Του Γιώργου Καραμπελιά
Το Brexit αποτέλεσε το αποκορύφωμα μιας περιόδου αλλεπάλληλων πληγμάτων στην παγκοσμιοποίηση, κατεξοχήν σ’ ό,τι αφορά στην Ευρώπη: Η κρίση στην Ιβηρική χερσόνησο που οδηγεί σε δεύτερες εκλογές στην Ισπανία, η παρ’ ολίγον εκλογή ακροδεξιού προέδρου στην Αυστρία, η άνοδος της ακροδεξιάς «Εναλλακτικής για την Γερμανία», της Μαρίν Λεπέν στην Γαλλία, η εκλογή δημάρχων των «Πέντε αστέρων» στη Ρώμη και το Τορίνο, το μεγάλο κοινωνικό κίνημα που συγκλονίζει τη Γαλλία εδώ και τρεις σχεδόν μήνες, γνώρισαν την κορύφωσή τους με την ψήφο των Βρετανών υπέρ του Brexit.
Πρόκειται για ένα ράπισμα σ’ αυτό που αποκαλούμε παγκοσμιοποίηση· ένα ράπισμα που προήλθε από τα λαϊκά στρώματα και τους περιθωριοποιημένους πολίτες της Βρετανίας. Τα στοιχεία είναι αδιάσειστα και αμάχητα: Στα κέντρα των μητροπόλεων, κατεξοχήν του Λονδίνου, αλλά και στο Μάντσεστερ και το Λίβερπουλ, υπερψηφίστηκε η παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση – μάλιστα στο κέντρο του Λονδίνου το «Παραμένω» συγκέντρωσε το 75% των ψήφων και στο ευρύτερο μητροπολιτικό Λονδίνο το 59%. Αντίθετα, στις υποβαθμισμένες περιοχές που πλήττονται από την αποβιομηχανοποίηση και αντιμετωπίζουν πολύ πιο έντονα τον ανταγωνισμό των μεταναστών, το «Αποχωρώ» ξεπέρασε το 60%, συχνά ακόμα και το 70%. Και τα αποτελέσματα θα ήταν ακόμα πιο σαρωτικά εάν οι Σκωτσέζοι και οι Βορειο-ιρλανδοί δεν ψήφιζαν υπέρ της παραμονής στην Ε.Ε. εξαιτίας της αντίθεσής τους με την αγγλική κυριαρχία!
Στην πραγματικότητα δηλαδή, το 60% των ψηφοφόρων της Αγγλίας και της Ουαλίας ψήφισε μαζικά υπέρ της εξόδου, όταν μάλιστα ληφθεί υπόψη και το υψηλό σχετικά ποσοστό της εκλογικής συμμετοχής. Δηλαδή, οι Άγγλοι πολίτες των λαϊκών στρωμάτων απάντησαν με τον τρόπο τους στην παγκοσμιοποίηση που είχε εγκαινιαστεί πάνω στις πλάτες τους από την Μάργκαρετ Θάτσερ.
Η διχοτόμηση ανάμεσα σε ένα παγκοσμιοποιημένο Λονδίνο όπου ήδη ο πληθυσμός αγγλικής καταγωγής αποτελεί μειοψηφία και τη «βαθειά Αγγλία» της περιφέρειας, αγγίζει πλέον τα όρια της κοινωνικής έκρηξης. Επιβεβαιώθηκε και εδώ, αυτό που είχε διαπιστωθεί πρόσφατα και στις Περιφερειακές Εκλογές της Γαλλίας. Στο Παρίσι, το Εθνικό Μέτωπο έφτασε μόλις το 14% των ψήφων, ενώ στις πιο υποβαθμισμένες περιφέρειες πλησίασε το 40%! Δηλαδή, οι μητροπολιτικές περιοχές, –όπως έχουν καταδείξει και όλες οι σύγχρονες κοινωνιολογικές μελέτες– συγκεντρώνουν την αστική τάξη, τα ανώτερα μεσαία στρώματα και τους μετανάστες, που αποτελούν το υπηρετικό και βοηθητικό προσωπικό τους, ενώ η εγχώρια εργατική τάξη και τα κατώτερα μικροιδιοκτητικά στρώματα εξορίζονται κυριολεκτικώς από τις μητροπόλεις –γι’ αυτό εξάλλου θα αρκούσε το δυσθεώρητο ύψος των ενοικίων.
Αυτό λοιπόν συνέβη και στο Λονδίνο. Εξ ου και η συνεύρεση των ολιγαρχών της παγκοσμιοποίησης, του Κάμερον, του Σόρος, και του Γκέλντοφ, με το Εργατικό Κόμμα και τους οπαδούς των «ανοικτών συνόρων» για τους μετανάστες. Πρόσφατα στη Γερμανία, η Ένωση Γερμανών Βιομηχάνων, η κα Μέρκελ και οι… Πράσινοι υπήρξαν οι πλέον διαπρύσιοι υποστηρικτές της εισόδου εκατομμυρίων μεταναστών και προσφύγων, ως απάντηση στις ελλείψεις εργατικού δυναμικού της Γερμανίας. Πράγματι το μεταναστευτικό ζήτημα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο βρετανικό δημοψήφισμα. Η σαρωτική εκλογή του Σαδίκ Καν ως δημάρχου του Λονδίνου, οδήγησε ως μπούμερανγκ στην… επικράτηση του Brexit, διότι έπεισε τους Άγγλους πολίτες της περιφέρειας ότι έχουν απολέσει την εθνική τους κυριαρχία, μια και η πρωτεύουσά τους κυβερνάται από έναν πακιστανικής καταγωγής μουσουλμάνο. Όταν μάλιστα το στρατόπεδο της παραμονής στην Ε.Ε. χρησιμοποίησε τον ίδιο άνθρωπο ως ηγετική μορφή της εκστρατείας υπέρ της παραμονής, απέναντι στο Μπόρις Τζόνσον και τον Νάιτζελ Φάρατζ!
Και όντως, για τα λαϊκά στρώματα δεν ισχύει μια επιλεκτική αντιμετώπιση της παγκοσμιοποίησης, τέτοια που προτείνουν και προωθούν βλακωδώς και ατελέσφορα οι περισσότερες αριστερές πολιτικές δυνάμεις της Ευρώπης και προφανώς και της Μ. Βρετανίας. Διότι δεν είναι δυνατόν να αντιστρατεύεσαι την παγκοσμιοποίηση σε ό,τι αφορά την απελευθέρωση των αγορών, την κατάργηση κάθε προστασίας, την αποδυνάμωση των δικαιωμάτων των εργαζομένων κ.λπ. και ταυτόχρονα να την υπερασπίζεσαι σ’ ό,τι αφορά στο άνοιγμα των συνόρων και της αγοράς εργασίας, τις ξένες μεταναστευτικές ροές, που επιτείνουν την ανεργία, την μαύρη δουλειά, και την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων. Και μάλιστα, να εγκαταλείπεις τα λαϊκά στρώματα των μισθωτών και των μικρομεσαίων στα χέρια της ακροδεξιάς που στη Γαλλία με το Εθνικό Μέτωπο ή στην Αγγλία με τον Φάρατζ έχουν μεταβληθεί από κοινωνιολογική άποψη στα κατεξοχήν «λαϊκά» κόμματα των χωρών τους. Αυτό λοιπόν που ηττήθηκε είναι η παγκοσμιοποίηση και ο κοσμοπολιτισμός, τόσο της νεοφιλελεύθερης δεξιάς όσο και της πολιτισμικά φιλελεύθερης αριστεράς που είναι υπεύθυνοι για την άνοδο των κοινωνικών ανισοτήτων και την αποσύνθεση του κοινωνικού κράτους. Γι’ αυτό, και καθόλου παράδοξα εν τέλει, Κάμερον και Κόρμπιν βρίσκονταν στο ίδιο στρατόπεδο.
Αν όμως πρόκειται για μια ηχηρή ήττα της παγκοσμιοποίησης και του πολυπολιτισμού, εκείνοι που την βιώνουν και θα την βιώσουν περισσότερο οδυνηρά στο γεωπολιτικό επίπεδο και στους σχεδιασμούς τους, είναι η Γερμανία και οι ΗΠΑ ταυτόχρονα.
Η ήττα του Σόϊμπλε
Ως προς τη Γερμανία νομίζω ότι είναι προφανές. Και μάλιστα, πρόκειται για ένα διπλό χαστούκι στην πολιτική της. Πρώτο και κύριο, διότι απεδείχθη πως η επιβολή μιας γερμανόπνευστης παγκοσμιοποιτικής λιτότητας πάνω στο σύνολο της Ε.Ε., επιταχύνει και κορυφώνει τις φυγόκεντρες τάσεις. Οι Άγγλοι, δεν είναι διατεθειμένοι μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους να ανεχθούν την υποταγή τους στο dictat του Σόιμπλε.
Παράλληλα, η γερμανική πολιτική, τη στιγμή που έσπρωχνε τη Μ. Βρετανία στην έξοδο, έχανε ταυτόχρονα και τον κυριότερο σύμμαχό της στο εσωτερικό της Ε.Ε., όσο παράδοξο και αντιφατικό και αν φαίνεται αυτό. Διότι, η Αγγλία του Κάμερον, ήταν ο κύριος υποστηρικτής των πολιτικών του Σόιμπλε στην ΕΕ, πράγμα που είχε διαπιστωθεί και στην περίπτωση της Ελλάδας, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της κρίσης, όταν η Βρετανία πρωτοστατούσε σε ανθελληνισμό.
Και προφανώς η απώλεια της «Μ. Βρετανίας του Κάμερον» από τη «Γερμανία της Μέρκελ», δεν θα οδηγήσει, όπως φαντάζονται μερικοί, σε μια περισσότερο γερμανική Ευρώπη, αλλά θα παροξύνει αντίθετα τις αντιθέσεις με τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία, αν μάλιστα και οι Ποδέμος βρεθούν μεθαύριο στην κυβέρνηση. Διότι, η απειλή ενός Frexit, (δηλαδή της εξόδου της Γαλλίας) ή μιας αντίστοιχης κίνησης της Ιταλίας, θα υποχρεώσει τις ελίτ αυτών των χωρών σε αναδίπλωση ως προς τις πολιτικές λιτότητας, και σε αναπόφευκτη σύγκρουση με τη Γερμανία. Το Brexit δεν θα ενισχύσει σε καμία περίπτωση την συνοχή της Ευρώπης, αλλά αντίθετα θα την αποδυναμώσει δραματικά και η Γερμανία υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν θα μπορεί να αποδεχθεί να συνεχίσει αμέριμνη μια πολιτική που θα επιδεινώσει την αποσύνθεση της Ευρώπης υπό την ηγεσία της διότι αυτή θα χρεωθεί αποκλειστικά στην ίδια και θα υποβαθμίσει το διεθνές της κύρος.
Ήττα του ευρωατλαντισμού
Ο δεύτερος μεγάλος ηττημένος του Brexit, εκτός από το Σίτυ του Λονδίνου και τον Σόιμπλε, είναι προφανώς οι ΗΠΑ και η ευρωπαϊκή στρατηγική τους. Οι ΗΠΑ, τα τελευταία χρόνια, είχαν αναπτύξει με σχετική επιτυχία μία στρατηγική αποδυνάμωσης της Ευρώπης ως ανεξάρτητης γεωπολιτικής οντότητας, μέσω της διαιώνισης της ελληνικής κρίσης, την οποία υποδαυλίζει συστηματικά το ΔΝΤ, και προπαντός μέσω της αποκοπής της Ευρώπης από τη μόνη πιθανή στρατηγική της εταίρο τη Ρωσία. Τωόντι, η Ευρώπη σε συνεργασία με τη Ρωσία δεν θα είχε πλέον ανάγκη την προστασία των ΗΠΑ, θα ήταν αυτοδύναμη στο πεδίο των πρώτων υλών, του στρατηγικού βάθους και των αμυντικών δυνατοτήτων. Γι’ αυτό, από το 1945 και μετά, η αμερικανική πολιτική επιδιώκει προνομιακά την αποκοπή της Ρωσίας από την υπόλοιπη Ευρώπη.
Μέσα από την ουκρανική κρίση, και ό,τι επακολούθησε, φάνηκε να πετυχαίνει τους στόχους της και να ορθώνει ένα νέο «παραπέτασμα» –αυτή τη φορά με δική τους ευθύνη αποκλειστικά–, ανάμεσα στην Ευρώπη και τη Ρωσία. Αυτός ο στρατηγικός αποκλεισμός της Ρωσίας από την ευρωπαϊκή γεωμετρία, ενισχύει εκ του αντιθέτου, το σενάριο της δημιουργίας ενός κοινού ευρωατλαντικού πόλου, το οποίο προωθεί μετ’ επιτάσεως η αμερικανική πολιτική. Και σε μια τέτοια στρατηγική το βασικό όπλο των ΗΠΑ στο εσωτερικό της Ευρώπης, ήταν η παρουσία μιας Μ. Βρετανίας, άρρηκτα δεμένης οικονομικά, πολιτικά και πολιτισμικά με την υπερατλαντική… θυγατέρα της.
Οι ΗΠΑ με δούρειο ίππο τη Βρετανία προσπαθούν να ολοκληρώσουν στο οικονομικοπολιτικό πεδίο αυτό που είχαν επιτύχει στο στρατιωτικοπολιτικό με το ΝΑΤΟ μετά το 1945. Εάν η Ευρώπη πάρει τον δρόμο της Ατλαντικής Οικονομικής Ένωσης, τότε θα μπορεί να οικοδομηθεί ένα λίγο πολύ ενιαίο δυτικό σύστημα, ικανό να αντιμετωπίσει την Κίνα και τη Ρωσία. Έτσι εξάλλου η Ρωσία θα αναγκαστεί να στραφεί προς τα ανατολικά –προς την Κίνα και το Ιράν–, εγκαταλείποντας την ευρωπαϊκή της ταυτότητα και φιλοδοξίες.
Κατά συνέπεια, το Brexit αποτελεί ένα καίριο πλήγμα στην αμερικανική στρατηγική, όχι μόνον γιατί και οι δύο αγγλοσαξωνικές χώρες θα βρεθούν εκτός οικονομικών δεσμών με την Ε.Ε., αλλά και διότι θα ενισχύσει τον πειρασμό για μια νέα ευρωπαϊκή γεωμετρία με κάποιας μορφής προσέγγιση με τη Ρωσία. Οι ΗΠΑ και η κα Μέρκελ, στην αμέσως προηγούμενη περίοδο προσπαθούσαν, στο αναγκαίο άνοιγμα προς ανατολάς της Ευρώπης, να υποκαταστήσουν την Ρωσία με την Τουρκία. Αρκεί να κοιτάξει κανείς τον χάρτη για να πειστεί. Οι Αγγλοσάξωνες, ακολουθούσαν, εδώ και πολλούς αιώνες, εκτός από ελάχιστες στιγμές, την ίδια στρατηγική: Αποκλεισμός της Ρωσίας, προσέγγιση με την οθωμανική Τουρκία. Σήμερα όμως, αυτή η προσέγγιση μοιάζει πιο δύσκολη. Διότι η Τουρκία τείνει να ταυτιστεί με μια ανερχόμενη οικονομική και πολιτική δύναμη, δηλαδή την μουσουλμανική Ανατολή και επομένως η προσέγγιση με τη Ρωσία, χωρίς μάλιστα το αγγλικό «μπουλντόκ» θα εμφανίζεται πολύ πιο φυσιολογική και εφικτή…
Δεν θα μας πέσει ο ουρανός στο κεφάλι
Τέλος, δεν μπορούμε παρά να σημειώσουμε, –έστω και επιγραμματικά σε αυτή την πρώτη αποτίμηση– τις επιπτώσεις του Brexit για την Ελλάδα και την Κύπρο. Κατ’ αρχάς, και σ’ ένα πρώτο επίπεδο, αυτή η εξέλιξη δίνει κουράγιο στους Έλληνες που διαπιστώνουν πως τίποτε δεν είναι αδύνατο, αρκεί να αποτελεί λαϊκή βούληση και να στηρίζεται σε πραγματικές δυνατότητες. Οι καταπτοημένοι πολίτες του «προτεκτοράτου» του Νότου –και δεν περιμέναμε τον Ιγκλέσιας να μας το πει– διαπιστώνουν έμπρακτα πως ο Σόϊμπλε και οι εκβιασμοί του δεν είναι πάντοτε νικηφόροι. Και το Brexit προσφέρει, άμεσα τουλάχιστον, κάπως περισσότερες δυνατότητες αυτονομίας, μια και οι Γερμανοί δεν θα μπορούν να εκβιάσουν στον ίδιο βαθμό την Ελλάδα, τη στιγμή που στην ΕΕ θα εξελίσσονται οι διαδικασίες για την έξοδο της Βρετανίας. Επί πλέον ανοίγει μεγαλύτερες δυνατότητες για προσέγγιση με τη Ρωσία, ζωτικής σημασίας εξέλιξη για μας.
Παρότι κάθε αποσταθεροποίηση αποτελεί κίνδυνο για χώρες που όπως εμείς εξαρτιόμαστε υπερβολικά από τις γεωπολιτικές εξελίξεις, οι κίνδυνοι είναι μάλλον μετρήσιμοι και ελέγξιμοι· εξάλλου η αποδόμηση της «γερμανικής Ευρώπης» δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί χωρίς να υπάρξουν και κάποιες αναταράξεις.
Ας μην παίρνουμε λοιπόν υπερβολικά υπόψη τους λυγμούς όσων κλαυθμηρίζουν πως η έξοδος της Μ. Βρετανίας θα είναι καταστροφή για μας. Οπωσδήποτε θα υπάρχουν και κάποιες άμεσες αρνητικές συνέπειες. Αλλά οι θετικές ίσως είναι περισσότερες. Και αν υπάρχουν προβλήματα στην παρουσία των Ελλήνων εφοπλιστών στο Σίτυ του Λονδίνου, θα είναι ίσως ευκαιρία για κάποιους από αυτούς να υποχρεωθούν να μετεγκατασταθούν στον Πειραιά! Ή για την αυξημένη δυσκολία των Ελληνοκυπρίων να μετακινούνται στο Λονδίνο θα μπορούσε να ενισχυθεί η παρουσία τους και η μετακίνησή τους… στην Αθήνα.
Τέλος σε σχέση με το Κυπριακό, είναι προφανές πως μεσοπρόθεσμα, τουλάχιστον, θα μειωθούν οι δυνατότητες εκβιασμού των Εγγλέζων για την αποδοχή ενός νέου σχεδίου Ανάν στο εσωτερικό της ΕΕ, ενώ η μείωση των οικονομικών σχέσεων Βρετανίας-Κύπρου και η αποδυνάμωση του «βρετανικού λόμπι» στο εσωτερικό των κυπριακών ελίτ, μάλλον θετικές συνέπειες θα έχει για την ανεξαρτησία της Κύπρου.
Εν κατακλείδι
Η παγκοσμιοποίηση και οι μηχανισμοί της έχουν εισέλθει σε κρίση, κατ’ αρχάς στην Ευρώπη αλλά και παγκοσμίως (αρκεί να δούμε το φαινόμενο Τραμπ στις ΗΠΑ). Αυτό το κύμα που ξεκίνησε με τον Ρήγκαν και τη Θάτσερ σε ΗΠΑ και Μ. Βρετανία, και ανέσκαψε ολόκληρο τον πλανήτη, πλησιάζει στην εξάντλησή του. Οι ίδιοι οι λαοί των δυτικών χωρών, που σε μια πρώτη περίοδο διέκειντο ευνοϊκά στην παγκοσμιοποίηση, διότι τους προσέφερε φθηνότερα προϊόντα, ευκολίες μετακίνησης, και πολιτισμικό κοσμοπολιτισμό (από τις διακοπές στην Ταϊλάνδη, μέχρι τα παγοδρόμια στην… Ντόχα), σήμερα, αρχίζουν να εισπράττουν την αρνητική όψη του νομίσματος:
Α. Τα φθηνά καταναλωτικά προϊόντα, οδήγησαν σε ηγεμονία της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία, και σε αξεπέραστη κρίση σ’ όλες τις δυτικές οικονομίες – που πιθανότατα θα γνωρίσει μια νέα έξαρση μετά το Brexit.
Β. Παρατηρήθηκε μια δραματική επιδείνωση των κοινωνικών ανισοτήτων στην καρδιά των μητροπόλεων. Έτσι, επί παραδείγματι, στις ΗΠΑ το πραγματικό εισόδημα των μισθωτών μειώνεται διαρκώς από τη δεκαετία του 1970 μέχρι σήμερα, ενώ οι κοινωνικές ανισότητες στο σύνολο της Δύσης, όπως καταδεικνύονται και από το βιβλίο του Τομά Πικετί, Το Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα, έχουν επιστρέψει στα επίπεδα των αρχών του 20ού αιώνα.
Γ. Τέλος, όπως φαίνεται καθαρά στην Ελλάδα, αλλά και στην Ισπανία, την Ιταλία και την Γαλλία, η κρίση αγγίζει πλέον και τα μεσαία στρώματα, αφαιρώντας την πλειοψηφία από τα φιλο-παγκοσμιοποιητικά κόμματα. Γι’ αυτό, και μπαίνουμε σε μία περίοδο γενικευμένης κρίσης του παλαιού πολιτικού συστήματος και την ανάδειξη νέων πολιτικών σχηματισμών, είτε προς τα δεξιά, στις χώρες του Βορρά είτε προς τα αριστερά –στις χώρες του Νότου– που έρχονται να αμφισβητήσουν την τάξη της παγκοσμιοποίησης. Το Brexit υπήρξε ακριβώς αποτέλεσμα αυτών των διαδικασιών και ταυτόχρονα παράγοντας μεγέθυνσής τους.
Στο εξής, η κρίση της παγκοσμιοποίησης θα προσλάβει ευρύτερες διαστάσεις, και μια όντως Ενωμένη Ευρώπη, θα μπορέσει να υπάρξει μόνο εάν πραγματοποιηθεί μια στροφή προς την αυτοδυναμία και τον σεβασμό όλων των χωρών, καθώς και προς την ολοκλήρωσή της, δηλαδή προς μια Ευρώπη «από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια». Μόνο αυτή θα της διασφαλίσει ισοτιμία στο εσωτερικό και αυτοδυναμία στο εξωτερικό.
Οι Ευρωπαίοι πολίτες δείχνουν κάθε μέρα όλο και περισσότερο πως τις μόνες υπερεθνικές ενώσεις που θα μπορούσαν να αποδεχτούν είναι εκείνες που θα σέβονταν το δικαίωμά τους να παίζουν αποφασιστικό ρόλο στις αποφάσεις. Αντίθετα, η Ευρώπη των δύο τελευταίων δεκαετιών, και εσχάτως η «γερμανική Ευρώπη», προσπαθούν δια της βίας να υποτάξουν τους ευρωπαϊκούς λαούς κάτω από τη φτέρνα των τραπεζών και του πολυεθνικού κεφαλαίου, κάτι που σήμερα όχι μόνον δεν είναι επιθυμητό και ανεκτό από τους λαούς, αλλά ούτε καν είναι εφικτό.
Αυτό που καταδεικνύει το Brexit –ως ο έσχατος κρίκος της αλυσίδας που περιγράψαμε και σίγουρα θα ακολουθήσουν και άλλοι–, είναι πως οι ευρωπαϊκοί λαοί, όπως δεν ανέχθηκαν τα πάντσερ του Χίτλερ δεν είναι διατεθειμένοι να κυκλοφορούν όλοι με… Φολκς Βάγκεν.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr