Της Κατερίνας Δήμα
Πριν δυο μέρες έπεσε το μάτι μου σε ένα άρθρο για το Νίκο Ρωμανό με τον τίτλο: «Ρέκβιεμ και… Απολογία» που σχολίαζε το κείμενο του Ρωμανού «Ρέκβιεμ για ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή».
Παρ’ όλο που το άρθρο αυτό γράφτηκε στις 3 του μήνα και ο Δεκέμβρης κοντεύει να τελειώσει, το θέμα του παραμένει διαχρονικό, γιατί δεν είναι ο Ρωμανός, ή ο όποιος Ρωμανός, που αποφασίζει να περάσει στην άλλη μεριά, να πάρει την απόφαση της μετωπικής σύγκρουσης με το σύστημα, να αποποιηθεί τις φόρμες που θα παρείχαν ασυλία στην αστική του καταβολή, να παροπλίσει την προνομιακή μεταχείριση που εξαγοράζει η «ταξική σιωπή» απέναντι στα εγκλήματα της πλουτοκρατίας, ώστε αυτός ο κόσμος να διατηρεί το παραμορφωμένο του σχήμα.
Σε αυτό το άρθρο το θέμα είναι πώς κάποιοι δημοσιογράφοι εξασφαλίζουν την εύνοια μίας υποτίθεται «σκεπτόμενης μειοψηφίας που αντιδρά στο κατεστημένο» ενώ στην ουσία και αυτοί οι δημοσιογράφοι εξυπηρετούν το σύστημα το ίδιο πιστά, όσο και οι νονοί των καναλιών, αναπαράγοντας νόρμες, όπως και οι δηλωμένοι συστημικοί.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το άρθρο ξεκινάει με μία «ανάλυση» των γραφομένων του Νίκου Ρωμανού στο κείμενό του «Ρέκβιεμ για ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή», μία απόλυτα προβλεπόμενη ανάλυση, με το πολυπόθητο «ψυχογράφημα» της σχέσης Ρωμανού-Γρηγορόπουλου που τα μήντια λυσσούσαν τόσα χρόνια να έχουν, να καταναλώσουν, μέσα σε αυτήν την αδηφάγα κοινωνία του θεάματος, και που ο Νίκος Ρωμανός αρνιόταν, παρά το νεαρό της ηλικίας του, με αξιοπρέπεια να τους δώσει.
Κι ενώ τόσο χρόνια όλοι μίλησαν με όποια γλώσσα υπάρχει, αποκαλώντας τον από «αθώο παιδί» ως «τρομοκράτη», προσπαθώντας να σπάσουν είτε συναισθηματικά είτε εκβιαστικά το κέλυφος της σιωπής του, αυτό το κέλυφος έσπασε μόνο όταν το αποφάσισε ο ίδιος.
Προσωπικά δεν έχω χρησιμοποιήσει ποτέ τις λέξεις «ένα δεκαπεντάχρονο παιδί» κι ας ήταν αυτό ακριβώς. Γιατί δεν ήταν κιόλας. Εκείνη τη νύχτα μεγάλωσε μία αιωνιότητα. Εκείνη η νύχτα δεν ήταν ένα Σάββατο βράδυ. Ήταν μία αιωνιότητα κι ένα Σάββατο βράδυ. Τον τρόπο που αυτή η νύχτα τον επηρέασε, και πώς ξαφνικά από μία εφηβεία που πέρασε ξώφαλτσα, μπήκε στον κόσμο που βρίσκεται τώρα, το ξέρει ο ίδιος και αυτή την αποτίμηση την κάνει και θα την κάνει πάντα ο ίδιος για τον εαυτό του.
Δυστυχώς όμως πάντα ολόγυρα θα είναι αυτοί που με αναλύσεις επί αναλύσεων, θα διαβάζουν ανάμεσα στις γραμμές πράγματα που δεν είπε, ερμηνεύοντας προς άλλες κατευθύνσεις, με κίνητρα που γνωρίζουν οι ίδιοι. Όπως για παράδειγμα στο άρθρο αυτό που ξεκινάει λέγοντας: «… ο Νίκος Ρωμανός επανέρχεται, εκφράζοντας ένα είδος απολογίας για την ακατανόητη στάση του, όπως διατυπώθηκε στην προηγούμενη επιστολή του».
Κατ’ αρχήν η έννοια της «απολογίας» έχει ένα ιδιαίτερα σημαίνον βάρος, είναι μία έννοια νοηματικά χρεωμένη και φορτισμένη, με αποτέλεσμα όταν χρησιμοποιείται αυθαίρετα να γίνεται κακόβουλη και παραμορφωτική.
Από πού κι ως πού προεξοφλείται η απολογία; Ποιος είπε ότι ο Ρωμανός αναγνωρίζει καν αυτή την έννοια μέσα στους προσωπικούς αξιακούς του κώδικες ώστε να του προσάπτεται μία τέτοια στάση;
Η ανάλυση στο άρθρο συνεχίζεται και αφού παρατίθενται τα σημεία εκείνα μέσα από την επιστολή του Ρωμανού που κατευθύνουν, κατά την προσωπική μου γνώμη, τη διαμόρφωση της «εναλλακτικής άποψης» εκεί που θέλει η αριστερά-γιαλαντζί, καταλήγει σε συμπεράσματα με τα εξής λόγια:
«Είναι δεδομένο λοιπόν ότι ο Νίκος Ρωμανός επέλεξε μαζί με τους συντρόφους του να ζήσουν “εκτός νόμου” απέναντι στο σύστημα που καταγγέλλουν κι έχοντας φορτωμένο στη βαλίτσα τους το μίσος. Είναι επίσης δεδομένο ότι το μίσος, ακόμα κι αν είναι κατανοητό, δεν είναι και δεν υπήρξε ποτέ ιδεολογικό εφαλτήριο των αναρχικών, όπου κι αν αγωνίστηκαν κι όπου έδωσαν μάχες ιστορικά.»
Και διερωτώμαι εγώ η μη-δημοσιογράφος από ποια βιβλιογραφική χρονοκάψουλα ορμάται ο κάθε δημοσιογράφος να μας πει περί νοοτροπίας και πρακτικής των αναρχικών, και στο όνομα ποιων αναρχικών μιλάει για τα κίνητρα και τις πράξεις τους, ή για το τι είναι δεδομένο και τι όχι μέσα στα ιδεολογικά τους εφαλτήρια;
Ποιο είναι το ιστορικό πρόταγμα που επικαλείται ο κάθε δημοσιογράφος για να αποδομήσει πολιτικά τη δράση του Ρωμανού, και να την «ψυχολογικοποιήσει» κατεβάζοντάς την σε επίπεδο «το μίσος είναι κατανοητό, αλλά δεν είναι εφαλτήριο»;
Ο τρόπος που έχει δηλαδή φτάσει η σημερινή κοινωνία στη δομή της, όπως και όλα όσα επηρεάζουν τους συσχετισμούς της, μένουν έξω από την αξιολόγηση των «ορισμών» περί κινήτρων και κριτηρίων;
Το αντάρτικο πόλης, για παράδειγμα, τίνος αντάρτικου ήταν μετεξέλιξη; (Η ίδια η Ιστορία μας δίνει τις απαντήσεις αλλά εδώ δεν κάνουμε μαθήματα.) Η έννοια «ένοπλος επαναστατικός αγώνας» που τις προηγούμενες δεκαετίες κέρδιζε ως και πολιτική ασυλία από την ίδια την αστική δημοκρατία -η έννοια δηλαδή που τώρα, μέχρι και οι «αριστερές» εφημερίδες ονομάζουν «νεοτρομοκρατία»- πώς έφτασε από το ένα σημείο στο άλλο;
Πώς η λέξη «νεοτρομοκρατία» κατέληξε να έχει γίνει ορολογία που την ενστερνίζονται πλέον και αρκετοί υποτιθέμενοι αντι-συστημικοί αριστεροί, οι οποίοι πρωτύτερα αναγνώριζαν την έννοια του «ένοπλου αγώνα»;
Πώς φτάσαμε από μία Ευρώπη που μια εποχή δονούταν ολόκληρη στις συχνότητες των ένοπλων κινημάτων, που ακόμα και οι «διανοητές» της τα αποδέχονταν, σε μία Ευρώπη που δεν κουνιέται φύλλο όταν εξοντώνεται, συνθλίβεται, διαλύεται ο διπλανός σου μπροστά στα μάτια σου, και που οι «διανοητές» της δίνουν πλέον ιδεολογικό άλλοθι στο φασισμό;
Πώς φτάσαμε από μία Ελλάδα που αν ο Ματατζής πείραζε μία τρίχα από τα μαλλιά του παιδιού σου σηκωνόσουν από όποιον καναπέ κι όρμαγες στο δρόμο να αλλάξεις τα φώτα του Ματατζή (βλ. μαθητικές καταλήψεις δεκαετίας 90) στο «καλά σας κάνανε και λίγες σας ρίξανε!» που ακούς να λένε ο ένας μετά τον άλλον οι γονείς σήμερα στα παιδιά τους, από το φόβο ότι αν εξεγερθούν θα στιγματιστούν, και συνεπώς θα πεινάσουν, άρα πρέπει να κοιτάνε τη δουλίτσα τους;
Τι είναι όλα αυτά; Δεν είναι κοινωνικά φαινόμενα που διαφοροποιούν τον τρόπο που αντιλαμβάνονται και ενσωματώνουν οι επερχόμενες γενιές την επαναστατικότητα και τα εφαλτήριά της; ΄
Σε έναν κόσμο μίσους που θάβει μωρά παιδιά σε μαζικούς υγρούς τάφους, ενώ εξαντλεί την ποινική του αυστηρότητα του σε μάνες που κλέβουν βούτυρο, θα μας εγκαλέσει ο κάθε δημοσιογράφος για την πολιτική αντίληψη των φαινομένων του χώρου και του χρόνου που δομούμε, με μαθήματα για το τι έκαναν ιστορικά οι αναρχικοί, και από την «ετυμηγορία» του κάθε δημοσιογράφου θα παίρνουν το free-pass τους οι σημερινοί αναρχικοί για το εάν είναι ή δεν είναι;
Τη φράση «μίσος ταξικό» την γνωρίζουν, ή αυτό δεν εξυπηρετεί την συνθήκη παραγωγής των διανοητικών τους καρπών και προβληματισμών που ονομάζουν «άρθρα» τα οποία μάλιστα καθ’ ειρωνεία καταλήγουν πάντα ως ύμνοι στη δημοκρατία και τα δικαιώματα του ανθρώπου;
Και λέω καθ΄ειρωνεία, γιατί τελικά τέτοια άρθρα, που αποδομούν αυθαίρετα το ιδεολογικό υπόβαθρο από ένα πολιτικό κείμενο, με προσωπικά συμπεράσματα δηλαδή που δεν αντλούνται μέσα από το κείμενο, και μάλιστα όταν τα άρθρα αυτά προέρχονται από δήθεν αντι-συστημικές φωνές, το μόνο που κάνουν τελικά, είναι να δίνουν ιδεολογικό άλλοθι στο σύστημα απέναντι στα μάτια της κοινής γνώμης, την ώρα που ο κρατικός μηχανισμός εντατικοποιεί τα τελευταία χρόνια τις απόπειρες ψυχικής εξόντωσης των πολιτικών κρατούμενων, μέσα από την ολοένα αυξανόμενη καταπάτηση των στοιχειωδών τους δικαιωμάτων, και σφίγγοντας όλο και πιο πολύ τον κλοιό των κατασταλτικών του μηχανισμών πάνω στους ίδιους, στους συγγενείς και φίλους τους, και κατ’ επέκταση στο αναρχικό κίνημα.
Ανάρτηση από: http://kollectnews.org
Πριν δυο μέρες έπεσε το μάτι μου σε ένα άρθρο για το Νίκο Ρωμανό με τον τίτλο: «Ρέκβιεμ και… Απολογία» που σχολίαζε το κείμενο του Ρωμανού «Ρέκβιεμ για ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή».
Παρ’ όλο που το άρθρο αυτό γράφτηκε στις 3 του μήνα και ο Δεκέμβρης κοντεύει να τελειώσει, το θέμα του παραμένει διαχρονικό, γιατί δεν είναι ο Ρωμανός, ή ο όποιος Ρωμανός, που αποφασίζει να περάσει στην άλλη μεριά, να πάρει την απόφαση της μετωπικής σύγκρουσης με το σύστημα, να αποποιηθεί τις φόρμες που θα παρείχαν ασυλία στην αστική του καταβολή, να παροπλίσει την προνομιακή μεταχείριση που εξαγοράζει η «ταξική σιωπή» απέναντι στα εγκλήματα της πλουτοκρατίας, ώστε αυτός ο κόσμος να διατηρεί το παραμορφωμένο του σχήμα.
Σε αυτό το άρθρο το θέμα είναι πώς κάποιοι δημοσιογράφοι εξασφαλίζουν την εύνοια μίας υποτίθεται «σκεπτόμενης μειοψηφίας που αντιδρά στο κατεστημένο» ενώ στην ουσία και αυτοί οι δημοσιογράφοι εξυπηρετούν το σύστημα το ίδιο πιστά, όσο και οι νονοί των καναλιών, αναπαράγοντας νόρμες, όπως και οι δηλωμένοι συστημικοί.
Κι ενώ τόσο χρόνια όλοι μίλησαν με όποια γλώσσα υπάρχει, αποκαλώντας τον από «αθώο παιδί» ως «τρομοκράτη», προσπαθώντας να σπάσουν είτε συναισθηματικά είτε εκβιαστικά το κέλυφος της σιωπής του, αυτό το κέλυφος έσπασε μόνο όταν το αποφάσισε ο ίδιος.
Προσωπικά δεν έχω χρησιμοποιήσει ποτέ τις λέξεις «ένα δεκαπεντάχρονο παιδί» κι ας ήταν αυτό ακριβώς. Γιατί δεν ήταν κιόλας. Εκείνη τη νύχτα μεγάλωσε μία αιωνιότητα. Εκείνη η νύχτα δεν ήταν ένα Σάββατο βράδυ. Ήταν μία αιωνιότητα κι ένα Σάββατο βράδυ. Τον τρόπο που αυτή η νύχτα τον επηρέασε, και πώς ξαφνικά από μία εφηβεία που πέρασε ξώφαλτσα, μπήκε στον κόσμο που βρίσκεται τώρα, το ξέρει ο ίδιος και αυτή την αποτίμηση την κάνει και θα την κάνει πάντα ο ίδιος για τον εαυτό του.
Δυστυχώς όμως πάντα ολόγυρα θα είναι αυτοί που με αναλύσεις επί αναλύσεων, θα διαβάζουν ανάμεσα στις γραμμές πράγματα που δεν είπε, ερμηνεύοντας προς άλλες κατευθύνσεις, με κίνητρα που γνωρίζουν οι ίδιοι. Όπως για παράδειγμα στο άρθρο αυτό που ξεκινάει λέγοντας: «… ο Νίκος Ρωμανός επανέρχεται, εκφράζοντας ένα είδος απολογίας για την ακατανόητη στάση του, όπως διατυπώθηκε στην προηγούμενη επιστολή του».
Κατ’ αρχήν η έννοια της «απολογίας» έχει ένα ιδιαίτερα σημαίνον βάρος, είναι μία έννοια νοηματικά χρεωμένη και φορτισμένη, με αποτέλεσμα όταν χρησιμοποιείται αυθαίρετα να γίνεται κακόβουλη και παραμορφωτική.
Από πού κι ως πού προεξοφλείται η απολογία; Ποιος είπε ότι ο Ρωμανός αναγνωρίζει καν αυτή την έννοια μέσα στους προσωπικούς αξιακούς του κώδικες ώστε να του προσάπτεται μία τέτοια στάση;
Η ανάλυση στο άρθρο συνεχίζεται και αφού παρατίθενται τα σημεία εκείνα μέσα από την επιστολή του Ρωμανού που κατευθύνουν, κατά την προσωπική μου γνώμη, τη διαμόρφωση της «εναλλακτικής άποψης» εκεί που θέλει η αριστερά-γιαλαντζί, καταλήγει σε συμπεράσματα με τα εξής λόγια:
«Είναι δεδομένο λοιπόν ότι ο Νίκος Ρωμανός επέλεξε μαζί με τους συντρόφους του να ζήσουν “εκτός νόμου” απέναντι στο σύστημα που καταγγέλλουν κι έχοντας φορτωμένο στη βαλίτσα τους το μίσος. Είναι επίσης δεδομένο ότι το μίσος, ακόμα κι αν είναι κατανοητό, δεν είναι και δεν υπήρξε ποτέ ιδεολογικό εφαλτήριο των αναρχικών, όπου κι αν αγωνίστηκαν κι όπου έδωσαν μάχες ιστορικά.»
Και διερωτώμαι εγώ η μη-δημοσιογράφος από ποια βιβλιογραφική χρονοκάψουλα ορμάται ο κάθε δημοσιογράφος να μας πει περί νοοτροπίας και πρακτικής των αναρχικών, και στο όνομα ποιων αναρχικών μιλάει για τα κίνητρα και τις πράξεις τους, ή για το τι είναι δεδομένο και τι όχι μέσα στα ιδεολογικά τους εφαλτήρια;
Ποιο είναι το ιστορικό πρόταγμα που επικαλείται ο κάθε δημοσιογράφος για να αποδομήσει πολιτικά τη δράση του Ρωμανού, και να την «ψυχολογικοποιήσει» κατεβάζοντάς την σε επίπεδο «το μίσος είναι κατανοητό, αλλά δεν είναι εφαλτήριο»;
Ο τρόπος που έχει δηλαδή φτάσει η σημερινή κοινωνία στη δομή της, όπως και όλα όσα επηρεάζουν τους συσχετισμούς της, μένουν έξω από την αξιολόγηση των «ορισμών» περί κινήτρων και κριτηρίων;
Το αντάρτικο πόλης, για παράδειγμα, τίνος αντάρτικου ήταν μετεξέλιξη; (Η ίδια η Ιστορία μας δίνει τις απαντήσεις αλλά εδώ δεν κάνουμε μαθήματα.) Η έννοια «ένοπλος επαναστατικός αγώνας» που τις προηγούμενες δεκαετίες κέρδιζε ως και πολιτική ασυλία από την ίδια την αστική δημοκρατία -η έννοια δηλαδή που τώρα, μέχρι και οι «αριστερές» εφημερίδες ονομάζουν «νεοτρομοκρατία»- πώς έφτασε από το ένα σημείο στο άλλο;
Πώς η λέξη «νεοτρομοκρατία» κατέληξε να έχει γίνει ορολογία που την ενστερνίζονται πλέον και αρκετοί υποτιθέμενοι αντι-συστημικοί αριστεροί, οι οποίοι πρωτύτερα αναγνώριζαν την έννοια του «ένοπλου αγώνα»;
Πώς φτάσαμε από μία Ευρώπη που μια εποχή δονούταν ολόκληρη στις συχνότητες των ένοπλων κινημάτων, που ακόμα και οι «διανοητές» της τα αποδέχονταν, σε μία Ευρώπη που δεν κουνιέται φύλλο όταν εξοντώνεται, συνθλίβεται, διαλύεται ο διπλανός σου μπροστά στα μάτια σου, και που οι «διανοητές» της δίνουν πλέον ιδεολογικό άλλοθι στο φασισμό;
Πώς φτάσαμε από μία Ελλάδα που αν ο Ματατζής πείραζε μία τρίχα από τα μαλλιά του παιδιού σου σηκωνόσουν από όποιον καναπέ κι όρμαγες στο δρόμο να αλλάξεις τα φώτα του Ματατζή (βλ. μαθητικές καταλήψεις δεκαετίας 90) στο «καλά σας κάνανε και λίγες σας ρίξανε!» που ακούς να λένε ο ένας μετά τον άλλον οι γονείς σήμερα στα παιδιά τους, από το φόβο ότι αν εξεγερθούν θα στιγματιστούν, και συνεπώς θα πεινάσουν, άρα πρέπει να κοιτάνε τη δουλίτσα τους;
Τι είναι όλα αυτά; Δεν είναι κοινωνικά φαινόμενα που διαφοροποιούν τον τρόπο που αντιλαμβάνονται και ενσωματώνουν οι επερχόμενες γενιές την επαναστατικότητα και τα εφαλτήριά της; ΄
Σε έναν κόσμο μίσους που θάβει μωρά παιδιά σε μαζικούς υγρούς τάφους, ενώ εξαντλεί την ποινική του αυστηρότητα του σε μάνες που κλέβουν βούτυρο, θα μας εγκαλέσει ο κάθε δημοσιογράφος για την πολιτική αντίληψη των φαινομένων του χώρου και του χρόνου που δομούμε, με μαθήματα για το τι έκαναν ιστορικά οι αναρχικοί, και από την «ετυμηγορία» του κάθε δημοσιογράφου θα παίρνουν το free-pass τους οι σημερινοί αναρχικοί για το εάν είναι ή δεν είναι;
Τη φράση «μίσος ταξικό» την γνωρίζουν, ή αυτό δεν εξυπηρετεί την συνθήκη παραγωγής των διανοητικών τους καρπών και προβληματισμών που ονομάζουν «άρθρα» τα οποία μάλιστα καθ’ ειρωνεία καταλήγουν πάντα ως ύμνοι στη δημοκρατία και τα δικαιώματα του ανθρώπου;
Και λέω καθ΄ειρωνεία, γιατί τελικά τέτοια άρθρα, που αποδομούν αυθαίρετα το ιδεολογικό υπόβαθρο από ένα πολιτικό κείμενο, με προσωπικά συμπεράσματα δηλαδή που δεν αντλούνται μέσα από το κείμενο, και μάλιστα όταν τα άρθρα αυτά προέρχονται από δήθεν αντι-συστημικές φωνές, το μόνο που κάνουν τελικά, είναι να δίνουν ιδεολογικό άλλοθι στο σύστημα απέναντι στα μάτια της κοινής γνώμης, την ώρα που ο κρατικός μηχανισμός εντατικοποιεί τα τελευταία χρόνια τις απόπειρες ψυχικής εξόντωσης των πολιτικών κρατούμενων, μέσα από την ολοένα αυξανόμενη καταπάτηση των στοιχειωδών τους δικαιωμάτων, και σφίγγοντας όλο και πιο πολύ τον κλοιό των κατασταλτικών του μηχανισμών πάνω στους ίδιους, στους συγγενείς και φίλους τους, και κατ’ επέκταση στο αναρχικό κίνημα.
Ανάρτηση από: http://kollectnews.org