Του Θεοφάνη Τάση
Η ευπρέπεια δεν πρέπει να συγχέεται με τον κομφορμισμό και την άκριτη υπακοή σε άγραφους κανόνες συμπεριφοράς εντός ενός συγκεκριμένου πολιτισμικού ορίζοντα. Μπορεί να είναι κανείς ευπρεπής σε διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια ή αμφισβητώντας την υπάρχουσα κοινωνική θέσμιση. Η ευπρέπεια δεν συνιστά γνώρισμα μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, ενώ χωρίς πνευματικότητα είναι δυνατόν να συνιστά συστατικό ενός ατομικιστικού ωφελιμισμού, ενός προσεγμένου κομφορμισμού ή μιας εύσχημης μορφής ξένωσης. Η ευπρέπεια δεν ορίζεται με βάση το δίκαιο και το άδικο, καθώς απρεπείς συμπεριφορές δεν ρυθμίζονται νομικά και δεν επιφέρουν δικαστικές ποινές. Επιπροσθέτως, δεν ορίζεται ούτε με βάση το καλό ή το κακό, διότι μια απρέπεια δεν συνιστά ανήθικη πράξη. Η ευπρέπεια δεν ανάγεται σε καμία από αυτές τις κατηγορίες και ενώ ορίζεται δύσκολα αναγνωρίζεται εύκολα. Οπως και η πνευματικότητα δεν διέπεται από τα κίνητρα της εξουσίας, της δόξας και του χρήματος. Αμφότερες κατοικούν στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ του ηθικού και του πολιτικού, δίχως να εξαγοράζονται ή να εξουσιάζουν άλλα αγαθά. Η ευπρέπεια ως έκφραση πνευματικότητας αναφέρεται στην αισθητική του βίου, δηλαδή, στην καλαισθησία της πράξης και της συμπεριφοράς κατά τη συμβίωση. Εν ολίγοις, αφορά το αρμόζον όπως αυτό κρίνεται κάθε φορά με φρόνηση στον εκάστοτε νοηματικό ορίζοντα.
Συστατικό της ευπρέπειας αποτελεί η ευγένεια, η οποία γίνεται κατανοητή όχι απλώς στην εργαλειακή της διάσταση, αλλά κυρίως ως αυταξία. Ωστόσο στη νεοελληνική κοινωνία συχνά η αγένεια παρανοείται ως ελευθερία έκφρασης και ως εκ τούτου θεωρείται δικαίωμα, ενώ η ευγένεια γίνεται κατανοητή κυρίως στην εργαλειακή της διάσταση. Γι’ αυτό τον λόγο θεωρείται συχνά δείγμα αδυναμίας. Αν κανείς είναι αρκετά ισχυρός ώστε να πετύχει τον σκοπό του ή να επιβάλλει τη θέλησή του, τότε η ευγένεια θεωρείται άχρηστη. Ομως η αγένεια όχι απλώς ενδέχεται να οδηγήσει σε μεγαλύτερο κόπο και συγκρούσεις με τους άλλους, αλλά εν τέλει στερεί την ευκαιρία μιας γνήσιας συνάντησης με τον άλλον και μιας καλύτερης σχέσης με τον εαυτό. Του στερεί ένα χαμόγελο, έναν καλό λόγο, την έκφραση συμπάθειας και αλληλεγγύης. Στο πολιτικό επίπεδο η διάχυση της αγένειας διαβρώνει την κοινωνική συνοχή υποβαθμίζοντας έτσι την ποιότητα της δημοκρατίας. Γι’ αυτούς τους λόγους η αγένεια συνιστά αντιπολιτική έκφραση, ενώ η ευγένεια γνώρισμα δημοκρατικού ήθους.
Στην Ελλάδα παρατηρείται δυστυχώς, ιδίως τα τελευταία χρόνια, σημαντική έλλειψη ευπρέπειας στην καθημερινότητα πολλών πολιτών, αλλά και ικανού μέρους πολιτικών, δημοσιογράφων, ακαδημαϊκών και ιερέων.
Αυτή η έλλειψη αποκαλύπτει μια κοινωνικά επιβλαβή αδυναμία διάκρισης μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού. Ενδυματολογικές συμβάσεις και πρωτόκολλα συμπεριφοράς για δημόσιους λειτουργούς ή κατόχους αξιωμάτων προσαρμόζονται επιπόλαια στις ιδιωτικές προτιμήσεις. Η παρουσία αυτών στα ΜΜΕ, ενίοτε ακόμη και πολιτικών στο Κοινοβούλιο, προσομοιάζει με εκείνη στην ιδιωτική σφαίρα. Στις συζητήσεις, ιδίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κυριαρχεί ο εριστικός τόνος, ενώ ο ενικός αριθμός αντικαθιστά βαθμιαία τον πληθυντικό ευγενείας δίχως τον οποίο δύσκολα διασφαλίζεται η κατάλληλη απόσταση για την σε βάθος χρόνου εξοικείωση των προσώπων και την εμβάθυνση μιας σχέσης. Συχνά ο κάτοχος ενός αξιώματος ή ένας δημόσιος λειτουργός εργαλειοποιεί το αξίωμα ή το λειτούργημα αδυνατώντας να το βιώσει ως κάτι που υπερβαίνει την ατομικότητά του λόγω των νοημάτων που αυτό ενσαρκώνει διαμέσου της ιστορίας του. Ως αποτέλεσμα η έλλειψη ευπρέπειας που χαρακτηρίζει την εικόνα και τη συμπεριφορά ευτελίζει τις αξίες που εμπεριέχονται στον θεσμό, έτσι ώστε σταδιακά να υποβαθμίζεται η ποιότητα της δημοκρατίας.
Η έλλειψη ευπρέπειας που χαρακτηρίζει ένα μέρος της νεοελληνικής κοινωνίας οφείλεται και σε καχυποψία έναντι θεσμών της νεωτερικότητας, όπως το κράτος ή η αγορά, οι οποίοι δεν ενδυναμώθηκαν αρκετά ώστε να πετύχουν σχετική αυτονομία. Ιστορικά στη νεοελληνική κοινωνία αυτοί διαμεσολάβησαν ασθενώς τις σχέσεις μεταξύ των ατόμων λειτουργώντας κυρίως επικουρικά. Η οικογένεια, οι φίλοι και οι συγγενείς φρόντιζαν ως επί το πλείστον για την εύρεση εργασίας, την περίθαλψη, τη φροντίδα των ηλικιωμένων ή την οικονομική στήριξη. Αυτό είχε δύο συνέπειες: Από τη μια φαινόμενα όπως η αποξένωση ή η αλλοτρίωση δεν είχαν την ίδια ένταση και μορφή με την υπόλοιπη Ευρώπη. Από την άλλη φαινόμενα διαφθοράς, αναξιοκρατίας και οικογενειοκρατίας καθορίζουν σε μεγαλύτερο βαθμό τη νεοελληνική κοινωνία απ’ ό,τι άλλες ευρωπαϊκές. Η ευπρέπεια μπορεί να συνεισφέρει και στην ενδυνάμωση των νεωτερικών θεσμών, γι’ αυτό το αίτημα για ευπρέπεια στον δημόσιο βίο και την καθημερινότητα συνιστά σήμερα ριζοσπαστικό αίτημα για τον εμπλουτισμό της δημοκρατίας.
* Ο κ. Θεοφάνης Τάσης διδάσκει σύγχρονη Φιλοσοφία στο Freie Universität Berlin.
Ανάρτηση από: http://www.kathimerini.gr