Του Νίκου Μπογιόπουλου
Η καλή μας κυβέρνηση – που είναι και «αριστερή» - πέρασε έναν ακόμα νόμο ενίσχυσης των τραπεζών με ρευστό και εγγυήσεις.
Ο νόμος αυτός ψηφίστηκε όπως και οι προηγούμενοι: Με διαδικασίες εξπρές και «κατεπειγόντως». Αλλά αυτές ακριβώς τις διαδικασίες ήταν που ο ΣΥΡΙΖΑ – πριν γίνει κυβέρνηση – τις αποκαλούσε «εκτροπή» και «αντιδημοκρατική μαυρίλα»…
Ο νόμος αυτός, που δίνει νέο χρήμα στις τράπεζες, δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τους προηγούμενους αντίστοιχους μνημονιακούς νόμους του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ.
Εκείνους τους νόμους που ο ΣΥΡΙΖΑ – πριν γίνει κυβέρνηση – τους αποκαλούσε «σκάνδαλο» και «έγκλημα»…
Στο πλαίσιο εκείνων των νόμων (που πριν ήταν «σκάνδαλο» και «έγκλημα» αλλά τώρα έγιναν «αριστερή σωτηρία») και πριν από την νέα ανακεφαλαιοποίησή τους, οι τράπεζες είχαν λάβει σε ρευστό ή κρατικές εγγυήσεις το ποσό των 211,5 δισ. ευρώ.
Προσοχή: Σε αυτά τα δισεκατομμύρια δεν έχει προστεθεί ο πακτωλός που με τη μορφή ρευστότητας έχουν λάβει οι ελληνικές τράπεζες από την ΕΚΤ. Ενισχύσεις που μόνο τα δυο πρώτα χρόνια των μνημονίων είχαν ανέλθει στο εξωφρενικό ποσό των 125 δισ.ευρώ (έκθεση Eurobank Μάης 2012).
Κάποιοι δημοσιολογούντες, θέλοντας να εξωραΐσουν το καθεστώς της τραπεζοκρατίας, αναμηρυκάζουν το εξής «επιχείρημα» της συμφοράς: «Μα τα λεφτά αυτά – λένε - δεν είναι ρευστό, δεν είναι χρήμα, τα περισσότερα είναι εγγυήσεις, άρα δεν μπορείτε να δημιουργείτε εντυπώσεις (σσ: εμείς δημιουργούμε τις εντυπώσεις) ότι όλα αυτά τα λεφτά έχουν καταλήξει στα ταμεία των τραπεζών». Μάλιστα…
Είναι προφανές ότι εμείς και οι ανωτέρω παπαρολόγοι εντυπωσιαζόμαστε από διαφορετικά πράγματα απ΄ ότι εμείς. Για παράδειγμα: Σε αυτούς δεν προκαλεί καμία εντύπωση ότι
α) τουλάχιστον 50 δισ. ευρώ από τα προηγούμενα έχουν ήδη διατεθεί στις τράπεζες ως ρευστό,
β) οι εγγυήσεις αυτές παρέχονται από το ελληνικό κράτος και ως εκ τούτου όταν καταπίπτουν βαραίνουν το ελληνικό κράτος, δηλαδή τον χειμαζόμενο ελληνικό λαό,
γ) ότι οι ενισχύσεις προς τις τράπεζες βαραίνουν το δημόσιο χρέος που καλείται να το πληρώσει, πάλι, ο ελληνικός λαός.
Εκείνο, όμως, που βασικά δεν προκαλεί καμία εντύπωση σε όλους αυτούς είναι το εξής:
Ενώ το κράτος υπό οποιαδήποτε κυβέρνηση (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ) για τις τράπεζες είναι προθυμότατο να εγγυάται, για τον μισθό του εργάτη δεν εγγυάται κανένας!
Για το σπίτι του μεροκαματιάρη ή του άνεργου που απειλείται με πλειστηριασμό δεν εγγυάται κανένας!
Για τις συντάξεις των γερόντων δεν εγγυάται κανένας!
Για τα ασφαλιστικά δικαιώματα των ανθρώπων του μόχθου δεν εγγυάται κανένας!
Για την αποτροπή των λουκέτων σε εκατοντάδες χιλιάδες μαγαζιά δεν εγγυάται κανένας!
Καμία εντύπωση δεν προκαλεί σε όλους αυτούς ότι για τα εισοδήματα των μισθωτών, που έχουν σφαγιαστεί κατά 50%, που εδώ και 6 χρόνια πληρώνουν τον ένα φόρο και το ένα χαράτσι μετά το άλλο, δεν προβλέφτηκε, ποτέ, κανένα πρόγραμμα… «ανακεφαλαιοποίησης». Ούτε «ενίσχυσης». Ούτε «εγγύησης».
Εν αντιθέσει, βεβαίως, με τις τράπεζες…
***
Ως εκ τούτου, ας πάμε να θυμηθούμε λίγο την βικτωριανή εποχή, μέσα από την «Όπερα της Πεντάρας»:
To φόντο είναι τα προάστια του Λονδίνου, εκεί που καταφεύγουν οι κοινωνικά απόκληροι και περιθωριοποιημένοι. Εκεί που το έγκλημα και ο υπόκοσμoς αντλούν τους στρατούς και την πελατεία τους.
Ο ένας ήρωας, ο Πίτσαμ, έχει το «ταλέντο» να εκμεταλλεύεται και να εξαπατά ανθρώπους. Τους κρατά ομήρους στη δούλεψή του. Αν και είναι υγιείς, τους βάζει να παριστάνουν τους σακάτηδες και τους στέλνει να ζητιανεύουν για λογαριασμό του.
Είναι ο επικεφαλής των λωποδυτών, ο αρχηγός του υποκόσμου, τα πορνεία δουλεύουν γι' αυτόν, αλλά γι' αυτόν δουλεύει και ο αρχηγός της Αστυνομίας...
Ο άλλος ήρωας είναι ο Μακήθ. Γοητευτικός και ακραίος, τζέντλεμαν και μαχαιροβγάλτης. Ιδεολόγος και γκάνγκστερ. Προϊόν και ο ίδιος ενός κοινωνικού «πολτού», που όσο δεν έχει συνείδηση της δύναμής του, όσο δέχεται την επικυριαρχία των Πίτσαμ, τόσο περισσότερο γίνεται «άνθρωπος λύκος για τον άνθρωπο». Τόσο περισσότερο βουλιάζει στην αυταπάτη «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».
Το μήνυμα εκπέμπεται με τρόπο απλό και γι' αυτό ευθύβολο:
Η δυστυχία πάει χέρι - χέρι με την υποταγή των πολλών στους λίγους. Η κρατική εξουσία «διαιτητεύει» στο σύστημα της εκμετάλλευσης.
Όσο μεγαλύτερη η «καπατσοσύνη» και η «ελευθερία της αγοράς», τόσο μεγαλύτερη η αγριότητα των «νονών» και η «ελευθερία ηθών».
Όσο πιο παγιωμένη η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, τόσο πιο αχόρταγη η βουλιμία, τόσο πιο ασύδοτη η αχρειότητα του εκμεταλλευτή.
Πρόκειται για την ιστορία ενός σάπιου κόσμου που επαναλαμβάνεται.
Αυτή είναι η ιστορία ενός κόσμου που το 1728, όταν ο Τζον Γκέι συνέλαβε την «όπερα του ζητιάνου», βασίλευε η εκμετάλλευση υπό το στέμμα της αριστοκρατίας.
Είναι η ιστορία ενός κόσμου που, όταν ο Μπρεχτ διασκεύασε μεγαλοφυώς την «όπερα του ζητιάνου», δημιουργώντας την «Οπερα της Πεντάρας», βασίλευε η εκμετάλλευση υπό το στέμμα της ήδη εδραιωμένης χρηματιστικής ολιγαρχίας.
Στο ερώτημα αν η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται και σήμερα, στην εποχή δηλαδή των πολυεθνικών και των τραπεζών, ας αποφασίσει ο αναγνώστης. Έχοντας, φυσικά, υπόψη του τα λόγια του Μακήθ, λίγο πριν ανέβει στην κρεμάλα:
«Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας;»…
Ανάρτηση από: http://www.enikos.gr