Του Σταύρου Χριστακόπουλου
Με κούρσα εκατό μέτρων πάνω σε ένα λεπτό στρώμα πάγου θα μοιάζουν οι επόμενοι μήνες της κυβέρνησης, αλλά και τα επόμενα χρόνια για τη χώρα. Η υψηλή ένταση των επόμενων νομοσχεδίων θα τελεί υπό την ενίσχυση της επιτήρησης των δανειστών αλλά και τη διαρκή απειλή του Grexit, το οποίο ουδέποτε έφυγε από το τραπέζι.
Πριν από δύο εβδομάδες ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Βίτορ Κονστάνσιο δήλωσε πως η απειλή για Grexit δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί, διότι η εκδίωξη μιας χώρας από το ευρώ είναι παράνομη. Όποιος όμως θυμάται τη σκληρή νύχτα της 12ης προς 13η Ιουλίου δύσκολα θα σβήσει από τη μνήμη του την ομόθυμη προειδοποίηση όχι μόνο της Μέρκελ και του Σόιμπλε, αλλά και αυτών που θεωρητικά στέκονταν στο πλευρό της Ελλάδας –από τον Γιούνκερ και τον Τουσκ έως τις ΗΠΑ, τον Ολάντ και τον Ρέντσι– που μιλούσαν ανοιχτά για «μνημόνιο ή Grexit».
Η στενή συνεργασία των παραπάνω δυνάμεων και ηγετών – η οποία στην περίπτωση των ΗΠΑ, σύμφωνα με το σημείωμα του πρεσβευτή μας στην Ουάσιγκτον Χρήστου Παναγόπουλου που αποκάλυψε η «Καθημερινή» την Κυριακή, εξελίχθηκε σε ανοιχτή στήριξη και παροχή διαπραγματευτικών συμβουλών – με την ελληνική κυβέρνηση δεν αποτέλεσε σε καμιά περίπτωση αμφισβήτηση του γερμανικού δόγματος της λιτότητας.
Η συμφωνία για νέο δάνειο και μνημόνιο, που συνομολογήθηκε εκείνες τις ημέρες, είναι σκληρότατη για δύο λόγους, πέραν της απροθυμίας όλων των διεθνών παραγόντων και της αδυναμίας της Ελλάδας να αντιταχθούν στην εφαρμογή των σκληρών μέτρων:
- Διότι προέκυψε σε βαρύτατο κλίμα, με την Ελλάδα σε ασφυξία, με κλειστές τράπεζες και με την ελληνική κυβέρνηση βαριά τραυματισμένη και εξουθενωμένη από μια επτάμηνη διαδικασία γεμάτη εκβιασμούς, λάθη και παλινδρομήσεις.
- Διότι συμπεριέλαβε και όσα, παρότι είχαν συμφωνηθεί στα δύο προηγούμενα μνημόνια, είχαν μείνει ανεφάρμοστα.
Η νέα συγκυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου βρίσκεται στη δραματική θέση να εφαρμόσει «εμπροσθοβαρώς», δηλαδή ταχύτατα –σχεδόν προτού προλάβει καν να επεξεργαστεί τις υπεσχημένες «εναλλακτικές» ρυθμίσεις–, το σύνολο των μνημονιακών προβλέψεων.
Παρά την προσπάθεια της κυβέρνησης να απαλύνει ρητορικά τις επιπτώσεις και να καθησυχάσει επικαλούμενη το «παράλληλο» πρόγραμμά της, στελέχη της ομολογούν σχεδόν ψιθυριστά ότι το υφιστάμενο πρόγραμμα εμπεριέχει όλες τις προδιαγραφές ώστε να αποτύχει και εκφράζουν την ανησυχία τους ότι έχει δομηθεί ακριβώς με αυτόν τον στόχο: να δημιουργήσει κλίμα πολιτικής και οικονομικής ασφυξίας τέτοιου μεγέθους και έντασης, ώστε να οδηγήσει εκ των πραγμάτων στην αρχική επιλογή του Σόιμπλε, η οποία στη σύνοδο κορυφής του Ιουλίου υιοθετήθηκε ως η μόνη εναλλακτική έναντι του μνημονίου.
Δίχως περιθώριο ελιγμών
Η κυβέρνηση τους επόμενους μήνες θα πρέπει να διαχειρίζεται ταυτοχρόνως πολλούς δυσμενείς παράγοντες, και μάλιστα με ελάχιστο περιθώριο ελιγμών:
- Την ταχύτητα της νομοθέτησης των «μεταρρυθμίσεων» χωρίς ανάσα, με κορυφαίες την ασφαλιστική και τη φορολογική.
- Την εφαρμογή των νομοθετημάτων και την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων.
- Την εξισορρόπηση του τραπεζικού περιβάλλοντος μέσω της νέας ανακεφαλαίωσης και της ρύθμισης των κόκκινων δανείων.
- Τη δυσφορία της κοινωνίας, η οποία ύστερα από ένα εκλογικό σερί χωρίς ανάσα θα προσγειωθεί ανώμαλα στη μνημονιακή πραγματικότητα.
- Την έξαρση του προσφυγικού και τα προβλήματα που αυτή δημιουργεί ακόμη και σε θέματα εθνικής κυριαρχίας – όπως η διαχείριση των συνόρων.
Σε αυτό το περιβάλλον τα περί «ισοδυνάμων» και «παράλληλου» προγράμματος ακούγονται ως παραδοξολογίες. Η κυβέρνηση πρώτα θα εφαρμόζει τα συμφωνηθέντα και μόνο σε βάθος χρόνου θα επιχειρεί –αν υπάρξει η ανάλογη επεξεργασία και αποδειχθεί «ρεαλιστική»– να βρει ανακουφιστικά αντίμετρα.
Αμέτρητα εμπόδια
Ένα πανίσχυρο όπλο των δανειστών λέγεται «ρύθμιση του χρέους». Παρά τις διαβεβαιώσεις ότι η συζήτηση αυτή θα ανοίξει πολύ σύντομα, το πιθανότερο σενάριο λέει ότι θα βρεθεί στην «ουρά» της ταχείας εφαρμογής του μνημονίου.
Αν μάλιστα πάρουμε τοις μετρητοίς την εκφρασθείσα άποψη της Μέρκελ ότι από το 2023 και ύστερα η Ελλάδα θα πρέπει να δαπανά έως και 15% του ΑΕΠ της (27 δισ. στο σημερινό επίπεδο ΑΕΠ) από το 7% έως 12% που δαπανά σήμερα, είναι αμφίβολο αν η Ελλάδα, παραμένοντας στη σημερινή της κατάσταση, θα καταφέρει να ανταποκρίνεται ακόμη και με το χρέος… «ρυθμισμένο».
Υπό την αίρεση της εφαρμογής του προγράμματος τίθεται και η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ενώ ο κεντρικός τραπεζίτης της Ευρώπης Μάριο Ντράγκι προσφάτως έθεσε έναν ακόμη όρο, τον οποίο η ελληνική κυβέρνηση δεν ήθελε ούτε να ακούει το προηγούμενο διάστημα: «Η Ελλάδα θα πρέπει να έχει την ιδιοκτησία του προγράμματος για να μπορέσει η κεντρική τράπεζα να εξετάσει τα ομόλογα της χώρας».
Αυτό σημαίνει πως η κυβέρνηση θα πρέπει όχι μόνο να εφαρμόσει, αλλά και να υιοθετήσει το μνημόνιο απαλλάσσοντας τους δανειστές από τον ρόλο του «κακού λύκου».
Τέλος, αξίζει επισήμανσης μια ανακοίνωση του ΣΕΒ την περασμένη εβδομάδα, η οποία ανέφερε ότι τα επόμενα επτά χρόνια θα πρέπει να επενδύονται στη χώρα «15 δισ. ευρώ τον χρόνο περισσότερα απ’ ό,τι επενδύουμε σήμερα μόνο και μόνο για να διατηρήσουμε το σημερινό επίπεδο ευημερίας». Κοινώς, αν ο υπολογισμός είναι ακριβής, θα πρέπει να προσελκυσθούν πάνω από 100 δισ. ευρώ σε επενδύσεις, όταν το πακέτο Γιούνκερ βρίσκεται μόλις στα 35.
Με απλά λόγια, καθώς η χώρα εξακολουθεί να βυθίζεται, θα πρέπει ταυτοχρόνως να υλοποιεί ένα βαρύ πρόγραμμα, να προσελκύει επενδύσεις που θα αυξήσουν τον παραγόμενο πλούτο και να εκσυγχρονίζει τους θεσμούς και να αυξάνει τις εσωτερικές αντοχές της χώρας, ώστε, αν όλα «πάνε στραβά», να αντέξει τον κραδασμό ενός Grexit χωρίς να καταρρεύσει. Είναι ή δεν είναι όλα αυτά ένα σπριντ πάνω σε λεπτό στρώμα πάγου;
Ανάρτηση από: http://www.topontiki.gr