Του Δημήτρη Ναπ. Γ.
Η «αγωνιστική» αφήγηση του Γραμματέα Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ, σχετικά με τη δικαιολόγηση διορισμού των… «μετακλητών» συγγενών του, μπορεί κάποιους να εξέπληξε και κάποιοι άλλοι να την θεωρούμε αναμενόμενη. Σίγουρα όμως αποτελεί σύμπτωμα της μεταπολιτευτικής κρίσης πολιτισμού που πλήττει συνολικά την ελληνική κοινωνία και συνδέεται τόσο με «δεξιές», όσο και με «αριστερές» συνάφειες και βεβαιότητες.
Μια πρώτη παρατήρηση είναι η «εύκολη», ακάματη ματιά του, τόσο στην ιστορία, όσο και στην…γραμματική. Ο Γραμματέας εκφράζει τη γενιά του, μια γενιά που μεγάλωσε – όπως ανέφερε άλλωστε – στην εποχή της «ευημερίας» και σ’ενα εκπαιδευτικό σύστημα, που προάγει την «εκπαίδευση της αμάθειας»(όπως μας λέγει ο Ζάν Κλώντ Μισεά-Η εκπαίδευση της αμάθειας, για τη μεγάλη εκπαιδευτική αντιμεταρρύθμιση, που συντελείται στις δυτικές ολιγαρχίες την εποχή του ύστερου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού). Το μεγάλωμα παιδιών, σε ένα περιβάλλον σχετικοποίησης αξιών και αρχών, οδήγησε στην ανάγνωση της ιστορίας με έναν τρόπο επιλεκτικό, εργαλειακό (χρήση ανάλογα με το όφελος) και σε μια αποδόμηση βασικών κανόνων και ορισμών. Ο Αμερικανός ιστορικός Νταίηβιντ Χέρμπερτ Ντόναλντ, σχεδόν κυνικά, παραδέχεται: «οι ιστορικοί παραδέχονται μια αίσθηση του ξεκάρφωτου χαρακτήρα της ιστορίας και της ερημίας της νέας εποχής στην οποία μπαίνουμε», και εξομολογείται, ότι : «ίσως το πιο χρήσιμο έργο μου να ήταν να ξεμαγέψω (τους φοιτητές) από τη μαγεία της ιστορίας, να τους βοηθήσω να δουν τον ξεκάρφωτο χαρακτήρα του παρελθόντος…(να) τους υπενθυμίσω πόσο περιορισμένα ελέγχουν οι άνθρωποι το πεπρωμένο τους».
Εκπαιδευτικό ανάλογο, τούτης της εξέλιξης και η «ξεκάρφωτη», εργαλειακή χρήση της ελληνικής γλώσσας, σ’ένα επίπεδο λεκτικών δεξιοτήτων(skills). Ας τα πούμε, μέσες-άκρες και όλο και κάποιοι θα καταλάβουν! Η αναφορά αυτή δεν υποκρύπτει, υποτίμηση όσων δεν είναι «σπουδαγμένοι» γιατί πολλές φορές ο λαός μιλούσε και μιλά, απλά και σωστά Ελληνικά, όντας μύστης και αναζητητής μιας μακραίωνης ιστορίας που ήθελε να ψηλαφίσει και να μάθει. Και η ευθύνη, η συνείδηση της κληρονομιάς αυτής, έστω με τις στρεβλώσεις ή τις ασυνέχειές της, συναντούσε την προσωπική αξία της βελτίωσης, της προσπάθειας, να μιλώ καλά τη γλώσσα μου κι ας μην είμαι επιστήμονας. Πόσο μάλλον, βέβαια, αυτό χρειάζεται, όταν είσαι και λειτουργός μιας πολιτικής θέσης που σχετίζεται με τη νέα γενιά και δε χρειάζεται να έχεις το Ρ/Σ Κόκκινο να σου διορθώνει εκ των υστέρων το κείμενο!
Η ιστορία, επίσης λοιπόν, μέσες άκρες, βιώνεται ειδικά από τους γόνους της μεσοστρωματικής αριστεράς των τελευταίων 20-25 χρόνων. Ένας ανορθολογικός, ιδεοληπτικός αχταρμάς με αναφορές στο ηρωικό ΕΑΜ και τον αντιδικτατορικό αγώνα ή άλλων φωτεινών στιγμών του εθνικού ή του κοινωνικού απελευθερωτικού αγώνα του λαού μας με ακατάτακτες και αλλοπρόσαλλες συνδέσεις για τα «δικαιώματα των έμβιων όντων» (sic), την καταδίκη της σοφίας της παράδοσής μας ως δεσμά, τη λοιδορία της ορθοδοξίας λόγω της «πνευματικής νεύρωσης» που τους εμποδίζει να την δουν σε συνεξέλιξη με την εκκλησία του Δήμου, την «απελευθέρωση του ατόμου» που καταλήγει ατομικισμός, την παραληρηματική ράπ (ράπερ και ο γραμματέα, επίσης) που καταγγέλλει χωρίς να δημιουργεί, ξεκάρφωτα λόγια σε ξεκάρφωτη χώρα που έτυχε να γεννηθούμε γιατί «είμαστε πολίτες του κόσμου» και άλλα πολλά και ηχηρά.
«Θέλω να χορεύω και να κάνω εμετό» έλεγε ο Σαββόπουλος τη δεκαετία του ΄80, ερμηνεύοντας την αντίδραση και το τραγικό αδιέξοδο μιας γενιάς, που έψαχνε αγωνιστικές αναφορές χωρίς όμως να τις συνδέει με τον τόπο, με μια συλλογική ταυτότητα και ένα αυτοφυές ανθρωπολογικό υποκείμενο απελευθέρωσης και ήθους. Γι’αυτό εκτιμούσε, για παράδειγμα, τον Γρηγόρη Λαμπράκη, αλλά έκανε γαργάρα το πανό με το ΕΛΛΑΣ και το σήμα της ειρήνης γιατί ήταν κάπως …ξεκάρφωτο στον δικό της αεθνικό κοσμοπολίτικο σύμπαν. Στο θαυμαστό κόσμο της ναρκισσιστικής κατάληξης της μεταπολίτευσης όλα ήταν «εύκολα», χωρίς κόπο. Γι’αυτό και «βασανίστηκαν» ιδέες, επαναστατικές παρακαταθήκες και άνθρωποι-σύμβολα. Γιατί όλα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν! Και ο Λαμπράκης και ο Βελουχιώτη και το Πολυτεχνείο και ο Γλέζος και οι αγώνες των εργατών, για να επιβιώσουν εφήμερα μέσα στην πολιτική τους πείνα ή για να εντυπωσιάσουν σε κάποια «κατάληψη» χωρίς προοπτική και όραμα, οι εκκολαπτόμενοι κομματικοί γιάπηδες.
Ο γραμματέας της αριστερής νεολαίας, μπορεί «ξεκάρφωτα» να χρησιμοποιεί τους αντάρτες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ γιατί δεν κοστίζει τίποτα η μνήμη! Άλλωστε οι αριστεροί «διανοούμενοι-πατέρες» της γενιάς αυτής, δεν θέλουν τη μνήμη γιατί μυρίζει συντήρηση. Γιατί αλλιώς, η συναίσθηση της μνήμης θα τον είχε μάθει ότι το αγωνιστικό ήθος των παλιών κομμουνιστών, τούς έκανε να τρέμουν στην ιδέα ότι θα μπορούσαν να τους κατηγορήσουν ότι ξεπουλήθηκαν για υλικά αγαθά και θέσεις. Ότι οι πεζούλες του Βελουχιώτη ήταν ο τόπος για όλους τους ανθρώπους και όχι για τους πολιτικούς καθοδηγητές -κομισάριους που του σκότιζαν τη διάθεση και τον αγώνα. Θα συνέδεε στο αφελές κείμενό του, πως ο Άρης διάλεγε τους δικούς του»μετακλητούς» (που μόνο ο θάνατος ανακαλούσε) μαυροσκούφηδες, απ’όλο το πολιτικό και κοινωνικό φάσμα (αριστερούς, κομμουνιστές, δεξιούς, βασιλικούς, ληστές, αξιωματικούς, παπάδες, εργάτες, σπουδαγμένους, κ.α). Γιατί τους έπειθε με το παράδειγμά του και τις καθαρές του ιδέες. Δεν είχε ανάγκη από έμπιστους κομματικούς υπαλλήλους, για να μην τον ροκανίζουν. Αυτούς τους χρειάζονται όσοι κάνουν κωλοτούμπες! Μπορεί να μην τους έκανε όλους κομμουνιστές ο αρχηγός του ΕΛΑΣ, αλλά στο βάθος της ψυχής τους ήξεραν, ότι κάτι άλλο θα μπορούσε να γεννηθεί στην Ελλάδα, εκτός από την ξένη δουλεία και το αυταρχικό μοναρχοδεξιό κράτος. Που άξιζε πραγματικά και σεβόταν ντόμπρα τον τόπο και τους ανθρώπους του. Είχε δηλαδή, τη ρίζα της ιστορικής συνέχειας από την ομηρική εποχή, είχε τόπο, δηλαδή ΗΘΟΣ.
Αλλά, πως να πείσεις με τις πράξεις σου, ότι η πολιτική σου είναι «φιλολαϊκή», ενώ είναι νεοφιλελεύθερη και η τακτική σου τυχοδιωκτική, αν δεν έχεις έμπιστους, «θρησκόληπτους» κομματικούς; Που ζουν στο ίδιο «μεταφυσικό» νεφέλωμα με σένα, αδυνατώντας να παραδεχτούν την ιδεολογική και προσωπική τους ήττα; Διαφορετικά, θα έπρεπε να δικαιολογείς συνεχώς τις πολιτικές πράξεις σου ή να αντέχεις να ξεσκεπάζεσαι κάθε στιγμή, μπροστά στους «αλλότριους» , που δεν θα σου χαρίζονταν. Και που καιρός πια για ντροπή;
Ανάρτηση από: https://tokoinonikoodofragma.wordpress.com