Του Βασίλη Βιλιάρδου
Η ελληνική κυβέρνηση υποχρεώθηκε χθες να απαντήσει στο ερώτημα «Χρεοκοπία ή Υποτέλεια» – λογικά λοιπόν επέλεξε με δάκρυα και με οδυρμούς το δεύτερο, αφού κανένα πολιτικό κόμμα δεν μπορεί να είναι ευτυχές, δηλώνοντας επίσημα πως συμφωνεί με τη μετατροπή της πατρίδας του σε επίσημο προτεκτοράτο.
Η ελληνική κυβέρνηση υποχρεώθηκε χθες να απαντήσει στο ερώτημα «Χρεοκοπία ή Υποτέλεια» – λογικά λοιπόν επέλεξε με δάκρυα και με οδυρμούς το δεύτερο, αφού κανένα πολιτικό κόμμα δεν μπορεί να είναι ευτυχές, δηλώνοντας επίσημα πως συμφωνεί με τη μετατροπή της πατρίδας του σε επίσημο προτεκτοράτο.
Αυτό που πρέπει να κατακρίνεται λοιπόν δεν είναι το κλάμα των βουλευτών του, το οποίο δεν είναι καθόλου αφύσικο – αλλά η δουλοπρέπεια και η δειλία τους, όσον αφορά την υπεράσπιση των συμφερόντων της πατρίδας τους.
Εάν δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν με τις υποχρεώσεις της θέσης που κανένας δεν τους υποχρέωσε να αναλάβουν, αλλά μόνοι τους διεκδίκησαν δύο φορές (όπου την πρώτη ίσως δεν ήξεραν, αλλά τη δεύτερη είχαν σαφή γνώση), έπρεπε απλά να παραιτηθούν – όχι να προσπαθούν να ξεπλύνουν την ντροπή τους με δάκρυα.
Πόσο μάλλον όταν υπέγραψαν μία, μοναδική στα οικονομικά χρονικά, συμφωνία παράδοσης των κλειδιών της χώρας μας, με όλα όσα περιουσιακά στοιχεία διαθέτει – γεγονός που είναι ασφαλώς σημαντικά χειρότερο από τη συνθηκολόγηση ενός κράτους ως αποτέλεσμα μίας στρατιωτικής εισβολής, αφού κάτι που ξεπουλάει κανείς εκούσια είναι πολύ πιο δύσκολο να το ανακτήσει, σε σύγκριση με τα εδάφη του που καταλαμβάνονται ακούσια.Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα δεν έχει πλέον ούτε τη νομισματική της κυριαρχία, ούτε μία ελεγχόμενη κεντρική τράπεζα (έχει εκχωρήσει στο νέο Ταμείο όλες τις συμμετοχές της, άρα και το 6% της Τράπεζας της Ελλάδας), ούτε τη δημοσιονομική της ανεξαρτησία – αφενός μεν λόγω του αυτόματου μηχανισμού διόρθωσης του προϋπολογισμού (κόφτης), αφετέρου επειδή αναγκάσθηκε να ανεξαρτητοποιήσει τη γενική γραμματεία εσόδων. Εκτός αυτού, έχει παραδώσει όλη τη δημόσια περιουσία της μέσω του Υπερταμείου στους δανειστές της – οι οποίοι πλέον αποφασίζουν μόνοι τους για την εκποίηση ή/και για την εκμετάλλευση της.
Ως εκ τούτου, η Ελλάδα δεν είναι πλέον κράτος, αλλά μία κατεχόμενη περιοχή – η οποία μετατρέπεται σταδιακά σε ειδική οικονομική ζώνη χαμηλού εργατικού κόστους, κυρίως για τη γερμανική βιομηχανία. Η κυβέρνηση έχει μεταλλαχτεί σε εκτελεστικό όργανο της Κομισιόν, άρα της Γερμανίας που την ελέγχει, η Βουλή δεν έχει κανένα λόγο ύπαρξης αφού οι νόμοι έρχονται έτοιμοι ενώ στο μέλλον θα αρκούν τα υπουργικά ή προεδρικά διατάγματα, τα μνημόνια αποτελούν παρελθόν στην προηγούμενη τους μορφή όπου προϋπέθεταν τη συμφωνία της εκάστοτε κυβέρνησης κοκ.
Εν προκειμένω αναρωτιέται κανείς εάν είναι απαραίτητα κακή η σημερινή κατάσταση, αφού ο κίνδυνος εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη έχει περιορισθεί αισθητά, η απειλή της χρεοκοπίας επίσης, ενώ η επιστροφή της χώρας σε πορεία ανάπτυξης είναι μάλλον δεδομένη – αφού θα εισρεύσουν ξένα κεφάλαια στην οικονομία, για την εξαγορά της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας, λόγω των εξαιρετικά χαμηλών τιμών που διαμορφώθηκαν την εποχή των μνημονίων.
Η απάντηση βέβαια είναι πολύ απλή: εξαρτάται για ποιές κοινωνικές ομάδες, καθώς επίσης από ποιά οπτική γωνία το κρίνει κανείς. Όσον αφορά το πρώτο, φαίνεται καθαρά πως θα δημιουργηθούν συνθήκες, ανάλογες με αυτές της Βραζιλίας μετά το 2000 (ανάλυση) – όπου η μεσαία τάξη έπαψε να υπάρχει, ενώ η απόσταση μεταξύ της χαμηλότερης και της ανώτερης εισοδηματικής τάξης έγινε κατά πολύ μεγαλύτερη. Όσον αφορά το δεύτερο, έχει σχέση με το πως βιώνει κανείς τις έννοιες πατρίδα, ελευθερία, ανεξαρτησία και εθνική κυριαρχία.
Ειδικότερα, εάν τις θεωρεί σημαντικότερες από οτιδήποτε άλλο, τότε η σημερινή κατάσταση είναι ότι χειρότερο θα μπορούσε ποτέ να συμβεί σε μία χώρα – μοιάζοντας σε μεγάλο βαθμό με τη χρεοκοπία του 1897 (η οποία ήταν το αποτέλεσμα ενός χαμένου στρατιωτικού πολέμου, ενώ σήμερα ενός αντίστοιχου οικονομικού), καθώς επίσης με την υπαγωγή της χώρας σε διεθνή οικονομικό έλεγχο, ο οποίος ουσιαστικά διήρκεσε 81 χρόνια, αφού η επιτροπή ελέγχου είχε εγκατασταθεί μόνιμα έως το 1978.
Κάτι ανάλογο φαίνεται πως θα συμβεί ξανά αφού η Ελλάδα, επιλέγοντας να μην προβεί σε στάση πληρωμών, δεν πρόκειται να εξοφλήσει τα διακρατικά χρέη που έχει συνάψει με τα τρία μνημόνια εάν δεν περάσουν τουλάχιστον 80 χρόνια – κάτι που ασφαλώς γνωρίζουν οι δανειστές, αφού η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής που θα εγκριθεί στη χώρα μας θα έχει μία τουλάχιστον αντίστοιχη διάρκεια.
ΠΗΓΗ:http://news.analyst.grΑνάρτηση από: geromorias.blogspot.com