Στίχοι: Μιχάλης Γενίτσαρης
Μουσική: Μιχάλης Γενίτσαρης
Μικροί μεγάλοι γίνανε
μαυραγορίτες όλοι
κι αφήσαν όλο τον ντουνιά
με δίχως πορτοφόλι
Ακόμα κι οι γυναίκες τους
τη μαύρη κυνηγάνε
τσάντες τσουβάλια κουβαλούν
κανέναν δε ψηφάνε
Πρωί και βράδυ τρέχουνε
στους δρόμους σαν κοράκια
πελάτες ψάχνουν για να βρουν
να γδάρουνε κορμάκια
Πουλήσαμε τα σπίτια μας
και τα υπάρχοντα μας
για δυο ελιές κι ένα ψωμί
να φάνε τα παιδιά μας"
Η Γερμανική Κατοχή πλούτισε το Γλωσσικό Λεξιλόγιο μας με τη λέξη Μαύρη Αγορά. Το όνομα "Μαύρη" πήραν οι αγοραπωλησίες που γίνονταν στο σκοτάδι. Δηλαδή παράνομα. Οι πωλητές που δίκαια πήραν το όνομα Μαυραγορίτες, πρόσφεραν τα είδη σε απίθανες, αστρονομικές τιμές. Πριν τις συνηθίση ο Λαός τις άκουε κι έμενε άφωνος, κατάπληκτος, έτριβε τα μάτια του. Το επίσημο εμπόριο, το νόμιμο παραμερίσθηκε. Παραχώρησε τη θέση του στο παράνομο πον ακουότανε μόνο "Μαύρη Αγορά". Έμποροι μαυραγορίτες ανάλαβαν άνθρωποι απίθανοι, έκφυλοι, τυχοδιώκτες, ανέντιμοι και ανερνθρίαστοι. Φορτώνονταν από την Αθήνα είδη ρουχισμού και υποδήσεως, ζάχαρη, πετρέλαιο, κουβαρίστρες, κ.λ.π. και εξεστράτευαν στην ύπαιθρο. Τα αντάλλασσαν με σιτάρι, καλαμπόκι, όσπρια και λοιπά δημητριακά. Μη ρωτήσετε από που προμηθευότανε η "σύναξη" των πρώην αλητών και σήμερα μεγαλόσχημων μαυραγοριτών τα είδη τους. Σας λέγω εγώ: Από τους εμπόρους εισαγωγείς που τα είχαν αποκρύψει σε σκοτεινές αποθήκες ... Δεν βράδυνε λοιπόν η ΣΥΝΑΞΗ των πρώην άσημων, ανθρώπων του υποκόσμου, να ανέλθη στην ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ να πάρη επίσημη κοινωνική θέση, να κορδακίζεται και να επιδεικνύη τον πλούτο της... Ήταν πανταχού παρόντες, ήσαν του ΔΕΣΜΕΙΝ ΚΑΙ ΛΥΕΙΝ ενώ το εμπόριο της ΜΑΥΡΗΣ ωργίαζε εις βάρος του Λαού κι' ο πληθυσμός αποδεκατιζότανε καθημερινώς εξ υποσιτισμού. Είχαν χρήματα με το τσουβάλι. Και φυσικά ήσαν ευηπόληπτοι...".