πρώτη φορά και με αυτή την δυναμική οι ΜΚΟ. Ενόσω το κράτος αποσύρεται από την άσκηση κοινωνικών πολιτικών εκχωρούνται σ’ αυτές ευρύτεροι τομείς της κοινωνικής πολιτικής στην υγεία, στην εκπαίδευση, στην υγεία, στην απασχόληση κ.ο.κ. Μέσα από τις ΜΚΟ  επιχειρείται συστηματικά η ανάδειξη του «τρίτου τομέα» (δίπλα στον ιδιωτικό και τον δημόσιο) ως βασικού φορέα παροχής υπηρεσιών, με φανερή πρόθεση την απαξίωση των δημόσιων υπηρεσιών και την παθητικοποίηση της κοινωνίας με την υπόσκαψη διεκδικητικών κινημάτων. Στόχος η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων αγαθών και της δημόσιας περιουσίας και η επικερδής τοποθέτηση   λιμναζόντων  κεφαλαίων ώστε να αντισταθμιστεί η κρίση υπερσυσσώρευσης. Πρόκειται ουσιαστικά για  τις πολιτικές που ολοκληρώνονται σήμερα στη χώρα μας με το τρίτο μνημόνιο. Bεβαίως η ανάδειξη των πρωτογενών δικτύων και η ανακάλυψη της  «τοπικής κοινωνίας»  και της «κοινωνίας των ιδιωτών» και μαζί του εθελοντικού κινήματος, συμβαδίζει με την εμπορευματοποίηση των δημόσιων αγαθών. Το γεγονός αυτό θέτει  εύλογα ερωτηματικά για τις προθέσεις και τις σκοπιμότητες που έρχεται να εξυπηρετήσει  η σύγχρονη φιλανθρωπία και ο εθελοντισμός με κύριους φορείς τις ΜΚΟ.
*Καθηγητής Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Ανάρτηση από: http://atexnos.gr