Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

Σημειώσεις – Αναφορές πάνω σε ζητήματα της παλινόρθωσης

Η εισήγηση του Στέλιου Μανούσακα, στελέχους του παλαιού ΚΚΕ(μ-λ), στη συζήτηση της δεύτερης μέρας του διήμερου για τη Μ.Π.Π.Ε. με θέμα: Τομές και προτάσεις που προώθησε η Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανασταση στην παραγωγή και την κοινωνία, αντιμαχόμενη τη γραμμή της παλινόρθωσης.
Βιώνουμε τις επιπτώσεις από το πισωγύρισμα, την αποτυχία, την κατάρρευση δύο μεγάλων νικηφόρων και ελπιδοφόρων προλεταριακών επαναστάσεων του πρώτου μισού του ΧΧ αιώνα. Δεν είναι λίγο, γιατί οι επιπτώσεις παγκοσμίως και σε όλα τα επίπεδα είναι τεράστιες! Το πώς και το γιατί αυτών των ιστορικών ανατροπών δεν μπορεί ακόμη να ερμηνευθεί πλήρως με μεγάλη θεωρητική και πολιτική πειστικότητα και επάρκεια. Προχωράμε με προσεγγίσεις, λοιπόν, με πολλά κενά και ασάφειες.
Όλοι ασφαλώς έχουν κατανοήσει πως, παρά τις όποιες σκόρπιες μικρές ή μεγαλύτερες αναλαμπές εδώ κι εκεί, το παγκόσμιο εργατικό και επαναστατικό κίνημα βρίσκεται σε μια περίοδο ήττας και μπροστά σε  μια σοβαρή κατάσταση αδιεξόδου, και επιπλέον με ανεπαρκή γνώση των πραγματικών όρων όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Η εικόνα αυτή μπορεί να οδηγήσει το παγκόσμιο εργατικό και λαϊκό κίνημα σε μια συμπεριφορά πλήρους εξάρτησης και ενσωμάτωσης μπροστά στις νέες ισχυρές διαταραχές, ανακατατάξεις και κρίσεις των ενδοϊμπεριαλιστικών συσχετισμών δύναμης που – όπως μας διδάσκει η πείρα – μπορούν επίσης να οδηγήσουν σε πιο σοβαρές συγκρούσεις και ακόμη σε μια νέα παγκόσμια σύρραξη.

Η κατανόηση της νέας εποχής στις νέες συνθήκες όπως αυτές διαμορφώνονται, κάτι που δεν έχει να κάνει με μηχανιστικές ερμηνείες και αντιγραφές «μοντέλων» της παλιάς εποχής αλλά μόνο με τα διδάγματά της, γίνεται όλο και περισσότερο επιτακτική. Και επειδή αυτό δεν λύνεται ως δια μαγείας, δεν αποτελεί καθόλου παρελθοντολογία η αναζήτηση και στις ρίζες των ερευνητικών κλειδιών για την ερμηνεία, την εκτίμηση ή επανεκτίμηση του παρελθόντος και τη διεξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων. Αντίθετα, ένα επιπλέον εφόδιο θα έχει προστεθεί στο οπλοστάσιο του προλεταριάτου και του κινήματος.
«Η υλική δύναμη μπορεί ν’ ανατραπεί μόνο με την υλική δύναμη. Αλλά η θεωρία γίνεται υλική δύναμη όταν κατακτήσει τις μαζες.»
(Κ. Μαρξ, «Κριτική της χεγκελιανής φιλοσοφίας του Δικαίου»)

«Μια σπίθα που έβαλε φωτιά στον κάμπο»
Τον Απρίλη του 1966 εμφανίζεται, για πρώτη φορά στον κινέζικο τύπο ο όρος «Πολιτιστική Επανάσταση» (ΠΕ) και στις αρχές του Ιούνη εμφανίζεται μια εφημερίδα τοίχου (τα γνωστά «Τάτζε Μπάου») που τοιχοκόλλησε μια ομάδα φοιτητών. Το περιεχόμενό της ήταν μια σφοδρή επίθεση στους Πανεπιστημιακούς αξιωματούχους του Πεκίνου. Με απόφαση του Μάο δημοσιοποιείται. Παράλληλα, γινόταν γνωστό η αναδιοργάνωση, από την ΚΕ του ΚΚΚ, του συνόλου της κομματικής επιτροπής του Πεκίνου και της επιτροπής του Συνδέσμου της κομμουνιστικής νεολαίας του Πεκίνου. Ταυτόχρονα πραγματοποιείται μια ριζική κάθαρση στο Πανεπιστήμιο, ξεκινώντας από τον Πρύτανη, ενώ κάνουν την εμφάνισή τους και οι πρώτες ομάδες «Ερυθρών Φρουρών». Στις 8 Ιούνη 1966 το κύριο άρθρο της επίσημης εφημερίδας του Κόμματος («Χούνγκ κ’ί») κυκλοφορεί με τον τίτλο «Ζήτω η Μεγάλη Πολιτιστική Προλεταριακή Επανάσταση», αναγγέλοντας την έναρξή της υπό την καθοδήγηση του Μάο και της ΚΕ του ΚΚΚ.
Είναι σαφές, πως η ΠΕ δεν ξέσπασε στην Κίνα σαν κεραυνός εν αιθρία. Κανένα μεγάλο κίνημα – και η ΠΕ ήταν μεγάλη – κανένας ξεσηκωμός του βάθους και της έκτασης της ΠΕ δεν έρχεται τυχαία και ξαφνικά. Ήταν η συνέπεια της πορείας όξυνσης της ταξικής πάλης και η σφοδρή πολιτική αντιπράθεση ανάμεσα σε δύο κύριες γραμμές στο ΚΚ που είχαν φτάσει στα επίπεδα της ανοιχτής σύγκρουσης. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως αρχιτέκτονας αυτής της επαναστατικής σύλληψης, αυτού του τεράστιας σημασίας εγχειρήματος, ήταν ο ίδιος ο Μάο. Κι εγνώριζε εξ αρχής τα μεγάλα προβλήματα και τα μεγάλα ρίσκα.
Για το Μάο, μελετητή και γνώστη των θεωρητικών και των πολιτικών ζητημάτων και των λαθών που διαπράχθηκαν στη ΣΕ, άλλος δρόμος δεν υπήρχε που να βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με τις ιδέες του, παρά μόνο η συνέχιση της επανάστασης κάτω από άλλες συνθήκες, με άλλες μορφές και με ένα στόχο: Την κινητοποίηση των μαζών και το βάθεμα και άπλωμα της ταξικής πάλης σε όλους τους τομείς για το άνοιγμα νέων δρόμων στη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Η Π.Ε. αποτελεί, με τα θετικά και τα αρνητικά της και ανεξάρτητα από την έκβασή της μια μεγάλη παρακαταθήκη, ένα μεγάλο σχολείο και μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης και έρευνας στην πάλη για το σοσιαλισμό. Η τραγική επαλήθευση της μαοϊκής θεώρησης οτι μια χώρα μπορεί ν’ αλλάξει χρώμα – και η Κίνα «άλλαξε χρώμα» – αποτελεί την επιβεβαίωση πως ο δρόμος της επανάστασης είναι μακρύς, πολύ μακρύς. Άλλες επαναστάσεις και άλλες Π.Ε. θ’ ακολουθήσουν, εμπλουτισμένες αλλά και εμπλουτίζοντας με πείρα και γνώση το επαναστατικό οπλοστάσιο του παγκόσμιου προλεταριάτου και των άλλων εργαζόμενων μαζών.
Η έναρξη και η πορεία της Π.Ε. ήταν εκείνη που έδωσε το έναυσμα στη Δύση ώστε να υπάρξει ζωηρό ενδιαφέρον πάνω στη μελέτη θεωρητικών (και πολιτικών) ζητημάτων που προέκυψαν από την εμπειρία της οικοδόμισης του σοσιαλισμού σε Σ.Ε. και Κίνα. Οι εξελίξεις, άλλωστε, σ’ αυτές τις χώρες δεν θα μπορούσαν ν’ αφήσουν αδιάφορο ούτε το μ-λ κίνημα, ούτε φυσικά το ενδιαφέρον πολλών μαρξιστών (και όχι μόνο) διανοούμενων μελετητών. Δε μπορεί ν’ αμφισβητήσει εύκολα κανείς οτι πολλές από τις θεωρητικές αναζητήσεις, αναλύσεις κι επεξεργασίες τους, αποτελούν σημαντικά βοηθήματα για την κατανόηση αλλά και για το παραπέρα βάθεμα θεμάτων της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, παρόλο που αρκετές απ’ αυτές επιδέχονται ποικίλες αναγνώσεις. Οι σημειώσεις μου αυτές, πολύ συνοπτικά έχουν λάβει υπόψη τους και ορισμένες ενδιαφέρουσες, κατά τη γνώμη μου, πλευρές των αναλύσεών τους.
Αλλά και η κριτική των Κινέζων δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν κάτι που έδωσε πάντα μ’ εξαντλητικό και πειστικό τρόπο μια πλήρη ανάλυση της πολυπλοκότητας του σοβιετικού σχηματισμού και των προβλημάτων που γέννησε. Ορισμένες, μάλιστα, πλευρές των κατά καιρούς θεωρήσεών τους, συσκοτίζουν αντί να διαφωτίζουν και γι’ αυτό πρέπει να βλέπονται, τουλάχιστον, μ’ επιφυλακτικότητα. Δε θα σταθώ εδώ, η συζήτηση παραμένει ανοιχτή και ενδεικτικά μόνο, μια μικρή αναφορά στην ανάλυσή τους για τον «σοσιαλιμπεριαλισμό» (μια έννοια αρκετά «χρησιμοποιημένη» και από εμάς) και που είχε ήδη προξενήσει από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, το ενδιαφέρον Δυτικών αναλυτών.

«Σοσιαλιμπεριαλισμός»
Πώς προσδιορίζεται, πράγματι, ο «σοσιαλιμπεριαλισμός»;
Για τους Κινέζους που ήταν οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν αυτόν τον όρο, ο «σοσιαλιμπεριαλισμός είναι σοσιαλισμός στα λόγια και ιμπεριαλισμός στην πράξη». Ο ορισμός αυτός είναι όμως ακατάλληλος, τουλάχιστον για δύο προφανείς λόγους: ο πρώτος είναι γιατί αφήνει να εννοηθεί ότι ο ιμπεριαλισμός είναι μια πολιτική, μια συμπεριφορά, και όχι όπως είναι στην πραγματικότητα: μια φάση, ένα στάδιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, μια οικονομική αναγκαιότητα δηλαδή. (βλέπε Λένιν, «Ιμπεριαλισμός ανώτερο στάδιο του καπιταλισμού»).
Όμως, αυτή η ερμηνεία του «σοσιαλιμπεριαλισμού» είχε σαν αποτέλεσμα, στο πολιτικό επίπεδο, η κριτική των Κινέζων στο «σοβιετικό μοντέλο» να καταλήξει, λίγο πριν αλλά και μετά το θάνατο του Μάο, να εκφράζει μια κριτική στην εξωτερική πολιτική της ΣΕ, με αναφορές και προεκτάσεις στην αναμφισβήτητη επιθετικότητά της.
Ο δεύτερος λόγος είναι οτι ο ορισμός αυτός προσδιορίζει ως κύρια αντίθεση στο σοβιετικό σχηματισμό, την αντίθεση ανάμεσα σε μια καπιταλιστικού τύπου οικονομική δομή και σ’ ένα ιδεολογικό εποικοδόμημα σοσιαλιστικού τύπου, πράγμα που – το λιγότερο – σημαίνει την υπερβολική απλούστευση μια πραγματικότητας πιο σύνθετης και καθόλου σχηματικής.

Το «Χρουτσωφικό Πραξικόπημα»
Άλλη μια ορολογία, προσφιλής κι αυτή σ’ εμάς αλλά και στα μ-λ κινήματα στη Δύση: Πρόκειται για τη χρήση του όρου «Χρουτσωφικό Πραξικόπημα» που παραπέμπει την ερμηνεία της ιστορίας να βασίζεται στις ενέργειες της μιας ή της άλλης μεγάλης (ή λιγότερο μεγάλης) προσωπικότητας. Κι αυτό γιατί; Γιατί το «πραξικόπημα» (και κάτι ξέρουμε κι εμείς στην Ελλάδα), αποτελεί μια εντελώς εσωτερική κατάσταση σε μια συγκεκριμένη οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων και άρα, στην κυρίαρχη τάξη ενός δοσμένου κοινωνικού σχηματισμού. Πρόκειται δηλαδή, για μια πολιτική αλλαγή, με την κατάκτηση της κρατικής μηχανής από μια μερίδα της κυρίαρχης τάξης έναντι μιας άλλης, προκειμένου να διασφαλιστεί μέσα από την κρατική εξουσία, η υπεράσπιση και η συνέχεια των βασικών συμφερόντων της τάξης.
Το να υποστηρίζουμε, λοιπόν, ότι ο Χρουτσώφ το 1956 πραγματοποίησε ένα «πραξικόπημα» και ταυτόχρονα να θεωρείται ότι η Χρουτσωφική ηγεσία ήταν η πολιτική έκφραση μιας νέας αστικής τάξης, μπορεί να γίνεται μόνο αν θεωρηθεί επίσης οτι αυτή η τάξη είχε ήδη την πλήρη εξουσία στην ΕΣΣΔ και ο τρόπος παραγωγής ήταν καπιταλιστικός σε όλες τις δομές και τις βαθμίδες της «βάσης» αλλά και του «εποικοδομήματος».
Ωστόσο, δεν πείθει γι’ αυτό άποψη όλων εκείνων που αποδίδουν στη σταλινική καθοδηγητική ομάδα την πολιτική έκφραση μιας νέας κυρίαρχης αστικής τάξης στη Σ.Ε.. Αυτή η ηγεσία – και ο Στάλιν ιδιαίτερα – επέμεινε συνεχώς στην προσπάθεια της «οικοδόμησης» και της υπεράσπισης του σοσιαλισμού  ͘αλλά με σοβαρά λάθη και σοβαρές θεωρητικές ανεπάρκειες και παρανοήσεις των πρακτικών προβλημάτων που έμπαιναν για λύση στο στάδιο της «μετάβασης», σε σημείο που να ξεκοπεί εντελώς απ’ το προλεταριάτο και τις άλλες εργαζόμενες μάζες. Δεν ήταν πια σε θέση να οργανώσει μια νέα επαναστατικοποίηση των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων. Έτσι, στο τέλος, η νέα αστική τάξη που γεννιόταν καταλάμβανε ζωτικά κλειδιά της εξουσίας και αποκτούσε τη σταθεροποίησή της τόσο στην οικονομική βάση όσο και στις πολιτικές και ιδεολογικές δομές του εποικοδομήματος. Το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς το αντίθετο από κείνο που ήταν η επιδίωξη του Στάλιν και έτσι το μόνο που μπορούσε πια ήταν να περιοριστεί σε ένα έργο καθαρής καταπίεσης, όχι πάντα προς τη σωστή κατεύθυνση.
Η επικράτηση, λοιπόν, του Χρουτσώφ και το ΧΧ Συνέδριο του ΚΚΣΕ αντιπροσωπεύουν μια τελευταία, ας πούμε, «πινελιά», ένα «ποιοτικό άλμα», της κυριαρχίας της νέας αστικής τάξης: Δηλαδή, την πλήρη κατοχή της κρατικής μηχανής και όχι ένα πραγματικό «πραξικόπημα».

«Γραφειοκρατικός εκφυλισμός»
Μια, τελευταία, νύξη σε μια «πασίγνωστη» επίσης αναφορά, στον γνωστό χαρακτηρισμό της ΣΕ από ορισμένους σαν μια «γραφειοκρατικοποίηση» της σοσιαλιστικής εξουσίας. Πρόκειται για την τροτσκιστική θέση, η οποία σε τελική ανάλυση καταλήγει στην πλήρη υποστήριξη των Χρουτσωφικών ρεβιζιονιστών καθώς το σύστημά τους θα αντιπροσώπευε το κρατικό καπιταλιστικό σύστημα πλησιάζοντας, τέλος πάντων, κατά ένα «σκαλοπάτι» πιο κοντά την απόσταση της ωρίμανσης των όρων για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό.
Η γραφειοκρατία δεν είναι μια τάξη. Αποτελεί ένα διαχειριστικό απαράτ. Η έννοιά της προέρχεται από μια οικονομίστικη τοποθέτηση σύμφωνα με την οποία το βασικό καθήκον μιας «σοσιαλιστικής εξουσίας» είναι η επιταχυνόμενη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και κατά συνέπεια η γραφειοκρατικοποίηση αυτής της εξουσίας.
Το σημειώνουμε αυτό, γιατί και ορισμένα κείμενα των Κινέζων και στη διάρκεια της ΠΕ, αναφέρονταν για τη δεσπόζουσα τάξη στην ΕΣΣΔ με τον όρο «κρατική μονοπωλιακή γραφειοκρατική αστική τάξη». Δεν υπάρχει αμφιβολία οτι χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση.

ΓΙΑ ΤΗ «ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ»
Ας προχωρήσουμε όμως τώρα, όσο γίνεται πιο συνοπτικά, σ’ ένα απ΄τα κύρια θέματα που σχετίζονται με τη «μετάβαση» και που θα έλεγα οτι αποτελούν τη ραχοκοκαλιά, τον κεντρικό πυρήνα για μια μαρξιστική ανάλυση της πείρας των χωρών του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, αλλά και της κινεζικής εμπειρίας, συνολικά, και πιο ειδικά της Π.Ε. Άλλωστε, αυτά τα ζητήματα βρίσκονται στη βάση της μαοϊκής σκέψης, όπου η συμβολή του Μάο και της Π.Ε. είναι ανεκτίμητη. Τα ζητήματα είναι σοβαρά και πολύπλοκα. Και πρέπει να δεχτούμε κι εμείς πως στο παρελθόν υπήρξε ένας δισταγμός, μια άρνηση του μ-λ κινήματος  ν’ ασχοληθεί και να πάρει θέση μπροστά στο πισογύρισμα του σοσιαλισμού στην Κίνα, αποδεικνύοντας πως μόνο επιφανειακά είχε γίνει αντιληπτό το μάθημα της Π.Ε. και του μαοϊσμού, πιο ειδικά σ’ οτι αφορά την κριτική στα λάθη του σταλινισμού.
Έχει διατυπωθεί η άποψη οτι αυτά τα «λάθη» ανάγονται σε μια σοβαρή «οικονομίστικη παρέκκλιση» του μαρξισμού: κι εδώ βρίσκεται χωρίς αμφιβολία η ουσία ολόκληρου του ζητήματος, γιατί – εκτός του Λένιν – κανείς μπολσεβίκος ηγέτης δεν ξέκοψε πραγματικά από την ερμηνεία της «οικοδόμησης» του σοσιαλισμού σαν μια ορμητική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας. Να λάβουμε ωστόσο υπόψη οτι, σε μια χώρα κατεστραμμένη από τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο και από τον εμφύλιο πόλεμο, αλλά και με μια σοβαρά καθυστερημένη οικονομία, το πρόβλημα της παραγωγικής ανάπτυξης δεν ήταν δυνατόν να ξεχαστεί ή να μπει σε δεύτερη μοίρα  ͘ούτε και ο Λένιν το έκανε ποτέ. Αυτό όμως που στον Λένιν ήταν πάντα παρών, είναι το οτι, η έμφαση που δόθηκε στην αναγκαιότητα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, είχε ένα χαρακτήρα περιστασιακό και προσωρινό, στη συνέχεια χάθηκε όταν οι παραγωγικές και τεχνολογικές κατακτήσεις όλο και περισσότερο ταυτίζονταν με τις κατακτήσεις του σοσιαλισμού παράλληλα με την προσπάθεια να αποδειχθεί η υπεροχή του σοσιαλιστικού συστήματος στο σύνολό του.

Πού όμως στηρίζεται ο «οικονομισμός» και τι υποστηρίζει η Θεωρία των Παραγωγικών Δυνάμεων;
Υποστηρίζει λοιπόν, πως η ανάπτυξη της κοινωνίας, είναι το φυσικό αποτέλεσμα των παραγωγικών δυνάμεων και άρα αυτό είναι αρκετό για την πραγματοποίηση του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού. Έτσι όμως δίδεται μονόπλευρα η έμφαση στον αποφαστιστικό ρόλο που έχουν οι παραγωγικές δυνάμεις και αρνείται την αντανακλαστική επίδραση που ασκείται σ’ αυτές από τις παραγωγικές σχέσεις καθώς και από την αντανακλαστική επίδραση του εποικοδομήματος στην οικονομική βάση. Η θεωρία αυτή τονίζει επίσης μονόπλευρα τη σημασία που έχουν τα εργαλεία της παραγωγής και της τεχνικής, απαλείφοντας εξ ολοκλήρου τη λειτουργία που έχει η εργατική δύναμη στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Μια φαινομενική υπέρβαση αυτής της αντίληψης, βρίσκεται στη θεωρία της αλληλοεπίδρασης ανάμεσα στις παραγωγικές σχέσεις και τις παραγωγικές δυνάμεις, και ανάμεσα στην οικονομική βάση και το εποικοδόμημα. Δέχεται, οτι παρόλο που οι παραγωγικές δυνάμεις είναι το λιγότερο σταθερό στοιχείο της κοινωνικής δυναμικής εντούτοις, κάτω από ορισμένες ιστορικές συγκυρίες είναι η αλλαγή των σχέσεων παραγωγής που επηρεάζουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, είναι η ανατροπή του εποικοδομήματος (του κράτους ιδιαίτερα) που επιδρούν στην αλλαγή της οικονομικής βάσης.
Αυτή η ερμηνεία χρησιμοποιήθηκε π.χ. για να δικαιολογηθεί η προλεταριακή επανάσταση σε μια «καθυστερημένη» χώρα (δηλαδή με χαμηλή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων). Ακόμη και στην κριτική που ασκεί ο Μάο στο «Εγχειρίδιο της πολιτικής οικονομίας» της ΕΣΣΔ (θ’ αναφερθούμε σ’ αυτό παρακάτω) βρίσκουμε κατά βάθος την ίδια αντίληψη[i], αν και με μια χροιά πιο έντονη σ’ οτι αφορά το πρόβλημα της αλλαγής και των παραγωγικών σχέσεων και της ανατροπής του εποικοδομήματος.[ii]
Παρατηρούμε, ωστόσο, πως στην εισήγηση του Τσου Εν-λάι, στο Χ Συνέδριο του ΚΚΚ, υπάρχει μια ξεκάθαρη κριτική αναφορά σ’ αυτή την αντίληψη, χαρακτηρίζοντάς της σαν βάση ενός αντιεπαναστατικού κινήματος.[iii] Αυτό σημαίνει οτι η τελευταία παραπέρα ανάπτυξη της μαοϊκής σκέψης και η πρακτική της ΠΕ αποτελούν την υπέρβαση αυτής της ερμηνείας για τη σχέση παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων.
Μη δεχόμενη λοιπόν, η «Θεωρία των Παραγωγικών Δυνάμεων» οτι ο τροχός της ιστορίας είναι η αντίθεση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις παραγωγικές σχέσεις, σβύνει τον ιστορικό ρόλο που έχει το προλεταριάτο στην προώθηση της ανάπτυξης και αρνείται ριζικά τη μαρξιστική θεωρία για την πάλη των τάξεων που ακόμα και στην περίοδο της σοσιαλιστικής μετάβασης οι τάξεις υπάρχουν άρα και η ταξική πάλη. Αυτή η θεώρηση όμως, αποτέλεσε για μια ολόκληρη ιστορική περίοδο, την κυρίαρχη αντίληψη του διεθνούς εργατικού κινήματος επηρεάζοντας ακόμη και την Τριτοδιεθνιστική αντίληψη και ιδιαίτερα της σταλινικής ηγεσίας. Οι θεωρητικές τοποθετήσεις πάνω σ’ αυτό το πεδίο τόσο του Μάο όσο και άλλων ηγετικών στελεχών αποτελεί την πιο σοβαρή συνεισφορά στην παραπέρα ανάπτυξη του Μαρξισμού. Για παράδειγμα, τα δύο σημαντικά άρθρα[1], ένα του Γιάο Βεν-γιουάν και ένα άλλο του Τσάνγκ Τσουν-κιάο, γραμμένα την περίοδο της Π.Ε., αναφέρονται σε μια «νέα» αστική τάξη και σε «καπιταλιστικούς παράγοντες» που γεννιούνται στο ίδιο το εσωτερικό της σοσιαλιστικής κοινωνίας και δεν αποτελούν απλές επιβιώσεις του παρελθόντος. Υπογραμμίζουν επίσης, αυτά τα άρθρα με έμφαση, οτι «σ’ ότι αφορά τις παραγωγικές σχέσεις, όπως σε όλα τα άλλα προβλήματα, πρέπει να δώσουμε προσοχή όχι μόνο στη μορφή αλλά και στο πραγματικό περιεχόμενο. Είναι πολύ σωστό – συνεχίζει – να δίδουμε βαρύτητα στον αποφασιστικό ρόλο του συστήματος ιδιοκτησίας στις σχέσεις παραγωγής. Όμως είναι λάθος να μη δείξουμε ενδιαφέρον στο να καθορίσουμε αν το ζήτημα του συστήματος ιδιοκτησίας λύθηκε τυπικά ή στην πραγματικότητα». (Τσανγκ Τσουν-κιάο, Περιοδικό Vento dellEst, No 38, 1973) Παρατίθεται στη συνέχεια, στο ίδιο κείμενο, μια τοποθέτηση του Μάο του 1969 στην οποία αναφέρεται: «Κρίνοντας από τις παρατηρήσεις μου, φοβάμαι οτι ένας μεγάλος αριθμός της πλειοψηφίας των εργοστασίων – δεν εννοώ σε όλα, ούτε στην τεράστια πλειοψηφία τους – η διεύθυνση δεν είναι στα χέρια πραγματικών μαρξιστών, ούτε των εργατικών μαζών».
Να δούμε όμως τι σημαίνει η παραδοχή της ύπαρξης των τάξεων και της πάλης τους στη διάρκεια ολόκληρης της πορείας της «μετάβασης»: Η σοσιαλιστική κοινωνία, δηλαδή η κοινωνία της μετάβασης, γεννιέται από την καπιταλιστική και δεν είναι δυνατό να απαλειφθούν, στο άψε-σβύσε, οι ανταγωνιστικές αντιθέσεις που η προλεταριακή εξουσία κληρονομεί από την καπιταλιστική κοινωνία. Σε τελευταία ανάλυση, δεν μπορεί να μεταμορφωθεί μεμιάς ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και το σύστημα των σχέσεων παραγωγής, ούτε το εποικοδόμημα, παρά μόνο μέσα από περιοδικά επαναστατικά κύματα και στάδια που θα καλύπτουν μια μεγάλη χρονική περίοδο.  Η θεώρηση τη συνέχισης της ταξικής πάλης στη διάρκεια ολόκληρης της περιόδου «μετάβασης» από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό και η παραπέρα μετεξέλιξή της από τον Μάο, με τη διατύπωση και υπογράμμιση του κινδύνου της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στον «κρατικοποιημένο» τομέα και στον «κολεκτιβοποιημένο», αποτελεί, χωρίς αμφιβολία άλλο ένα μεγάλο βήμα προς τα μπρος της μαρξιστικής και λενινιστικής επεξεργασίας και θεώρησης.
Δεν θα επεκτείνουμε παραπέρα την αναφορά μας επ’ αυτού γιατί θα παραβλέπαμε το χαρακτήρα της σημερινής εκδήλωσης, αλλά και τον περιορισμό του χρόνου. Να κλείσουμε αυτή την παράγραφο με την παρατήρηση πως με την οριστική ρήξη μεταξύ ΕΣΣΔ και Κίνας και τη σκληρή αντιρεβιζιονιστική πολεμική του ΚΚΚ, αλλά κυρίως με την πρακτική της Π.Ε. με την οποία κλείνει αποφασιστικά η λεγόμενη «οικοδόμηση» του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και στις άλλες «σοσιαλιστικές» ευρωπαϊκές χώρες, πραγματοποιείται μια ριζική στροφή, θεωρητικής επανεξέτασης πάνω στα ζητήματα των παραγωγικών σχέσεων και των παραγωγικών δυνάμεων. Να γίνει όμως καθαρό, οτι άλλο είναι η επαναστατική πρακτική που έχει δίχως καμιά αμφιβολία πρωταρχική σημασία και άλλο είναι ο αναστοχασμός, το ξανακοίταγμα της σκέψης και η θεωρητική συστηματικοποίηση της όποιας πρακτικής εμπειρίας.
Επιχειρώντας μια υπογράμμιση των θεμάτων της μετάβασης στα οποία αναφερθήκαμε μέχρι τώρα, σε σχέση με τη συνεισφορά του μαοϊσμού και της Π.Ε., μπορούμε να συνοψίσουμε:
1)      Την υπέρβαση της «Θεωρίας των παραγωγικών δυνάμεων» και την υπογράμμιση της θεωρίας για την ύπαρξη των τάξεων και τη συνέχιση της ταξικής πάλης.
2)      Τον πρωταγωνιστικό ρόλο των μαζών στο επαναστατικό προτσές.
3)      Την διατύπωση της αντίληψης πως, με το πάρσιμο της εξουσίας από το προλεταριάτο  δεν μεταμορφώνονται αυτόματα, ούτε ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, ούτε το σύστημα σχέσεων παραγωγής, ούτε το εποικοδόμημα.
4)      Τη διατύπωση της αντίληψης για τη γέννηση στο εσωτερικό της ίδιας της «σοσιαλιστικής» κοινωνίας αστικών στοιχείων, αλλά και της ίδιας της αστικής τάξης.
5)      Η καπιταλιστική παλινόρθωση είναι πάντα πιθανή κατά την περίοδο της μετάβασης.
6)      Θα χρειαστούν πολλά περιοδικά επαναστατικά προτσές και διάφορα στάδια για μια μεγάλη περίοδο ως τη μετάβαση στον κομμουνισμό.

Το δοκίμιο του Στάλιν, το «εγχειρίδιο» και οι σημειώσεις του Μάο
Θεωρώ χρήσιμη μια σύντομη αναφορά σε τρία σπουδαία, γνωστά στους περισσότερους, γραπτά του Μάο, που ανήκουν στην κατηγορία των «ανέκδοτων» (ανεπίσημων) κειμένων που κυκλοφόρησαν από τους Ερυθρούς Φρουρούς την περίοδο της Π.Ε. Να πω εισαγωγικά οτι:
Το πρώτο αποτελεί μια ατελή συνόψιση (άγνωστο από ποιόν) μιας ομιλίας του Μάο το Νοέμβρη του 1958, πάνω στο δοκίμιο του Στάλιν «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ».
Το δεύτερο, του 1959, περιλαμβάνει μια σειρά σημειώσεων, αυτή τη φορά από τον ίδιο το Μάο, κατά τη διάρκεια ανάγνωσης του δοκιμίου.
Το τρίτο, πολύ πιο πλήρες, περιέχει τις σημειώσεις του Μάο πάνω στο «Εγχειρίδιο Πολιτικής Οικονομίας» της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ. Είναι γραμμένο πριν το θάνατο του Στάλιν (1953) και δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του, ενώ στη συνέχεια, επεξεργασμένο εκ νέου, μετά το ΧΧ Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956) και κυκλοφόρησε στην ΕΣΣΔ το 1959. Οι σημειώσεις του Μάο (1960) αφορούν την τελευταία έκδοση του 1959.
Να λάβουμε υπόψη μας οτι η περίοδος 1950-1960 που σ’ αυτήν αναφέρονται τα παραπάνω γραπτά, είναι μια περίοδος σημαντικών γεγονότων για τη σύγχρονη ιστορία της Κίνας (να θυμηθούμε: το «Μεγάλο Άλμα», τη σύγκρουση με τον Πένγκ Τεχ-χουάι, την εξέλιξη των διαφωνιών και των σχέσεων με την ΕΣΣΔ, ενώ η κριτική ενάντια στο ρεβιζιονισμό είχε ξεκινήσει μέχρι την οριστική ρήξη, τέλη 1960).
Να σημειώσουμε επίσης, οτι όταν ο Μάο αντιμετωπίζει ένα ζήτημα, ακόμα και μεγάλης θεωρητικής σπουδαιότητας, το κάνει πάντα σε σχέση με τα ειδικά προβλήματα της ταξικής πάλης και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης σε μια ορισμένη φάση.
Με αυτόν ακριβώς το μπούσουλα θα πρέπει να βλέπονται όλα αυτά τα κείμενα τα οποία αναφέρονται και στα προβλήματα που τέθηκαν από τις διάφορες επιλογές της σταλινικής ηγεσίας.

Για το δοκίμιο του Στάλιν
Στις σημειώσεις του ο Μάο, αναφερόμενος στο δοκίμιο του Στάλιν, καλεί τις επαρχιακές και περιφερειακές οργανώσεις του Κόμματος να διαβάσουν το δοκίμιο, ενώ διατυπώνει ευθέως τη διαφορετική αντίληψή του για τη σχέση πολιτικής και οικονομίας, παρατηρώντας: «Ο Στάλιν μιλά μόνο για οικονομία, δεν αντιμετωπίζει την πολιτική (…), όμως χωρίς ένα κομμουνιστικό κίνημα δεν περνάς στον κομμουνισμό». Παρατηρούμε εδώ ξανά, τον καθοριστικό ρόλο που προσδίδει ο Μάο στη δράση των μαζών, την επαναστατική δράση που δεν εξαφανίζεται κι ούτε πρέπει να υποσταλεί κατά την περίοδο της μετάβασης. Η κριτική αυτή ξεπερνά τα στενά πλαίσια της οικονομικής πολιτικής του Στάλιν και αφορά γενικά την ίδια την αντίληψη της πολιτικής. Και άλλα κρίσιμα ζητήματα αναδύονται από τις σημειώσεις, αφού στο βάθος της μαοϊκής αντίληψης διαφαίνεται η διαφοροποίησή του από τη σοβιετική εμπειρία σ’ ότι αφορά π.χ. τα θέματα της σχέσης μεταξύ του ΚΚ και των μαζών και ακόμη της ίδιας της αντίληψής του για το Κόμμα, τονίζοντας την βεβαιότητα οτι η επανάσταση είναι η διαρκής δημιουργία της ανθρώπινης δράσης, πριν και μετά το πάρσιμο της εξουσίας.
Για τον Μάο λοιπόν, ο πρωταγωνιστής του επαναστατικού προτσές είναι οι μάζες που ενόσω τα «κεντρικά όργανα», είτε αυτά είναι το Κόμμα ή η Κυβέρνηση, θα έχουν στέρεους δεσμούς με αυτές, τότε θα είναι σε θέση να ασκήσουν μια ορθή πολιτική, χωρίς να τις υποκαταστήσουν. Υποστηρίζει ακόμη πως οι μετασχηματισμοί στις σχέσεις παραγωγής, όχι μόνο πρέπει να προηγούνται της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά και να αποτελούν το προωθητικό στοιχείο της απελευθέρωσής τους  ͘ενώ, σύμφωνα με τον Στάλιν, οι μετασχηματισμοί αυτοί, δηλαδή η ανάπτυξη των παραγωγικών σχέσεων, βρίσκονται σε καθυστέρηση σε σχέση με αυτήν των παραγωγικών δυνάμεων και όχι τυχαία βέβαια, αλλά ακριβώς λόγω επιλογών που αποφασίζονται στο επίπεδο των ηγετικών οργάνων.
Δε θα αναφερθούμε σε άλλα, πολύ σημαντικά ζητήματα της κριτικής στο δοκίμιο. Να σημειώσουμε μόνο, πως οταν ο Μάο έγραφε αυτές τις σημειώσεις, δεν ήταν δυνατό να προβλέψει το μέγεθος της σύγκρουσης που έμελε να εκδηλωθεί στην ίδια την ηγετική ομάδα του ΚΚΚ με αφορμή το «ζήτημα Πένγκ Τεχ-χουάι», ούτε οτι λίγα χρόνια αργότερα θα συντελούνταν η πλήρης και οριστική ρήξη με την ΕΣΣΔ, με πολύ σοβαρές συνέπειες στην πορεία ανάπτυξης της Κινέζικης επανάστασης. Πολύ περισσότερο βέβαια, δεν θα μπορούσε να προβλέψει την κατάληξη της Π.Ε. και τη στροφή της πορείας της Κίνας προς την καπιταλιστική παλινόρθωση.

Για το «Εγχειρίδιο»
Και από το τρίτο κείμενο του Μάο, κριτικής στο «Εγχειρίδιο», δεν λείπουν οι αναφορές πάνω στα γενικά προβλήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Αυτές οι αναφορές συνδυάζονται επίσης με πλευρές της χρουτσωφικής πολιτικής, της ειρηνικής συνύπαρξης με τον ιμπεριαλισμό, του ειρηνικού περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό κ.ά. Η κριτική του Μάο στο σοβιετικό ρεβιζιονισμό σημαδεύει κεντρικές πλευρές τόσο μιας θεωρητικής τοποθέτησης, όσο και της ανάλυσης της πείρας από την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη ΣΕ. Για τα προβλήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, οι πλέον ενδιαφέρουσες τοποθετήσεις εδώ, συγκριτικά με τις κριτικές στο δοκίμιο του Στάλιν, αφορούν στο θέμα του ρόλου των αγροτικών μαζών στην επανάσταση στην ύπαιθρο, το μετασχηματισμό των διανοούμενων και – ξανά – το πέρασμα από το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό.
Για την ύπαιθρο: Η νέα δομή της βάσης, η λαϊκή κομμούνα, στα πλαίσια της πολιτικής τής ενότητας, κοινωνικής και παραγωγικής, έπρεπε να είναι το εργαλείο για να καρποφορήσει ο σπόρος μιας ακατάπαυστης βαθιάς επαναστατικοποίησης της κινέζικης υπαίθρου. Ο Μάο, ενώ κριτικάρει σκληρά και σε βάθος το προτσές μέσω του οποίου πραγματοποιήθηκε η κολλεκτιβοποίηση στις αγροτικές περιοχές της ΕΣΣΔ – και αυτή δεν είναι μια επαναστατική γραμμή, είναι μια δεξιά γραμμή – προχωρά ακόμα πιο πέρα, σε ζητήματα όπως η σχέση της κρατικής εξουσίας με τις μάζες.
Για τους διανοούμενους: Ο Μάο αρνείται οτι στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού το πρόβλημα των διανοούμενων εξαντλείται με τη «δημιουργία διανοούμενων εργατικής και αγροτικής καταγωγής» και στον «τρόπο ενσωμάτωσης των αστών διανοούμενων». Υποστηρίζει οτι το βασικό ζήτημα είναι ο μετασχηματισμός των διανοούμενων, όχι μόνο εκείνων με αστική καταγωγή, αλλά και εκείνων με εργατική ή αγροτική καταγωγή. Η κοινωνική καταγωγή τους δε λύνει κανένα πρόβλημα γιατί και αυτοί επηρεάζονται από την αστική τάξη, από την κουλτούρα και την αστική ιδεολογία. Η σοσιαλιστική επανάσταση οφείλει να προχωρήσει σε τρία μέτωπα: στο πολιτικό, το οικονομικό και το ιδεολογικό. Το ιδεολογικό μέτωπο περικλείει την παραδοσιακή κουλτούρα, στοιχείο του εποικοδομήματος που επέζησε μετά την πτώση της παλιάς κυρίαρχης τάξης, καθώς και την ίδια τη διανοητική εργασία λόγω του καταμερισμού εργασίας της παλιάς κοινωνίας.
Δεν θα επεκταθώ σε άλλες αναφορές. Και με την ελπίδα να κεντρίστηκε έστω και κατ’ ελάχιστον, κυρίως στους νέους συντρόφους και αγωνιστές, το ενδιαφέρον για παραπέρα σοβαρή μελέτη και συζήτηση, δίχως περιορισμούς και αποκλεισμούς στη σκέψη, θα κλείσω με τις λίγες γραμμές με τις οποίες ο Μάο τελειώνει τις σημειώσεις του στο «Εγχειρίδιο»:
«Δεν είναι καλό για μια χώρα, όποια κι αν είναι, να βασίζεται κάθε στιγμή σε ξεπερασμένα πράγματα. Αν δεν υπήρχαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, αν δεν είχε υπάρξει ο Λένιν να γράψει έργα όπως «Οι δύο τακτικές», θα ήταν αδύνατο να λυθούν τα νέα προβλήματα που εμφανίστηκαν μετά το 1905. Ανάλογα, αν είχε υπάρξει μόνο το «Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός», θα ήταν αδύνατον να αντιμετωπιστούν τα νέα προβλήματα που προέκυψαν πριν και μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Για να ικανοποιήσει τις ανάγκες αυτής της εποχής, ο Λένιν έγραψε το «Ο ιμπεριαλισμός», «Κράτος και επανάσταση», κ.ά. Μετά το θάνατο του Λένιν, για να αντιμετωπίσει τους αντιδραστικούς και να υπερασπίσει το λενινισμό, ο Στάλιν έπρεπε να γράψει έργα όπως «Οι αρχές του λενινισμού», «Ζητήματα του λενινισμού» κ.ά. Στο τέλος του δεύτερου εμφυλίου πολέμου και στην αρή του αντιστασιακού πολέμου ενάντια στην Ιαπωνία, έγραψα το «Για την πράξη» και «Για τις αντιθέσεις». Δεν μπορούσα να μη γράψω αυτά τα έργα γιατί έπρεπε να ικανοποιήσω τις ανάγκες της στιγμής.
            Τώρα μπήκαμε στην εποχή του σοσιαλισμού. Εμφανίστηκαν μια σειρά νέων προβλημάτων. Είναι αδύνατο να μην γράφονται νέα έργα και να μην επεξεργάζονται νέες θεωρίες για να ικανοποιηθούν οι νέες απαιτήσεις».
(Η οικοδόμηση του σοσιαλισμού, Newton Compton ed. 1975)

                                                                        Στέλιος Μανούσακας
Ιούνης 2016
Παραπομπές:

[1] Γιάο Βεν-γιουάν, «Οι κοινωνικές βάσεις της αντικομματικής κλίκας του Λιν Πιάο» και Τσανγκ Τσουν-κιάο, «Η ολοκληρωτική δικτατορία για την αστική τάξη», περιοδικό Vento dell’ Est, No 38, 1973.

[i] «Αν οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύσσονται πολύ γρήγορα, δημιουργούν μια κατάσταση κατά την οποία οι παραγωγικές σχέσεις δεν συμφωνούν πια με τις παραγωγικές δυνάμεις από τη μια μεριά, και το εποικοδόμημα δε συμφωνεί πια στις παραγωγικές σχέσεις από την άλλη. Τότε γίνεται απαραίτητος ο μετασχηματισμός των παραγωγικών σχέσεων και του εποικοδομήματος για να επαναφέρουμε την ισορροπία. Το εποικοδόμημα προσαρμόζεται στις παραγωγικές σχέσεις και οι παραγωγικές σχέσεις προσαρμόζονται στις παραγωγικές δυνάμεις. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η ισορροπία που έχει έτσι επιτευχθεί είναι μόνο κάτι το σχετικό, γιατί η ανάπτυξη των παραγωγικών σχέσεων δεν θα σταματήσει ποτέ. Κατά συνέπεια, θα υπάρχει πάντα μια ανισορροπία. Η ισορροπία και η ανισορροπία αποτελούν τις δύο όψεις μιας αντίθεσης. Η ανισορροπία είναι η απόλυτη όψη, ενώ η ισορροπία είναι η σχετική όψη. Αν δε γινόταν έτσι, θα ήταν γιατί οι παραγωγικές δυνάμεις, οι παραγωγικές σχέσεις και το εποικοδόμημα, έχουν κρυσταλλοποιηθεί και δεν μπορούν ν’ αναπτυχθούν. Η ισορροπία είναι σχετική ενώ η ανισορροπία είναι απόλυτη. Είναι ένας νόμος παγκόσμιος».
(Η οικοδόμηση του σοσιαλισμού, Newton Compton Ed., 1975 Κριτική του Μάο στο «Εγχειρίδιο»)
[ii] «Όταν οι νέες παραγωγικές σχέσεις έχουν σταθεροποιηθεί ικανοποιητικά, έχουν ανοίξει το δρόμο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Βέβαια, η επανάσταση στις παραγωγικές σχέσεις επήλθε όταν η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είχε φτάσει ένα ορισμένο επίπεδο. Όμως μια ουσιαστική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έρχεται πάντα μετά το μετασχηματισμό των σχέσεων παραγωγής…»
(Η οικοδόμηση του σοσιαλισμού, Newton Compton Ed., 1975 Κριτική του Μάο στο «Εγχειρίδιο»)
[iii] Μιλώντας για τον Λιν-πιάο και τον Τσεν Πο-τα, προκειμένου να κριτικαριστεί η «οικονομίστικη» θέση, ο Τσου Εν-λάι υποστηρίζει ότι «αντιτιθέμενοι στη συνέχιση της επανάστασης κάτω από τη δικτατορία του προλεταριάτου, αυτοί πίστευαν οτι το κύριο καθήκον ήταν μετά το ΙΧ Συνέδριο του ΚΚΚ, το καθήκον της ανάπτυξης της παραγωγής. Πρόκειται για μια επανέκδοση, σε μια νέα συγκυρία, της ρεβιζιονιστικής θέσης που ο Λιου Σιάο-σι και ο Τσεν Πο-τα είχαν εισαγάγει στην απόφαση του VIII Συνεδρίου και που σύμφωνα μ’ αυτήν η κύρια αντίθεση στο εσωτερικό της χώρας δεν είναι η αντίθεση που αντιπαραθέτει το προλεταριάτο στην αστική τάξη, αλλά εκείνη «ανάμεσα στο προχωρημένο σοσιαλιστικό σύστημα και στις καθυστερημένες παραγωγικές δυνάμεις».
(Pekin Information, No 35-36, 1973)

Ανάρτηση από: http://www.kkeml.gr