Του Κώστα Ράπτη
Το αν η Ρωσία θα βγει κερδισμένη από τις παράτολμες πρωτοβουλίες της στη συριακή κρίση είναι ακόμη ένα ερώτημα ανοιχτό. Το βέβαιο πάντως είναι ότι από όλους τους παίκτες της περιοχής η Τουρκία είναι ήδη η περισσότερο χαμένη.
“Κάθε λεπτό που ο Assad παραμένει στην εξουσία, μεγαλώνει το όνειδος όσων τoν υποστηρίζουν” διακήρυξε την Τετάρτη κατά την παρέμβασή του στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών ο Τούρκος πρωθυπουργός Ahmet Davutoğlu. Ωστόσο, μέχρι να ανέβει στο βήμα είχαν σημειωθεί δραματικές ανατροπές, εφόσον η ίδια μέρα σημαδεύτηκε από τις πρώτες ρωσικές αεροπορικές επιδρομές στη Συρία –έπειτα από γραπτό αίτημα της Δαμασκού, ομόφωνη εξουσιοδότηση της ρωσικής Άνω Βουλής και σχετική ενημέρωση της αμερικανικής πλευράς μέσω του νεοσύστατου κέντρου πληροφοριών και συντονισμού που έχουν εγκαταστήσει στη Βαγδάτη η Ρωσία, το Ιράν, το Ιράκ και η Συρία.
Επιχειρησιακά η ρωσική κίνηση δεν θα πρέπει να υπερτιμηθεί, καθώς όλοι γνωρίζουν, ενθυμούμενοι και την αντοχή της Γιουγκοσλαβίας στους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ το 1999, ότι συγκρούσεις αυτού του είδους δεν κερδίζονται με επιχειρήσεις αποκλειστικά από αέρος. Ούτε άλλωστε η ίδια η Μόσχα έχει διαθέσεις ευρύτερης εμπλοκής.
Όμως η έναρξη των ρωσικών επιδρομών αλλάζει το τοπίο από πολλές απόψεις. Ενισχύει καταρχήν πολιτικά τη θέση του καθεστώτος Assad, στον βαθμό ιδίως που παρουσιάζεται ως μια κίνηση πολυμερής, ανοικτή στο συντονισμό και με τις δυτικές δυνάμεις.
Ανατρέπει επίσης την ζώνη απαγόρευσης πτήσεων που ατύπως επέβαλε το καλοκαίρι του 2012 η Τουρκία στη βόρεια Συρία, όταν άλλαξε τους κανόνες εμπλοκής στον εναέριο χώρο μετά την κατάρριψη τουρκικού αναγνωριστικού από τις καθεστωτικές συριακές δυνάμεις.
Παράλληλα, η ρωσική αεροπορική δραστηριότητα προσφέρει πιθανότατα κάλυψη σε κάτι πολύ πιο σημαντικό: την ενίσχυση της παρουσίας του Ιράν και της Χεζμπολλάχ επί του εδάφους, ώστε να δώσουν από κοινού με τις συριακές ένοπλες δυνάμεις την πραγματική μάχη εκρίζωσης των τζιχαντιστών. Η συγκρότηση του κοινού επιχειρησιακού κέντρου της Βαγδάτης θα πρέπει να θεωρηθεί κίνηση θεαματικότερη και από την έναρξη των ρωσικών βομβαρδισμών.
Επιπλέον, με την διεύρυνση της αεροπορικής βάσης της Λατάκιας για την εξυπηρέτηση των ρωσικών αεροσκαφών, δημιουργεί, ένα μόνιμο (και πολύ σημαντικότερο από την έως τώρα υφιστάμενη μικρή ναυτική βάση της Ταρτούς) στρατιωτικό “αποτύπωμα” της Ρωσίας στην Ανατολική Μεσόγειο, το οποίο δεν αναμένεται να πάψει να υπάρχει την “επόμενη μέρα” υπό οποιοδήποτε σενάριο, εξαιρουμένου βέβαια αυτού της ολοκληρωτικής ήττας της Δαμασκού.
Τέλος, οι πληροφορίες ότι στο στόχαστρο των ρωσικών μαχητικών βρέθηκαν εγκαταστάσεις της Jaysh al-Fattah (Στρατιάς της Κατάκτησης) δίνουν στις εξελίξεις γεύση ακόμη πιο πικρή για την Άγκυρα, εφόσον είναι γνωστό ότι η οργάνωση αυτή τελεί υπό την διακριτική προστασία της Τουρκίας. Μάλιστα το γεγονός ότι στις γραμμές της έχουν στρατολογηθεί 3.500 Ουιγούροι (μουσουλμάνοι του κινεζικού Τουρκεστάν) εξηγεί την αισιοδοξία των Ρώσων ιθυνόντων για στήριξη από το Πεκίνο της προσπάθειας που αναλαμβάνουν στη Συρία.
Αν συνυπολογίσει δε κανείς το γεγονός ότι ο Vladimir Putin εξήρε κατά την παρουσία του στη Νέα Υόρκη τον ρόλο όχι μόνο του συριακού στρατού αλλά και των αυτόνομων κουρδικών δυνάμεων στην καταπολέμηση των τζιχαντιστών, η εικόνα των πληγμάτων που έχει υποστεί η τουρκική πολιτική συμπληρώνεται θεαματικά.
Η πρόσφατη επίσκεψη του Tayip Erdoğan στη Μόσχα (με αφορμή την πολυσήμαντη τελετή εγκαινίων του μεγαλύτερου ισλαμικού τεμένους της Ευρώπης) έδωσε την εντύπωση ότι η Άγκυρα αντιλαμβάνεται την αλλαγή συσχετισμών, καθώς ο Τούρκος πρόεδρος εμφανίσθηκε σε δηλώσεις του να υποβαθμίζει το ζήτημα της παρουσίας η μη του Assad κατά την περίοδο της αναγκαίας “πολιτικής μετάβασης” στη Συρία.
Όμως εκ των υστέρων τόσο ο ίδιος όσο και ο Davutoğlu επανήλθαν στην ρητορική της πάση θυσία απομάκρυνσης του Assad (προς όφελος προφανώς ενός σουνιτικού καθεστώτος-μαριονέτα), την ίδια ώρα που και οι μεγαλύτερες δυτικές δυνάμεις αναδιπλώνονταν ευσχήμως, χαρακτηρίζοντας απαράδεκτη τη “μακροπρόθεσμη” παραμονή του Σύρου προέδρου στην εξουσία.
Το παιχνίδι της Τουρκίας αποκτά πάντως περισσότερο επικίνδυνα χαρακτηριστικά, στον βαθμό που ανοιχτά μεταχειρίζεται το δράμα των Σύρων προσφύγων ως γεωπολιτικό πιόνι. Στην Νέα Υόρκη ο Τούρκος πρωθυπουργός παρουσίασε το σχέδιό του για την δημιουργία στη βόρεια Συρία υπό την προστασία του τουρκικού στρατού τριών πόλεων-κοντέινερ, κάθε μία των οποίων θα μπορούσε να στεγάσει 100.000 πρόσφυγες. Πρόκειται για την αναδιατύπωση της τουρκικής φιλοδοξίας για δημιουργία μιας “ασφαλούς ζώνης” που θα επιτρέπει την ανασύνταξη των αντικαθεστωτικών ανταρτών και κυρίως θα αποτρέπει την συνένωση των “αυτόνομων καντονιών” των Κούρδων της Συρίας καθ’ όλο το μήκος των τουρκο-συριακών συνόρων.
Όμως την πρόταση αυτή πρόλαβε να τη “θανατώσει” η Γερμανίδα καγκελάριος Angela Merkel, δηλώνοντας ότι δεδομένων των ρίσκων ασφαλείας κάτι τέτοιο θα κινδύνευε απλώς να αποτελέσει επανάληψη της μαζικής σφαγής αμάχων στον “ασφαλή θύλακα” της Σρεμπρένιτσα της Βοσνίας το 1995.
Ανάρτηση από: http://www.capital.gr