Του Αλέκου Μιχαηλίδη
Πολέμησα καιρό σε όλα τα πεδίακαι με τυφλή μανία ξέσκιζα τον εχθρό.
Τώρα με χειρουργεί μια αλλήθωρη νεολαία,μια τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική.
Ξέρουν άραγε αυτοί που μιλούν και ξαναμιλούν για «μύθο του Πολυτεχνείου» (λες και θα πείσουν κανένα λογικό άνθρωπο) γιατί κατέβηκε ο Ιάκωβος Κουμής σ’ εκείνη την πορεία της 16ης Νοεμβρίου 1980, γιατί δέχτηκε τη δολοφονική επίθεση της ελληνικής αστυνομίας, γιατί άφησε την τελευταία του πνοή 7 μέρες αργότερα; Μάλλον όχι.
Διότι αν ήξεραν, θα ένιωθαν την ελάχιστη ντροπή όταν μιλούσαν για τους νεκρούς του Πολυτεχνείου, θα προτιμούσαν να σιωπήσουν κάθε χρόνο τέτοιες μέρες. Δεν συνέλαβαν στιγμή το νόημα της εξέγερσης των φοιτητών του Πολυτεχνείου, δεν κατάλαβαν τίποτα από την επταετία της Χούντας. Συνεχίζουν να θεωρούν ότι επρόκειτο για «ανθρώπους» που αγαπούσαν την πατρίδα τους, αλλά παρασύρθηκαν. Παρασύρθηκαν και έδωσαν τη μισή Κύπρο;
Οι ίδιοι άνθρωποι που μιλούν για τον «μύθο» του Πολυτεχνείου, είναι οι ίδιοι που οργίζονται όταν αμφισβητηθεί η εισβολή (και καλά κάνουν, αλλά δεν είναι άραγε το ίδιο;), είναι οι ίδιοι που θέλουν μονοπώλιο στον «πατριωτισμό». Δεν τους χωράει ο τόπος όταν άλλοι αμφισβητούν τη «δική τους» ιστορία. Αλλά, «το Πολυτεχνείο δεν έγινε». Είναι προϊόν μυθοπλασίας. Μυθοπλασίας ποιών ρε εξυπνάκηδες; Των μασόνων;
Η μορφή του Ιάκωβου Κουμή, από τη Σωτήρα Αμμοχώστου, είναι ικανή να ξεγράψει όσους μιλούν έτσι για το Πολυτεχνείο. Μετουσιώνει ολόκληρη την ιστορία αυτού του τόπου. Ένας Κύπριος ενωτικός, μέλος της Επιτροπής Αυτοδιάθεσης Κύπρου, δολοφονείται από τις ελλαδικές αστυνομικές δυνάμεις ασφαλείας, ενώ ξεκουράζεται μετά την καθιερωμένη πορεία για το Πολυτεχνείο. Αφού ξεψυχά, μεταφέρεται στην Κύπρο. Πρώτα στη Φανερωμένη, μετά στη Σωτήρα του. Οι τότε «εθνικάφρονες», μάλλον σχεδιάζουν πως θα λασπολογήσουν εναντίον του Πολυτεχνείου. Όπως κάνουν άλλοι τώρα με την ΕΟΚΑ…
Ποιος τους έδωσε το δικαίωμα να παίζουν με την ιστορία που μας κρατά ζωντανούς; Άγνωστο. Πότε καταντήσαμε ζώα και υπάνθρωποι; Επίσης άγνωστο. Πάντως, ο Κουμής χαμογελά. Δίπλα στις νεκρές ελληνικές σημαίες, ποδοπατημένες από τα «εθνικόφρονα» τανκ της Χούντας, χαμογελά. Αρνείται να πιστέψει ότι υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που «λησμονούν» το καθεστώς που παρέδωσε τη μισή Κύπρο στους Τούρκους. Στέκεται καλά έξω από την καταπατημένη πύλη του Πολυτεχνείου και αγναντεύει την Αμμόχωστο. Σαν να ‘ναι στη Σωτήρα. Ακούει από μακριά τους φοιτητές: «Κουμής, Κανελλοπούλου, Μιχάλης Καλτεζάς». Συνεχίζει να χαμογελά. Εν τω μεταξύ, στο πίσω μέρος της ίδιας πορείας, κάποιοι, αφού φωνάξουν το σύνθημα, θα διερωτηθούν ποιος είναι ο Κουμής. Κάπου αλλού, άλλοι, θα διοργανώνουν εκδηλώσεις για τον «μύθο» (οι άφρονες), θα γράφουν εξυπνακίστικα σχόλια, θα περιπαίζουν εκείνο τον αξεπέραστο Νοέμβρη του ’73 για να προκαλέσουν εντύπωση (;) και θα νοσταλγούν τους τρελούς συνταγματάρχες, την ώρα που θα προσπαθούν να πείσουν (τον εαυτό τους) πως έχουν ιδέα τι συνέβη και τι συμβαίνει σ’ αυτή την εσχατιά του ελληνισμού. «Η γαλάζια σου μορφή μας τυραννά», Ιάκωβε Κουμή. Μας άφησες μόνους με τους «Έλληνες», να γυρεύουμε «μια σταγόνα λευτεριάς στα βήματά σου».
Ανάρτηση από: https://antistasitwra.wordpress.com