Tο εκσυγχρονιστικό ιδεώδες της «κυβέρνησης της Αριστεράς»
Της Σίσσης Βελισσαρλιου*
Το υπουργείο Παιδείας έχει εξαγγείλει «εθνικό διάλογο για την παιδεία» κατά το γνωστό πασοκικό υπόδειγμα.
Η πρώτη παρατήρηση αφορά τη λέξη «εθνικός», όταν βασική μαρξιστική παραδοχή -κλασική πλέον και για τους μη μαρξιστές- είναι ότι η παιδεία συγκροτεί έναν από τους πλέον ισχυρούς ιδεολογικούς κρατικούς μηχανισμούς ταξικής διαλογής και καταμερισμού σε θέσεις στην παραγωγή.
Επομένως, μακράν από εθνική-διαταξική υπόθεση, είναι βαθύτατα ταξική, εφόσον αναπαράγεται ή/και μετασχηματίζεται διά αυτής η διαστρωμάτωση του κοινωνικού σχηματισμού.
Με θλίψη αναλογίζεται κανένας ότι η νέα ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, που έχει διαμορφωθεί από την αλτουσεριανή παράδοση, απεμπολεί ήδη από το εναρκτήριο λάκτισμά της ένα από τα λίγα επίπεδα ιδεολογικής διαφοροποίησης που έχουν απομείνει στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, τον ιστορικά προνομιακό για την Αριστερά χώρο της παιδείας.
Πολύ συνειδητά τον παραδίδει στις συστημικές δυνάμεις, επιχειρώντας αφενός να κατευνάσει «το μαύρο μέτωπο» που είχε συνασπιστεί εναντίον της με το σύνθημα «όχι Μπαλτάς στην παιδεία» και αφετέρου να τον χρησιμοποιήσει για το μέλλον ως πρόπλασμα ευρύτερων συναινέσεων και συγκλίσεων με τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Μετατρέπει δηλαδή έναν χώρο, όπου θα μπορούσε -κατά τα λεγόμενά της- να δομήσει ένα παράλληλο αριστερό πρόγραμμα, στο αντίστροφό του, σε γέφυρα «εθνικής» συνεννόησης.
Για να μην κατηγορηθεί κανείς ότι κάνει δίκη προθέσεων, ταυτοχρόνως εξαγγέλλει την «Επιτροπή Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία» με επικεφαλής τον κ. Α. Λιάκο, η τοποθέτηση του οποίου σηματοδοτεί απολύτως όλα τα παραπάνω.
Είναι γνωστή η μακρά θητεία του κ. Λιάκου ως οργανικού διανοουμένου του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ υπό τον Κ. Σημίτη -υπήρξε πρόεδρος του «Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Ελληνικής Κοινωνίας»- και γενικότερα ως βασικού στελέχους του think tank των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που επεκτάθηκαν και κατά τη διακυβέρνηση επί της χώρας από τη Ν.Δ.
Η συνεισφορά του μάλιστα αξιοποιήθηκε δεόντως, όταν αναδείχτηκε πρωτεργάτης της κίνησης των 1.000 πανεπιστημιακών που υποστήριξαν τη «μεταρρύθμιση» Γιαννάκου, πρωτοστατώντας στην αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, με στόχο τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Οταν καθηγητές και φοιτητές, με την απίστευτη συμπαράσταση του ελληνικού λαού, έδιναν την ηρωική μάχη για την προστασία του δημόσιου, δημοκρατικού και δωρεάν πανεπιστημίου, ο κ. Λιάκος υπήρξε μαχητικός συντελεστής της (αντισυνταγματικής) εκτροπής.
Η τοποθέτησή του σε αυτήν τη νευραλγική θέση από την «κυβέρνηση της Αριστεράς» είναι επομένως μία πολιτικά εύλογη κίνηση για τις επιλογές και τους στόχους αυτού του διαλόγου.
Το ίδιο ισχύει και για τη μεταφύτευση από το σημιτικό στρατόπεδο στην ίδια επιτροπή και άλλων πανεπιστημιακών που συμμετείχαν επί σειρά ετών στον «εκσυγχρονισμό» του ελληνικού πανεπιστημίου, υλοποιώντας τον κατατεμαχισμό γνωστικών αντικειμένων, κυρίως στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές σπουδές, και εισάγοντας την έννοια της επιχειρηματικότητας μέσω της διαχείρισης πλήθος προγραμμάτων, που σε κάποιες κραυγαλέες περιπτώσεις είχαν αμφιλεγόμενο χαρακτήρα.
Τώρα προφανώς καλούνται να αξιοποιήσουν την τεχνογνωσία τους, για να εφαρμόσουν στην πληρότητά σχεδιασμούς που δεν είχαν προλάβει να ολοκληρώσουν επί των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ.
Σαφέστατη πολιτική επιλογή της κυβέρνησης, που αποτυπώνεται στην ανάθεση της ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας σε πρόσωπα που, είτε είχαν μηδενική ή αμφιλεγόμενη συμμετοχή στους αγώνες της εκπαιδευτικής κοινότητας είτε είναι εντελώς άσχετα με την παιδεία, είναι η υλοποίηση μέτρων με βάση την «εργαλειοθήκη» του ΟΟΣΑ μέχρι τον Απρίλιο του 2016 (1).
Αυτή η «δέσμευση» συγκροτεί άλλωστε τη βάση για την ιδεολογική επικοινωνία με την Κεντροαριστερά και σηματοδοτείται στο νέο ν/σ για τα ΑΕΙ από την κατ’ όνομα φοιτητική συμμετοχή, αλλά κυρίως από τη διατήρηση των ολιγαρχικών Συμβουλίων Ιδρύματος, παρά την αφαίρεση των διαδικασιών προεπιλογής υποψήφιων πρυτάνεων και κοσμητόρων.
Χαρακτηριστικά, με ρητορική που θυμίζει έντονα την εκσυγχρονιστική γλώσσα του σημιτισμού, ο ΥΠΕΠΘ επαναλαμβάνει το γνωστό από το παρελθόν: «Οφείλουμε να αναζητήσουμε λύσεις που θα αντιπαρατίθενται στα ξεπερασμένα στερεότυπα και αναχρονιστικές νοοτροπίες που καταδυναστεύουν την κοινωνία, και ειδικότερα την εκπαίδευση».
Εν κατακλείδι, η παιδεία από παράλληλο πρόγραμμα της Αριστεράς μετατράπηκε τάχιστα σε μία ακόμα δέσμευση της κυβέρνησης προς τους «θεσμούς», προς μέγιστη ικανοποίηση των Κοστέλο-Διαμαντοπούλου.
1. Βλ. δηλώσεις του κ. Φίλη ότι «η αντιμετώπιση δομικών προβλημάτων της εκπαίδευσης συναρτάται με την έκθεση του ΟΟΣΑ για την αξιολόγηση της εκπαίδευσης στη βάση των βέλτιστων διεθνών πρακτικών», στη βάση «επιτροπής των εμπειρογνωμόνων που μαζί με τον ΟΟΣΑ θα συγκροτηθεί».
* καθηγήτρια ΕΚΠΑ
Ανάρτηση από: http://www.efsyn.gr