Του John Hannah
Η Τουρκία, ένα βασικό μέλος του ΝΑΤΟ, βρίσκεται στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου. Η εν υπνώσει, από το 2013 σύγκρουση με το ΡΚΚ ξέσπασε ξανά. Ήδη από τα τέλη Ιουλίου οι νεκροί έχουν ξεπεράσει τους 1.500.
Και ο υπεύθυνος για το νέο ξέσπασμα της βίας είναι ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ο νέος πόλεμος είναι ένας πολιτικός πόλεμος που προκλήθηκε από τον Ερντογάν για διασώσει το πολιτικό του μέλλον και να προωθήσει την αυταρχική του ατζέντα.
Στις κοινοβουλευτικές εκλογές του Ιουνίου, το ισλαμιστικό κόμμα του Ερντογάν έχασε την απόλυτη πλειοψηφία, για πρώτη φορά από το 2002. Για τον Ερντογάν το αποτέλεσμα αυτό ήταν μη ανεκτό για δύο λόγους.
Πρώτον, χωρίς κοινοβουλευτική πλειοψηφία ο Ερντογάν δεν μπορεί να πραγματοποιήσει τον μεγαλομανή του σκοπό να αλλάξει το τουρκικό σύνταγμα και το τουρκικό πολίτευμα από κοινοβουλευτικό σε προεδρικό. Φιλοδοξία του Ερντογάν δεν είναι τίποτα λιγότερο από το να γίνει ένας σύγχρονος σουλτάνος, με σχεδόν απόλυτες εξουσίες.
Ο δεύτερος λόγος που ο Ερντογάν χρειάζεται την απόλυτη πλειοψηφία είναι διότι έτσι θα μπορέσει να καλύψει τα μεγάλα σκάνδαλα της κυβέρνησης, του κόμματος και του στενού του περιβάλλοντος. Για αυτό δεν ευοδώθηκαν και οι προσπάθειες σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας, με σκοπό την πρόκληση νέων εκλογών.
Για τους λόγους αυτούς ο Ερντογάν επέλεξε την αστάθεια και στην σύγκρουση, ελπίζοντας να δείξει στους Τούρκους πολίτες πόσο άσχημα έπραξαν όταν δεν ψήφισαν το κόμμα του, ξέσπασε πόλεμος, η οικονομία βαδίζει σε άσχημο δρόμο και η τουρκική λίρα καταρρέει. Ο ίδιος ο Ερντογάν παραδέχτηκε όλα αυτά λέγοντας : «Αν ένα πολιτικό κόμμα είχε κατορθώσει να εξασφαλίσει 400 έδρες στη βουλή ώστε να μπορεί να αλλάξει το σύνταγμα, η κατάσταση σήμερα θα ήταν πολύ διαφορετική». Με άλλα λόγια διαμηνύει πως αν θέλετε να σταματήσει το χάος στην ασφάλεια, την πολιτική και την οικονομία…ψηφίστε με.
Ο κυνισμός του Ερντογάν καταπλήσσει. Ο βασικός λόγος που το κόμμα του Ερντογάν δεν έχει την πλειοψηφία είναι η είσοδος του φιλοκουρδικού κόμματος HDP στη βουλή. Οι Κούρδοι που μέχρι τότε ψήφιζαν το κόμμα του Ερντογάν ελπίζοντας σε λύση του Κουρδικού, προσκολλήθηκαν στο HDP, καθώς είδαν ότι η κυβέρνηση Ερντογάν-Νταβούτογλου δεν είχε, πραγματικά, σκοπό να αποδώσει τα πολιτικά δικαιώματα που απαιτούν.
Επίσης οι Κούρδοι οργίστηκαν από τον τρόπο που ο Ερντογάν αντιμετώπισε τη μάχη στο Κομπάνι, όπου οι συμπατριώτες τους της Συρίας αφέθηκαν να σφαγούν από τους τζιχαντιστές, υπό τα αδιάφορα βλέμματα του Τουρκικού Στρατού. Οι Κούρδοι σώθηκαν από διεθνή παρέμβαση, αλλά οι σκοποί του Ερντογάν αποκαλύφθηκαν στα μάτια των Κούρδων.
Έτσι, αφού η ειρηνευτική διαδικασία με τους Κούρδους δεν τον ωφέλησε πολιτικά, δοκιμάζει τώρα τον δρόμο του πολέμου ελπίζοντας να αποκομίσει οφέλη, προσπαθώντας να στρέψει την εθνικιστική τουρκική κοινή γνώμη υπέρ του. Την ίδια ώρα στρεφόμενος κατά του HDP και συνδέοντάς το με το ΡΚΚ, είναι εμφανές ότι προσπαθεί να μειώσει το ποσοστό του κάτω από το 10%, οδηγώντας το εκτός βουλής. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται και τα στρατιωτικά μέτρα κατά των Κούρδων, στη νοτιοανατολική Τουρκία, αποτρέποντάς τους ακόμα και από το να ψηφίσουν.
Παράλληλα ο Ερντογάν επιτίθεται με κάθε τρόπο στο HDP. O τουρκικός όχλος επιτίθεται κατά προσώπων και γραφείων του κόμματος, σε όλη τη χώρα. Ο φασισμός του Ερντογάν καθίσταται ολοένα και εμφανέστερος όσο πλησιάζουν οι εκλογές.
Δυστυχώς υπάρχει και ο αμερικανικός βραχίονας στον πόλεμο του Ερντογάν κατά του ΡΚΚ. Ύστερα από ενός έτους διαπραγματεύσεις για να επιτρέψει την χρήση των βάσεών της για την πραγματοποίηση επιθέσεων κατά του Ισλαμικού Κράτους, η Τουρκία έδωσε την άδεια, στα τέλη Ιουλίου, συνδυάζοντας την απόφασή της αυτή με την έναρξη του νέου πολέμου με το ΡΚΚ. Δεν είναι δύσκολο να συνδέσει κανείς τα δύο γεγονότα.
Η κυβέρνηση Ομπάμα, δικαίως, θεωρεί σημαντικές τις τουρκικές βάσεις. Η εγγύτητά τους στην Συρία και το Ιράκ αποτελεί, χωρίς αμφιβολία, πολλαπλασιαστή ισχύος. Το ερώτημα όμως είναι με ποιο κόστος.
Είναι δεδομένο ότι το YPG των Κούρδων της Συρίας και το ΡΚΚ είναι οι πιο αποτελεσματικοί αντίπαλοι των τζιχαντιστών. Οι δύο οργανώσεις διατηρούν, όμως, στενούς δεσμούς. Ακόμα και αν η Τουρκία συνεχίσει να πλήττει το ΡΚΚ, χωρίς να ασχοληθεί με το YPG, οι δεσμοί μεταξύ των δύο κουρδικών οργανώσεων είναι τέτοιοι που οι τουρκικές επιθέσεις απειλούν να υπονομεύσουν την κουρδική συνεισφορά στην, υπό τις ΗΠΑ, πολεμική προσπάθεια κατά των τζιχαντιστών.
Εντός Τουρκίας η επίδραση της πολιτικής του Ερντογάν μπορεί να είναι πιο σοβαρή. Με τον νέο πόλεμο ο Ερντογάν άναψε μια φωτιά που πιθανόν δεν μπορεί να ελέγξει και να σβήσει. Η πολιτική πόλωση και η κοινωνική ένταση, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση της Τουρκίας, αποτελούν εκρηκτικό μείγμα.
Η ελευθερία του τύπου βρίσκεται υπό διωγμό και ο δεσπότης της Τουρκίας φαίνεται παραπάνω από έτοιμος να διατηρήσει την εξουσία με κάθε τρόπο, ακόμα και χρειαστεί να θέσει το μέλλον της Τουρκίας ως ενιαίας χώρας σε κίνδυνο.
Το αν ο τουρκικός λαός υποκύψει στον εκβιασμό του Ερντογάν είναι υπό συζήτηση. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν όμως πως υποκύπτει. Η δε επίθεση κατά του ΡΚΚ στρέφει το σύνολο της κουρδικής μειονότητας υπέρ του HDP. To πιθανότερο είναι και πάλι ο Ερντογάν να μην έχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αν συμβεί αυτό τι θα κάνει; Θα κλείσει τα αντίπαλά του μέσα ενημέρωσης; Θα χαρακτηρίσει παράνομο, τρομοκρατικό κόμμα το HDP; Θα συλλάβει τους ηγέτες του; Θα χρησιμοποιήσει τις συγκρούσεις με το ΡΚΚ για να κηρύξει την χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ακυρώνοντας και τις εκλογές; Με αυτόν όλα είναι πιθανά.
Όλα αυτά φοβίζουν. Σε αυτή όμως την κατάσταση έχει φέρει την Τουρκία ο Ερντογάν. Από την πλευρά της, η αμερικανική κυβέρνηση, πρέπει να είναι έτοιμη για κάθε ενδεχόμενο. Φυσικά δεν πρέπει να επιτρέψει στον εαυτό της εξελιχθεί σε συνένοχο του Ερντογάν. Οφείλει να αποστείλει ξεκάθαρα μηνύματα για να αποτρέψει τον Ερντογάν από τα χειρότερα, πιέζοντάς τον, παράλληλα, να αποκλιμακώσει την ένταση με το ΡΚΚ, πριν να είναι πολύ αργά.
Αν ο Ερντογάν συνεχίσει στον ίδιο δρόμο, η Ουάσινγκτον πρέπει να προετοιμαστεί να μιλήσει δυναμικά και ανοιχτά εναντίον του, ακόμα και διακινδυνεύοντας να χάσει τις τουρκικές βάσεις, οι οποίες είναι σημαντικές, μεν, αλλά όχι στον βαθμό να παραμείνει σιωπηλή έναντι της καταστροφής της σταθερότητας και της δημοκρατίας ενός βασικού συμμάχου του ΝΑΤΟ.
Ο John Hannah είναι Αμερικανός πολιτικός-διπλωματικός αναλυτής
Ανάρτηση από: http://mignatiou.com
Η Τουρκία, ένα βασικό μέλος του ΝΑΤΟ, βρίσκεται στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου. Η εν υπνώσει, από το 2013 σύγκρουση με το ΡΚΚ ξέσπασε ξανά. Ήδη από τα τέλη Ιουλίου οι νεκροί έχουν ξεπεράσει τους 1.500.
Και ο υπεύθυνος για το νέο ξέσπασμα της βίας είναι ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ο νέος πόλεμος είναι ένας πολιτικός πόλεμος που προκλήθηκε από τον Ερντογάν για διασώσει το πολιτικό του μέλλον και να προωθήσει την αυταρχική του ατζέντα.
Στις κοινοβουλευτικές εκλογές του Ιουνίου, το ισλαμιστικό κόμμα του Ερντογάν έχασε την απόλυτη πλειοψηφία, για πρώτη φορά από το 2002. Για τον Ερντογάν το αποτέλεσμα αυτό ήταν μη ανεκτό για δύο λόγους.
Πρώτον, χωρίς κοινοβουλευτική πλειοψηφία ο Ερντογάν δεν μπορεί να πραγματοποιήσει τον μεγαλομανή του σκοπό να αλλάξει το τουρκικό σύνταγμα και το τουρκικό πολίτευμα από κοινοβουλευτικό σε προεδρικό. Φιλοδοξία του Ερντογάν δεν είναι τίποτα λιγότερο από το να γίνει ένας σύγχρονος σουλτάνος, με σχεδόν απόλυτες εξουσίες.
Ο δεύτερος λόγος που ο Ερντογάν χρειάζεται την απόλυτη πλειοψηφία είναι διότι έτσι θα μπορέσει να καλύψει τα μεγάλα σκάνδαλα της κυβέρνησης, του κόμματος και του στενού του περιβάλλοντος. Για αυτό δεν ευοδώθηκαν και οι προσπάθειες σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας, με σκοπό την πρόκληση νέων εκλογών.
Για τους λόγους αυτούς ο Ερντογάν επέλεξε την αστάθεια και στην σύγκρουση, ελπίζοντας να δείξει στους Τούρκους πολίτες πόσο άσχημα έπραξαν όταν δεν ψήφισαν το κόμμα του, ξέσπασε πόλεμος, η οικονομία βαδίζει σε άσχημο δρόμο και η τουρκική λίρα καταρρέει. Ο ίδιος ο Ερντογάν παραδέχτηκε όλα αυτά λέγοντας : «Αν ένα πολιτικό κόμμα είχε κατορθώσει να εξασφαλίσει 400 έδρες στη βουλή ώστε να μπορεί να αλλάξει το σύνταγμα, η κατάσταση σήμερα θα ήταν πολύ διαφορετική». Με άλλα λόγια διαμηνύει πως αν θέλετε να σταματήσει το χάος στην ασφάλεια, την πολιτική και την οικονομία…ψηφίστε με.
Ο κυνισμός του Ερντογάν καταπλήσσει. Ο βασικός λόγος που το κόμμα του Ερντογάν δεν έχει την πλειοψηφία είναι η είσοδος του φιλοκουρδικού κόμματος HDP στη βουλή. Οι Κούρδοι που μέχρι τότε ψήφιζαν το κόμμα του Ερντογάν ελπίζοντας σε λύση του Κουρδικού, προσκολλήθηκαν στο HDP, καθώς είδαν ότι η κυβέρνηση Ερντογάν-Νταβούτογλου δεν είχε, πραγματικά, σκοπό να αποδώσει τα πολιτικά δικαιώματα που απαιτούν.
Επίσης οι Κούρδοι οργίστηκαν από τον τρόπο που ο Ερντογάν αντιμετώπισε τη μάχη στο Κομπάνι, όπου οι συμπατριώτες τους της Συρίας αφέθηκαν να σφαγούν από τους τζιχαντιστές, υπό τα αδιάφορα βλέμματα του Τουρκικού Στρατού. Οι Κούρδοι σώθηκαν από διεθνή παρέμβαση, αλλά οι σκοποί του Ερντογάν αποκαλύφθηκαν στα μάτια των Κούρδων.
Έτσι, αφού η ειρηνευτική διαδικασία με τους Κούρδους δεν τον ωφέλησε πολιτικά, δοκιμάζει τώρα τον δρόμο του πολέμου ελπίζοντας να αποκομίσει οφέλη, προσπαθώντας να στρέψει την εθνικιστική τουρκική κοινή γνώμη υπέρ του. Την ίδια ώρα στρεφόμενος κατά του HDP και συνδέοντάς το με το ΡΚΚ, είναι εμφανές ότι προσπαθεί να μειώσει το ποσοστό του κάτω από το 10%, οδηγώντας το εκτός βουλής. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται και τα στρατιωτικά μέτρα κατά των Κούρδων, στη νοτιοανατολική Τουρκία, αποτρέποντάς τους ακόμα και από το να ψηφίσουν.
Παράλληλα ο Ερντογάν επιτίθεται με κάθε τρόπο στο HDP. O τουρκικός όχλος επιτίθεται κατά προσώπων και γραφείων του κόμματος, σε όλη τη χώρα. Ο φασισμός του Ερντογάν καθίσταται ολοένα και εμφανέστερος όσο πλησιάζουν οι εκλογές.
Δυστυχώς υπάρχει και ο αμερικανικός βραχίονας στον πόλεμο του Ερντογάν κατά του ΡΚΚ. Ύστερα από ενός έτους διαπραγματεύσεις για να επιτρέψει την χρήση των βάσεών της για την πραγματοποίηση επιθέσεων κατά του Ισλαμικού Κράτους, η Τουρκία έδωσε την άδεια, στα τέλη Ιουλίου, συνδυάζοντας την απόφασή της αυτή με την έναρξη του νέου πολέμου με το ΡΚΚ. Δεν είναι δύσκολο να συνδέσει κανείς τα δύο γεγονότα.
Η κυβέρνηση Ομπάμα, δικαίως, θεωρεί σημαντικές τις τουρκικές βάσεις. Η εγγύτητά τους στην Συρία και το Ιράκ αποτελεί, χωρίς αμφιβολία, πολλαπλασιαστή ισχύος. Το ερώτημα όμως είναι με ποιο κόστος.
Είναι δεδομένο ότι το YPG των Κούρδων της Συρίας και το ΡΚΚ είναι οι πιο αποτελεσματικοί αντίπαλοι των τζιχαντιστών. Οι δύο οργανώσεις διατηρούν, όμως, στενούς δεσμούς. Ακόμα και αν η Τουρκία συνεχίσει να πλήττει το ΡΚΚ, χωρίς να ασχοληθεί με το YPG, οι δεσμοί μεταξύ των δύο κουρδικών οργανώσεων είναι τέτοιοι που οι τουρκικές επιθέσεις απειλούν να υπονομεύσουν την κουρδική συνεισφορά στην, υπό τις ΗΠΑ, πολεμική προσπάθεια κατά των τζιχαντιστών.
Εντός Τουρκίας η επίδραση της πολιτικής του Ερντογάν μπορεί να είναι πιο σοβαρή. Με τον νέο πόλεμο ο Ερντογάν άναψε μια φωτιά που πιθανόν δεν μπορεί να ελέγξει και να σβήσει. Η πολιτική πόλωση και η κοινωνική ένταση, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση της Τουρκίας, αποτελούν εκρηκτικό μείγμα.
Η ελευθερία του τύπου βρίσκεται υπό διωγμό και ο δεσπότης της Τουρκίας φαίνεται παραπάνω από έτοιμος να διατηρήσει την εξουσία με κάθε τρόπο, ακόμα και χρειαστεί να θέσει το μέλλον της Τουρκίας ως ενιαίας χώρας σε κίνδυνο.
Το αν ο τουρκικός λαός υποκύψει στον εκβιασμό του Ερντογάν είναι υπό συζήτηση. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν όμως πως υποκύπτει. Η δε επίθεση κατά του ΡΚΚ στρέφει το σύνολο της κουρδικής μειονότητας υπέρ του HDP. To πιθανότερο είναι και πάλι ο Ερντογάν να μην έχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αν συμβεί αυτό τι θα κάνει; Θα κλείσει τα αντίπαλά του μέσα ενημέρωσης; Θα χαρακτηρίσει παράνομο, τρομοκρατικό κόμμα το HDP; Θα συλλάβει τους ηγέτες του; Θα χρησιμοποιήσει τις συγκρούσεις με το ΡΚΚ για να κηρύξει την χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ακυρώνοντας και τις εκλογές; Με αυτόν όλα είναι πιθανά.
Όλα αυτά φοβίζουν. Σε αυτή όμως την κατάσταση έχει φέρει την Τουρκία ο Ερντογάν. Από την πλευρά της, η αμερικανική κυβέρνηση, πρέπει να είναι έτοιμη για κάθε ενδεχόμενο. Φυσικά δεν πρέπει να επιτρέψει στον εαυτό της εξελιχθεί σε συνένοχο του Ερντογάν. Οφείλει να αποστείλει ξεκάθαρα μηνύματα για να αποτρέψει τον Ερντογάν από τα χειρότερα, πιέζοντάς τον, παράλληλα, να αποκλιμακώσει την ένταση με το ΡΚΚ, πριν να είναι πολύ αργά.
Αν ο Ερντογάν συνεχίσει στον ίδιο δρόμο, η Ουάσινγκτον πρέπει να προετοιμαστεί να μιλήσει δυναμικά και ανοιχτά εναντίον του, ακόμα και διακινδυνεύοντας να χάσει τις τουρκικές βάσεις, οι οποίες είναι σημαντικές, μεν, αλλά όχι στον βαθμό να παραμείνει σιωπηλή έναντι της καταστροφής της σταθερότητας και της δημοκρατίας ενός βασικού συμμάχου του ΝΑΤΟ.
Ο John Hannah είναι Αμερικανός πολιτικός-διπλωματικός αναλυτής
Ανάρτηση από: http://mignatiou.com