Του Βασίλη Γαλούπη
Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Μεταπολεμικά, και ειδικά μετά το 1990, η πτώση του αγροτικού πληθυσμού της χώρας ήταν ραγδαία σε όλα τα επίπεδα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για το παραγωγικό σκέλος, αλλά και για τη συνεισφορά του στο ΑΕΠ. Στα χρόνια της κρίσης η κατάσταση έγινε ακόμη δυσκολότερη. Οι επιβαρύνσεις στους αγρότες και το κόστος παραγωγής αυξάνονται, ενώ τα έσοδα μειώνονται.
Η χαρτογράφηση του αγροτικού χώρου από το 1821 μέχρι σήμερα είναι άκρως διαφωτιστική για το τι πραγματικά έχει συμβεί αυτά τα σχεδόν 200 χρόνια στη χώρα μας σε όλα τα στάδια και τους τομείς της παραγωγικής διαδικασίας στη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Το 1838 ο οικονομικώς ενεργός πληθυσμός ανδρών της Ελλάδας, σύμφωνα με την απογραφή που είχε γίνει εκείνη τη χρονιά, έφτανε τους 233.273, σε συνολικό πληθυσμό 651.000. Απ’ όσους εργάζονταν, οι 95.069 ήταν γεωργοί και οι 27.366 κτηνοτρόφοι. Δηλαδή ο ένας στους δύο εργαζομένους, και συγκεκριμένα σε ποσοστό 55%, ασχολούνταν με τη γεωργία – κτηνοτροφία.
Επειδή ασφαλώς υπάρχει κι ένα ιστορικό ενδιαφέρον σ’ αυτήν την εργασιακή χαρτογράφηση αμέσως μετά την απελευθέρωση, έτσι όπως την εντοπίσαμε στην έκδοση «Στατιστικαί Μελέται 1821-1971» του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, από τον Σύλλογο Υπαλλήλων της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος, να αναφέρουμε ακόμα ότι στους άλλους τομείς απασχολούνταν κατά το 1838: μηχανικοί 15.343, έμποροι και τραπεζικοί 276, έμποροι χονδρικού εμπορίου 5.090, καταστηματάρχες 12.196, ιδιοκτήτες μεγάλης έκτασης γης 2.755, ιδιοκτήτες μικρής έκτασης γης 45.234, στρατιωτικοί 4.566, ναυτικοί 13.679, δημόσιοι υπάλληλοι 1.391, δικηγόροι 110, γιατροί 208.
Τα στοιχεία αυτά δημοσιεύθηκαν αρχικά στα αγγλικά το 1842 από τον Φρέντερικ Στρονγκ με τίτλο «Greece as a Kingdom, A statistical description of that country».
Σε μια πιο εκτενή μελέτη που έγινε το 1853 και φέρνει στο φως τα πρώτα επίσημα στατιστικά στοιχεία που διασώζονται στη χώρα μας, με τίτλο «Στατιστικαί πληροφορίαι περί Ελλάδος» (Εθνικό Τυπογραφείο), διαπιστώνεται ότι ο αγροτικός πληθυσμός αποτελεί το 89,7% του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα, αν συμπεριλάβει κανείς και τις γυναίκες, αλλά και τα παιδιά που δούλευαν με τις οικογένειές τους στα χωράφια.
Στις απαρχές του 20ού αιώνα η κατάσταση ήδη είχε αλλάξει αρκετά. Στην απογραφή του 1907 ο πληθυσμός ξεπερνούσε τα 2,6 εκατ. Το ποσοστό των ανδρών που εργάζονταν ήταν 51,2% και των γυναικών μόλις 4,3%!
Στη γεωργία απασχολούνταν 257.000 άνθρωποι, στην αλιεία 6.144 και στην κτηνοτροφία 70.560. Συνολικά, το 45% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της χώρας. Η βιοτεχνία (βιομηχανία, χειροτεχνία, χειρωνακτική) είχε ανέλθει πια σε 189.443 εργαζόμενους και στο 25,7%, ενώ το εμπόριο ήταν στο 11,1%.
Ελάχιστες οι διαφορές και στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό στην απογραφή του 1920, που περιελάμβανε άτομα ηλικίας 10 ετών και άνω, σε αντίθεση με την προηγούμενη απογραφή που αποτελούνταν από άτομα ανεξαρτήτως ηλικίας. Η γεωργία απασχολούσε το 44,9% των εργαζομένων, η κτηνοτροφία το 4,3% και η αλιεία το 0,08%.
Τραύματα
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο γεωργικός πληθυσμός της Ελλάδας τους δυο τελευταίους αιώνες έχει υποστεί βαθύτατα δημογραφικά τραύματα. Βασική αίτια ήταν, βέβαια, οι μεγάλες εθνικές περιπέτειες και οι πόλεμοι, όμως επίδραση σημαντική είχαν κατά καιρούς και άλλα οικονομικά, κοινωνικά, καιρικά, αλλά και διεθνούς φύσης αίτια (κρίσεις κ.λπ.). Σύμφωνα πάντα με τα επίσημα στοιχεία, ο αγροτικός πληθυσμός στην Ελλάδα το 1928 ήταν 3,3 εκατ. σε σύνολο 5 εκατ. κατοίκων και το 1940 είχε φτάσει στα 3,8 εκατ. σε συνολικό πληθυσμό 7,3 εκατ. Η γη μετά το 1929 ήταν διαμοιρασμένη ως εξής:
◆ Το 36,96% των αγροτών είχε έκταση μέχρι 1 στρέμμα.
◆ Το 35,09% των αγροτών καλλιεργούσε 1-3 στρέμματα.
◆ Το 23,45% των αγροτών 3-10 στρέμματα.
◆ Το 3,87% των αγροτών 10-100 στρέμματα.
◆ Το 0,15% των αγροτών πάνω από 100 στρέμματα.
Μέχρι το 1936 μοιράστηκαν από το κράτος 1,7 εκατ. στρέμματα σε 305.000 αγροτικές οικογένειες συνολικά.
Συνέπεια της αγροτικής μεταρρύθμισης ήταν η αύξηση της παραγωγής, αλλά και η εξέλιξη της εμπορευματοποίησής της. Ανάμεσα στο 1915 και το 1931 τα σπαρμένα με σιτάρι εδάφη αυξήθηκαν από 736.000 σε 1.356.000 στρέμματα, με καπνά από 17.500 σε 84.400 στρέμματα και η παραγωγή σιταριού ανέβηκε κατά 200.000 τόνους! Περίπου το 70% της καλλιεργούμενης γης είχε σιτηρά, αλλά η απόδοση ήταν πολύ χαμηλή εξαιτίας της έλλειψης κεφαλαίου και γνώσεων.
Παρά ταύτα υπήρχαν ακόμα περιθώρια βελτίωσης στην εντατικοποίηση της γεωργίας. Αποτρεπτικό ρόλο έπαιζε το γεγονός ότι η πλειοψηφία των κτημάτων ήταν μικρά και κατακερματισμένα. Όπως και να είχε, ο αγροτικός κόσμος εξακολουθούσε να τα φέρνει βόλτα δύσκολα. Υπολογίζεται ότι το 1936 το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα των αγροτών ήταν 4.200 δραχμές, όταν το κατά κεφαλήν εισόδημα στις πόλεις έφτανε τις 14.525 δραχμές.
Όσον αφορά τις εξαγωγές, το μεγαλύτερο βάρος έπεφτε στη σταφίδα, με ετήσια παραγωγή 127.000 τόνους, λίγο πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεύτερο εξαγώγιμο αγροτικό προϊόν ήταν ο καπνός, με τη Γερμανία και τις ΗΠΑ να απορροφούν πάνω από το 70% του προϊόντος. Ακόμη υπήρξαν κρατικά μέτρα για την προώθηση της βαμβακοβιομηχανίας, με την παραγωγή να αυξάνεται μετά τον αμερικανικό εμφύλιο, όταν μειώθηκαν οι εξαγωγές από τις ΗΠΑ προς την Ευρώπη. Το 1911 στην Ελλάδα καλλιεργούνταν 9.061 στρέμματα βαμβακιού και το 1939 είχαν φτάσει τα 65.200 στρέμματα.
Αν συνοψίσουμε την κατάσταση της γεωργίας στην προπολεμική περίοδο, θα διαπιστώσουμε ότι με την αγροτική μεταρρύθμιση καταργήθηκαν οι φεουδαρχικές συνθήκες, όμως δημιουργήθηκε η μικροκαλλιέργεια, που με τη σειρά της δεν επέτρεπε την εντατικοποίηση της παραγωγής.
Μεταπολεμικά πια, μεταξύ 1951 και 1961, ο συνολικός πληθυσμός της χώρας αυξήθηκε από 7,6 εκατ. σε 8,3 εκατ., όμως ο αγροτικός παρέμεινε ουσιαστικά αναλλοίωτος στα 3,6 εκατ., όπως πάνω – κάτω και πριν από τον πόλεμο (3,8 εκατ. το 1940). Εξακολουθούσε, πάντως, να αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, σε μια εποχή που άρχισε να σαρώνει η αστυφιλία με τα κύματα εσωτερικής μετανάστευσης προς τις μεγαλουπόλεις, ενώ ξεκινούσε πια και η μετανάστευση προς το εξωτερικό.
Σε φάση μεταβολής
Την περίοδο μετά τον πόλεμο, 1950 – 1965, η εκάστοτε κυβερνητική πολιτική προσπάθησε να μεταθέσει την καλλιέργεια από τα σιτηρά στην παραγωγή των λεγόμενων βιομηχανικών φυτών, ωστόσο χωρίς επιτυχία, καθώς διατηρήθηκε εν τέλει η πολιτική για τα σιτηρά, που αποτελούσαν το βαρύ πυροβολικό. Η παραγωγή σιταριού αυξήθηκε κατά 40% αυτήν τη 15ετία. Του ρυζιού διπλασιάστηκε, όπως και του βαμβακιού, ενώ του καπνού ανέβηκε κατά 30% και των λαχανικών κατά 100%.
Η ελληνική γεωργία εξακολούθησε να βρίσκεται σε μια φάση αργής μεταβολής. Οι μονοκαλλιεργητικές ή ολιγοκαλλιεργητικές συνθήκες βαθμιαία καταργήθηκαν. Ο καπνός εξακολουθούσε να κατέχει κεντρική θέση στις εξαγωγές, η θέση της σταφίδας όμως είχε υποχωρήσει. Ένα μεγάλο τμήμα της συνολικής παραγωγής αγροτικών προϊόντων έφτανε πια στην αγορά.
Το 1957 οι συνολικές εξαγωγές εξακολουθούσαν να αποτελούν μόλις το 41,8% των εισαγωγών. Περίπου το 80% των εξαγωγών αποτελούνταν το 1960 από αγροτικά προϊόντα. Η Ελλάδα μέχρι εκείνη τη χρονιά βρισκόταν σε ένα προπαρασκευαστικό στάδιο κι από τότε προσπαθούσε να εξουδετερώσει την «οπισθοδρομική» αγροτική διάρθρωση και να προωθήσει τον εκσυγχρονισμό σε όλες τις φάσεις της παραγωγής.
Ωστόσο, είχε αρχίσει να φθίνει ήδη η συμβολή της γεωργίας στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν, αφού μειώθηκε κατά 5% μεταξύ 1958-1965.
Τα πολύ δύσκολα, λοιπόν, για τον πρωτογενή τομέα αρχίζουν μετά τον πόλεμο. Το 1948 το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν ήταν 19,1 δισ. δρχ. και ο Πρωτογενής τομέας (γεωργία) 5,8 δισ., με τον Δευτερογενή στα 3,7 δισ. Η εξέλιξη και η αναλογία ανά δεκαετία μέχρι το 1990, σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία και τους Εθνικούς Λογαριασμούς Ελλάδας, ήταν:
◆ 1958: ΑΕΠ 83,7 δισ., Πρωτογενής τομέας 21,6 δισ., Δευτερογενής 19,7 δισ.
◆ 1968: ΑΕΠ 202,6 δισ., Πρωτογενής τομέας 39,5 δισ., Δευτερογενής 59,3 δισ.
◆ 1978: ΑΕΠ 1,01 τρισ., Πρωτογενής τομέας 177 δισ., Δευτερογενής 312,9 δισ.
◆ 1988: ΑΕΠ 6,5 τρισ., Πρωτογενής τομέας 1,08 τρισ. Δευτερογενής 1,8 τρισ.
Όσο για τον Τριτογενή τομέα; Από 10 δισ. το 1948, στο μισό του ΑΕΠ, εκτινάχθηκε στα 3,6 τρισ. το 1988, υπετριπλάσιο ποσοστό την ίδια χρονιά! Η γεωργία έχει όλο και μικρότερη συμβολή στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν.
Συρρίκνωση
Η έναρξη της παγκοσμιοποίησης μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ, σε συνδυασμό με την ολοένα αυξανόμενη επιρροή της αγροτικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ελλάδα μέσω επιδοτήσεων, αλλά και τρομερών αλλαγών, οδήγησε σε συρρίκνωση του αγροτικού κλάδου σε όλα τα επίπεδα.
Σύμφωνα με την Eurostat, σχετικά με την απασχόληση στον αγροτικό τομέα αλλά και την αλιεία το 2012, οι απασχολούμενοι στον αγροτικό κλάδο, έπειτα από διαρκή πτώση τις τελευταίες δεκαετίες, έφταναν τους 400.000, αντί των 3,6 εκατ. του 1961! Συνολικά 23 εκατ. άνθρωποι απασχολούνται ως αγρότες στην Ε.Ε. των 27 κρατών-μελών.
Οι κακές ειδήσεις, όμως, δεν τελειώνουν εδώ. Σωρευτικά την εξαετία 2006-2011 το αγροτικό εισόδημα στην Ελλάδα, όπως εκτιμάται από την Eurostat, μειώθηκε κατά 22,6%, ενώ στο ίδιο διάστημα, συγκριτικά, το αγροτικό εισόδημα στην Ε.Ε. αυξήθηκε κατά 19% και στις χώρες της ευρωζώνης κατά 5% περίπου.
Στην Ελλάδα τη δεκαετία του 2000 οι αγρότες μειώθηκαν κατά 35%! Έτσι, από το 17% το 2000 πήγαν στο 11% του ενεργού πληθυσμού το 2009, ποσοστό που σήμερα είναι μικρότερο. Η συμμετοχή του αγροτικού τομέα στη συνολική
Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία από 6,6% έπεσε στο 3% το ίδιο διάστημα (2000-2010) και το αγροτικό εισόδημα μειώθηκε κατά 19%. Οι εισαγωγές αγροτικών προϊόντων, που δυνητικά θα μπορούσαν να παραχθούν εντός Ελλάδας, έφταναν κάθε χρόνο τα 5-6 δισ. ευρώ.
Οι εξελίξεις τα τελευταία 25 χρόνια ήταν ραγδαίες σε παγκόσμιο επίπεδο στο σύστημα παραγωγής, μεταποίησης και διακίνησης των αγροτικών προϊόντων. Όμως η ελληνική γεωργία και το κράτος σε επίπεδο εθνικής πολιτικής δεν παρουσίασαν τα απαιτούμενα αντανακλαστικά για τον διαρθρωτικό και θεσμικό εκσυγχρονισμό που απαιτούνταν. Οι προστατευτικοί μηχανισμοί της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μάλιστα, έδρασαν συχνά ως αποτρεπτικοί παράγοντες για τη βελτίωση της παραγωγικής εικόνας της ελληνικής γεωργίας και η κρίση έδωσε το τελειωτικό χτύπημα, μέσα σε έναν λαβύρινθο στρεβλώσεων, υπερβολών και παθογενειών.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε η ΠΑΣΕΓΕΣ το 2013, οι θέσεις εργασίας που χάθηκαν στον αγροτικό τομέα την τριετία 2010-2012 αγγίζουν τις 58.300, παρά το γενικό προσκλητήριο για επιστροφή στη γη ως μέσο καταπολέμησης της ανεργίας και δυνατότητας εύρεσης ενός εισοδήματος.
Η σημαντική άνοδος του κόστους παραγωγής και των φόρων είχαν συνέπεια το αγροτικό εισόδημα σωρευτικά, το διάστημα της πενταετίας 2009-2013, να μειωθεί κατά 13%, πτώση η οποία σε απόλυτο μέγεθος αντιστοιχεί σε απώλεια της τάξεως των 922 εκατ. ευρώ περίπου. Από τα 6,537 δισ. ευρώ που ήταν το 2014 το σύνολο του γεωργικού εισοδήματος στη χώρα μας, τα 3,017 δισ. ευρώ αποτέλεσαν χρήματα που ήρθαν από τις Βρυξέλλες, με συνέπεια η εξάρτηση από τις κοινοτικές επιδοτήσεις να μεγαλώνει αντί να μικραίνει.
Όσον αφορά το τι παράγει η χώρα μας, το διάστημα 2009-2013 το προβάδισμα ως προς την κατανομή της αξίας κατέχουν τα φρούτα και τα κηπευτικά, με ποσοστά 16,6% και 18% αντίστοιχα. Ακολουθούν το γάλα (11,2%), οι αροτραίες καλλιέργειες (10,2%), το ελαιόλαδο (9,3%), το αιγοπρόβειο κρέας (8,3%) και τα σιτηρά (7,5%). Η αξία των εξαγωγών τροφίμων, εξάλλου, αυξήθηκε μεταξύ 2008-2014 κατά 22%.
Με όλα αυτά δεν είναι δυσεξήγητο το ότι το ποσοστό των νέων αγροτών το 2012, καταμεσής της κρίσης και της έξαρσης της ανεργίας, ήταν στην Ελλάδα μόλις το 7%, ενώ των ηλικιωμένων αγροτών 57,2%! Όχι μόνο γερνάει, αλλά δεν ανανεώνεται κιόλας ο αγροτικός πληθυσμός… Η χώρα μας, τελικά, συρρίκνωσε την αγροτιά της! Και οι καιροί για όσους θέλουν να επιστρέψουν στη γη γίνονται όλο και δυσκολότεροι.
Ανάρτηση από: http://www.topontiki.gr